Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

ΟΟΣΑ: Ευάλωτη στα σοκ η ελληνική οικονομία λόγω υψηλού δημοσίου χρέους και NPLs - Λύση το «κλείδωμα» των χαμηλών επιτοκίων

ΟΟΣΑ: Ευάλωτη στα σοκ η ελληνική οικονομία λόγω υψηλού δημοσίου χρέους και NPLs - Λύση το «κλείδωμα» των χαμηλών επιτοκίων
H ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και μείωση των NPLs θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Ευάλωτη στα σοκ είναι η ελληνική οικονομία, παρά την αξιοσημείωτη δημοσιονομική βελτίωση, αδυναμία που οφείλεται στο υψηλό δημόσιο χρέος και τα NPLs των ελληνικών τραπεζών, όπως προκύπτει από την έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία (OECD Economic Surveys: Greece 2018), με τον Οργανισμό να υπογραμμίζει την ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους και συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ο ΟΟΣΑ ζητά περισσότερες μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και στο φορολογικό σύστημα, με την κατάργηση απαλλαγών και εξαιρέσεων.
«Μετά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις, η ανάκαμψη της Ελλάδας από την βαθιά οικονομική ύφεση κερδίζει έδαφος», τονίζει ο ΟΟΣΑ, με «οδηγό» τις εξαγωγές.
Οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας έχουν βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και συμβάλλουν στη δημιουργία των πολυπόθητων θέσεων εργασίας.
Η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να ενισχυθεί, παραμένοντας πάνω από 2% το 2018 και το 2019, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Στην τελευταία του οικονομική έρευνα για την ελληνική οικονομία, την οποία παρουσίασε ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ Angel Gurria, ο οποίος συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο ο Οργανισμός αναγνωρίζει την πολύ σημαντική προσπάθεια στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων τα τελευταία δύο χρόνια.
Ο νέος επενδυτικός νόμος αρχίζει να έχει αποτελέσματα και οι χρηματοδοτικές συνθήκες, όπως και η εμπιστοσύνη, βελτιώνονται, οδηγώντας στην αύξηση των επενδύσεων, αναφέρει η έκθεση.
Το αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας θα στηρίξει την ανταγωνιστικότητα και η αύξηση της απασχόλησης μαζί με τον χαμηλό πληθωρισμό θα ενισχύσουν την ιδιωτική κατανάλωση, προσθέτει.
Ωστόσο, παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, η ανεργία, η φτώχεια και η ανισότητα παραμένουν υψηλές, οι μισθοί είναι χαμηλοί, οι επενδύσεις παραμένουν υποτονικές και η παραγωγικότητα συνεχώς μειώνεται.
Ταυτόχρονα, η δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και ενώ η είσπραξη των φόρων έχει βελτιωθεί, η φοροαποφυγή είναι ευρέως διαδεδομένη.
Η αντιμετώπιση αυτών και άλλων προκλήσεων θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και την ενίσχυση της μεταρρυθμιστικής ιδιοκτησίας, τονίζει ο ΟΟΣΑ.
Στην έκθεση του ΟΟΣΑ τονίζεται η ανάγκη η Ελλάδα να προωθήσει μεταρρυθμίσεις με στόχο την προσέλκυση επενδύσεω και να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Ανάπτυξη 2% το 2018

Όσον αφορά την πορεία του ΑΕΠ, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ανάπτυξη κατά 2% από 2,3% που είναι η εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης.
Για το 2019 ο ΟΟΣΑ προβλέπει ανάπτυξη 2,3%.
Όσον αφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα, προβλέπει ότι θα ανέλθει φέτος στο 4% του ΑΕΠ και το 2019 στο 3,6%, ενώ για το δημόσιο χρέος εκτιμά ότι θα μειωθεί στο 172,5% του ΑΕΠ φέτος και περαιτέρω στο 168,3% το 2019 από 175,8% το 2017 και 181,1% το 2016. Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα ανέλθει φέτος στο 0,7% και το 2019 στο 1,1%, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα είναι σχεδόν ισοσκελισμένο (παρουσιάζοντας έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ φέτος και 0,6% το 2019).
Για την ανεργία προβλέπει περαιτέρω μείωση από το 21,5% πέρυσι στο 20,4% φέτος και το 19,4% το 2019.



Τα σενάρια για το χρέος

Ο ΟΟΣΑ τονίζει επίσης την ανάγκη να υπάρξει νέα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και να μειωθεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων.
«Τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) καθιστούν τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας πολύ ευαίσθητες σε ενδεχόμενη αποτυχία επίτευξης στόχων της πολιτικής.
Μία μικρότερη από την αναμενόμενη πρόοδο στην αντιμετώπιση των NPLs θα μείωνε την εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις.
Ένα εξωγενές σοκ στο κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους μετά τη λήξη του προγράμματος στήριξης του ESM, που ολοκληρώνεται το 2018, θα μπορούσε να πιέσει τα δημόσια οικονομικά και την εμπιστοσύνη και να οδηγήσει σε σύρσιμο της ανάπτυξης.
Μία βραδύτερη ανάπτυξη των εμπορικών εταίρων της ή ένα μη συντεταγμένο Brexit θα μπορούσε να μειώσει την εμπιστοσύνη και να οδηγήσει σε χαμηλότερες εξαγωγές». Μία περαιτέρω αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους θα μείωνε τις αδυναμίες και θα επιτάχυνε τα κέρδη όσον αφορά τη χρηματοδότηση της Ελλάδας από τις αγορές και την οικονομική δραστηριότητα. «Μία ισχυρότερη πρόοδος τους προγράμματος μεταρρυθμίσεων θα αύξανε την παραγωγικότητα, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές ταχύτερα του αναμενόμενου», αναφέρει η έκθεση.
Το δημόσιο χρέος θα μειωθεί μέσω της υψηλότερης ανάπτυξης, της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και της αναδιάρθρωσης του χρέους, τονίζει ο ΟΟΣΑ.
Όπως αναφέρει, το χρέος κινείται στο 180% του ΑΕΠ και εξακολουθεί να είναι μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο, τονίζοντας ότι κάτω από διαφορετικές υποθέσεις θα παραμείνει υψηλό, καθιστώντας αναγκαία μία περαιτέρω αναδιάρθρωσή του.
Το βασικό σενάριο, που λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων που έκανε η Ελλάδα, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους από τον ESM, ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% από το 2025, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά στο περίπου 120% του ΑΕΠ στα μέσα της δεκαετίας του 2030 για να αυξηθεί και πάλι στη συνέχεια, καθώς τα δάνεια που έχουν δοθεί με χαμηλό επιτόκιο θα αναχρηματοδοτηθούν με τα επιτόκια της αγορές.
Ο ΟΟΣΑ θεωρεί ως καλύτερη λύση ένα «κλείδωμα» των χαμηλών επιτοκίων που έχει λάβει η Ελλάδα με δάνεια από την Ευρωζώνη, καθώς θα οδηγούσε, με βάση το σενάριο διευρυμένων μεταρρυθμίσεων, σε μία συνεχή μείωση του χρέους και κάτω από το 80% του ΑΕΠ το 2060.
Η επιμήκυνση των λήξεων των δανείων από τους Ευρωπαίους εταίρους και τον ESM έως το 2031 θα συμβάλει στη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, αλλά μόνο οριακά, αναφέρει η έκθεση.






Φορολογία

Όσον αφορά τη φορολογία, ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι οι φορολογικές δαπάνες έχουν μειωθεί και η συλλογή των φόρων έχει βελτιωθεί, αλλά το φορολογικό σύστημα συνεχίζει να βασίζεται σε υψηλούς συντελεστές και στενές βάσεις, κυρίως λόγω της φοροδιαφυγής, εμποδίζοντας την ανάπτυξη και δημιουργώντας ανισότητες.
«Η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος και η αδύναμη αν και βελτιούμενη φορολογική διοίκηση αποθαρρύνουν τη συμμετοχή στην επίσημη οικονομία και μειώνουν τη φορολογική συμμόρφωση», σημειώνει.
Ο ΟΟΣΑ προτείνει τη μείωση της φοροδιαφυγής με την επέκταση της χρήσης της ανάλυσης κινδύνου και στοχευμένων φορολογικών ελέγχων καθώς και την ενίσχυση των κινήτρων για την εθελοντική φορολογική συμμόρφωση.
Συνιστά, ακόμη, την επέκταση της υποχρέωσης ηλεκτρονικών ταμειακών μηχανών για όλους τους αυτοαπασχολούμενους και την καθιέρωση των ηλεκτρονικών τιμολογίων.
Η έκθεση συνιστά, επίσης, τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής δυναμικής, εστιάζοντας στην εφαρμογή, στην ενίσχυση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης και στη συνέχιση της μάχης κατά της φοροδιαφυγής.
Συνιστά, ακόμη, την πλήρη εφαρμογή των ηλεκτρονικών δημοπρασιών από τις τράπεζες και τη λήψη μέτρων για τη μείωση του υψηλού ποσοστού φτώχειας.

Τράπεζες

Η έλλειψη μιας αγοράς όπου θα βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση χαρτοφυλάκια προβληματικών δανείων είναι από τους κύριους λόγους, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ για τους οποίους η πρόοδος μείωσης των NPLs είναι μικρή στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την 188σέλιδη έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομίας, στο κεφάλαιο για τις τράπεζες γίνεται ειδική αναφορά στο παράδειγμα της Ιαπωνίας, η οποία διαχειρίστηκε με αποτελεσματικό τρόπο τα προβληματικά δάνεια των τραπεζών.
Στο δεύτερο μισό του 2017, υπήρξαν οι δύο πρώτες πωλήσεις NPL από τις ελληνικές τράπεζες, ενώ πρόσθετες πωλήσεις NPL αναμένεται να ολοκληρωθούν το 2018.
Η ρύθμιση και η έλλειψη ανταγωνισμού εμπόδισαν σοβαρά την ανάπτυξη μιας αγοράς προβληματικών δανείων στην Ελλάδα.
Ένας νέος νόμος για τα μη τραπεζικά ιδρύματα εγκρίθηκε μόλις το 2015 (νόμος 4354/2015) και η Διοικητική Επιτροπή εξέδωσε κανονισμό εφαρμογής το 2016.
Αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια στην Ελλάδα να προωθήσει μια δευτερογενή αγορά για προβληματικά χρέη.
Ο νέος νόμος και οι κανονισμοί ακολουθούν τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, καθώς επιτρέπουν τη χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης σε μη τραπεζικές οντότητες, μειώνοντας έτσι τους φραγμούς εισόδου στον κλάδο αυτό.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι υπεύθυνη για την έκδοση αδειών, βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, και την άρση τους σε περίπτωση παραβάσεων.
Οι οντότητες αυτές, θα πρέπει να συμμορφωθούν με το εποπτικό πλαίσιο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ θα είναι σε θέση να λειτουργούν σε τρεις τομείς: διαχείριση, μεταφορά (δηλαδή αγορά) και αναχρηματοδότηση δανείων.



Για να γίνει η αναχρηματοδότηση απαιτείται πρόσθετη άδεια από την ΤτΕ.
Η δυνατότητα αναδιάρθρωσης και αναχρηματοδότησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελούν βασική πτυχή της μεταρρύθμισης, καθώς επιτρέπει τη μετατροπή των δανείων, σε αναξιοπαθούντες δανειολήπτες, προσφέροντας νέα δάνεια.
Αυτή η δυνατότητα μπορεί να βοηθήσει στη μεγέθυνση των μη τραπεζικών πηγών χρηματοδότησης και τη βελτιωμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση από τους αναξιοπαθούντες δανειολήπτες.
Ωστόσο, η νομοθεσία για την εξυπηρέτηση δανείων αφορά μόνο τα μεγάλα εταιρικά δάνεια και δεν ισχύει για τα δάνεια των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, τα καταναλωτικά δάνεια ή τα ενυπόθηκα δάνεια.
Η ΤτΕ είχε εξουσιοδοτήσει 10 οντότητες στο τέλος του 2017, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη της εν λόγω αγοράς.
Το να επιτρέπεται στους δανειολήπτες να διαχειρίζονται ή να αγοράζουν δάνεια προς ΜΜΕ αναμένεται να επιταχύνει την επίλυση των προβληματικών χρεών, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των αναξιοπαθούντων δανειοληπτών στην Ελλάδα.
Η Ιαπωνία αποτελεί καλό παράδειγμα ανάπτυξης ενός τέτοιου μηχανισμού σε ένα τραπεζικό περιβάλλον με πολλές ΜΜΕ.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα πρέπει να ενισχυθούν, να διευκρινιστούν και να εξορθολογιστούν τα φορολογικά κίνητρα για τις τράπεζες ώστε να διαθέτουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η νομοθεσία περί δανειοδοτήσεων εισάγει νέες φορολογικές διατάξεις, οι οποίες εν μέρει αντιβαίνουν εκείνων που προβλέπονται από τον νόμο περί τιτλοποίησης του 2003.
Ο νόμος περί τιτλοποίησης του 2003 εκτός από το ότι παρέχει ένα αποτελεσματικό και γρήγορο μέσο για τη μεταβίβαση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προσφέρει πλήρη απαλλαγή
από έμμεσους και άμεσους φόρους στις μεταφορές δανείων.
Η πιο πρόσφατη νομοθεσία περί εξυπηρέτησης δανείων προσφέρει λιγότερο γενναιόδωρα κίνητρα, τα οποία είναι επίσης εν μέρει ασυμβίβαστα με την τιτλοποίηση, όπως για παράδειγμα οι μεταφορές δανείων σε ΦΠΑ.
Η ευθυγράμμιση των φορολογικών κινήτρων που παρέχονται από τη νομοθεσία του κλάδου εξυπηρέτησης δανείων με αυτά του νόμου περί τιτλοποίησης θα ενίσχυε τη φορολογική διαφάνεια και θα ενθάρρυνε τη διάθεση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα φορολογικά κίνητρα μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό εργαλείο για την ενθάρρυνση της διάθεσης μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθιστώντας τα κίνητρα αυτά προσωρινά.
Η διευκόλυνση και η επιτάχυνση των πωλήσεων των εξασφαλίσεων θα συνέβαλε επίσης στη δημιουργία μιας αγοράς προβληματικών χρεών.
Η έναρξη των ηλεκτρονικών δημοπρασιών είναι μια ευπρόσδεκτη, αν και καθυστερημένη, εξέλιξη.
Η έγκαιρη και ομαλή εισαγωγή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΑ 9), που έχει προγραμματιστεί για το 2018, θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη μιας αγοράς προβληματικού χρέους.
Το IFRS9 θα εισαγάγει μια νέα προσέγγιση για την αποτίμηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της προβλεπόμενης αξίας αναμενόμενης ζημίας των απομειωμένων δανείων.



Αυτό είναι ριζικά διαφορετικό από τη σημερινή και προοδευτική προσέγγιση των τραπεζών της Ελλάδας (και της ΕΕ).
Οι ισχύοντες κανόνες επιτρέπουν επίσης την απόκτηση εσόδων από τόκους από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αυξάνοντας έτσι την κερδοφορία των τραπεζών και αποθαρρύνουν τη διαγραφή των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επίσης, δεν παρέχουν σαφή καθοδήγηση για την αποτίμηση των εγγυήσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ανάκαμψη των τραπεζικών δανείων προς επιχειρήσεις

Τα επιτόκια των τραπεζικών χορηγήσεων μειώθηκαν σε επίπεδα πριν από την κρίση μετά την κορύφωση το 2011.
Ωστόσο, η μείωσή τους ήταν πιο συγκρατημένη από ό, τι σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Μέχρι σήμερα, τα επιτόκια δανεισμού στην Ελλάδα παραμένουν αρκετά υψηλότερα από εκείνα άλλων χωρών της ΕΕ, παρά τη σταδιακή πτώση των επιτοκίων δανεισμού.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξε σταδιακή μείωση των επιτοκίων δανεισμού, οι τραπεζικές πιστώσεις σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παραμένει χαμηλή, αν και έχει σταθεροποιηθεί.
Στα μέσα του 2017, οι τραπεζικές πιστώσεις ήταν στο ίδιο επίπεδο με το 2006 ή 30% κάτω από το ανώτατο όριο του 2009.



Οι αβεβαιότητες του 2015 σχετικά με το Πρόγραμμα Υποστήριξης Σταθερότητας του ESM, σταμάτησε την πορεία ανάκτησης της τραπεζικής πίστωσης που είχε ξεκινήσει το 2014.
Η εμπιστοσύνη κατέρρευσε, εκτροχιάζοντας την ανάκαμψη της ζήτησης δανείων, η οποία άρχισε να αυξάνεται και πάλι μόνο
στα τέλη του 2016.
Εντούτοις, τα πάγια επενδυτικά σχέδια παραμένουν αδύναμα για τη ζήτηση δανείων, τα οποία οφείλονται κυρίως στις ανάγκες αναχρηματοδότησης, αναδιάρθρωσης και  επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους.
Από την πλευρά της προσφοράς, η σύσφιγξη των πιστωτικών προτύπων του 2015 και των προηγούμενων ετών δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί.
Στο μεταξύ, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε διαδικασία βαθιάς μεταρρύθμισης για να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του σε σοκ, αλλά και να στηρίξει τα βιώσιμα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Οι μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν τον εξορθολογισμό των πράξεων, την ενοποίηση, την ανακεφαλαιοποίηση και, πιο πρόσφατα, τη βελτίωση της διακυβέρνησης των τραπεζών.



Η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα έχει ήδη αποφέρει αποτελέσματα:
● Μέσω της ενοποίησης, το μερίδιο των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν οι μεγαλύτερες 5 τράπεζες αυξήθηκε από το 70% το 2007 σε περισσότερο από 97% το 2016.
Αυτή η υψηλή συγκέντρωση δεν φαίνεται να έχει εμποδίσει τον μέχρι στιγμής τον ανταγωνισμό και η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει ξεκινήσει σχετικές έρευνες στον τομέα.
● Ο λόγος κόστους προς έσοδα μειώθηκε κατά περίπου 60% από τα τέλη του 2014 και λιγότερο από 50% το 2016, στα μέσα του 2017, ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.
Το 2016 ο αριθμός των τραπεζικών καταστημάτων ανά 1.000 κατοίκους ήταν κατά ένα τρίτο χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ, αφού μειώθηκε κατά 40% από το 2007.
Παράλληλα, ο αριθμός των υπαλλήλων των τραπεζών ανά 1.000 κατοίκους μειώθηκε επίσης μέσω των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου - κατά περίπου 35%, σε περίπου 60% του μέσου όρου της ΕΕ.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πουλήσεις επίσης πολλές ξένες θυγατρικές και άλλες μη βασικές δραστηριότητες.
● Μετά από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποίησης μεταξύ 2012 και του 2015 (51,7 δισ. ευρώ), ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών αυξήθηκε πολύ πάνω από τα ρυθμιστικά όρια.
Η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας το 2015 ανήλθε
σε περίπου 15 δισ. ευρώ και ακολούθησε την αξιολόγηση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με την ΕΚΤ να θέτει τα αυστηρότερα κριτήρια από ό, τι σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Ως αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων, η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα αρχίζει να ανακάμπτει.
Από το 2016, μεγάλοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχουν αναβαθμίσει την αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών (π.χ. Moody's, 2016), με γνώμονα τη βελτίωση της κερδοφορίας και της ποιότητας των δανείων.



Συλλογικές συμβάσεις μισθών

Ο ΟΟΣΑ συστήνει την καθιέρωση διαπραγματεύσεων για κλαδικές συλλογικές συμβάσεις μισθών, που θα καλύπτουν ευρύτερα τις συνθήκες εργασίας, χωρίς αυτόματη επέκταση, ενώ θα διασφαλίζεται ότι θα είναι αρκετά ευέλικτες, να μπορούν να προσαρμόζονται σε διαφορετικούς τύπους και μεγέθη επιχειρήσεων.
Για τον κατώτατο μισθό, ο ΟΟΣΑ συνιστά τη σύσταση μίας Επιτροπής από κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους ειδικούς που θα προτείνει την αναπροσαρμογή του.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης