Θετικά για την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών, αποτιμά η Moody’s τα αποτελέσματα των stress tests
Τα αποτελέσματα των «τεστ αντοχής» -που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)- για τις ελληνικές τράπεζες αναμένεται να επιδράσουν θετικά («credit positive») στην πιστοληπτική ικανότητα των Alpha Bank (Caa3, θετικό), Eurobank Ergasias (Caa3, σταθερό), Εθνικής Τράπεζας (Caa2, θετικό) και Τράπεζας Πειραιώς (Caa2, θετικό), αναφέρει σε ανάλυσή της η Moody’s.
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, τα αποτελέσματα αποδεικνύουν πως καμία εκ των προαναφερθέντων τραπεζών δεν χρειάζεται επιπλέον κεφάλαια για να καλύψει μελλοντικές δυνητικές ζημίες.
Παρά τη σωρευτική μείωση ύψους 15,5 δισεκ. ευρώ στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, υπό το άκρως δυσμενές σενάριο των tests, ο CET1 της κάθε τράπεζας σε σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία παρέμεινε πάνω από 5,5%, υπογραμμίζεται.
«Τα αποτελέσματα είναι θετικά για τις τέσσερις τράπεζες, επειδή δεν θα χρειαστεί να αντλήσουν νέα κεφάλαια, με αποτέλεσμα να τους δοθεί χρόνος να επικεντρωθούν στη μείωση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs)», σχολιάζει ο οίκος.
Υπενθυμίζεται ότι υπό το άκρως δυσμενές σενάριο, η Alpha Bank παρουσίασε τον υψηλότερο δείκτη CET1, ήτοι 9,7%, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς τον χαμηλότερο, στο 5,9%.
Παρά το γεγονός ότι τα tests βασίστηκαν με βάση τον ισολογισμό από τον Δεκέμβριο του 2017 για κάθε τράπεζα, τα αποτελέσματα της Eurobank λαμβάνουν υπόψη τη μετατροπή των κρατικών προνομιούχων μετοχών της σε ομόλογα κατηγορίας «Tier 2» τον Ιανουάριο του 2018, με αρνητικό αποτέλεσμα 250 μονάδων βάσης στον CET1.
Επιπλέον, οι δοκιμές ενσωματώνουν κάθε σταδιακή εφαρμογή του νέου κανόνα IFRS9, ωστόσο αγνοούν όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης μη βασικών περιουσιακών στοιχείων που δεν πραγματοποιήθηκαν πριν από τον Δεκέμβριο του 2017, όπως η πώληση των δραστηριοτήτων της Eurobank στη Ρουμανία -έως 40 μονάδες βάσης στην αναλογία CET1-, αλλά και την πώληση της θυγατρικής ασφαλιστικής της Εθνικής Τράπεζας, η οποία θα μπορούσε να προσθέσει μέχρι και 110 μονάδες βάσης στη σχέση CET1, κατά το 2018, αναφέρει η Moody’s.
«Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των stress tests, πιστεύουμε ότι οι διοικήσεις των τραπεζών θα αυξήσουν την εστίασή τους σε στρατηγικά σχέδια για την αντιμετώπιση των NPEs και την επίτευξη των μεμονωμένων στόχων που έχουν δεσμευτεί με την ΕΚΤ. Σύμφωνα με τα σχέδια, τα NPEs στο σύστημα θα πρέπει να μειωθούν σε περίπου 65 δισεκ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2019, από περίπου 96 δισεκ. στο τέλος Δεκεμβρίου 2017 ή περίπου το 49% των ακαθάριστων δανείων -ο υψηλότερος λόγος NPEs στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει ο οίκος, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαιακών αποθεμάτων για τις ελληνικές τράπεζες αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs).
«Η συντριπτική πλειοψηφία (περίπου 16 δισεκ. ευρώ) του ποσού είναι επιλέξιμη για μετατροπή σε πιστώσεις φόρου που καταβάλλονται από την κυβέρνηση, εάν η τράπεζα αναφέρει ετήσια ζημία.
Οι DTAs είναι άυλα περιουσιακά στοιχεία και βασίζονται στην οικονομική ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης (Β3, θετικό), η οποία έχει σχετικά χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα. Οι DTAs αποτελούσαν το 55% περίπου του αναφερθέντος κεφαλαίου CET1 των τεσσάρων τραπεζών τον Δεκέμβριο του 2017, υπονομεύοντας την ποιότητα του κεφαλαίου τους και την ικανότητά τους να απορροφούν τις ζημίες».
www.bankingnews.gr
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, τα αποτελέσματα αποδεικνύουν πως καμία εκ των προαναφερθέντων τραπεζών δεν χρειάζεται επιπλέον κεφάλαια για να καλύψει μελλοντικές δυνητικές ζημίες.
Παρά τη σωρευτική μείωση ύψους 15,5 δισεκ. ευρώ στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, υπό το άκρως δυσμενές σενάριο των tests, ο CET1 της κάθε τράπεζας σε σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία παρέμεινε πάνω από 5,5%, υπογραμμίζεται.
«Τα αποτελέσματα είναι θετικά για τις τέσσερις τράπεζες, επειδή δεν θα χρειαστεί να αντλήσουν νέα κεφάλαια, με αποτέλεσμα να τους δοθεί χρόνος να επικεντρωθούν στη μείωση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs)», σχολιάζει ο οίκος.
Υπενθυμίζεται ότι υπό το άκρως δυσμενές σενάριο, η Alpha Bank παρουσίασε τον υψηλότερο δείκτη CET1, ήτοι 9,7%, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς τον χαμηλότερο, στο 5,9%.
Παρά το γεγονός ότι τα tests βασίστηκαν με βάση τον ισολογισμό από τον Δεκέμβριο του 2017 για κάθε τράπεζα, τα αποτελέσματα της Eurobank λαμβάνουν υπόψη τη μετατροπή των κρατικών προνομιούχων μετοχών της σε ομόλογα κατηγορίας «Tier 2» τον Ιανουάριο του 2018, με αρνητικό αποτέλεσμα 250 μονάδων βάσης στον CET1.
Επιπλέον, οι δοκιμές ενσωματώνουν κάθε σταδιακή εφαρμογή του νέου κανόνα IFRS9, ωστόσο αγνοούν όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης μη βασικών περιουσιακών στοιχείων που δεν πραγματοποιήθηκαν πριν από τον Δεκέμβριο του 2017, όπως η πώληση των δραστηριοτήτων της Eurobank στη Ρουμανία -έως 40 μονάδες βάσης στην αναλογία CET1-, αλλά και την πώληση της θυγατρικής ασφαλιστικής της Εθνικής Τράπεζας, η οποία θα μπορούσε να προσθέσει μέχρι και 110 μονάδες βάσης στη σχέση CET1, κατά το 2018, αναφέρει η Moody’s.
«Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των stress tests, πιστεύουμε ότι οι διοικήσεις των τραπεζών θα αυξήσουν την εστίασή τους σε στρατηγικά σχέδια για την αντιμετώπιση των NPEs και την επίτευξη των μεμονωμένων στόχων που έχουν δεσμευτεί με την ΕΚΤ. Σύμφωνα με τα σχέδια, τα NPEs στο σύστημα θα πρέπει να μειωθούν σε περίπου 65 δισεκ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2019, από περίπου 96 δισεκ. στο τέλος Δεκεμβρίου 2017 ή περίπου το 49% των ακαθάριστων δανείων -ο υψηλότερος λόγος NPEs στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει ο οίκος, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαιακών αποθεμάτων για τις ελληνικές τράπεζες αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs).
«Η συντριπτική πλειοψηφία (περίπου 16 δισεκ. ευρώ) του ποσού είναι επιλέξιμη για μετατροπή σε πιστώσεις φόρου που καταβάλλονται από την κυβέρνηση, εάν η τράπεζα αναφέρει ετήσια ζημία.
Οι DTAs είναι άυλα περιουσιακά στοιχεία και βασίζονται στην οικονομική ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης (Β3, θετικό), η οποία έχει σχετικά χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα. Οι DTAs αποτελούσαν το 55% περίπου του αναφερθέντος κεφαλαίου CET1 των τεσσάρων τραπεζών τον Δεκέμβριο του 2017, υπονομεύοντας την ποιότητα του κεφαλαίου τους και την ικανότητά τους να απορροφούν τις ζημίες».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών