Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Ποιο είναι το παράδειγμα της Ιαπωνίας που συνιστά ο ΟΟΣΑ για τις ελληνικές τράπεζες

Ποιο είναι το παράδειγμα της Ιαπωνίας που συνιστά ο ΟΟΣΑ για τις ελληνικές τράπεζες
Πώς δημιουργήθηκε και λειτούργησε η αγορά «distressed» χρέους στην Ιαπωνία το διάστημα 1998 - 2002
Η κατάρρευση της «φούσκας» των ιαπωνικού χρηματοοικονομικού τομέα το 1991 διήρκησε για πάνω από 10 χρόνια, οδηγώντας σε ελεύθερη πτώση τις αποτιμήσεις των assets και σε αύξηση του αριθμού των NPLs στις τράπεζες.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1998 - 2002, η ιαπωνική κυβέρνηση δημιούργησε μία αγορά για να υπάρξει διαχείριση των NPLs.
Αυτές οι κινήσεις ήταν τελικά αποτελεσματικές, καθώς στην αρχή ο αριθμός των NPLs ενισχύθηκε, καθώς οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να τα αποκαλύψουν, αλλά ακολούθως υποχώρησε δραστικά.
Η πρώτη κίνηση προκειμένου να λυθεί το θέμα των NPLs ήταν να αναγκαστούν οι τράπεζες να πουλήσουν εχέγυγα για τα NPLs και με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσουν μία «distressed» αγορά.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90, οι τράπεζες δεν είχαν ικανοποιητικές προβλέψεις για τα NPLs καθώς ο τρόπος καταγραφής των «κόκκινων» δανείων γίνονταν με διαφορετικό τρόπο για κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Επιπρόσθετα οι τράπεζες δεν είχαν ικανοποιητικά κίνητρα προκειμένου να έχουν αποτελεσματικές προβλέψεις καθώς δεν επιτρέπονταν αυτές να ενταχθούν στα μη φορολογήσιμα assets.
Το 1998, με τον νόμο Financial Reconstruction Law απαιτήθηκε από τις τράεπεζες να καθορίσουν ποιοι δανειζόμενοι είχαν προβλήματα με τις αποπληρωμές των δανείων πιο ξεκάθαρα απ' ότι στο παρελθόν και αυτό βοήθησε ώστε να υπάρξει καλύτερη εκχώρηση των NPLs.
Ο νόμος του 1998, επίσης, δημιόύργησε το Resolution and Collection Corporation (RCC) μία κρατική υπηρεσία (η οποία ανήκε στο Deposit Insurance Corporation, υπηρεσία ασφάλισης καταθέσεων).



Δημιουργήθηκε μέσω της συγχώνευσης δύο κρατικών θεσμών των οποίων καθήκων ήταν η συλλογή των μη εξυπηρετούμενων δανείων από εταιρείες παροχής στεγαστικών δανείων, τράπεζες και συνεργατικές επιχειρήσεις οι οποίες είχαν χρεοκοπήσει.
Στο χαρτοφυλάκιό τους, αρχικά, υπήρχαν εγγυημένα (με ακίνητα) προβληματικά δάνεια.
Παράλληλα η RCC είχε τη δυνατότητα να αγοράζει προβληματικά assets αλλά σε κανονική αποτίμηση, να τιτλοποιεί NPLs, να προχωρά σε αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και να συμμετάσχει σε swaps τιτλοποιημένων εδανείων, με στόχο να επιταχυνθεί η εκχώρηση των NPLs.
Το 2011, το Emergency Economic Measures επέκτεινε την πώληση των ενέχυρων που βρίσκονταν στην κατοχή βιώσιμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τα μέτρα απαιτούσαν από τις μεγάλες τράπεζες να αφαιρέσουν τα NPLs από τους ισολογισμούς τους σε διάστημα τριών ετών, είτε πουλώντας τα απευθείας στη νέα αγορά, είτε ενεργοποιώντας τις διαδικασίες κατασχέσεων ή προχωρώντας σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τους δανειζόμενους.
Όσα δάνεια είχαν απομείνει στους ισολογισμούς θα μπορούσαν να πωληθούν στην RCC σε δίκαιη τιμή.
Μεταξύ 1999 και 2002, η RCC αγόρασε δάνεια αξίας 55 τρισ. γεν (πε΄ρι των 495 δισ. δολαρίων, δηλαδή το 10,9% του ιαπωνικού ΑΕΠ), με discount 96%.
Επίσης η εν λόγω υπηρεσία βελτίωση την διαφάνεια της αγοράς NPL θέτοντας συγκεκριμένους κανόνες και δημοσιοποιώντας τα στοιχεία.
Το 2002 η κυβέρνηση ανακοίνωσε το νέο πρόγραμμα Financial Revitalisation Program με στόχο να προωθήσει και την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δανείων μεγάλων επιχειρήσεων.
Οι αρχές κατέστησαν πιο αυστηρά τα κριτήρια για τους μεγάλους δανειζόμενους (βασιζόμενες σε στοιχεία όπως οι μετοχικές αποτιμήσεις, οι πιστωτικές αξιολογήσεις).
Αυτό οδήγησε τις τράπεζες να ξεκαθαρίσουν το τμήμα του χαρτοφυλακίου τους ως υπό-εξυπηρετούμενο και να πωλούν αυτά τα assets στην ειδική αγορά που είχε δημιουργηθεί.
Εν συνόλω, αυτά τα μέτρα οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση της διαγραφήςτων NPLs και αύξηση των μεταβιβάσεών τους, με την αγορά distressed να αναπτύσσεται σημαντικά.
Στα μέσα της δεκαετίας του '90, στην αγορά είχαν επενδύσει κυρίως ξένα funds τα οποία μπορούσαν να επιτύχουν υψηλές τιμές απόδοσης (30-50%) καθώς οι τράπεζες πουλούσαν ενέχυρα που συνδέονταν με τα NPLs σε χαμηλές τιμές.
Καθώς ο αριθμός των επενδυτών - κυρίως Ιαπώνων - στη συγκεκριμένη αγορά αυξήθηκε και οι τράπεζες ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν την τακτική των δημοπρασιών, οι τιμές αυξήθηκαν και οι αποδόσεις για τους αγοραστές υποχώρησαν σε μονοψήφια ποσοστά.
Γενικά, η χρήση της μεθόδου των δημοπρασιών δεν ήταν άνευ συνεπειών.
Ο αριθμός των τραπεζών που κατέρρευσαν αυξήθηκε σταδιακά για να φθάσει στις 56 το 2001.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης