Τελευταία Νέα
Δελτία Τύπου

Χρηματιστήριο και Εξουσία: Ο ρόλος της πληροφορίας και ο μηχανισμός επιρροής στους επενδυτές

Χρηματιστήριο και Εξουσία: Ο ρόλος της πληροφορίας και ο μηχανισμός επιρροής στους επενδυτές
Η έρευνα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 2005-2006, στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου
Ποιες συνθήκες επιτρέπουν τη μαζική προσέλευση επενδυτών στο Χρηματιστήριο; Ποιες προϋποθέσεις απαιτούνται για να εκδηλωθεί αυτή η συμπεριφορά, τύπου αγέλης; Είναι μύθος ή όχι η χειραγώγηση επενδυτών;  
Η φύση της δύναμης όσων διαθέτουν κατά τεκμήριο προνομιακή πληροφόρηση συνιστά δυνατότητα επιρροής και σε ποιο βαθμό;
Στα ερωτήματα αυτά απαντά η μελέτη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου, «Χρηματιστήριο και Εξουσία. Ο ρόλος της πληροφορίας και ο μηχανισμός επιρροής στους επενδυτές», που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.
Προλογίζουν οι Κώστας Βεργόπουλος και Τηλέμαχος Ιατρίδης.
Το βιβλίο παρουσιάσθηκε στην Αθήνα, με ομιλητές, τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργο Σταθάκη, τον Διευθυντή Στρατηγικής Επικοινωνίας και Ανάλυσης Αγορών, Παντελή Λάμπρου και τον δημοσιογράφο, Γιάννη Κιμπουρόπουλο.
Η σημασία της πληροφορίας είναι απολύτως κρίσιμη, επισήμανε στην ομιλία του ο κ. Σταθάκης, γιατί το χρηματιστήριο αφορά την πρόβλεψη για μελλοντικές αξίες.
«Δεν αναφέρεται στο παρελθόν, είναι πρωτίστως η αποτίμηση με κουδουνιστό χρήμα, όπως λέει ο Μαρξ.
Όλοι έχουν γνώμη για τα πάντα.
Η μόνη διαφορά, όμως, είναι ότι στο χρηματιστήριο τη γνώμη σου πρέπει να την επικυρώσεις με κουδουνιστό χρήμα.
Είναι ένας μηχανισμός ο οποίος εδράζεται στην αποτίμηση των μελλοντικών αξιών μιας επιχείρησης, ενός κράτους, ενός εμπορεύματος.
Αυτό βέβαια δίνει πολύ χώρο στους ειδικούς, δεν μπορεί να κάνει την αποτίμηση ένας ιδιώτης».
Η αποτίμηση, είπε ο Υπουργός, διαχέεται με διάφορους τρόπους, επικυρώνεται, αντιστρέφεται, δημιουργεί μια εικόνα, η οποία μπορεί να είναι πραγματική ή να μην είναι και ταυτόχρονα λειτουργούν και άλλοι μηχανισμοί, πώς διαχέεται η πληροφόρηση, πώς αποκτιέται η εμπιστοσύνη σε αυτή, πώς δημιουργεί την εικόνα μιας αγέλης, που ακολουθεί κάποιες συγκεκριμένες επιλογές.
«Ο ρόλος του χρηματιστηρίου είναι να αποτυπώνει και να δημιουργεί τιμές που να ανταποκρίνονται όσο το δυνατόν στην πραγματική οικονομία», τόνισε ο κ. Σταθάκης.
Για να καταλήξει: «Ο ιδιώτης επενδυτής δεν παίρνει υπόψη τη γνώμη του αναλυτή, αλλά αποκτά μια ισχυρή αυτοπεποίθηση για την ικανότητα του να αναλύει τα δεδομένα.
Το 1899 και όχι το 1999, η Αθήνα ζούσε τον πυρετό του χρηματιστηρίου. Εκατό χρόνια μετά ζήσαμε μια επανάληψη αυτού του φαινομένου.
Κάθε περίοδος, ωστόσο, πλασματικής ανόδου θα έχει ως επακόλουθο μια σημαντική διόρθωση, αν όχι πτώση. Το επίμαχο ζήτημα είναι η επόμενη μέρα μιας κρίσης στο χρηματιστήριο κατά πόσο θα συμπαρασύρει την πραγματική οικονομία».
Στην παρέμβαση του ο Διευθυντής Στρατηγικής Επικοινωνίας και Ανάλυσης Αγορών του Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών, Παντελής Λάμπρου, επισήμανε ότι «βασικό μέλημα κάθε εξουσίας είναι η διεύρυνση της αποδοχής της από την κοινωνία.
Στο χώρο των επιχειρήσεων, αποδοχή σημαίνει περισσότερες και επαναλαμβανόμενες πωλήσεις.
Και βέβαια αυτό, είναι και λογικό και υγιές.
Η οικονομία λένε ότι είναι ψυχολογία. Όταν ο πολίτης νιώθει ότι το «αύριο θα είναι καλύτερο από το σήμερα και το χθες» τότε καταναλώνει, αλλά και επενδύει.
Η εξουσία που επιδιώκει τη μεγέθυνση και την ανάπτυξη, επιδιώκει ομοίως τη διαμόρφωση ενός θετικού κλίματος γενικά.
Ένα από τα εργαλεία διαμόρφωσης αλλά και μετάδοσης αυτού του θετικού κλίματος είναι και το χρηματιστήριο.
Έχει αναγνωρισιμότητα και διείσδυση στους πολίτες.
Οι κυβερνώντες πάντα αναφέρονται στην ψήφο εμπιστοσύνης από την αγορά.
Αλλά βέβαια η αγορά έχει και τα κάτω της. Στην περίπτωση αυτή η εξουσία απομακρύνεται από το χρηματιστήριο και σίγουρα δεν το αξιολογεί ως ψήφο δυσπιστίας».
Όλοι καταλαβαίνουν την έννοια της απόδοσης, τόνισε ο κ. Λάμπρου.
Λιγότεροι κατανοούν ότι η απόδοση χωρίς την ανάλυση και κυρίως τη μέτρηση του ρίσκου δεν είναι επαρκής για πραγματοποίηση επενδυτικής επιλογής και τοποθέτησης.
Ακόμα λιγότεροι κατανοούν τη σημασία της διάρκειας, της διατηρισιμότητας των αποδόσεων στη διαδρομή του χρόνου.
«Αλλά το βασικό στην παραπάνω ανάλυση είναι ότι κάποιοι κατανοούν και τους τρεις παράγοντες και κάποιο άλλοι όχι.
Αυτός που έχει καλύτερη και πληρέστερη κατανόηση, και την εξασκήσει, θα κερδίσει, θα μας παίξει κατάλληλα».
Και κατέληξε: «Είναι πιο παραγωγικό να λέμε τι πρέπει να κάνουμε και όχι τι δεν πρέπει να κάνουμε.
Το καθιερωμένο feedback περνάει το μήνυμα του «άσε με να σου αποδείξω ότι έκανες λάθος» και δημιουργεί αρνητικό κλίμα.
Το feedforward, επικεντρώνεται στις λύσεις και όχι στα προβλήματα..
Σήμερα επιχειρήσαμε να δώσουμε feedforward και όχι feedback.
Πρέπει να κάνουμε τα επόμενα βήματα στην ωρίμανσή μας.
Οι παιδικές ασθένειες ίσως είναι αναπόφευκτες στην αρχή, αλλά δεν πρέπει να μας αποθαρρύνουν από το να ενηλικιωνόμαστε».
Η υπόθεση της απομάγευσης των αγορών, της διόγκωσής τους, της φούσκας τους, των κραχ και των κρίσεών τους, είναι κάτι σαν την φιλοσοφική λίθο της οικονομικής επιστήμης και της ανάλυσης του καπιταλισμού, ανέφερε ο κ. Κιμπουρόπουλος.
«Η απομάγευση θα έπρεπε να ξεκινήσει από μια βασική συναίνεση ως προς το τι είναι τελικά το χρηματιστήριο.
Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να συμφωνήσουμε όλοι σ’ αυτό.  
Όταν όμως το χρηματιστήριο γίνεται υπόθεση του πλήθους, των μισθωτών, των συνταξιούχων, των επαγγελματιών, των αγροτών, ατομικά ή οργανωμένα, μέσω των ταμείων τους, τότε το χρηματιστήριο γίνεται μηχανισμός ανακατανομής πραγματικού πλούτου, από τους κάτω στους πάνω.
Γιατί οι κάτω δεν θα πληρώσουν πλασματικό χρηματικό κεφάλαιο για να αποκτήσουν μετοχές, αλλά χρήμα πραγματικό, που αντανακλά την εργασία τους, τις αποταμιεύσεις τους, τις περιουσίες τους.
Συνήθως, αυτό το αντιλαμβάνονται όταν η φούσκα σκάσει και κάνουν  απολογισμό ζημιών. Όπως έγινε το 2000».
Όπως τόνισε ο κ. Κιμπουρόπουλος, δεν ελέχθη, ποτέ «συγνώμη».
«Αντιθέτως, το πολιτικό σύστημα προτίμησε να καλλιεργήσει ένα αίσθημα  συλλογικής ενοχής, όπως το έκανε κι αργότερα  με  την κρίση χρέους και τις λαϊκίστικες  ερμηνείες της για την «απληστία των  νεοελλήνων»- το περίφημο «μαζί τα φάγαμε».
Αποκρύπτοντας το γεγονός ότι η φούσκα του 1999 δεν ήταν μια αυθόρμητη κατάσταση που ξέφυγε απ’ τον έλεγχο, αλλά ήταν μια στρατηγική επιλογή που υπηρετούσε τον κεντρικό στόχο ένταξης στο ευρώ.
Ήταν μια χρήσιμη και κρίσιμη φούσκα και τα 30  δισ. που έγιναν καπνός, μαζί με άλλες αιφνιδιαστικές κινήσεις που σήμαναν περιουσιακές απώλειες, όπως η  υποτίμηση του 1998, υπηρέτησαν και χρηματοδότησαν έναν αμφιλεγόμενο κεντρικό στόχο, που την επίτευξή του την πληρώνουμε και  σήμερα σκληρά».
Η έρευνα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 2005-2006, στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου.
Έναυσμα ήταν η “φούσκα” της Σοφοκλέους, το 1999.
Η έρευνα αυτή μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο, για να καταδειχθεί πώς επηρεάζονται ή, αναγωγικά, πώς επηρεάστηκαν το 1999, οι επενδυτές για την εμπλοκή τους στο Χρηματιστήριο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι επενδυτές είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να παρασυρθούν από πληροφορίες που διοχετεύονται από πηγές κύρους, άρα να υποστούν ξανά τις συνέπειες της όποιας κερδοσκοπίας.
Αποτέλεσμα που καταγράφηκε έξι χρόνια μετά τη γνωστή φούσκα της Σοφοκλέους, όπου 1 στα 3 ελληνικά νοικοκυριά είδε τις αποταμιεύσεις του να εξανεμίζονται, με τις συνολικές απώλειες να υπολογίζονται στα 30 δισ. ευρώ.


 
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης