Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

ΤτΕ: Οι ελληνικές τράπεζες θα διασφαλίσουν CET1 άνω του 12,5% και με πώληση του 64,7% των NPEs στο 3% της ονομαστικής αξίας

tags :
ΤτΕ: Οι ελληνικές τράπεζες θα διασφαλίσουν CET1 άνω του 12,5% και με πώληση του 64,7% των NPEs στο 3% της ονομαστικής αξίας
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες
Ακόμη και με τιμή πώλησης στο 3% της ονομαστικής αξίας των NPEs, θα μπορούσε να διατεθεί των 64,7% χωρίς ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) να μειωθεί κάτω από 12,5%.
Αυτό αναφέρει η τράπεζα της Ελλάδος, στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΤτΕ, η σταδιακή πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017.
Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και η πρόοδος στην εφαρμογή του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας του πραγματικού τομέα της οικονομίας.
Ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), την απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance) και την ανταπόκρισή τους στις αυξανόμενες εποπτικές απαιτήσεις.
Ειδικότερα, την περίοδο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου του 2017 η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε.
Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση (287 εκατ. ευρώ), βελτιωμένα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016.
Στη βελτίωση της κερδοφορίας συνέβαλαν η αύξηση των καθαρών εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες και η περαιτέρω συρρίκνωση του λειτουργικού κόστους.
Ο σχηματισμός προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος των καθαρών εσόδων.
Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών βελτιώθηκαν οριακά, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό στο πλαίσιο της σταδιακής απομόχλευσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις.
Το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται για έξι συνεχόμενα τρίμηνα, και διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2017 σε 100,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,6% (ή 8,2 δισεκ. ευρώ) σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016.
Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών.
Οριακή μείωση εμφάνισε και το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων (Σεπτέμβριος 2017: 44,6%, Δε-κέμβριος 2016: 44,8%), ενώ επιπλέον, με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται ικανοποιητική η πρόοδος ως προς την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων, που έχουν προσδιοριστεί για τα ΜΕΑ.



Επιπροσθέτως, για την αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ, θετικά εκτιμάται ότι θα συμβάλουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η σταδιακή ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στο πλαίσιο αυτό, το Ειδικό Θέμα Ι εξετάζει με τη χρήση εναλλακτικών σεναρίων ως προς τη σύσταση των προς πώληση δανειακών χαρτοφυλακίων, την επίδραση στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών από ενδεχόμενες πιο συστηματικές πωλήσεις ΜΕΑ σε διάφορα επίπεδα τιμών.
Επιπρόσθετα, προσδιορίζει, ότι ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγελλμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισεκ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%.



Σημαντική βελτίωση παρατηρήθηκε στη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών.
Η μείωση αυτή αποδίδεται
α) στην πώληση ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο πλαίσιο εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων για τη διαχείριση του χρέους και
β) στη μείωση του ενεργητικού των τραπεζών εξαιτίας της πώλησης θυγατρικών και της απομόχλευσης.
Σημαντική μείωση παρατηρήθηκε και στη χρηματοδότηση από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA), η οποία υποχώρησε κάτω από 20 δισεκ. ευρώ ήδη από το Νοέμβριο του 2017, σε σύγκριση με τα 43,7 δισεκ. το Δεκέμβριο του 2016.
Οι ευνοϊκές αυτές εξελίξεις συνέβαλαν στη μείωση του κινδύνου χρηματοδότησης των τραπεζών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Οι τράπεζες προχώρησαν το Νοέμβριο στην έκδοση καλυμμένων ομολογιών, ενώ παρατηρήθηκε εμβάθυνση της αγοράς εταιρικών ομολόγων.
Το Ειδικό Θέμα 2 εξετάζει την πορεία της αγοράς εταιρικών ομολόγων ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε όρους εκδόσεων και αποδόσεων.
Τέλος, σε χαμηλό επίπεδο παρέμεινε ο κίνδυνος αγοράς των τραπεζών, εξαιτίας της μικρής έκθεσής τους σε μετοχές και Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου.
Θετική επίδραση στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος άσκησε η απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, δηλαδή των υποδομών της αγοράς, οι οποίες συνέβαλαν στην αποτελεσματική διεκπεραίωση των συναλλαγών.
Επίσης, αξίζει να επισημανθεί η εκτενής χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, εν μέρει εξαιτίας της εφαρμογής των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε τα έσοδα προμηθειών των τραπεζών, συνέβαλε στην πιο αποτελεσματική διενέργεια των συναλλαγών (π.χ. κόστος καταμέτρησης και διακίνησης χαρτονομισμάτων) και στην προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες.
Το 2018 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεώτερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 2,4%.



Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική.
Σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής τους.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.
Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές.
Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονο-μικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα εάν αυτή καταστεί αναγκαία.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα ΜΕΑ, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και την περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.



ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Το 2016 το αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης ήταν πλεονασματικό έπειτα από 45 έτη και ανήλθε στο 0,5% του ΑΕΠ έναντι ελλείμματος 5,7% του ΑΕΠ το 2015.
Αντίστοιχα, το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2016 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 3,7% του ΑΕΠ, έναντι ελλείμματος 2,1% του ΑΕΠ το 2015.
Το πρωτογενές πλεόνασμα σε όρους του Προγράμματος Στήριξης ανήλθε στο 3,8% του ΑΕΠ ξεπερνώντας κατά πολύ τον στόχο για πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης το 2016 αυξήθηκε σε 315.036 εκατ. ευρώ ή 180,8% του ΑΕΠ, από 311.763 εκατ. ευρώ ή 176,8% του ΑΕΠ το 2015.
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2018, το χρέος της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 318.300 εκατ. ευρώ ή 178,2% του ΑΕΠ το 2017 και σε 332.000 εκατ. ευρώ ή 179,8% του ΑΕΠ το 2018.
Η πρόοδος της δημοσιονομικής προσαρμογής και οι προβλέψεις ότι οι θετικές επιδόσεις είναι διατηρήσιμες οδήγησαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κλείσει τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος το Σεπτέμβριο του 2017, ύστερα από σχετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Ιούλιο του ίδιου έτους.
Στην επίτευξη του υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος συνέβαλε τόσο η αυξημένη εισπραξιμότητα των άμεσων και έμμεσων φόρων, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην υλοποίηση δημοσιονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όσο και σε συγκυριακούς παράγοντες όπως η υπεραπόδοση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και οι μειωμένες δαπάνες δημοσίων επενδύσεων.
Εντούτοις, η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου είχε ως αποτέλεσμα τη στέρηση πόρων από την πραγματική οικονομία που θα τη βοηθούσαν στην ανάκαμψή της και στην ενίσχυση της ρευστότητας.
Σε αυτό συνέβαλε τόσο η συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών όσο και η διατήρηση υψηλών ληξιπρόθεσμων οφειλών της γενικής κυβέρνησης προς τους ιδιώτες.
Το α΄ εξάμηνο του 2017 ολοκληρώθηκε η αξιολόγηση στο πλαίσιο της οποίας νομοθετήθηκε μία σειρά δημοσιονομικών μέτρων που θα εξασφάλιζαν τους στόχους του αποτε-λέσματος για το 2018, καθώς και μία σειρά μεσοπρόθεσμων ασφαλιστικών και φορολογικών μεταρρυθμίσεων για την περίοδο 2019-2021, ενώ ψηφίστηκε και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021, όπου περιγράφονται οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις της γενικής κυβέρνησης.
Στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης (Eurogroup) της 15ης Ιουνίου 2017 εγκρίθηκε η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και αποφασίσθηκε η εκταμίευση ποσού ύψους 8,5 δισεκ. ευρώ σε δύο υποδό-σεις, η πρώτη εκ των οποίων (ύψους 7,7 δισεκ. ευρώ) εκταμιεύτηκε τον Ιούλιο του 2017 και η δεύτερη (ύψους 0,8 δισεκ. ευρώ) τον Οκτώβριο του 2017.
Για την εξυπηρέτηση των τρεχουσών χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, διατέθηκαν τα 6,9 δισεκ. ευρώ της πρώτης υποδόσης, ενώ τα υπόλοιπα κα-τευθύνθηκαν για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Ταυτόχρονα, το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης αποφάσισε τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος σε ίσο με ή λίγο μεγαλύτερο από 2% του ΑΕΠ για την περίοδο 2023-2060, ενώ επανα-διατύπωσε τη δυνατότητα λήψης μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος και στο βαθμό που είναι αναγκαία για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων.
Τα μέτρα που αποφασίστηκαν ήταν σύμφωνα με παλαιότερες προτάσεις πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος για μία πιο ρεαλιστική δημοσιονομική προσαρμογή που θα ενισχύει την ανάπτυξη χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα το χρέους.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ξεκίνησε η τρίτη αξιολόγηση, όπου το Δεκέμβριο του 2017 επιτεύχθηκε συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο και αναμένεται να εγκριθεί από το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις αρχές του 2018.
Αναφορικά με το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2017 προβλέπεται εκ νέου υπέρβαση, αν και όχι στον ίδιο βαθμό με το 2016.
Πιο συγκεκριμένα, σε όρους του Προγράμματος Στήριξης, η Εισηγητική Έκθεση του Προϋπο-λογισμού 2018 προβλέπει την επίτευξη πρω-τογενών πλεονασμάτων ύψους 2,44% του ΑΕΠ το 2017 και 3,82% του ΑΕΠ το 2018, έναντι στόχων 1,75% του ΑΕΠ και 3,5% του ΑΕΠ αντιστοίχως.
Η εκτίμηση για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2017 είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη πρόβλεψη του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021, που προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,9% του ΑΕΠ.
Η καλύτερη επίδοση οφείλεται κυρίως στο αναμενόμενο βελτιωμένο αποτέλεσμα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, λόγω αυξημένων εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές καθώς και μειωμένης συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Αντίθετα, το αποτέλεσμα του Κρατικού Προϋπολογισμού αναμένεται σημαντικά επιδεινωμένο, εξαιτίας κυρίως χαμηλότερων εσόδων από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώ-πων, υψηλότερων επιστροφών φόρων και αυξημένων πρωτογενών δαπανών λόγω της διανομής του κοινωνικού μερίσματος.
Αντίθετα, τα έσοδα από έμμεσους φόρους αυξήθηκαν εξαιτίας της καλής πορείας των εσόδων από ΦΠΑ.
Όμως η εκ νέου υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων έχει αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία αφού της στερεί αναγκαίους πόρους και ρευστότητα.
Η συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αυτό αντικατοπτρίζεται και στα χαμηλότερα από τους στόχους δηλωθέντα εισοδήματα.
Χρειάζεται, λοιπόν, μία αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι πιο φιλική προς την ανάπτυξη.
Παράλληλα, θα πρέπει να εντατικοποιηθούν και οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και την ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Η αύξηση των δημοσίων εσόδων και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα ανοίξουν το δρόμο για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και θα ενισχύσουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Οι δράσεις που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν προς τους παραπάνω στόχους είναι η υποχρεωτική χρήση των ηλεκτρονικών συ-ναλλαγών ως μέσου περιορισμού της φοροδιαφυγής, η εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, η άμεση εφαρμογή του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου, η επέκταση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, η ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, η κατάλληλη νομοθεσία για τις χρήσεις γης, η αποτελεσματικότερη λειτουργία του Κράτους και η επιτάχυνση του Προγράμματος Αποκρατικοποιήσεων.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης