Η οικονομική, η χρηματοπιστωτική και η τραπεζική πίεση που θα βιώσει η Ελλάδα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο να υπάρξει μια συμφωνία
Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για την προοπτική να σταματήσει η λιτότητα στην Ελλάδα κάνει η JPMorgan σήμερα, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι προσεχείς εβδομάδες θα είναι εξαιρετικά κρίσιμες για την χώρα.
Στην σημερινή της ανάλυση με τίτλο "Greece: what does it mean to be anti-austerity? " (Ελλάδα: τι σημαίνει να είναι κατά της λιτότητας;), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η JPMorgan εξηγεί γιατί είναι δύσκολο η Ελλάδα να σταματήσει την λιτότητα εάν δεν ληφθούν γενναίες αποφάσεις για το χρέος της.
Πίσω στο 2009, κατά την έναρξη της ελληνικής κρίσης, το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν στο 15,2% του ΑΕΠ.
Ακόμη και αν το συνολικό μέγεθος του χρέους που την εποχή εκείνη βρισκόταν στο 126,8% του ΑΕΠ είχε εξαλειφθεί, η Ελλάδα θα εξακολουθούσε είχε πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 10,2% του ΑΕΠ.
Αυτό δεν ήταν μια βιώσιμη θέση.
Ο μόνος τρόπος που ένα πρωτογενές έλλειμμα αυτού του μεγέθους θα μπορούσε να μειωθεί ήταν αν υπήρχαν μόνιμες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Αυτές θα έπρεπε να φτάνουν, πέραν των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων που η Ελλάδα λαμβάνει ήδη από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, περίπου το 3% του ΑΕΠ ετησίως.
Έτσι, μια σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτη.
Θα μπορούσε κανείς να συζητήσει το κατάλληλο ρυθμό της προσαρμογής, τη σύνθεση της προσαρμογής μεταξύ των διαφόρων φόρων και κατηγοριών δαπανών, καθώς και το βαθμό στον οποίο η πάταξη της φοροδιαφυγής θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά.
Ο ρόλος της ανάπτυξης θα μπορούσε επίσης να είχε συζητηθεί.
Αλλά δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι δεν χρειαζόταν καθόλου δημοσιονομική προσαρμογή.
Τώρα που η Ελλάδα θα έχει ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, μπορούν οι επικεφαλής πολιτικής να ασχοληθούν με το ζήτημα της λιτότητας για το μέλλον.
Είναι λογικό να υποστηρίζεται ότι η κατάλληλη δημοσιονομική θέση μιας κυβέρνησης είναι συνάρτηση του επιπέδου του χρέους.
Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο του χρέους, τόσο μεγαλύτερο είναι το πρωτογενές πλεόνασμα που θα πρέπει να επιτυγχάνεται .
Δεν είναι εύκολη όμως η ισορροπία αυτή.
Η Ευρωζώνη αποφάσισε ότι οι χώρες θα πρέπει να θέσουν ως στόχο ένα λόγο χρέους προς το ΑΕΠ της τάξης του 60%.
Με το ελληνικό χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να ανέρχεται σήμερα στο 175% του ΑΕΠ, η χώρα θα έπρεπε να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 5,75% του ΑΕΠ, υπό την προϋπόθεση της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Δεδομένου ότι η ΕΕ και το ΔΝΤ αναμένει ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα υπερβαίνει το μέσο επιτόκιο για τα επόμενα χρόνια, το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα θα μειώνεται.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ο πρωταρχικός στόχος της τρόικας είναι για πλεόνασμα 4,5%.
Έτσι, χρειάζεται πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή για να περάσουμε από μικρό πρωτογενές πλεόνασμα του προηγούμενου έτους στον στόχο του προγράμματος του 4,5% του ΑΕΠ το 2016.
Υπό αυτά τα δεδομένα, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η νέα ελληνική κυβέρνηση θέλει ένα κούρεμα της ονομαστικής αξίας του χρέους.
Αν υπήρχε μια μείωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας για τα 222 δισ. ευρώ των επίσημων δανείων από την υπόλοιπη Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένων των εκμεταλλεύσεων μέσω της έκδοσης χρεογράφων της ΕΚΤ), τότε το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα, σύμφωνα με τον κανόνα του χρέους, θα είναι 2,7% του ΑΕΠ (με ονομαστική ανάπτυξη, σύμφωνα με το μέσο κόστος δανεισμού) ή λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, ένα κούρεμα 50% για το ευρωπαϊκό τμήμα των υποχρεώσεων της Ελλάδας σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει περισσότερη λιτότητα.
Ωστόσο, η υπόλοιπη περιοχή δεν υποδέχεται θετικά την ιδέα ενός κουρέματος της ονομαστικής αξίας.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάσταση θα οδηγηθεί σε μια ασυμβίβαστη αδιέξοδο.
Το ευρωπαϊκό τμήμα των επίσημων δανείων της Ελλάδας δεν ενεργεί επί του παρόντος αντίθετα για την ελληνική οικονομία, δεδομένων των πολύ χαμηλών επιτοκίων, της μακράς περιόδου χάριτος και της πολύ μεγάλης διάρκειας.
Ο αντίθετος άνεμος πραγματικά προέρχεται από τον τρόπο που ο κανόνας για το χρέος λειτουργεί.
Η JPMorgan έχει από καιρό υποστηρίξει ότι δεν έχει νόημα να εφαρμοστεί ο κανόνας του χρέους στην Ελλάδα, λόγω των πολύ μεγάλης διάρκειας ωριμάνσεων και των ευνοϊκών όρων για τα επιτόκια.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ δεν είναι ένα πολύ καλό μέτρο της επιβάρυνσης του χρέους στην Ελλάδα.
Έτσι, η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί εξίσου εύκολα να εξαλειφθεί με την προσαρμογή του κανόνα του χρέους, με βάση την ονομαστική του αξία.
Από αυτή την άποψη, δεν είναι δύσκολο να δούμε πώς οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε μια συμφωνία που θα λειτουργεί.
Ωστόσο, δεν είναι σαφές ότι αυτό πρόκειται να συμβεί εύκολα.
Δεν υπάρχει μόνο το θέμα του τι είδους ελάφρυνση του χρέους επιτυγχάνεται με κούρεμα της αξίας ή της καθαρής παρούσας αξίας, υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το πρόγραμμα ευρύτερων μεταρρυθμίσεων, την επιτήρηση και την αλληλουχία (τι θα προηγηθεί, η μεταρρύθμιση ή η ελάφρυνση του χρέους).
Επιπλέον, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, η Τρόικα δεν ήταν πολύ δεκτική στην ιδέα της προσαρμογής του κανόνα του χρέους για την Ελλάδα.
Ο προηγούμενος πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ήθελε επίσης να αποφύγει την πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια που απαιτείται για την επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ, αλλά η Τρόικα δεν του επέτρεψε αυτήν την χαλαρότητα.
Έτσι, υπήρξε το αδιέξοδο που οδήγησε στην παράταση κατά δύο μήνες του προγράμματος.
Σύμφωνα με την JPMorgan οι επόμενες εβδομάδες θα είναι δύσκολες, τόσο για τη νέα ελληνική κυβέρνηση όσο και για την τρόικα.
Συνεχίζει μάλιστα να πιστεύει ότι ένα αδιέξοδο δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ καιρό, και ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει σημαντικούς συμβιβασμούς.
Αυτό δεν θα είναι εύκολο, δεδομένης της μορφής του συνασπισμού.
Κατά την άποψή της, η οικονομική, η χρηματοπιστωτική και η τραπεζική πίεση θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο να υπάρξει μια συμφωνία, ή να οδηγηθεί σε νέες εκλογές η χώρα ή να βγει από την Ευρωζώνη κατά τη διάρκεια των προσεχών μηνών.
www.bankingnews.gr
Στην σημερινή της ανάλυση με τίτλο "Greece: what does it mean to be anti-austerity? " (Ελλάδα: τι σημαίνει να είναι κατά της λιτότητας;), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η JPMorgan εξηγεί γιατί είναι δύσκολο η Ελλάδα να σταματήσει την λιτότητα εάν δεν ληφθούν γενναίες αποφάσεις για το χρέος της.
Πίσω στο 2009, κατά την έναρξη της ελληνικής κρίσης, το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν στο 15,2% του ΑΕΠ.
Ακόμη και αν το συνολικό μέγεθος του χρέους που την εποχή εκείνη βρισκόταν στο 126,8% του ΑΕΠ είχε εξαλειφθεί, η Ελλάδα θα εξακολουθούσε είχε πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 10,2% του ΑΕΠ.
Αυτό δεν ήταν μια βιώσιμη θέση.
Ο μόνος τρόπος που ένα πρωτογενές έλλειμμα αυτού του μεγέθους θα μπορούσε να μειωθεί ήταν αν υπήρχαν μόνιμες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Αυτές θα έπρεπε να φτάνουν, πέραν των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων που η Ελλάδα λαμβάνει ήδη από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, περίπου το 3% του ΑΕΠ ετησίως.
Έτσι, μια σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτη.
Θα μπορούσε κανείς να συζητήσει το κατάλληλο ρυθμό της προσαρμογής, τη σύνθεση της προσαρμογής μεταξύ των διαφόρων φόρων και κατηγοριών δαπανών, καθώς και το βαθμό στον οποίο η πάταξη της φοροδιαφυγής θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά.
Ο ρόλος της ανάπτυξης θα μπορούσε επίσης να είχε συζητηθεί.
Αλλά δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι δεν χρειαζόταν καθόλου δημοσιονομική προσαρμογή.
Τώρα που η Ελλάδα θα έχει ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, μπορούν οι επικεφαλής πολιτικής να ασχοληθούν με το ζήτημα της λιτότητας για το μέλλον.
Είναι λογικό να υποστηρίζεται ότι η κατάλληλη δημοσιονομική θέση μιας κυβέρνησης είναι συνάρτηση του επιπέδου του χρέους.
Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο του χρέους, τόσο μεγαλύτερο είναι το πρωτογενές πλεόνασμα που θα πρέπει να επιτυγχάνεται .
Δεν είναι εύκολη όμως η ισορροπία αυτή.
Η Ευρωζώνη αποφάσισε ότι οι χώρες θα πρέπει να θέσουν ως στόχο ένα λόγο χρέους προς το ΑΕΠ της τάξης του 60%.
Με το ελληνικό χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να ανέρχεται σήμερα στο 175% του ΑΕΠ, η χώρα θα έπρεπε να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 5,75% του ΑΕΠ, υπό την προϋπόθεση της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Δεδομένου ότι η ΕΕ και το ΔΝΤ αναμένει ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα υπερβαίνει το μέσο επιτόκιο για τα επόμενα χρόνια, το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα θα μειώνεται.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ο πρωταρχικός στόχος της τρόικας είναι για πλεόνασμα 4,5%.
Έτσι, χρειάζεται πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή για να περάσουμε από μικρό πρωτογενές πλεόνασμα του προηγούμενου έτους στον στόχο του προγράμματος του 4,5% του ΑΕΠ το 2016.
Υπό αυτά τα δεδομένα, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η νέα ελληνική κυβέρνηση θέλει ένα κούρεμα της ονομαστικής αξίας του χρέους.
Αν υπήρχε μια μείωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας για τα 222 δισ. ευρώ των επίσημων δανείων από την υπόλοιπη Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένων των εκμεταλλεύσεων μέσω της έκδοσης χρεογράφων της ΕΚΤ), τότε το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα, σύμφωνα με τον κανόνα του χρέους, θα είναι 2,7% του ΑΕΠ (με ονομαστική ανάπτυξη, σύμφωνα με το μέσο κόστος δανεισμού) ή λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, ένα κούρεμα 50% για το ευρωπαϊκό τμήμα των υποχρεώσεων της Ελλάδας σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει περισσότερη λιτότητα.
Ωστόσο, η υπόλοιπη περιοχή δεν υποδέχεται θετικά την ιδέα ενός κουρέματος της ονομαστικής αξίας.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάσταση θα οδηγηθεί σε μια ασυμβίβαστη αδιέξοδο.
Το ευρωπαϊκό τμήμα των επίσημων δανείων της Ελλάδας δεν ενεργεί επί του παρόντος αντίθετα για την ελληνική οικονομία, δεδομένων των πολύ χαμηλών επιτοκίων, της μακράς περιόδου χάριτος και της πολύ μεγάλης διάρκειας.
Ο αντίθετος άνεμος πραγματικά προέρχεται από τον τρόπο που ο κανόνας για το χρέος λειτουργεί.
Η JPMorgan έχει από καιρό υποστηρίξει ότι δεν έχει νόημα να εφαρμοστεί ο κανόνας του χρέους στην Ελλάδα, λόγω των πολύ μεγάλης διάρκειας ωριμάνσεων και των ευνοϊκών όρων για τα επιτόκια.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ δεν είναι ένα πολύ καλό μέτρο της επιβάρυνσης του χρέους στην Ελλάδα.
Έτσι, η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί εξίσου εύκολα να εξαλειφθεί με την προσαρμογή του κανόνα του χρέους, με βάση την ονομαστική του αξία.
Από αυτή την άποψη, δεν είναι δύσκολο να δούμε πώς οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε μια συμφωνία που θα λειτουργεί.
Ωστόσο, δεν είναι σαφές ότι αυτό πρόκειται να συμβεί εύκολα.
Δεν υπάρχει μόνο το θέμα του τι είδους ελάφρυνση του χρέους επιτυγχάνεται με κούρεμα της αξίας ή της καθαρής παρούσας αξίας, υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το πρόγραμμα ευρύτερων μεταρρυθμίσεων, την επιτήρηση και την αλληλουχία (τι θα προηγηθεί, η μεταρρύθμιση ή η ελάφρυνση του χρέους).
Επιπλέον, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, η Τρόικα δεν ήταν πολύ δεκτική στην ιδέα της προσαρμογής του κανόνα του χρέους για την Ελλάδα.
Ο προηγούμενος πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ήθελε επίσης να αποφύγει την πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια που απαιτείται για την επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ, αλλά η Τρόικα δεν του επέτρεψε αυτήν την χαλαρότητα.
Έτσι, υπήρξε το αδιέξοδο που οδήγησε στην παράταση κατά δύο μήνες του προγράμματος.
Σύμφωνα με την JPMorgan οι επόμενες εβδομάδες θα είναι δύσκολες, τόσο για τη νέα ελληνική κυβέρνηση όσο και για την τρόικα.
Συνεχίζει μάλιστα να πιστεύει ότι ένα αδιέξοδο δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ καιρό, και ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει σημαντικούς συμβιβασμούς.
Αυτό δεν θα είναι εύκολο, δεδομένης της μορφής του συνασπισμού.
Κατά την άποψή της, η οικονομική, η χρηματοπιστωτική και η τραπεζική πίεση θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο να υπάρξει μια συμφωνία, ή να οδηγηθεί σε νέες εκλογές η χώρα ή να βγει από την Ευρωζώνη κατά τη διάρκεια των προσεχών μηνών.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών