Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Alpha Bank: Ελάχιστη η επενδυτική δαπάνη στην Ελλάδα, παρά τη βελτίωση του κλίματος

tags :
Alpha Bank: Ελάχιστη η επενδυτική δαπάνη στην Ελλάδα, παρά τη βελτίωση του κλίματος
Τα χρηματοδοτικά εργαλεία που διαθέτει η Ελλάδα, μέσω των διαρθρωτικών Ευρωπαϊκών Ταμείων, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του Επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη (Τhe Juncker Plan) κ.λπ., θα μπορούσαν να στηρίξουν τις επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές και τη δημιουργία υποδομών
Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητος το εννεάμηνο του 2017 κατά 1,1%, σε ετήσια βάση, συνδέεται κυρίως με την αύξηση των εισπράξεων από τον τουρισμό και τη συσσώρευση των αποθεμάτων.
Παρά τη σημαντική βελτίωση των δεικτών επιχειρηματικού κλίματος, η συμβολή της επενδυτικής δαπάνης στον ρυθμό μεγεθύνσεως του ΑΕΠ ήταν μόλις 0,3 εκατοστιαίες μονάδες, διαπιστώνει στην εβδομαδιαία ανάλυσή της η Alpha Bank.
Οι δυσκολίες μετασχηματισμού του παραγωγικού υποδείγματος αποτυπώνονται στο Γράφημα 1.



Οι  επενδύσεις ως ποσοστό στο ΑΕΠ μειώθηκαν, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως κατά 13 εκατοστιαίες μονάδες περίπου.
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, η μείωση αυτή προέρχεται από τη μεγάλη κάμψη των επενδύσεων σε κατοικίες, οι οποίες αντιστοιχούσαν το 2007 στο 40,5% των συνολικών επενδύσεων, ενώ σήμερα διαμορφώνονται στο 5,3%.
Εκφράζοντας τις επενδύσεις σε κατοικίες ως ποσοστό του ΑΕΠ παρατηρούμε ότι ανέρχονταν στο 9,9% το 2007, ενώ το 2016 διαμορφώθηκαν στο 0,7% και το εννεάμηνο του 2017 μειώθηκαν περαιτέρω στο 0,6% του ΑΕΠ.
Αντίθετα, οι επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αν και μειώθηκαν σημαντικά κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσεως, επέδειξαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, καθώς το ποσοστό διαμορφώθηκε από 3,5% το 2007 σε 4,4% το 2016 και 3,9% στο εννεάμηνο του 2017.
Οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, αν και υπολείπονται ακόμη των επιπέδων πριν την κρίση, κατέχουν σήμερα το υψηλότερο ποσοστό από όλες τις κατηγορίες επενδύσεων.
Παρατηρείται, ωστόσο, ότι δεν δύνανται, επί του παρόντος, να αντισταθμίσουν τις απώλειες στον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου σε κατοικίες.
Για να συμβεί αυτό απαιτείται η μεταβολή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας προς ένα μεγαλύτερο φάσμα διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Παρά την παρατεταμένη κρίση, ακόμη και σήμερα, λιγότερες από δύο στις δέκα νέες επιχειρήσεις που δημιουργούνται αφορούν στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες (Endeavor Greece, 2017, «Η ελληνική επιχειρηματικότητα σε αριθμούς»).
Τα χρηματοδοτικά εργαλεία που διαθέτει η χώρα μέσω των διαρθρωτικών Ευρωπαϊκών Ταμείων, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του Επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη (Τhe Juncker Plan) κ.λπ., θα μπορούσαν να στηρίξουν τις επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές και τη δημιουργία υποδομών.
Η σημασία της αγοράς ακινήτων δεν περιορίζεται μόνο στην πλευρά των επενδύσεων, καθώς η ακίνητη περιουσία συνιστά μέρος του χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Επίσης, η αξία της ακίνητης περιουσίας αποτελεί παράγοντα που προσδιορίζει τη ροπή για κατανάλωση και αποταμίευση καθώς και τη δυνατότητα αντλήσεως χρηματοδοτικών πόρων, εφόσον δύναται να ενεχυριασθεί.
Σε αντιστοιχία προς τους τεθέντες δημοσιονομικούς στόχους της χώρας, θα μπορούσαν σταδιακά να εξετασθούν μέτρα φορολογικής ελαφρύνσεως στην ακίνητη περιουσία και να προωθηθούν μέτρα και πολιτικές τονώσεως της αγοράς κατοικίας ώστε να ενισχυθεί η συμβολή της στην ανάπτυξη.
Στο παρόν δελτίο επιχειρούμε να αναλύσουμε τη συγκυρία στην αγορά ακινήτων καθώς είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατεύθυνση του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας.
Ο αριθμός των οικοδομικών αδειών από το 2007 έως το 2016 μειώθηκε κατά 84,1 % και ο όγκος ιδιωτικών κατασκευών κατά 86,9%.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στο πρώτο εννεάμηνο του 2017, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα αυξήθηκε με βάση τον όγκο κατά 16,7% και κατά 8,6% με βάση τον αριθμό οικοδομικών αδειών (μέγεθος που συνιστά πρόδρομο δείκτη της οικοδομικής δραστηριότητος)  (Γράφημα 2).



Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η παραπάνω αύξηση αφορά σε ένα μικρό σχετικά αριθμό οικοδομικών αδειών συγκρινόμενος με τα προ της οικονομικής κρίσεως επίπεδα.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι  το 2008 εκδόθηκαν 66,7 χιλιάδες άδειες, το 2016 12,6 χιλιάδες, ενώ στο εννεάμηνο του 2017 ο αριθμός των αδειών διαμορφώθηκε στις 9,9 χιλιάδες.
Στο εννεάμηνο 2017 οι περισσότερες οικοδομικές άδειες εκδόθηκαν στην Αττική (2,0 χιλ.) και στην Κεντρική Μακεδονία συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης (1,3 χιλ), ενώ o μεγαλύτερος ρυθμός αυξήσεως κατεγράφη στα νησιά του Βορείου Αιγαίου κατά 35,0%, σε ετήσια βάση.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές μετά την πτώση που υπέστη τα πρώτα έτη της οικονομικής κρίσεως (2009-2011) ανέκαμψε σταδιακά, ενώ επιδεινώθηκε εκ νέου από το 2015.
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, έκτοτε βαίνει μειούμενος, ενώ στο ενδεκάμηνο 2017 υποχώρησε περαιτέρω στις 51,3 μονάδες από 55,7 μονάδες την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Ειδικότερα τον Νοέμβριο του 2017, οι επιχειρηματικές προσδοκίες στις ιδιωτικές κατασκευές υποχώρησαν αισθητά, εξέλιξη που έρχεται σε αντίθεση με την πορεία του αριθμού των οικοδομικών αδειών.
Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω δείκτης υπέστη τον Νοέμβριο 2017 μείωση στις 83,4 μονάδες, έναντι 88,4 μονάδων του προηγούμενου μήνα.
Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν ιδιωτικές κατασκευές και που δεν αναφέρουν προσκόμματα στη λειτουργία τους αυξήθηκε στο 15% τον Νοέμβριο, από 7% τον Οκτώβριο. Από τις λοιπές επιχειρήσεις το 30% ως πρόβλημα για την εύρυθμη λειτουργία της δηλώνει την ανεπάρκεια χρηματοδότησης και το 24% τη χαμηλή ζήτηση.
Οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα έχουν υποστεί σημαντική κάμψη την τελευταία δεκαετία (Γράφημα 3).



Σημειώνεται ότι από το τρίτο τρίμηνο του 2008 (όταν σημειώθηκε η υψηλότερη τιμή του δείκτη) έως το τρίτο τρίμηνο του 2017, οι τιμές των διαμερισμάτων μειώθηκαν κατά 42,4%.  
Ειδικότερα στο τρίτο τρίμηνο του 2017, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, υποχώρησε αλλά με βραδύτερο ρυθμό.
Συγκεκριμένα, μειώθηκε κατά 0,6%, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο του 2017, από -1,2% στο δεύτερο τρίμηνο και -1,7% στο πρώτο τρίμηνο και έναντι μεγαλύτερης μειώσεως κατά 1,5% στο τρίτο τρίμηνο του 2016.
Όσον αφορά στην αγορά των επαγγελματικών ακινήτων, ο δείκτης των τιμών καταστημάτων σημείωσε σωρευτικά πτώση κατά 29,4% την περίοδο 2010 και πρώτου εξαμήνου 2017.
Ειδικότερα στο πρώτο εξάμηνο του 2017, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής  των τιμών των καταστημάτων επιταχύνθηκε ελαφρά σε 0,7%, έναντι μειώσεως κατά 0,2% το πρώτο εξάμηνο του 2016.
Αντίθετα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των γραφείων επιδεινώθηκε, στο πρώτο εξάμηνο του 2017, καθώς μειώθηκε κατά 0,7%, έναντι αυξήσεως κατά 0,2% στο πρώτο εξάμηνο του 2016.
Οι τιμές των γραφείων σημείωσαν σωρευτικά πτώση κατά 30,8% την περίοδο μεταξύ 2010 και πρώτου εξαμήνου του 2017.
Παρά την αποκλιμάκωση των επιτοκίων για στεγαστικά δάνεια σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την κρίση, τα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων αλλά και των δανείων προς κατασκευαστικές επιχειρήσεις έχουν ακολουθήσει πτωτική πορεία ως αποτέλεσμα της πτώσης της ζητήσεως (Γράφημα 4).



Η ζήτηση για δάνεια επηρεάστηκε αρνητικά από τη μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών αλλά και των κερδών των επιχειρήσεων.
Συνεπώς, τα υπόλοιπα χορηγήσεων για στεγαστικά δάνεια και δάνεια κατασκευαστικών επιχειρήσεων συνεχίζουν να έχουν αρνητικό ρυθμό μεταβολής έως κατά -2,9% και κατά  -0,4% αντίστοιχα, τον Οκτώβριο του 2017.
Συμπερασματικά αναφέρουμε ότι στην παρούσα συγκυρία η αγορά ακινήτων είναι υποτονική, καθώς ο όγκος συναλλαγών είναι πολύ μικρός και η ζήτηση για κατοικίες και για στεγαστικά δάνεια είναι περιορισμένη, γεγονός που αντανακλάται και στις τιμές οι οποίες αδυνατούν να ανακάμψουν σημαντικά.
Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η οικοδομική δραστηριότητα παρουσιάζει θετικό ρυθμό μεταβολής το 2017, αντιστοιχεί σε πολύ μικρό αριθμό αδειών σε σχέση με το προ-οικονομικής κρίσεως επίπεδο.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης