Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Ιστορική μνήμη και ριζοσπαστικός φεμινισμός της μεταπολίτευσης

tags :
Ιστορική μνήμη και ριζοσπαστικός φεμινισμός της μεταπολίτευσης
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός αναπτύχθηκε στη Δύση στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και απηχεί το πολιτικό, ιδεολογικό και αισθητικό πνεύμα του γαλλικού Μάη του ’68.
Υπ’ αυτήν την έννοια, διαφέρει σημαντικά από τον φιλελεύθερο φεμινισμό των αρχών του 20ού αιώνα, αλλά δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την προγενέστερη ύπαρξη και δράση εκείνου.
Διότι προϋποθέτει την αποδοχή και εφαρμογή των βασικών σημείων του προγράμματος τυπικής ισότητας.
Πράγματι, στις περισσότερες χώρες της Δύσης η γυναικεία ψήφος ήταν πλέον δεδομένη, η πρόσβαση των κοριτσιών στην εκπαίδευση έτεινε να γενικευτεί, η έξοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας είχε οριστικά επιβληθεί και η ισομισθία, τυπικά τουλάχιστον, είχε κατακτηθεί.
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός προϋποθέτει, επίσης, τη ραγδαία ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η εντυπωσιακή διεύρυνση της νέας μικροαστικής τάξης των πόλεων.
Οι γόνοι των μεσοστρωμάτων αυτών, διαθέτοντας σχετική οικονομική άνεση και υψηλή μόρφωση θα στραφούν σε αιτήματα που ξεπερνούν την ανακατανομή του πλούτου και θα αποτελέσουν την κοινωνική δεξαμενή των νέων κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60.
Προϋποθέτει, τέλος, τη γενικευμένη πολιτική αναταραχή στα τέλη του ’60, η οποία επέφερε την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς στους κύκλους της ευρωπαϊκής και αμερικανικής σπουδάζουσας νεολαίας.
Μετέχοντας στις ποικιλώνυμες αριστερές οργανώσεις, που διακήρυτταν την ισότητα και εναντιώνονταν στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, οι νεαρές φοιτήτριες θα διαπιστώσουν ότι η ανισότητα των δύο φύλων επιβιώνει και αναπαράγεται πολλαπλά και εντός του αριστερού χώρου.
Η θεωρητικοποίηση αυτής της εμπειρίας θα απολήξει στην έννοια της πατριαρχίας. Σε αδρές γραμμές, το σχήμα αυτό διατείνεται πως εκτός από τον καπιταλισμό, στον οποίο οφείλονται οι ταξικές ανισότητες, υπάρχει και η πατριαρχία, δομή προγενέστερη του καπιταλισμού και άρα ανεξάρτητη από αυτόν, στην οποία οφείλονται οι ανισότητες των φύλων.
Αν στην περίπτωση του καπιταλισμού ο αντίπαλος είναι μία κοινωνική τάξη, η αστική, η οποία ιδιοποιείται την υπεραξία των εργαζομένων, στην περίπτωση της πατριαρχίας αντίπαλος είναι ένα φύλο ιστορικά υπεραξιωμένο, οι άνδρες, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, οι οποίοι ευθύνονται για την απαξίωση του γυναικείου φύλου.
Ο αγώνας συνεπώς για την κατάλυση της πατριαρχίας και τη χειραφέτηση της γυναίκας μπορεί και πρέπει να γίνει πριν ή παράλληλα και πάντως ανεξάρτητα από τον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Η εισαγωγή του ριζοσπαστικού φεμινισμού στην Ελλάδα γίνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από μικρές αυτόνομες ομάδες νεαρών γυναικών μεσοαστικής καταγωγής, υψηλής μορφωτικής σκευής και αριστερής πολιτικής ιδεολογίας.
Οι επιφανέστερες από αυτές είχαν προσφάτως επιστρέψει από σπουδές στην Εσπερία (κυρίως τη Γαλλία) και ήταν έντονα επηρεασμένες από τις εκεί συναφείς διεργασίες.
Ως βασικό μέσο έκφρασης προκρίθηκαν τα ειδικά περιοδικά – βραχύβια συνήθως, όσο και η πυκνή λειτουργία της αντίστοιχης ομάδας. Τα έντυπα «Σκούπα» (1979-81) και «Κατίνα» (1987) οριοθετούν αντίστοιχα την αρχή και το τέλος των έντονων διεργασιών.
Ο παλιός στόχος του φιλελεύθερου φεμινισμού, η έξοδος της γυναίκας στο δημόσιο χώρο, παραμένει και αναβαθμίζεται: να ολοκληρωθεί η τυπική και να επιτευχθεί η ουσιαστική ισοτιμία των φύλων.
Στο στόχαστρο, όμως, τίθεται κυρίως αυτή καθεαυτή η διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου χώρου.
Πριν καταγραφούν στο δημόσιο χώρο οι εξουσιαστικές σχέσεις έχουν ήδη δομηθεί εντός της οικίας, εκφράζονται με καταμερισμό εργασίας, αλλά και με συμβολική και σωματική βία και δεν πρόκειται να επιλυθούν όσο νοηματοδοτούνται ως προσωπικά ζητήματα.
Το προσωπικό συνεπώς είναι εξόχως πολιτικό. Ακόμα και το απολύτως προσωπικό: το ίδιο το γυναικείο σώμα αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο έκφρασης της πατριαρχίας.
Η γυναίκα-σύζυγος δεν ελέγχει τη ζωή της, δεν ελέγχει το όνομά της, επειδή δεν ελέγχει το σώμα της.
Δεν αποφασίζει αυτή πότε και αν θα γίνει.
Ακόμη και στην ίδια τη σεξουαλικότητά της υιοθετεί το ανδρικό βλέμμα.
Ως συνέπεια αυτής της ανάγνωσης έρχονται στο κέντρο του ενδιαφέροντος και ανάγονται σε βασικές στοχεύσεις πτυχές που έως τότε καλύπτονταν απ’ το πέπλο της ντροπής και παρέμεναν στο ημίφως της ιδιωτικότητας: ο εντοπισμός, η ανάδειξη και η εξάλειψη της ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης, η διάδοση της αντισύλληψης και η νομιμοποίηση των αμβλώσεων, η παραδειγματική τιμωρία των βιαστών, η γνώση των λειτουργιών του σώματος και η ανακάλυψη της γυναικείας σεξουαλικότητας.
Θέματα, δηλαδή, ταμπού σε μια χώρα με ισχυρή την επίδραση της εκκλησίας και των παραδοσιακών ηθών, η οποία είχε επιπλέον ξεκοπεί παντελώς στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες από τις ευρωπαϊκές κοινωνικές διεργασίες.
Μόνο η έκρηξη των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων που ονομάστηκε Μεταπολίτευση θα μπορούσε να αντέξει τη μεταφύτευση ενός τόσο ρηξικέλευθου λόγου.
Οι αντοχές δοκιμάστηκαν αρχικά στο πιο συγγενικό πεδίο: τις τρεις μεγάλες και πανελλαδικά δικτυωμένες γυναικείες οργανώσεις των τριών αριστερών πολιτικών κομμάτων της περιόδου.
Από το 1979 ήδη, αν και όχι χωρίς αντιστάσεις και συγκρούσεις, δεξιώθηκε τις νέες επεξεργασίες η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών, που διατηρούσε πολλαπλές σχέσεις με το ΚΚΕ εσωτερικού.
Ακολούθησε σύντομα (1982) η Ένωση Γυναικών Ελλάδος του ΠΑΣΟΚ, ενώ στα τέλη της περιόδου (1987) άρχισε να συνομιλεί με τις νέες ιδέες και η, αρχικά ιδιαιτέρως αρνητική, Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδος του ΚΚΕ.
Αν ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς λειτούργησε πράγματι ως φυτώριο προωθημένων ιδεών, η ΕΓΕ ήταν αυτή που με τις προσβάσεις της αφενός στα λαϊκά στρώματα και αφετέρου στην πολιτική εξουσία (πρόεδρος ήταν η Μαργαρίτα Παπανδρέου σύζυγος του τότε πρωθυπουργού), μετέτρεψε κρίσιμες πτυχές του νέου λόγου σε νομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Η σημαντικότερη επιτυχία ήταν ασφαλώς η ριζική αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου (1983), το οποίο, παρά τη συνταγματική επιταγή της ισότητας (Σύνταγμα του 1975), διατηρούσε ακέραιες τις παραδοσιακές του ρυθμίσεις.
Σύμφωνα με αυτές, ο άνδρας είναι η κεφαλή της οικογένειας και ως εκ τούτου διαθέτει το δικαίωμα απόφασης για κάθε πτυχή του οικογενειακού βίου, αλλά φέρει επίσης την ευθύνη για την επιβίωση της οικογένειας.
Στη γυναίκα δεν αναγνωρίζεται αυτόνομη γνώμη και υπόσταση, πράγμα που εκφράζεται τόσο συμβολικά, όσο και υλικά: στην απαγόρευση να ασκήσει οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα χωρίς τη συναίνεση του συζύγου της.
Η επιτυχής εστίαση στο οικογενειακό δίκαιο επέτρεψε στη συνέχεια να αναδειχθούν και οι πιο «προσωπικές» θεματικές, με πλέον κεντρική τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Μετά από προωθημένες για τα δεδομένα του φεμινισμού κινητοποιήσεις και έντονες ιδεολογικές συγκρούσεις, κυρίως με το χώρο της εκκλησίας, υπερψηφίστηκε εν τέλει, στα 1986, το σχετικό νομοσχέδιο.
Όπως συμβαίνει με όλα τα πετυχημένα κινήματα, το ελληνικό φεμινιστικό κίνημα, με τη συγκρότηση και δράση του στις δύο κρίσιμες περιόδους της νεότερης ιστορίας μας, αναμόρφωσε σημαντικά την ελληνική πολιτεία και κοινωνία. Αξιοποιώντας τις κοινωνικές ανακατατάξεις και τις πολιτικές ευκαιρίες (ιδιαιτέρως τη ρευστότητα και τον αδιαμόρφωτο ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης) μετακένωσε στην Ελλάδα, κατάλληλα επεξεργασμένες, τις ευρύτερες ευρωπαϊκές τάσεις στο γυναικείο ζήτημα.
Σήμερα έχουν αρθεί στο σύνολό τους τα θεσμικά και αρκετά από τα κοινωνικά εμπόδια που περιόριζαν τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτισμική, οικονομική, πολιτική και κοινωνική παρουσία και δράση.
Η πιο σημαντική, ωστόσο, επιτυχία του ελληνικού φεμινισμού, πιο σημαντική και από τις ευνοϊκές νομικές ρυθμίσεις που προώθησε, πιο σημαντική και από τις θεσμικές του κατακτήσεις, είναι χωρίς αμφιβολία οι καίριες βολές του στις παραδοσιακές νοοτροπίες, όσες αφορούν την ταυτότητα της γυναίκας και τις σχέσεις των φύλων.
Το τίμημα της σχετικής επιτυχίας ήταν η εξασθένηση του φεμινιστικού κινήματος – ανυπαρξία σχεδόν μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Οι παραδοσιακές λογικές, ωστόσο, επιβιώνουν ποικιλότροπα, άλλοτε σε άνδρες που αναζητούν τα απολεσθέντα προνόμια και την ανάκτηση της αυτοεκτίμησής τους στην άσκηση ελέγχου, φυσικής και συμβολικής βίας, στη γυναίκα, και άλλοτε σε γυναίκες, οι οποίες από κοινωνικό κομφορμισμό, φόβο της ελευθερίας ή οικονομικές επιδιώξεις, οχυρώνονται πίσω από παραδοσιακές νόρμες.
Στο πεδίο αυτό, την απουσία φεμινιστικού κινήματος υποκαθιστά εν μέρει η θεσμική γυναικεία ισχύς που στο μεταξύ αποκτήθηκε.
Σε τελευταία, βεβαίως, ανάλυση η επιδίωξη και προάσπιση της ουσιαστικής ισοτιμίας των φύλων (ισοτιμία στη διαφορά) επαφίεται στις καθημερινές επιλογές και πρακτικές όλων μας, γυναικών και ανδρών.

Από την Βασιλική Μελέτη,
Τραπεζικός, Υπ. Διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης