Τελευταία Νέα
Κοινωνία

Κ. Μητσοτάκης: Η κυβέρνηση γυρίζει την Παιδεία πίσω στο 1982 – Κατεδαφίζει ότι καλό είχε γίνει

Κ. Μητσοτάκης: Η κυβέρνηση γυρίζει την Παιδεία πίσω στο 1982 – Κατεδαφίζει ότι καλό είχε γίνει
«Κατεδαφίζει ό,τι καλό έγινε στο χώρο της Παιδείας, για να ικανοποιήσει τελικά τη δική της σκληρή εκλογική πελατεία»
Οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρεί ο Νίκος Φίλης και η ελληνική κυβέρνηση γυρίζουν τον χώρο της Παιδείας πίσω στο 1982, υποστήριξε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας παρευρέθηκε σήμερα 12/9 στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου του κ. Τάσου Αβραντίνη με τίτλο: «Εκπαίδευση: Ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει».
Με αφορμή λοιπόν την εκδήλωση, εξαπέλυσε σφοδρή κριτική κατά των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ:
«Η κυβέρνηση αντί να σκέπτεται με όρους 2030, μας επιστρέφει ουσιαστικά πίσω στο 1982.
Κατεδαφίζει ό,τι καλό έγινε στο χώρο της Παιδείας, για να ικανοποιήσει τελικά τη δική της σκληρή εκλογική πελατεία.
Υποχρεωμένη ουσιαστικά να ακολουθήσει μία κατά βάση φιλελεύθερη πολιτική στον τομέα της οικονομίας, μία πολιτική στην οποία ουσιαστικά δεν πιστεύει».
Επίσης, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως και οι πολιτικές λιτότητας που επέβαλαν τα Μνημόνια, έβλαψαν κατά πολύ την Παιδεία στη χώρα μας.

Αναλυτικότερα, ολόκληρη η ομιλία του προέδρου της ΝΔ:

Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι,

Ευχαριστώ κατ’ αρχάς το συντονιστή που είχε την καλοσύνη να ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών για τη σημερινή μου παρέμβαση.
Χαίρομαι ιδιαίτερα που έχω το προνόμιο να παρουσιάσω το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη, «Εκπαίδευση, ελεύθερη επιλογή ή μία γάτα που γαυγίζει».
Πρέπει να σας πω ότι μέχρι που διάβασα το βιβλίο δεν είχα εκτιμήσει πλήρως το βάθος της σκέψης του συγγραφέα γύρω από τα ζητήματα αυτά. Καμία καλή παρουσίαση βιβλίου δεν πρέπει να εξαιρεί από τη δημόσια συζήτηση την παρότρυνση όσων των παρουσιάζουν, να αγοράσετε και να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.
Το κάνω, λοιπόν, επιτακτικά. Και το κάνω επιτακτικά, όχι επειδή αυτό ορίζει το τυπικό αυτής της διαδικασίας, αλλά επειδή πραγματικά πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό είναι μία φρέσκια πνοή σε έναν συχνά αφυδατωμένο δημόσιο διάλογο και την Παιδεία.
Διότι, είχα πάντα μία απορία σχετικά με την αναντιστοιχία η οποία υπάρχει μεταξύ της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου για τα ζητήματα Παιδείας και του πραγματικού, έμπρακτου ενδιαφέροντος που δείχνει η μέση ελληνική οικογένεια για την εκπαίδευση των παιδιών της. Και το ενδιαφέρον αυτό αντανακλάται στην πολλή μεγάλη και πολλή σημαντική επένδυση την οποία κάνουμε για να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας, διότι δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στην Ελλάδα έχουμε μία από τις κατά κεφαλήν υψηλότερες επιδόσεις σε ιδιωτικές δαπάνες νοικοκυριών για την εκπαίδευση.
Και είναι απολύτως βέβαιο επίσης, ότι ιστορικά η Παιδεία ήταν ο κατ’ εξοχήν μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας και προσωπικής προόδου και προκοπής στην Ελλάδα.
Και παρά το γεγονός ότι η κρίση μείωσε πολύ σημαντικά τα εισοδήματα του μέσου ελληνικού νοικοκυριού, κατά μέσο όρο, κατά 1/3, η Παιδεία αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό ως μία ανελαστική δαπάνη από τους πιο πολλούς Έλληνες.
Το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη είναι ένα βιβλίο φιλελεύθερο. Δεν θα σας εκπλήξει αυτό το οποίο σας λέω. Εξάλλου, ο ίδιος δεν έχει κρύψει ποτέ την ιδεολογική του καταβολή και είναι ένα βιβλίο το οποίο προσεγγίζει τα ζητήματα της Παιδείας μέσα από μία πολύ ξεκάθαρη, φιλελεύθερη οπτική γωνία.
Στο επίκεντρο των θέσεών του και των προτάσεών του, βρίσκεται μία αξία η οποία εμένα προσωπικά με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Ποια είναι αυτή; Ότι οι κρατικές υπηρεσίες, όποιες και αν είναι αυτές, οφείλουν να είναι στοχευμένες πρωτίστως στον πολίτη και όχι στον πάροχο.
Η πολιτική, δηλαδή, για την Παιδεία - για να το πω με πολύ απλά λόγια - πρέπει να βάζει πρώτα το μαθητή και το φοιτητή, όχι το δάσκαλο και τον καθηγητή. Όπως η πολιτική για την Υγεία πρέπει να βάζει πρώτα τον ασθενή και όχι το γιατρό. Η συνολική πολιτική για τη Δημόσια διοίκηση πρέπει να βάζει πρώτα τον πολίτη και όχι το Δημόσιο υπάλληλο.
Ο συγγραφέας είναι απολύτως σαφής, ότι το σκεπτικό αυτό δεν έχει ως στόχο την υποβάθμιση του ρόλου των εκάστοτε λειτουργών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση των λειτουργών της εκπαίδευσης, αλλά αντίθετα την αναβάθμισή τους.
Διότι ο συγγραφέας με πολύ πειστικό τρόπο μιλάει για την ανάγκη να απομακρύνουμε, επιτέλους από την Παιδεία, λογικές συντεχνιασμού και επιμένει σε αξιοκρατικές διαδικασίες οι οποίες θα αναδείξουν τους καλύτερους με τα πιο ισχυρά ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Επιτρέψτε μου μία σύντομη παρένθεση. Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς και είχα την ευκαιρία σήμερα το πρωί να επισκεφθώ το 1ο Δημοτικό Σχολείο στο Πέραμα, σε μία ξεχασμένη γειτονιά. Το 1ο Δημοτικό Σχολείο το οποίο συστεγάζεται και με το Σχολείο Ειδικής Αγωγής του Περάματος.
Πρέπει να σας πω ότι έμεινα εντυπωσιασμένος από την ποιότητα του προσωπικού, την ποιότητα των δασκάλων, την ποιότητα του Διευθυντή και ειδικά την ποιότητα της Διευθύντριας του Ειδικού Σχολείου.
Είδα ανθρώπους με πάθος, με διάθεση. Ανθρώπους οι οποίοι αισθάνονται απολύτως περιορισμένοι από το σφικτό γραφειοκρατικό εναγκαλισμό του Υπουργείου Παιδείας στην άσκηση του δικού τους λειτουργήματος. Και θυμήθηκα μία πρόσφατη ανάλυση, την οποία διάβασα στον κατά τα άλλα πιστεύω έγκριτο economist, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα, το οποίο δεν νομίζω ότι πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει, ότι η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης συνδέεται πρωτίστως με το διδακτικό έργο στην τάξη.
Τελικά τη διαφορά την κάνουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, πολύ περισσότερο απ’ ότι το μέγεθος της τάξης, ή οι υποδομές. Χωρίς, όμως, να υποτιμώ τη σημασία και αυτών.
Και στο πλαίσιο αυτό συγκρατώ αυτήν τη φράση από τον πρόλογο του βιβλίου, ότι ο ρόλος της σύγχρονης εκπαίδευσης πρέπει να είναι η αύξηση της ικανότητας του ανθρώπου να προσαρμόζεται κάθε στιγμή στις διαρκείς και επιταχυνόμενες αλλαγές.
Αλλά, δυστυχώς, ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας για τα ζητήματα αυτά, ελάχιστη σχέση έχει με αυτά τα οποία συζητιούνται διεθνώς για τα ζητήματα της Παιδείας.
Δυστυχώς και με μεγάλη υπαιτιότητα της κυβέρνησης έχει εγκλωβιστεί σε συντεχνειακά ζητήματα και σε συνθήματα του χθες, που δυστυχώς δεν παρακολουθούν τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στο χώρος της εκπαίδευσης παγκόσμια.
Δυστυχώς, οι πιστωτές μας ελάχιστα ασχολήθηκαν με τα θέματα της Παιδείας στα κείμενα των τριών Μνημονίων. Και λέω δυστυχώς, διότι όταν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να μας διαφεύγει μία μεγάλη πραγματικότητα, ότι η μεταρρύθμιση στην Παιδεία είναι τελικά η πιο σημαντική επένδυση που μπορούμε να κάνουμε για το μέλλον του τόπου.
Υπάρχει όμως μία ενδιαφέρουσα αναφορά στο τρίτο Μνημόνιο, στο 3ο πρόγραμμα το οποίο ψηφίστηκε τον Αύγουστο του περασμένου έτους, η οποία λέει επί λέξει, ότι «οι αρχές σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν ως τον Απρίλιο του ’16 την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011».
Αντί για την επικαιροποίηση αυτής της πολύ σοβαρής δουλειάς, αυτό το οποίο βιώνουμε, δυστυχώς είναι η κατεδάφιση κάθε ουσιαστικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας η οποία έλαβε χώρα στη παιδεία τα τελευταία χρόνια.
Και δυστυχώς σε μία εποχή όπου τα ζητήματα της Παιδείας πρέπει να αποτελούν κεντρικό μέρος ενός Εθνικού Σχεδίου ανασυγκρότησης, στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Έχω κουραστεί να ακούω ατέρμονες συζητήσεις για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά. Ζητήματα τα οποία σε οποιαδήποτε άλλη σοβαρή χώρα είναι απολύτως αυτονόητα.
Δυστυχώς, στη χώρα μας δεν γίνεται καμία απολύτως συζήτηση για το ποιες ειδικότητες και ποιες δεξιότητες χρειαζόμαστε, λαμβάνοντας υπόψη τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας τον οποίον εισηγούμαστε.
Αν δηλαδή είναι προς όφελος της εθνικής οικονομίας, να παράγουμε τον αριθμό των δικηγόρων, των γιατρών ή των μηχανικών που παράγουν σήμερα τα πανεπιστήμια. Και σίγουρα δεν γίνεται καμία απολύτως συζήτηση για το πώς αλλάζει η ίδια η αγορά εργασίας, ως αποτέλεσμα των ραγδαίων εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας.
Σκεφτόμουν σήμερα πηγαίνοντας στο σχολείο στο Πέραμα, ότι ένα πρωτάκι το οποίο μπαίνει σήμερα στην 1η Δημοτικού, θα τελειώσει το σχολείο το 2028 και θα τελειώσει το πανεπιστήμιο αισίως το 2033. Και αναρωτιέμαι αν κανείς σε αυτήν την χώρα σκέφτεται ουσιαστικά για το πώς θα έχει αλλάξει η αγορά εργασίας. Για το ποια επαγγέλματα θα υπάρχουν σε 15 χρόνια από τώρα και για το πως θα πρέπει να προσαρμόσουμε την Παιδεία μας ακριβώς σε αυτές τις ανάγκες μιας αγοράς εργασίας, η οποία μεταβάλλεται με ραγδαίο ρυθμό. Να συζητάμε όλα αυτά, με ανοιχτό τρόπο, καταθέτοντας σκέψεις στο τραπέζι, όπως το έκανεο Τάσος με το θάρρος της γνώμης που τον διακρίνει.
Η κυβέρνηση, δυστυχώς, κάνει ακριβώς τα αντίθετα. Αντί να σκέπτεται με όρους 2030, μας επιστρέφει ουσιαστικά πίσω στο 1982. Κατεδαφίζει ό,τι καλό έγινε στο χώρο της Παιδείας, για να ικανοποιήσει τελικά τη δική της σκληρή εκλογική πελατεία. Υποχρεωμένη ουσιαστικά να ακολουθήσει μία κατά βάση φιλελεύθερη πολιτική στον τομέα της οικονομίας, μία πολιτική στην οποία ουσιαστικά δεν πιστεύει.
Εκδηλώνει όλα τα νεομαρξιστικά της απωθημένα στον πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης. Θα ήθελα εδώ να δανειστώ μία φράση την οποία χρησιμοποίησε ο Θάνος Βερέμης στην εισαγωγή που έγραψε για το βιβλίο, η οποία νομίζω ότι αποτυπώνει σε μία πρόταση ακριβώς το σκεπτικό της Κυβέρνησης: «Η υπονόμευση της αριστείας είναι η ασφαλέστερη ενέργεια ισοπέδωσης της εκπαίδευσης». Και βέβαια έπρεπε μέσα από την πολιτική της Κυβέρνησης να αποδομηθεί κυρίως ένα σύμβολο της μεταρρύθμισης στην Παιδεία των τελευταίων ετών.
Και το σύμβολο αυτό, βέβαια, ήταν ο νόμος 4009/2011, ο οποίος ξηλώνεται μεθοδικά και βάσει συγκεκριμένου σχεδίου. Όταν συζητήθηκε ο νόμος 4009, ήμουν ένας απλός βουλευτής, ο οποίος έτυχε να λάβει το λόγο σε μία ενδιαφέρουσα τροπή της συζήτησης και όταν η Νέα Δημοκρατία δεν είχε ακόμα απολύτως ξεκαθαρίσει την στάση της απέναντι στο νόμο.
Και υπερασπίστηκα με πάθος την ανάγκη να στηρίξει η Νέα Δημοκρατία αυτήν την σημαντική προσπάθεια υπέρβασης των προβλημάτων του ελληνικού πανεπιστημίου, παρά τις επί μέρους διαφορές που είχα με το περιεχόμενο του νόμου.
Και πράγματι, ο νομός αυτός επικυρώθηκε από 255 βουλευτές στην συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής και επικυρώθηκε επειδή κατάφεραν τα δύο μεγάλα Κόμματα, επί της αρχής, να συμφωνήσουν σε ορισμένες βασικές αρχές.
Ποιες είναι αυτές; Να σταματήσει επιτέλους η Παιδεία να είναι χώρος πολιτικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά καταργήθηκε το άσυλο της ανομίας ώστε να υπάρξει πραγματικά ελεύθερη διακίνηση ιδεών στο πανεπιστήμιο. Περιορίστηκε ουσιαστικά ο κομματισμός στην εκλογή των πανεπιστημιακών οργάνων οριοθετώντας μια νέα και πιο υγιή σχέση με τις πολιτικές παρατάξεις στο πανεπιστήμιο.
Δεν σας κρύβω ότι και εμείς πολιτικά αναπτύξαμε έναν έντονο διάλογο με τις φοιτητικές παρατάξεις όπου και εγώ προσωπικά επιχείρησα να τους εξηγήσω γιατί δεν είναι ο ρόλος των φοιτητών να συμμετέχουν στις εκλογές των πρυτανικών αρχών. Γιατί οι φοιτητές πρέπει να συμμετέχουν και να διαμορφώνουν άποψη για την ποιότητα της φοιτητικής ζωής, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα και ούτε το δικαίωμα - κατά την άποψή μου - να συνδιοικούν το πανεπιστήμιο.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι με το νόμο 4009 - παρά τις όποιες ατέλειές του και τα όποια μειονέκτημά του - δόθηκε η δυνατότητα να λειτουργήσουν τα πανεπιστήμια με πιο έντονη την αίσθηση του αυτοδιοίκητου. Και βέβαια μέσα από τα Συμβούλια ιδρύματος δόθηκε η δυνατότητα σε δεκάδες προσωπικότητες από την Ελλάδα και από το εξωτερικό να προσφέρουν στην Ελλάδα μέσα από τη μεταφορά τεχνογνωσίας και παραστάσεων.
Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση στην πράξη ξηλώνει το νόμο αυτό. Κανονικά θα έπρεπε ήδη να τον έχουμε αξιολογήσει - όπως προέβλεπε και ο ίδιος ο νόμος - και να συζητάμε για το πώς θα τον βελτιώσουμε. Διότι, πράγματι επιδέχεται βελτίωση το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο.
Αντί για αυτό μιλάμε για το ξήλωμα ενός νόμου. Μιλάμε για την απόλυτη επιστροφή στην πραγματικότητα του 1982. Προφανώς είναι μια εποχή με την οποία ο κ. Τσίπρας αισθάνεται πολύ μεγαλύτερη ιδεολογική οικειότητα.
Αλλά βέβαια το ξήλωμα και η παρέμβαση στην Παιδεία δεν περιορίστηκε μόνο στην ανώτατη εκπαίδευση. Έχουμε ένα συνολικό πλαίσιο παρεμβάσεων και στη λειτουργία των σχολείων με την κατάργηση ουσιαστικά των πρότυπων σχολείων, την επαναφορά του κομματισμού στις επιλογές των διευθυντών και μια σειρά από αυθαίρετες και μη μελετημένες προτάσεις για τον προγραμματισμό του τρόπου λειτουργίας του Γυμνασίου.
Ένα είναι βέβαιο όμως, κυρίες και κύριοι, και θέλω να σταθώ και να επιμείνω σε αυτό διότι το αναδεικνύει και με πολύ μεγάλη ένταση ο Τάσος Αβραντίνης στο βιβλίο του.
Η Παιδεία μπορεί να αποτελέσει καταλύτη ανάπτυξης για τον τόπο μας. Και η αναπτυξιακή διάστασή της μπορεί να είναι και άμεση και έμμεση. Και αυτό είναι κάτι το οποίο αποτυπώνεται με πολύ μεγάλη σαφήνεια στις σελίδες του συγγραφέα. Σε άμεσο επίπεδο μια πραγματικά εξωστρεφής τριτοβάθμια εκπαίδευση με προγράμματα διαμορφωμένα προφανώς, όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και στα αγγλικά, θα ήταν σε θέση να προσελκύσει φοιτητές και σπουδαστές από όλη την ευρύτερη περιοχή της Ελλάδος και τα οικονομικά οφέλη από μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν προφανή.
Στέκεται ο συγγραφέας στο παράδειγμα της Κύπρου, μετά το σχετικό νόμο ο οποίος ψηφίστηκε το 2005. Πέρα από τα τρία κρατικά πανεπιστήμια που υπάρχουν δημιουργήθηκαν και άλλα πέντε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Μέσα από τη φυσιολογική και απολύτως αναμενόμενη και προβλέψιμη αύξηση του ανταγωνισμού και της άμιλλας, ανάμεσα στα ιδιωτικά και στα δημόσια πανεπιστήμια, αυξήθηκαν όλοι οι ποιοτικοί δείκτες που αναφέρονται στην ποιότητα της εκπαίδευσης στην Κύπρο. Έτσι η Κύπρος έγινε ένας εκπαιδευτικός προορισμός για χιλιάδες φοιτητές.
Οι ξένοι φοιτητές σήμερα ξεπερνούν τους 10.000 και υπολογίζεται ότι συνολικά συνεισφέρει ο κλάδος της εκπαίδευσης άμεσα και έμμεσα περί τα 150.000.000 ευρώ στην κυπριακή οικονομία κάθε χρόνο. Και με δεδομένο το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μια πολύ μικρότερη χώρα σε σχέση με την Ελλάδα τόσο σε επίπεδο γεωγραφίας όσο και σε επίπεδο πόρων, είναι σαφές ποια μπορεί να είναι τα οφέλη για την ελληνική οικονομία εάν υιοθετούσαμε και εμείς ένα τέτοιο μοντέλο.
Θα μπορούσαμε να συζητάμε για 100.000 ενδεχομένους ξένους φοιτητές, 10.000 νέες θέσεις διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και πάνω από 5.000 νέες θέσεις διοικητικού προσωπικού. Αλλά προφανώς, για να γίνουν όλα αυτά, θα πρέπει επιτέλους να σπάσουμε το ιερό ταμπού του άρθρου 16 του Συντάγματος, το απόλυτο τοτέμ της αντιμεταρρύθμισης στη χώρα. Ίσως για εμένα το πιο ενδιαφέρον σημείο στο βιβλίο, είναι η αντιπαραβολή που ο Τάσος κάνει μεταξύ της διατύπωσης η οποία υπάρχει στο άρθρο 6 του Συντάγματος του 1975 και στο σχετικό προηγούμενο συνταγματικό άρθρο το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1864 και επανελήφθη και το 1911.
Προσέξτε, το Σύνταγμα του 1864 αφιερώνει συνολικά 46 λέξεις στο ζήτημα της Παιδείας σε αντιδιαστολή με τις 500 και πλέον λέξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος του 1975.
Θέλω να σας διαβάσω επί λέξει τι έλεγε ο συνταγματικός νομοθέτης πριν από ακριβώς 152 χρόνια: «Η εκπαίδευσις διατελούσε υπό την ανώτατην εποπτείαν του Κράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού. Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δωρεάν υπό το Κράτος. Επιτρέπεται εις ιδιώτας και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους».
Αυτό έλεγε το Σύνταγμα της Ελλάδος το 1864. Βρισκόμαστε αισίως στο 2016 και εξακολουθούμε να είμαστε δέσμιοι ενός παράλογου συνταγματικού περιορισμού που δίνει στην Ελλάδα το προνόμιο να είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία δεν επιτρέπονται ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Ταυτόχρονα, θέλω να τονίσω, ότι η σύνδεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων με την έρευνα και την καινοτομία αποτελούν αυτονόητη συνθήκη απολύτως προφανής για μια χώρα η οποία θέλει να προχωρήσει στον 21ο αιώνα.
Προσωπικά είχα την τύχη να φοιτήσω στην Καλιφόρνια, τη Μέκκα της υψηλής τεχνολογίας και βίωσα από πρώτο χέρι τη δημιουργική διάδραση και διασύνδεση μεταξύ της έρευνας η οποία γίνεται σε κορυφαία πανεπιστήμια όχι μόνο ιδιωτικά όπως είναι το Στάνφορντ, αλλά και δημόσια όπως είναι το Μπέρκλεϊ και τον τρόπο με τον οποίο η έρευνα αυτή μετετράπη σε προϊόντα εφαρμοσμένα προς όφελος όχι μόνο της αγοράς, αλλά και των ιδίων των πανεπιστημίων.
Είναι αδιανόητο σε μια εποχή όπου η επιχειρηματικότητα ανθίζει και πάλι στη χώρα μας - παρά τη πολύ μεγάλη δυσκολία – οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι στρέφονται στο επιχειρείν, όπου στα πανεπιστήμιά μας παρά τα πολύ μεγάλα προβλήματα,εξακολουθούν να υπάρχουν νησίδες αριστείας. Εμείς εξακολουθούμε να είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια αναχρονιστική λογική η οποία λέει έξω οι επιχειρήσεις από τα πανεπιστήμια. Πρέπει επιτέλους να τελειώνουμε μια και καλή με όλες αυτές τις λογικές.
Θέλω να αναφέρω και κάποιες σκέψεις και παρατηρήσεις σχετικά με τα όσα λέει ο Τάσος για τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων. Δεν περιορίζει την ανάλυσή του μόνο στο τι πρέπει να γίνει στα πανεπιστήμια, αλλά καταθέτει και μια σειρά από πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις για το πώς το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής μπορεί τελικά να αποβεί προς όφελος των πολιτών, των γονέων, των παιδιών αλλά και των ίδιων των σχολείων.
Ο Τάσος ανοίγει μια βεντάλια θεμάτων τα οποία πρέπει να συζητηθούν στο δημόσιο διάλογο. Άρση των γεωγραφικών περιορισμών στην επιλογή σχολείου. Άρση της οπισθοδρομικής, κατά την άποψή μου, απαγόρευσης της κατ΄ οίκον εκπαίδευσης. Μείωση των σημαντικών αντικινήτρων, και είναι πολλά δυστυχώς, της επιλογής της ιδιωτικής εκπαίδευσης και βέβαια τη δυνατότητα ύπαρξης περισσότερων από ενός εγχειριδίων ανά μάθημα.
Είναι ζητήματα τα οποία πρέπει με θάρρος και με τόλμη να τα βάλουμε στο δημόσιο διάλογο. Αλλά βέβαια η πρόταση την οποία ο Τάσος υπερασπίζεται, με πολύ μεγαλύτερη ένταση, είναι η πρόταση των κουπονιών εκπαίδευσης. Μια πρόταση η οποία από μόνη της προκαλεί πολύ μεγάλες αντιδράσεις.
Δεν ξέρω, αγαπητέ Τάσο, αν είμαστε έτοιμοι να πάμε κατευθείαν σε αυτό το στάδιο και να συζητήσουμε τόσο τολμηρές προτάσεις. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είμαστε ακόμα ώριμοι να το κάνουμε, όχι να το συζητήσουμε, αλλά να πάμε σε αυτή τη λογική.
Αλλά ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με ένα πλαίσιο παρεμβάσεων που θα απελευθερώσουν τα σχολεία από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και θα δώσουν περισσότερες δυνατότητες επιλογής στους γονείς αλλά και περισσότερο πεδίο αυτονομίας στους δασκάλους, στους διευθυντές για να μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας που παρέχουν στα παιδιά.
Κλείνω με την εξής σκέψη: Οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία όπως θα το πιστοποιήσουν και αρκετοί παρευρισκόμενοι - γιατί βλέπω ότι στην ομήγυρή μας έχουμε και αρκετούς διατελέσαντες Υπουργούς Παιδείας - έχουν συχνά μεγάλο πολιτικό κόστος και λίγα ίσως άμεσα πολιτικά οφέλη.
Ένας τρόπος υπάρχει να αλλάξει αυτό. Μέσα από έναν οργανωμένο δημόσιο διάλογο ο οποίος θα θέσει τα ζητήματα της Παιδείας στο επίκεντρο της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας την οποία πρέπει να καταβάλει ο τόπος.
Το μεγαλύτερο κόστος, δεν θα κουραστώ να το λέω, δεν είναι το όποιο πολιτικό κόστος μιας σύγκρουσης που αναπόφευκτα κάθε μεταρρύθμιση και κάθε αλλαγή προκαλεί. Το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος είναι το κόστος της ακινησίας, το κόστος της εσωστρέφειας.
Σε έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει με ταχύτητα, σε ένα μέλλον το οποίο μας έρχεται ορμητικά δεν έχουμε την δυνατότητα, δεν έχουμε το περιθώριο, κυρίες και κύριοι, να μένουμε ασφυκτικά κλεισμένοι στο δικό μας μικρόκοσμο και να εξακολουθούμε να συζητούμε τα ζητήματα της Παιδείας με όρους 20ου αιώνα.
Εύχομαι και ελπίζω το βιβλίο του Τάσου να δώσει έναυσμα για μια υγιή δημόσια συζήτηση μακριά από τα συνηθισμένα κλισέ των οργανωμένων διαλόγων για την Παιδεία. Και να ξέρεις, αγαπητέ Τάσο, ότι πολλές από τις ενδιαφέρουσες ιδέες θα βρουν τη θέση τους στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για την Παιδεία.

www.bankingnews.gr


Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης