Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Eurobank - Η διατηρησιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν μπορεί να στηριχθεί στη φορολογία - Να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις

Eurobank - Η διατηρησιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν μπορεί να στηριχθεί στη φορολογία - Να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις
Η υστέρηση εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού τον Ιανουάριο προκαλεί προβληματισμούς
Tην επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και τη σταδιακή αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος προτάσσει η Eurobank ως τις βασικές προτεραιότητες της Ελλάδας για το προσεχές μέλλον.
Αναλυτικά, όπως εξηγεί η Eurobank, στην καθιερωμένη ανάλυσή της "7 Ημέρες Οικονομία":
- Η εξασφάλιση της διατηρησιμότητας του πλεονάσματος για τα επόμενα χρόνια και η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
- Ικανοποιητικό το πρωτογενές πλεόνασμα για τον Ιανουάριο του 2014 σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Κυβέρνησης.
- Η υστέρηση εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού τον Ιανουάριο προκαλεί προβληματισμούς όσον αφορά την επίτευξη του σχετικού ετήσιου στόχου για το 2014.
- Ελληνική Προεδρία ΕΕ και Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (ΕΜΕ) τραπεζών: Η διαδικασία λήψης αποφάσεων εξυγίανσης, η νομική βάση του ΕΜΕ και ο τρόπος δημιουργίας κοινού ταμείου εξυγίανσης αποτελούν εκκρεμή ζητήματα.
- Βιομηχανική παραγωγή: μειώθηκε κατά 3,6% σε ετήσια βάση το 2013 (2012/2011: -3,3%), ενώ το Δεκ. '13 αυξήθηκε οριακά κατά 0,5% σε ετήσια βάση για πρώτη φορά από τον Ιούνιο '13.

Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Κεντρικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου 2014,  το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού σε τροποποιημένη ταμειακή βάση ήταν πλεονασματικό κατά €0,6 δισ., βελτιωμένο κατά 236,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο αλλά μειωμένο σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του Προϋπολογισμού 2014 κατά -17,2%.
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για τον Ιανουάριο 2014 δεν αποτελεί θετική έκπληξη με δεδομένο ότι στο συγκεκριμένο μήνα (όπως και τον Φεβρουάριο 2014) συνεχίζουν να εισπράττονται φόροι για το 2013 ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες είναι σχετικά μικρές. Άλλωστε μέρος των εσόδων των δύο πρώτων μηνών κάθε έτους (όπως και των δαπανών) δημοσιονομικά καταγράφεται στο προηγούμενο έτος, στην περίπτωση μας το 2013. Ο επίσημος στόχος  του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013 είναι €0,8 δισ. ή 0,4% του ΑΕΠ. Συνεπώς το πρωτογενές πλεόνασμα, το πρωτογενές πλεόνασμα των δύο πρώτων μηνών του 2013 θα πρέπει να είναι σημαντικά αυξημένο  σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2013 για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος.

Το πρωτογενές πλεόνασμα του Ιανουαρίου 2014 είναι χαμηλότερο του στόχου για τους παρακάτω λόγους:
•    Τα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) για τον Ιανουάριο 2014 είναι χαμηλότερα κατά €0,1 δισ. ή -76,3%  έναντι του στόχου του Προϋπολογισμού 2014. Η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν δημιουργεί ανησυχίες καθώς είναι συνηθισμένο να αλλάζει ο χρονισμός καταβολής των δόσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι αντίστοιχο άλλωστε, συνέβη και κατά τη διάρκεια του 2013.
•    Τις αυξημένες επιστροφές φόρων κατά €0,2 δις ή 197,0% για τον Ιανουάριο του 2014. Θεωρούμε ότι οι επιστροφές θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του 2013 και εξαιτίας φόρτου εργασίας κλπ. των ΔΟΥ δεν ολοκληρώθηκαν εντός των συγκεκριμένων χρονικών περιθωρίων. Δεν αποτελούν πηγή ανησυχίας κατά την άποψη μας.
•    Τα μειωμένα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού κατά €0,3 δισ. ή -5,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο. Η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι ανησυχητική και προκαλεί προβληματισμό για την επίτευξη του σχετικού ετήσιου στόχου για το 2014, καθώς υπάρχει υστέρηση εσόδων ήδη από τον πρώτο μήνα του έτους. Αν το φαινόμενο αυτό συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες τότε θα δημιουργηθεί ένα δημοσιονομικό κενό για το 2014. Βέβαια, είναι πιθανό αυτή η υστέρηση να είναι συγκυριακή και τα έσοδα των επόμενων μηνών να προσεγγίσουν τους αντίστοιχους στόχους του Προϋπολογισμού 2014. Αυτό είναι το καλό ενδεχόμενο όσον αφορά την εξέλιξη των εσόδων για το 2014.
Από την άλλη πλευρά, οι δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού για τον Ιανουάριο ου 2014 ανέρχονταν σε περίπου €3,5 δισ. μειωμένες κατά -15,9% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2013 και -11,5% σε σχέση με τον στόχο του Προϋπολογισμού του 2014. Αντίστοιχα, οι πρωτογενείς δαπάνες ανέρχονταν €3,0 δισ. μειωμένες κατά -24,9% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2013 και -12,1% σε σχέση με τον στόχο του Προϋπολογισμού του 2014. Αν κάνουμε την υπόθεση ότι οι πρωτογενείς δαπάνες ήταν στο επίπεδο του αντίστοιχου στόχου για τον Ιανουάριο του 2014 τότε το πρωτογενές πλεόνασμα, με βάση την εξέλιξη των εσόδων που παρουσιάστηκε παραπάνω, θα ήταν στα €0,4 δισ. Για άλλη μια φορά θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών είναι δυνατό να οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους και δεν είναι τεχνητή ώστε να παρουσιαστεί σε υψηλότερα επίπεδα το πλεόνασμα του Ιανουαρίου 2014. Έτσι και αλλιώς μια τεχνητή συγκράτηση των δαπανών – όπως έδειξε και η εκτέλεση του Προϋπολογισμού 2013 μικρή σημασία έχει. Οι πρωτογενείς δαπάνες στο τέλος της χρονιάς θα πρέπει να φτάσουν στο επίπεδο του στόχου τους εκτός εάν κατά τη διάρκεια της χρονιάς επιτευχθεί σημαντική ορθολογικοποίηση τους μέσω π.χ. της εφαρμογής του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία δε θεωρούμε ότι η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2013 βρίσκεται σε κίνδυνο. Τα στοιχεία της Γενικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου Δεκεμβρίου 2013  δεν δείχνουν κάποια σημαντική απόκλιση από τους στόχους. Σε κάθε περίπτωση όμως η αρχή που είναι αρμόδια για την επίσημη πιστοποίηση και ανακοίνωση του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι η Eurostat. Η σχετική ανακοίνωση αναμένεται στο τέλος Απριλίου 2014. Αναμένουμε ότι η πιστοποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος θα αποτελέσει το σημείο αναφοράς για την ανακοίνωση ενός προσχεδίου των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup της 26/27ης  Νοεμβρίου 2012. Μέχρι τότε όμως θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η παρούσα αξιολόγηση του 2ου Προγράμματος Σταθεροποίησης της Ελληνικής Οικονομίας (2ΠΣΕΟ) ώστε να αποδεσμευθούν οι δόσεις τουλάχιστον από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) (€3,1δισ. (Δεκ. 2013) + €5,7δισ. (Μάρ. 2014)=€8,8 δισ.).
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι η παρούσα αξιολόγηση πέρα από τη συμφωνία για το δημοσιονομικό κενό του 2014 περιλαμβάνει και συμφωνία σε μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Μέχρι στιγμής, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί κάποια σημαντική πρόοδος για τα εκκρεμή ζητήματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με την εξαίρεση ίσως του θέματος της ένταξης επιπλέον 12.500 δημοσίων υπαλλήλων στο πρόγραμμα κινητικότητας.
Παράλληλα παραμένουν ακόμη ανοικτά τα ζήτημα του χρηματοδοτικού κενού του 2014 καθώς και τα θέματα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής 2014-17 και του χρηματοδοτικού κενού της περιόδου 2015-16. Δεν θεωρούμε ότι η έξοδος στις αγορές μπορεί να καλύψει μεγάλο μέρος του χρηματοδοτικού κενού αφού το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αναμένεται πολλαπλάσιο του τρέχοντος κόστους εξυπηρέτησης των επισήμων δανείων.
Μια έκδοση ελληνικών ομολόγων θα είναι μικρή σε μέγεθος και σε διάρκεια και περισσότερο θα έχει ψυχολογικούς στόχους – να αυξήσει την εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία.
Αντίθετα – και για να επιστρέψουμε στο θέμα του πλεονάσματος – τις τελευταίες ημέρες παρατηρούμε ότι μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης επικεντρώνεται στο πλεόνασμα του 2013 δίνοντας του θετικές ή αρνητικές διαστάσεις πέρα από αυτές που του αξίζουν.
Είναι αναγκαίο να γίνει από όλους κατανοητό ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας δείκτης διαχείρισης των εσόδων και των δαπανών του δημοσίου. Το 2009 ο συγκεκριμένος δείκτης έφθασε το -10,5% του ΑΕΠ ενώ το 2013 αναμένεται στο 0,4% του ΑΕΠ. Πρόκειται για μια σημαντική επιτυχία που κρύβει πίσω της α) την σημαντικότατη αύξηση των φορολογικών βαρών για τους συνήθεις υπόπτους (μισθωτούς και συνταξιούχους), β) την καλύτερη οργάνωση / έλεγχο των δαπανών του δημοσίου (π.χ. καλύτερο έλεγχο των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης μέσω των σχετικών μεταρρυθμίσεων, κτλ), γ) την καλύτερη οργάνωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού μέσω της καθυστερημένης λειτουργίας της Γενικής Γραμματείας Εσόδων και δ) την ορθολογικοποίησης της δομής του δημοσίου.
Για να εξασφαλισθεί η διατηρησιμότητα και ή αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια απαιτείται επιπλέον προσπάθεια. Η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να επικεντρωθεί στην αύξηση της φορολογίας. Τα μέτρα αυτά εξάντλησαν πλέον τις όποιες δυνατότητες είχαν. Η προσπάθεια από εδώ και πέρα θα κριθεί:
•    Στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα.
•    Στην ενίσχυση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, του ανταγωνισμού και των εξαγωγών.
•    Στην ενίσχυση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Οι κατευθυντήριες γραμμές υπάρχουν ήδη στο 2ΠΣΕΟ. Η επιτάχυνση της εφαρμογής τους είναι απαραίτητη.

Τα εκκρεμή ζητήματα του Ενιαίο Μηχανισμού Εξυγίανσης των τραπεζών που θα κριθούν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας
Ένα από τα θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελληνική Προεδρία είναι η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τη σύσταση του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ) και του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (ΕΤΕ) των ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι εταίροι καλούνται να ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις ως τις αρχές Μαρτίου ώστε η παρούσα σύνθεση της Ευρωβουλής να επικυρώσει την συμφωνία και ο ΕΜΕ  να τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2015, λίγο μετά τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας των τραπεζών.
Τον Δεκέμβριο του 2013 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε ένα σχέδιο για μια κοινή διαδικασία αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης των τραπεζών σε κεντρικό επίπεδο. Αυτό θα αποτελέσει το δεύτερο πυλώνα της τραπεζικής ενοποίησης, ύστερα από την θεσμοθέτηση ενός κοινού πλαισίου τραπεζικής εποπτείας στα τέλη του 2013. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο και η ΕΕ διαφωνούν με την πρόταση του ΕΣ σε κομβικά σημεία που αφορούν:
•    τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων εξυγίανσης,
•    το νομική βάση του θεσμού
•    τη σύσταση του κοινού ταμείου εξυγίανσης.  
Σύμφωνα με την πρόταση του ΕΣ, η ΕΚΤ ή το Ενιαίο  Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) των τραπεζών έχουν τη δικαιοδοσία να αποφασίζουν πως ένα πιστωτικό ίδρυμα χρειάζεται αναδιάρθρωση. Τότε, εντός σαράντα οχτώ ωρών το ΕΣΕ καλείται να καθορίσει τις λεπτομέρειες της αναδιάρθρωσης, συμπεριλαμβανομένης της χρησιμοποίησης του Κοινού Ταμείου Εξυγίανσης, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο. Το ΕΣΕ αποτελείται από τον εκτελεστικό διευθυντή, τέσσερις εκπροσώπους που διορίζονται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ και τα μέλη που διορίζονται από τις αρχές εξυγίανσης των κρατών που αφορά η εξυγίανση. Τα διαθέσιμα εργαλεία αναδιάρθρωσης περιλαμβάνουν την πώληση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, την δημιουργία μεταβατικού ιδρύματος, το διαχωρισμό στοιχείων του ενεργητικού και τη διάσωση με ίδια μέσα. Αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαφωνεί με την προταθείσα λύση τότε αναλαμβάνει το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών (ECOFIN) να προτείνει διορθώσεις στο πλάνο της αναδιάρθρωσης. Αν το ΕΣΕ έχει αντιρρήσεις σχετικά με τις τροποποιήσεις του συμβουλίου των υπουργών, έχει το δικαίωμα να ζητήσει αλλαγές από το ECOFIN. Αν το ECOFIN δεν επανέλθει με νέες τροποποιήσεις εντός προκαθορισμένου χρονοδιαγράμματος, τότε η εξυγίανση του ιδρύματος ακολουθεί τις αρχικές προτάσεις του συμβουλίου των υπουργών.
Από τα παραπάνω καθίσταται προφανές ότι η προταθείσα διαδικασία δίνει στο συμβούλιο των υπουργών οικονομικών τον τελικό λόγο στην αναδιάρθρωση των τραπεζών, παρέχοντας σημαντικό περιθώριο πολιτικής παρέμβασης στην διαδικασία λήψης της απόφασης για την εξυγίανση μιας τράπεζας. Επιπλέον, εγείρει εύλογες ανησυχίες για την ταχύτητα λήψης της απόφασης αναδιάρθρωσης, δεδομένου ότι εμπλέκει τρία όργανα, το ΕΣΕ, το ΕCOFIN και την Επιτροπή, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να διατυπώνουν πολλαπλώς ενστάσεις σχετικά με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης. Μάλιστα, η διαδικασία λήψης απόφασης για την εξυγίανση καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκη στην περίπτωση που χρειάζονται αρκετοί πόροι από το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ), καθώς τότε απαιτείται η ολομέλεια του ΕΣΕ, η οποία περιλαμβάνει αντιπροσώπους των αρχών εξυγίανσης όλων των κρατών (και όχι μόνο αυτών που αφορά άμεσα η εξυγίανση). Σε σχετικό άρθρο, η εφημερίδα Financial Times  αναφέρει ότι οι συμμετέχοντες στη λήψη απόφασης μπορούν να φτάσουν τους 143. Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι σημαντική συνδρομή του Ταμείου πιθανόν να συνδέεται με σημαντικό πρόβλημα άρα και αυξημένη πιθανότητα μετάδοσης της αναταραχής στον τραπεζικό τομέα, η λήψη απόφασης εξυγίανσης της τράπεζας περιπλέκεται ακριβώς όταν απαιτείται μια γρήγορη διαδικασία. Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Κοινοβούλιο πιέζουν για μια πιο κεντροποιημένη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία προβλέπει ότι η Επιτροπή θα έχει κεντρικό ρόλο, ενώ παρακάμπτει το ΕCOFIN, περιορίζοντας τις δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης.
Η νομική βάση για τη θεσμοθέτηση του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης αποτελεί ένα ακόμα σημείο τριβής μεταξύ Κοινοβουλίου και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το τελευταίο κατέληξε στην ίδρυση του ΕΤΕ στη βάση μιας διακρατικής συμφωνίας. Υιοθετεί με τη στάση αυτή τις ανησυχίες της γερμανικής κυβέρνησης ότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα απαιτείτο αλλαγή του νομικού και θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα ήταν και χρονοβόρα αλλά και αβέβαιου αποτελέσματος. Ωστόσο, η πρόταση για διακρατική συμφωνία παρακάμπτει το Κοινοβούλιο από τη νομοθετική διαδικασία, το οποίο, ως εκ τούτου, εκφράζει σθεναρή αντίθεση, υποστηρίζοντας ότι η λύση αυτή θέτει την ίδρυση του ενέχει δυο σημαντικούς κινδύνους. Πρώτον, απειλεί την ομαλή λειτουργία της τραπεζικής ένωσης καθώς είναι πιθανόν να προκαλέσει την αντίδραση των κρατών στην περίπτωση που κληθούν να  καλύψουν με ίδιους πόρους το κόστος μελλοντικών αναδιαρθρώσεων, ενώ έχουν ήδη παραδώσει στην ΕΚΤ την εποπτεία των τραπεζών. Δεύτερον, συντηρεί τον επικίνδυνο δεσμό μεταξύ αδυναμιών των τραπεζών και κρατικού χρέους. Η ΕΚΤ, όπως και μέλη του Κοινοβουλίου, έχει ήδη ταχθεί υπέρ της επίσπευσης της δημιουργίας του ΕΤΕ (πιθανόν σε πέντε αντί για δέκα χρόνια), ενώ και η Γερμανία φέρεται να εξετάζει υποχώρηση στο θέμα αυτό.
Τέλος, αντικείμενο διαπραγμάτευσης είναι η υποστήριξη του ΕΤΕ με ένα εφεδρικό δίχτυ ασφαλείας στην περίπτωση που οι πόροι του ΕΤΕ αποδειχθούν ανεπαρκείς. Το ΕΣ και το Κοινοβούλιο συμφωνούν ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αυτό το σκοπό κατά τη μεταβατική περίοδο των δέκα ετών. Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν και υπό ποιους όρους ο ΕΜΣ ή κάποια άλλη πιστωτική γραμμή θα είναι διαθέσιμος για εφεδρικούς λόγους μετά την πάροδο των δέκα ετών.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης