Τελευταία Νέα
Ελλάδα

Eurobank: Αδιέξοδο το μοντέλο ανάπτυξης

tags :
Eurobank: Αδιέξοδο το μοντέλο ανάπτυξης

Βασικούς άξονες και στρατηγικές για το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας προτείνει μέσω της μελέτης του ο Δρς Τάσος Αναστασάτος, Senior Economist της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank EFG, με τίτλο: «Προς Ένα Νέο Ελληνικό Αναπτυξιακό Πρότυπο: Επενδύσεις και Εξωστρέφεια», στον απόηχο της εξάντλησης του αναπτυξιακού υποδείγματος της προηγούμενης δεκαετίας.


Το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι, ανεξαρτήτως της διεθνούς κρίσεως, το ελληνικό υπόδειγμα ανάπτυξης το οποίο βασίστηκε στην εσωτερική ζήτηση προκάλεσε μακροοικονομικές ανισσοροπίες και στρεβλώσεις που το καθιστούν μη διατηρήσιμο. Τα δίδυμα ελλείμματα, ήτοι το δημοσιονομικό και του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), είναι η κορυφαία εκδήλωση της αλυσιτέλειας του συνδυασμού χαμηλή ανταγωνιστικότητα - υψηλή κατανάλωση.Η συνολική δαπάνη, κράτους και ιδιωτών, υπερβαίνει συστηματικά την εθνική παραγωγή με αποτέλεσμα τη συσσώρευση χρεών. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα οικονομικής διατηρησιμότητας αλλά, τελικώς, έχει και ηθική διάσταση: η γενεά η οποία είναι οικονομικώς δρώσα επί του παρόντος συντηρεί ένα επίπλαστο επίπεδο ευημερίας μετακυλίοντας το κόστος, δηλαδή καταδικάζοντας σε χαμηλότερη ευημερία τις επόμενες γενεές.



Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει δίλλημα μεταξύ πολιτικής σταθεροποίησης και αναπτυξιακής πολιτικής. Η επίτευξη και των δύο στόχων επιβάλλει την ταυτόχρονη επιδίωξή τους με μία στρατηγική διαρθρωτικών αλλαγών για την αύξηση της παραγωγικότητας. Κεντρικοί πυλώνες της προσπάθειας, οι παραγωγικές επενδύσεις και οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητος. Πρόκειται για ένα νέο μοντέλο οικονομικής εξωστρέφειας. Δεδομένων των χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας, αυτή η επιδίωξη είναι αναπόδραστη. Ακόμη περισσότερο, εάν οι πρωτοβουλίες πολιτικής για τη διαρραγή του φαύλου κύκλου υπερχρέωσης καθυστερήσουν ή αποδειχτούν λιποβαρείς, το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του με την καθήλωση της χώρας σε πολυετή στασιμότητα, αν όχι ύφεση, και απόκλιση από τα ευρωπαϊκά επίπεδα ευημερίας. Μάλιστα, σε μία χώρα της οποίας τα χρέη είναι σε ατραπό εκτόξευσης, αυτό δεν είναι καν το χειρότερο σενάριο.



Η παγίωση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης 4% την τελευταία δεκαετία, έναντι 2,1% του μέσου όρου της ΕΕ-16, οδήγησε σε πραγματική σύγκλιση (κατά κεφαλήν ΑΕΠ 90,5% μ.ο. Ευρωζώνης). Ωστόσο, το υπόδειγμα ανάπτυξης βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και κυρίως της κατανάλωσης. Η ιδιωτική κατανάλωση η οποία συνιστά σήμερα ποσοστό 72% του ΑΕΠ (μ.ο. Ευρωζώνης 58,8%), αναμένεται ότι θα επιβραδυνθεί εφεξής. Ομοίως θα επιβραδυνθεί η δημόσια κατανάλωση και οι πιστώσεις προς τα νοικοκυριά. Οι συνολικές επενδύσεις στήριξαν και αυτές στο παρελθόν την ταχεία ανάπτυξη (23,4% του ΑΕΠ έναντι μ.ο. Ευρωζώνης 21,4%), αν και το 1/3 περίπου των επενδύσεων αφορούσε το λιγότερο παραγωγικό τμήμα τους, την κατασκευή κατοικιών. Η διεθνής κρίση επέτεινε την επιβράδυνση των επενδύσεων η οποία παρατηρείται ήδη από το 2006. Αντιθέτως, ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάπτυξη. Αφενός, η Ελλάδα παραμένει σήμερα μία σχετικά κλειστή οικονομία. Αφετέρου, οι πόροι τους οποίους αφαιρούν οι εισαγωγές υπέρ-αντισταθμίζουν σημαντικά τη θετική συμβολή των εξαγωγών. Η διαρκής συσσώρευση ευμεγεθών εξωτερικών ελλειμμάτων (14% του ΑΕΠ ή € 44 δις το 2007 και 2008, 11,5% του ΑΕΠ περίπου φέτος) οδήγησε το εξωτερικό χρέος της χώρας στο εξωφρενικό ποσοστό του 163% του ΑΕΠ. Παράλληλα, μεγεθύνεται και το δημόσιο χρέος. Στο τέλος του έτους θα έχει ανέλθει στο 113,4% του ΑΕΠ με τάση εκτόξευσης τα επόμενα έτη.



Η μελέτη υπολογίζει ότι, ακόμα και αν πραγματοποιηθούν διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα διπλασιάσουν τον πραγματικό (αποπληθωρισμένο) ρυθμό αύξησης των εξαγωγών στο 10%, εάν ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών παραμείνει στο 4% θα απαιτηθούν 8 έτη για να ισοσκελιστεί το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών. Αν συνυπολογιστούν και τα αυξανόμενα ελλείμματα του Ισοζυγίου Εισοδημάτων, ακόμα και η αισιόδοξη υπόθεση της ετήσιας αύξησης των εξαγωγών κατά 10% θα οδηγήσει σε αυξανόμενη απόκλιση του ελλείμματος του ΙΤΣ! Για να ισοσκελιστεί το Ισοζύγιο Πληρωμών σε 5 έτη, με δεδομένους τους ρυθμούς αύξησης των εισαγωγών και του ελλείμματος του Ισοζυγίου Εισοδημάτων οι εξαγωγές πρέπει να αυξάνονται με πραγματικό ρυθμό 18,1% ετησίως!



Η υπερκατανάλωση οφείλεται στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και του πλούτου και την αισιοδοξία για τις μελλοντικές προοπτικές η οποία οδήγησε επιχειρήσεις και νοικοκυριά να δανειστούν περισσότερο, εκμεταλλευόμενοι την πτώση των επιτοκίων. Η μελέτη εκτιμά ότι για να επιστρέψει η κατανάλωση στα ευρωπαϊκά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, η πραγματική (αποπληθωρισμένη) κατανάλωση πρέπει να μειώνεται ετησίως κατά 4,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ για τα επόμενα πεντέμισι έτη (μιάμιση ποσοστιαία μονάδα με ετήσιο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης του ΑΕΠ 3%).



Οι συνεχείς θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης οδήγησαν στην συσσώρευση πραγματικής ανατίμησης από το 2000 η οποία εκτιμάται στο 18,4%, μετρούμενη με βάση τον ΔΤΚ, ή 32,5%, μετρούμενη με βάση το κόστος εργασίας. Αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στη διαδικασία σύγκλισης (υπόθεση Balassa-Samuelson). Παραπέμπει σε διαρθρωτικές αδυναμίες και ακαμψίες μισθών και τιμών, και τη μεταφορά πόρων προς τον τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Η οικονομετρική ανάλυση δείχνει ότι, αφαιρώντας τα συγκυριακά τμήματα του εξωτερικού ελλείμματος, το έλλειμμα πρέπει να μειωθεί μόνιμα κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ώστε το εξωτερικό χρέος να είναι διατηρήσιμο. Για να συμβεί αυτό, με επιεικείς υποθέσεις, απαιτείταιμία πραγματική υποτίμηση, δηλαδή μείωση τιμών εξαγωγών, της τάξης του 22,1%. Με αυτά τα μεγέθη, ακόμα και το πάγωμα των ονομαστικών μισθών για ολόκληρη την πενταετία δεν θα ήταν επαρκές. Προκύπτει αβίαστα ότι μόνη λύση είναι οι μειώσεις τιμών και μισθών να υποκατασταθούν, τουλάχιστον εν μέρει, από αύξηση παραγωγικότητας με ρυθμό ταχύτερο αυτού των χωρών της Ευρωζώνης. Αυτό θα αύξανε το ρυθμό οικονομικής μεγεθύνσεως και τις εξαγωγές, συμβάλλοντας έτσι στην αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και τη συγκράτηση της ανεργίας.


Οι προτεραιότητες της γενικής οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι οι εξής:



1. Εξάλειψη της διαφοράς πληθωρισμού από το μ.ο. της Ευρωζώνης με καταπολέμηση των ολιγοπωλιακών καταστάσεων και των ακαμψιών σε όλες τις αγορές (καρτέλ, κλειστά επαγγέλματα, διαπλοκή, συντεχνιακά συμφέροντα).

2. Ανοδος της δομικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας: βελτίωση δημόσιας διοίκησης, θεσμών, υποδομών, ενίσχυση ευελιξίας , άνοδος παραγωγικότητας υπηρεσιών.

3. Ριζική αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος με μόνιμα μέτρα και ριζικές αλλαγές, στην ουσία επανεξέταση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα από μηδενική βάση.

4. Μείωση της εξάρτησης της Ελληνικής οικονομίας από το πετρέλαιο (πράσινη ενέργεια, ενεργειακή αποτελεσματικότητα).



Τελικώς, όλες οι δράσεις πρέπει να κατατείνουν προς δύο αλληλένδετους στόχους: την ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση επενδύσεων και εξαγωγών, δηλαδή σε δαπάνες με ισχυρή πολλαπλασιαστική επίδραση στο ΑΕΠ. Εφόσον το μέγεθος των δαπανών στις οποίες μπορεί να προβεί η οικονομία υπόκειται σε περιορισμούς, το βασικό αναπτυξιακό εργαλείο είναι η κατανομή των δαπανών.



Η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να προσελκύσει επιχειρήσεις κλάδων αιχμής και περιορίζεται στην παραγωγή προϊόντων χαμηλότερης τεχνολογίας (έντασης εργασίας). Οι λιγοστές ξένες επενδύσεις που έγιναν τα τελευταία έτη αφορούσαν κυρίως, είτε εξαγορές εγχωρίων ανταγωνιστών είτε δραστηριότητες εκμετάλλευσης της εγχώριας αγοράς (λιανικό και χονδρικό εμπόριο, κύρια καταναλωτικών αγαθών) και όχι παραγωγικές επενδύσεις. Οι επενδύσεις υποκατάστασης εμπορίου όμως μπορεί να εκτοπίζουν την εγχώρια παραγωγή, δημιουργώντας μόνιμα εμπορικά ελλείμματα.



Η επέκταση των πολυεθνικών του τριτογενούς τομέα στην Ελλάδα σχετίζεται με οικονομίες κλίμακας εσωτερικές στην επιχείρηση. Η προσέλκυση επιχειρήσεων σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας απαιτεί τη δημιουργία αποτελεσμάτων διάχυσης (spillover effects) υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας από επιχείρηση σε επιχείρηση. Αυτά συνιστούν εξωτερικές οικονομίες κλίμακας και φάσματος οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής και δίνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον κλάδο συνολικά παρά στη μεμονωμένη επιχείρηση. Συγκεκριμένα μέτρα: α) αναβάθμιση υποδομών και ανθρώπινου κεφαλαίου. Πρώτη προτεραιότητα η παιδεία Επίσης, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, οι τηλεπικοινωνίες, η υγεία και η ενέργεια, με ιδιαίτερη έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Κρίσιμη είναι η μείωση του κόστους μεταφορών ώστε να καταστεί αποτελεσματική σε όρους κόστους η μεταφορά της παραγωγής εδώ και η επανεξαγωγή στις ανεπτυγμένες χώρες. β) βελτίωση της θεσμικής οργάνωσης της παραγωγής. γ) δημιουργία κλίματος φιλικού στις επενδύσεις καιτην επιχειρηματικότητα εν γένει. δ) δημιουργία ισχυρότερων επιχειρηματικών σχημάτων. Τα μεγάλα σχήματα επενδύουν περισσότερο σε έρευνα, ανάπτυξη και επιμόρφωση εργαζομένων, έχουν καλύτερες ικανότητες διαπραγμάτευσης και πρόσβασης στις διεθνείς αγορές, προωθούν τη δημιουργία επώνυμων προϊόντων και υπηρεσιών και έχουν ευχερέστερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση. ε) πολιτική ελέγχου των εισροών μεταναστών ανειδίκευτων και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Η παροχή χαμηλού κόστους εργασίας επιτρέπει την επιβίωση δραστηριοτήτων έντασης εργασίας και χαμηλής τεχνολογίας και παρεμποδίζει την στροφή σε τομείς οι οποίοι ενσωματώνουν γνώση και υψηλότερη προστιθέμενη αξία. Συνολικά, η χώρα πρέπει να καταστεί Κέντρο Αριστείας (centre of excellence), δηλαδή τόπος υψηλής αποτελεσματικότητος και καινοτομίας.



Η στροφή προς την ποιότητα είναι αναγκαία και στις εξαγωγές ώστε η αναστροφή των απωλειών ανταγωνιστικότητας να μην βασιστεί στη μείωση του κόστους εργασίας. Η δυναμική αναδιάρθρωση προς καινούριες εξειδικεύσεις και η συνακόλουθη υποκατάσταση εισαγωγών θα δημιουργήσουν παραγωγική κουλτούρα αλλά και φορολογικά έσοδα. Οι τάσεις στροφής προς την ποιότητα πρέπει να ενισχυθούν τα επόμενα έτη και να περιλάβουν και τις υπηρεσίες και τα γεωργικά προϊόντα. Προτεινόμενες μέθοδοι ενίσχυσης των εξαγωγών είναι, όχι οι επιδοτήσεις, αλλά η εντατικότερη ενημέρωση των επιχειρηματιών για τις ευκαιρίες νέων αγορών και τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης της επιχειρηματικότητας, η ορθολογικοποίηση του πλαισίου χρηματοδότησης και η μείωση του έμμεσου κόστους έναρξης και λειτουργίας επιχειρήσεων. Οι φορολογικοί συντελεστές δεν πρέπει να αποκλίνουν πολύ από αυτούς των χωρών της ΕΕ ώστε να μην δημιουργείται φορολογικό μειονέκτημα. Ως προς τις αγορές προορισμού των εξαγωγών, το 33% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται πλέον προς χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.Τα δημιουργηθέντα κανάλια πρόσβασης και η σημαντική παρουσία ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στην περιοχή είναι σημαντικά για το μέλλον. Η έμφαση όμως πλέον πρέπει να δοθεί στις επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στους δυναμικούς τομείς, απευθύνονται σε δυναμικές αγορές, και αξιοποιούν ελληνικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.

 

 

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης