Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

ΟΟΣΑ σε ελληνικές τράπεζες: Πάρτε το παράδειγμα της Ιαπωνίας για τη μείωση των NPLs

tags :
ΟΟΣΑ σε ελληνικές τράπεζες: Πάρτε το παράδειγμα της Ιαπωνίας για τη μείωση των NPLs
Η έλλειψη αγοράς NPLs ευθύνεται για τη χαμηλή πρόοδο στις ελληνικές τράπεζες
Η έλλειψη μιας αγοράς όπου θα βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση χαρτοφυλάκια προβληματικών δανείων είναι από τους κύριους λόγους, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ για τους οποίους η πρόοδος μείωσης των NPLs είναι μικρή στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την 188σέλιδη έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομίας, στο κεφάλαιο για τις τράπεζες γίνεται ειδική αναφορά στο παράδειγμα της Ιαπωνίας, η οποία διαχειρίστηκε με αποτελεσματικό τρόπο τα προβληματικά δάνεια των τραπεζών.
Στο δεύτερο μισό του 2017, υπήρξαν οι δύο πρώτες πωλήσεις NPL από τις ελληνικές τράπεζες, ενώ πρόσθετες πωλήσεις NPL αναμένεται να ολοκληρωθούν το 2018.
Η ρύθμιση και η έλλειψη ανταγωνισμού εμπόδισαν σοβαρά την ανάπτυξη μιας αγοράς προβληματικών δανείων στην Ελλάδα.
Ένας νέος νόμος για τα μη τραπεζικά ιδρύματα εγκρίθηκε μόλις το 2015 (νόμος 4354/2015) και η Διοικητική Επιτροπή εξέδωσε κανονισμό εφαρμογής το 2016.
Αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια στην Ελλάδα να προωθήσει μια δευτερογενή αγορά για προβληματικά χρέη.
Ο νέος νόμος και οι κανονισμοί ακολουθούν τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, καθώς επιτρέπουν τη χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης σε μη τραπεζικές οντότητες, μειώνοντας έτσι τους φραγμούς εισόδου στον κλάδο αυτό.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι υπεύθυνη για την έκδοση αδειών, βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, και την άρση τους σε περίπτωση παραβάσεων.
Οι οντότητες αυτές, θα πρέπει να συμμορφωθούν με το εποπτικό πλαίσιο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ θα είναι σε θέση να λειτουργούν σε τρεις τομείς: διαχείριση, μεταφορά (δηλαδή αγορά) και αναχρηματοδότηση δανείων.



Για να γίνει η αναχρηματοδότηση απαιτείται πρόσθετη άδεια από την ΤτΕ.
Η δυνατότητα αναδιάρθρωσης και αναχρηματοδότησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελούν βασική πτυχή της μεταρρύθμισης, καθώς επιτρέπει τη μετατροπή των δανείων, σε αναξιοπαθούντες δανειολήπτες, προσφέροντας νέα δάνεια.
Αυτή η δυνατότητα μπορεί να βοηθήσει στη μεγέθυνση των μη τραπεζικών πηγών χρηματοδότησης και τη βελτιωμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση από τους αναξιοπαθούντες δανειολήπτες.
Ωστόσο, η νομοθεσία για την εξυπηρέτηση δανείων αφορά μόνο τα μεγάλα εταιρικά δάνεια και δεν ισχύει για τα δάνεια των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, τα καταναλωτικά δάνεια ή τα ενυπόθηκα δάνεια.
Η ΤτΕ είχε εξουσιοδοτήσει 10 οντότητες στο τέλος του 2017, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη της εν λόγω αγοράς.
Το να επιτρέπεται στους δανειολήπτες να διαχειρίζονται ή να αγοράζουν δάνεια προς ΜΜΕ αναμένεται να επιταχύνει την επίλυση των προβληματικών χρεών, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των αναξιοπαθούντων δανειοληπτών στην Ελλάδα.
Η Ιαπωνία αποτελεί καλό παράδειγμα ανάπτυξης ενός τέτοιου μηχανισμού σε ένα τραπεζικό περιβάλλον με πολλές ΜΜΕ.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα πρέπει να ενισχυθούν, να διευκρινιστούν και να εξορθολογιστούν τα φορολογικά κίνητρα για τις τράπεζες ώστε να διαθέτουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η νομοθεσία περί δανειοδοτήσεων εισάγει νέες φορολογικές διατάξεις, οι οποίες εν μέρει αντιβαίνουν εκείνων που προβλέπονται από τον νόμο περί τιτλοποίησης του 2003.
Ο νόμος περί τιτλοποίησης του 2003 εκτός από το ότι παρέχει ένα αποτελεσματικό και γρήγορο μέσο για τη μεταβίβαση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προσφέρει πλήρη απαλλαγή
από έμμεσους και άμεσους φόρους στις μεταφορές δανείων.
Η πιο πρόσφατη νομοθεσία περί εξυπηρέτησης δανείων προσφέρει λιγότερο γενναιόδωρα κίνητρα, τα οποία είναι επίσης εν μέρει ασυμβίβαστα με την τιτλοποίηση, όπως για παράδειγμα οι μεταφορές δανείων σε ΦΠΑ.
Η ευθυγράμμιση των φορολογικών κινήτρων που παρέχονται από τη νομοθεσία του κλάδου εξυπηρέτησης δανείων με αυτά του νόμου περί τιτλοποίησης θα ενίσχυε τη φορολογική διαφάνεια και θα ενθάρρυνε τη διάθεση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα φορολογικά κίνητρα μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό εργαλείο για την ενθάρρυνση της διάθεσης μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθιστώντας τα κίνητρα αυτά προσωρινά.
Η διευκόλυνση και η επιτάχυνση των πωλήσεων των εξασφαλίσεων θα συνέβαλε επίσης στη δημιουργία μιας αγοράς προβληματικών χρεών.
Η έναρξη των ηλεκτρονικών δημοπρασιών είναι μια ευπρόσδεκτη, αν και καθυστερημένη, εξέλιξη.
Η έγκαιρη και ομαλή εισαγωγή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΑ 9), που έχει προγραμματιστεί για το 2018, θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη μιας αγοράς προβληματικού χρέους.
Το IFRS9 θα εισαγάγει μια νέα προσέγγιση για την αποτίμηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της προβλεπόμενης αξίας αναμενόμενης ζημίας των απομειωμένων δανείων.



Αυτό είναι ριζικά διαφορετικό από τη σημερινή και προοδευτική προσέγγιση των τραπεζών της Ελλάδας (και της ΕΕ).
Οι ισχύοντες κανόνες επιτρέπουν επίσης την απόκτηση εσόδων από τόκους από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αυξάνοντας έτσι την κερδοφορία των τραπεζών και αποθαρρύνουν τη διαγραφή των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επίσης, δεν παρέχουν σαφή καθοδήγηση για την αποτίμηση των εγγυήσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ανάκαμψη των τραπεζικών δανείων προς επιχειρήσεις

Τα επιτόκια των τραπεζικών χορηγήσεων μειώθηκαν σε επίπεδα πριν από την κρίση μετά την κορύφωση το 2011.
Ωστόσο, η μείωσή τους ήταν πιο συγκρατημένη από ό, τι σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Μέχρι σήμερα, τα επιτόκια δανεισμού στην Ελλάδα παραμένουν αρκετά υψηλότερα από εκείνα άλλων χωρών της ΕΕ, παρά τη σταδιακή πτώση των επιτοκίων δανεισμού.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξε σταδιακή μείωση των επιτοκίων δανεισμού, οι τραπεζικές πιστώσεις σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παραμένει χαμηλή, αν και έχει σταθεροποιηθεί.
Στα μέσα του 2017, οι τραπεζικές πιστώσεις ήταν στο ίδιο επίπεδο με το 2006 ή 30% κάτω από το ανώτατο όριο του 2009.



Οι αβεβαιότητες του 2015 σχετικά με το Πρόγραμμα Υποστήριξης Σταθερότητας του ESM, σταμάτησε την πορεία ανάκτησης της τραπεζικής πίστωσης που είχε ξεκινήσει το 2014.
Η εμπιστοσύνη κατέρρευσε, εκτροχιάζοντας την ανάκαμψη της ζήτησης δανείων, η οποία άρχισε να αυξάνεται και πάλι μόνο
στα τέλη του 2016.
Εντούτοις, τα πάγια επενδυτικά σχέδια παραμένουν αδύναμα για τη ζήτηση δανείων, τα οποία οφείλονται κυρίως στις ανάγκες αναχρηματοδότησης, αναδιάρθρωσης και  επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους.
Από την πλευρά της προσφοράς, η σύσφιγξη των πιστωτικών προτύπων του 2015 και των προηγούμενων ετών δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί.
Στο μεταξύ, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε διαδικασία βαθιάς μεταρρύθμισης για να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του σε σοκ, αλλά και να στηρίξει τα βιώσιμα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Οι μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν τον εξορθολογισμό των πράξεων, την ενοποίηση, την ανακεφαλαιοποίηση και, πιο πρόσφατα, τη βελτίωση της διακυβέρνησης των τραπεζών.



Η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα έχει ήδη αποφέρει αποτελέσματα:
● Μέσω της ενοποίησης, το μερίδιο των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν οι μεγαλύτερες 5 τράπεζες αυξήθηκε από το 70% το 2007 σε περισσότερο από 97% το 2016.
Αυτή η υψηλή συγκέντρωση δεν φαίνεται να έχει εμποδίσει τον μέχρι στιγμής τον ανταγωνισμό και η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει ξεκινήσει σχετικές έρευνες στον τομέα.
● Ο λόγος κόστους προς έσοδα μειώθηκε κατά περίπου 60% από τα τέλη του 2014 και λιγότερο από 50% το 2016, στα μέσα του 2017, ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.
Το 2016 ο αριθμός των τραπεζικών καταστημάτων ανά 1.000 κατοίκους ήταν κατά ένα τρίτο χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ, αφού μειώθηκε κατά 40% από το 2007.
Παράλληλα, ο αριθμός των υπαλλήλων των τραπεζών ανά 1.000 κατοίκους μειώθηκε επίσης μέσω των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου - κατά περίπου 35%, σε περίπου 60% του μέσου όρου της ΕΕ.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πουλήσεις επίσης πολλές ξένες θυγατρικές και άλλες μη βασικές δραστηριότητες.
● Μετά από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποίησης μεταξύ 2012 και του 2015 (51,7 δισ. ευρώ), ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών αυξήθηκε πολύ πάνω από τα ρυθμιστικά όρια.
Η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας το 2015 ανήλθε
σε περίπου 15 δισ. ευρώ και ακολούθησε την αξιολόγηση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με την ΕΚΤ να θέτει τα αυστηρότερα κριτήρια από ό, τι σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Ως αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων, η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα αρχίζει να ανακάμπτει.
Από το 2016, μεγάλοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έχουν αναβαθμίσει την αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών (π.χ. Moody's, 2016), με γνώμονα τη βελτίωση της κερδοφορίας και της ποιότητας των δανείων.



Τι είναι η distressed αγορά χρέους της Ιαπωνίας

Η κατάρρευση της «φούσκας» των ιαπωνικού χρηματοοικονομικού τομέα το 1991 διήρκησε για πάνω από 10 χρόνια, οδηγώντας σε ελεύθερη πτώση τις αποτιμήσεις των assets και σε αύξηση του αριθμού των NPLs στις τράπεζες.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1998 - 2002, η ιαπωνική κυβέρνηση δημιούργησε μία αγορά για να υπάρξει διαχείριση των NPLs.
Αυτές οι κινήσεις ήταν τελικά αποτελεσματικές, καθώς στην αρχή ο αριθμός των NPLs ενισχύθηκε, καθώς οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να τα αποκαλύψουν, αλλά ακολούθως υποχώρησε δραστικά.
Η πρώτη κίνηση προκειμένου να λυθεί το θέμα των NPLs ήταν να αναγκαστούν οι τράπεζες να πουλήσουν εχέγυγα για τα NPLs και με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσουν μία «distressed» αγορά.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90, οι τράπεζες δεν είχαν ικανοποιητικές προβλέψεις για τα NPLs καθώς ο τρόπος καταγραφής των «κόκκινων» δανείων γίνονταν με διαφορετικό τρόπο για κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Επιπρόσθετα οι τράπεζες δεν είχαν ικανοποιητικά κίνητρα προκειμένου να έχουν αποτελεσματικές προβλέψεις καθώς δεν επιτρέπονταν αυτές να ενταχθούν στα μη φορολογήσιμα assets.
Το 1998, με τον νόμο Financial Reconstruction Law απαιτήθηκε από τις τράεπεζες να καθορίσουν ποιοι δανειζόμενοι είχαν προβλήματα με τις αποπληρωμές των δανείων πιο ξεκάθαρα απ' ότι στο παρελθόν και αυτό βοήθησε ώστε να υπάρξει καλύτερη εκχώρηση των NPLs.
Ο νόμος του 1998, επίσης, δημιόύργησε το Resolution and Collection Corporation (RCC) μία κρατική υπηρεσία (η οποία ανήκε στο Deposit Insurance Corporation, υπηρεσία ασφάλισης καταθέσεων).
Δημιουργήθηκε μέσω της συγχώνευσης δύο κρατικών θεσμών των οποίων καθήκων ήταν η συλλογή των μη εξυπηρετούμενων δανείων από εταιρείες παροχής στεγαστικών δανείων, τράπεζες και συνεργατικές επιχειρήσεις οι οποίες είχαν χρεοκοπήσει.
Στο χαρτοφυλάκιό τους, αρχικά, υπήρχαν εγγυημένα (με ακίνητα) προβληματικά δάνεια.
Παράλληλα η RCC είχε τη δυνατότητα να αγοράζει προβληματικά assets αλλά σε κανονική αποτίμηση, να τιτλοποιεί NPLs, να προχωρά σε αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και να συμμετάσχει σε swaps τιτλοποιημένων εδανείων, με στόχο να επιταχυνθεί η εκχώρηση των NPLs.
Το 2011, το Emergency Economic Measures επέκτεινε την πώληση των ενέχυρων που βρίσκονταν στην κατοχή βιώσιμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τα μέτρα απαιτούσαν από τις μεγάλες τράπεζες να αφαιρέσουν τα NPLs από τους ισολογισμούς τους σε διάστημα τριών ετών, είτε πουλώντας τα απευθείας στη νέα αγορά, είτε ενεργοποιώντας τις διαδικασίες κατασχέσεων ή προχωρώντας σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τους δανειζόμενους.
Όσα δάνεια είχαν απομείνει στους ισολογισμούς θα μπορούσαν να πωληθούν στην RCC σε δίκαιη τιμή.
Μεταξύ 1999 και 2002, η RCC αγόρασε δάνεια αξίας 55 τρισ. γεν (πε΄ρι των 495 δισ. δολαρίων, δηλαδή το 10,9% του ιαπωνικού ΑΕΠ), με discount 96%.
Επίσης η εν λόγω υπηρεσία βελτίωση την διαφάνεια της αγοράς NPL θέτοντας συγκεκριμένους κανόνες και δημοσιοποιώντας τα στοιχεία.
Το 2002 η κυβέρνηση ανακοίνωσε το νέο πρόγραμμα Financial Revitalisation Program με στόχο να προωθήσει και την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δανείων μεγάλων επιχειρήσεων.



Οι αρχές κατέστησαν πιο αυστηρά τα κριτήρια για τους μεγάλους δανειζόμενους (βασιζόμενες σε στοιχεία όπως οι μετοχικές αποτιμήσεις, οι πιστωτικές αξιολογήσεις).
Αυτό οδήγησε τις τράπεζες να ξεκαθαρίσουν το τμήμα του χαρτοφυλακίου τους ως υπό-εξυπηρετούμενο και να πωλούν αυτά τα assets στην ειδική αγορά που είχε δημιουργηθεί.
Εν συνόλω, αυτά τα μέτρα οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση της διαγραφήςτων NPLs και αύξηση των μεταβιβάσεών τους, με την αγορά distressed να αναπτύσσεται σημαντικά.
Στα μέσα της δεκαετίας του '90, στην αγορά είχαν επενδύσει κυρίως ξένα funds τα οποία μπορούσαν να επιτύχουν υψηλές τιμές απόδοσης (30-50%) καθώς οι τράπεζες πουλούσαν ενέχυρα που συνδέονταν με τα NPLs σε χαμηλές τιμές.
Καθώς ο αριθμός των επενδυτών - κυρίως Ιαπώνων - στη συγκεκριμένη αγορά αυξήθηκε και οι τράπεζες ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν την τακτική των δημοπρασιών, οι τιμές αυξήθηκαν και οι αποδόσεις για τους αγοραστές υποχώρησαν σε μονοψήφια ποσοστά.
Γενικά, η χρήση της μεθόδου των δημοπρασιών δεν ήταν άνευ συνεπειών.
Ο αριθμός των τραπεζών που κατέρρευσαν αυξήθηκε σταδιακά για να φθάσει στις 56 το 2001.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης