Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Ιράν και Σαουδική Αραβία: Ο «Ψυχρός Πόλεμος» της Μέσης Ανατολής και οι λόγοι αναζωπύρωσης

Ιράν και Σαουδική Αραβία: Ο «Ψυχρός Πόλεμος» της Μέσης Ανατολής και οι λόγοι αναζωπύρωσης
Με το πέρασμα του χρόνου, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών στη Μέση Ανατολή άρχισε να γιγαντώνεται, και να αποτελεί βασικό παράγοντα της χρόνιας αστάθειας στην περιοχή
«Η εμπλοκή του Ιράν στην παροχή πυραύλων στους Χούτι αποτελεί άμεση στρατιωτική επιθετικότητα από το ιρανικό καθεστώς και θα μπορούσε να θεωρηθεί πράξη πολέμου εναντίον της Σαουδικής Αραβίας», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο σαουδάραβας πρίγκιπας, Mohammed Bin Salman με αφορμή την πυραυλική επίθεση που πραγματοποίησαν οι αντάρτες της Υεμένης εναντίον της χώρας του.
Η παραπάνω δήλωσε του σαουδάραβα πρίγκηπα άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο διένεξης μεταξύ της χώρας του και του Ιράν, οι οποίες αντιπαρατίθενται έντονα τα δυόμισι τελευταία χρόνια πίσω από τον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη.
Από την πλευρά του, το Ριάντ στηρίζει την κυβέρνηση της χώρας, παρέχοντάς της ανοιχτά στρατιωτική στήριξη εναντίον των ανταρτών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις πρόσφατες αεροπορικές επιδρομές σε περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης.
Η Τεχεράνη, από την άλλη, στηρίζει την επανάσταση στη χώρα μέσω των ανταρτών Χούτι, οι οποίοι είναι σιίτες μουσουλμάνοι, χωρίς ωστόσο να παρέχει αποδεδειγμένα κάποια στρατιωτική ή οπλική βοήθεια.
Ως απάντηση των κατηγοριών του Bin Salman, το ιρανικό Υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε τους σχετικούς ισχυρισμούς ως «ψευδείς, ανεύθυνους, καταστροφικούς και προκλητικούς», ενώ ο πρόεδρος της χώρας, Hassan Rouhani, χαρακτήρισε ως «στρατηγικό λάθος» της Σαουδικής Αραβίας τις πεποιθήσεις της ότι το Ιράν αποτελεί «εχθρό».
Παρά την εντύπωση που θα μπορούσε να προκαλέσει αρχικά η απότομη αύξηση των τόνων μεταξύ των δύο πλευρών για ένα ζήτημα που αφορά μία τρίτη χώρα (σ.σ. την Υεμένη), θεωρείται απολύτως αναμενόμενη εάν λάβει κανείς υπόψη τις μακροχρόνιες διαφορές μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, οι οποίες επανέρχονται συνεχώς στο προσκήνιο.
Εκτός του θρησκευτικού ζητήματος, όπου η Σαουδική Αραβία αποτελείται από σουνίτες μουσουλμάνους, ενώ το Ιράν από σιίτες, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν και οι γεωπολιτικές διαφορές οι οποίες οι οποίες διατηρούν τις ρίζες τους κυρίως στον ενεργειακό τομέα, καθώς και οι δύο χώρες στοχεύουν στον να δημιουργήσουν τη δική τους «αυτοκρατορία» στον πετρελαϊκό κλάδο της Μέσης Ανατολής και να εδραιωθούν ως οι ισχυρότερε δυνάμεις παγκοσμίως σε ότι αφορά το σχετικό κομμάτι. Παρά το γεγονός ότι μέχρι στιγμής η Σαουδική Αραβία διατηρούσε τα πρωτεία, η επάνοδος του Ιράν στην αγορά πετρελαίου, λόγω της συμφωνίας που επετεύχθη με τις δυνάμεις της Δύσης για τα πυρηνικά που της επέτρεψε να εξάγει πετρέλαιο με μεγαλύτερη ελευθερία, φαίνεται να απειλεί το μονοπώλιο του Ριάντ στην περιοχή. Μάλιστα, αυτό θα μπορούσε να είχε συμβεί ταχύτερα, ωστόσο η συμφωνία του ΟΠΕΚ για περιορισμούς στην παραγωγή πετρελαίου έχει θέσει τις εξαγωγές της Τεχεράνης υπό ορισμένο έλεγχο.
Η απαρχή όμως της σχετικής «κόντρας» εντοπίζεται πίσω στο 1979, όπου η σιιτική επανάσταση θριάμβευσε στο Ιράν, επιτρέποντας στην Τεχεράνη να αρχίσει σταδιακά να αυξάνει την επιρροή της στην περιοχή.
Αφού αρχικά επαναπροσδιόρισε τον εαυτό της ως αντίπαλο των ΗΠΑ και του Ισραήλ, εν συνεχεία η Τεχεράνη εξέφρασε τη στήριξή της απέναντι στη Χεζμπολάχ στον Λίβανο, εδραιώνοντας την επιρροή της σε μία Μέση Ανατολή η οποία είναι παραδοσιακά σουνίτικη.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών στην περιοχή άρχισε να γιγαντώνεται, και να αποτελεί βασικό παράγοντα της χρόνιας αστάθειας στη Μέση Ανατολή, και ιδιαίτερα μετά τη λήξη του πολέμου των ΗΠΑ στο Ιράκ και της σταδιακής πτώση της παρουσίας της Ουάσιγκτον.
Πλέον, οι δύο πλευρές βρίσκονται στο παρασκήνιο σχεδόν κάθε διαμάχης που λαμβάνει χώρα στη Μέση Ανατολή, στηρίζοντας εκατέρωθεν τις πλευρές που βρίσκονται σε σύγκρουση.
Αρχικά, σε ότι αφορά τον συριακό εμφύλιο, η Τεχεράνη στηρίζει ανοιχτά τον πρόεδρο της χώρας, Bashar Al Assad, παρέχοντας ακόμα και στρατιωτική στήριξη στις κυβερνητικές δυνάμεις, την ίδια στιγμή που η Σαουδική Αραβία έχει ταχθεί με την πλευρά των ανταρτών, συνεισφέροντας στρατιωτικά μέσω του Διεθνούς Συνασπισμού, του οποίου ηγέτης είναι οι ΗΠΑ. Αν και βασικός στόχος των δύο πλευρών παραμένει η αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους στη χώρα, οι σημαντικές διαφωνίες που υπάρχουν μεταξύ τους παραμένουν ένας βασικός παράγοντας για τον οποίο δεν επιτυγχάνεται μία ειρηνική επίλυση ενός εμφυλίου που πλέον μετρά περισσότερα από έξι χρόνια ύπαρξης.
Παράλληλα, στο Ιράκ, μετά την ανατροπή του Saddam Hussein, η Τεχεράνη άδραξε την ευκαιρία να αποκτήσει έναν νέο σύμμαχο στην περιοχή στηριζόμενη κυρίως στην κοινή σιιτική βάση των δύο χωρών. Αν και η επιρροή του Ιράν στο Ιράκ δεν είναι τόσο άμεση όσο σε άλλες χώρες, αποτελεί και αυτή με τη σειρά της ένα σημαντικό αντίβαρο απέναντι στο «δίκτυο» της Σαουδικής Αραβίας.
Σε ότι αφορά τον Λίβανο, ο οποίος τις τελευταίες μέρες βρίσκεται στο προσκήνιο των γεωπολιτικών εξελίξεων, η μακρόχρονη στήριξη του Ιράν απέναντι στην πολιτική παράταξη της Χεζμπολάχ φαίνεται ότι έχει αποτελέσει αφορμή σημαντικών αντιπαραθέσεων, με τον πρωθυπουργό της χώρας Saad Hariri, να υποβάλει την προηγούμενη εβδομάδα την παραίτησή του, επικαλούμενος την αυξημένη επιρροή της Τεχεράνης και της Χεζμπολάχ στην περιοχή, ενώ παράλληλα εξέφρασε και την ανησυχία του για ενδεχόμενη απόπειρα δολοφονίας του. Από την πλευρά της, η Τεχεράνη απέρριψε πλήρως τις σχετικές δηλώσεις, εκτιμώντας ότι η παραίτηση Hariri αποτελεί μέρος σχεδίου στο οποίο συμμετέχει και η Σαουδική Αραβία, το οποίο στοχεύσει στην άνοδο των εντάσεων στην περιοχή. Μάλιστα, η πλευρά της Χεζμπολάχ δήλωσε το Σάββατο (10/11) σε ανακοίνωσή της ότι οι δηλώσεις Hariri αποτελούν «μία σαουδαραβική παρέμβαση άνευ προηγουμένου» στην πολιτική σκηνή της χώρας, τονίζοντας παράλληλα ότι ουσιαστικά η Σαουδική Αραβία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του Λιβάνου.
Τέλος, αξίζει να θυμηθούμε ότι στις αρχές του 2016, οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν βρεθεί ξανά «στο κόκκινο» μετά την εκτέλεση του σιίτη κληρικού Sheikh Nimr al-Nirmr από πλευράς Σαουδικής Αραβίας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έντονη αντίδραση του Ιράν, τη διακοπή διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, καθώς και την πρόκληση ζημιών στην σαουδαραβική πρεσβεία στην Τεχεράνη από ιρανούς διαδηλωτές.
Πέραν των εκκλήσεων για αποκλιμάκωση της έντασης, η πλευρά της Δύσης δε φαίνεται πλέον ικανή να επέμβει σε σημαντικό βαθμό στο ζήτημα, καθώς η επιρροή της στην περιοχή έχει μειωθεί σημαντικά μετά την αποτυχημένη επικράτησης της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης».
Ωστόσο, αν υπάρχει μία κατάλληλη χρονική στιγμή για εξωτερική παρέμβαση στο συγκεκριμένο ζήτημα, ίσως αυτή είναι τώρα, καθώς πλέον τα «ανοιχτά μέτωπα» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι περισσότερα από κάθε άλλη φορά τα τελευταία χρόνια, και ο κίνδυνος ενός «Αραβικού Χειμώνα» είναι πλέον ανησυχητικά ορατός.

Μενέλαος Μπέλλος

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης