Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Από το Brexit στην αβεβαιότητα: Δύο χρόνια μετά το δημοψήφισμα και ακόμα κανείς δε γνωρίζει το μέλλον της Βρετανίας

Από το Brexit στην αβεβαιότητα: Δύο χρόνια μετά το δημοψήφισμα και ακόμα κανείς δε γνωρίζει το μέλλον της Βρετανίας
Η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με το τι ακριβώς σηματοδοτεί το Brexit έχει επηρεάσει τόσο τους πολίτες, όσο και τις επιχειρήσεις
Το περασμένο Σάββατο (23/6) πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μία πορεία περίπου 100.000 βρετανών πολιτών, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση,  προκειμένου να ζητήσουν από την κυβέρνηση να θέσει σε δημοψήφισμα τους όρους του Brexit.
Η συγκεκριμένη διαδήλωση, η οποία ήταν η μεγαλύτερη που έχει λάβει χώρα στη Μεγάλη Βρετανία από το 2016, πραγματοποιήθηκε υπό την εκστρατεία «People's Vote», η οποία περιλαμβάνει αριθμό οργανώσεων που τάσσονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τους επικεφαλής της καμπάνιας, στόχος της διαδήλωσης ήταν η εξασφάλιση μίας δημόσιας ψηφοφορίας «ώστε να μπορούμε να κρίνουμε αν μια απόφαση, η οποία θα επηρεάσει τη ζωή μας για γενιές θα κάνει καλύτερη ή χειρότερη τη χώρα».
«Ο κόσμος έχει δει τους πολιτικούς να τα κάνουν θάλασσα σε μια πραγματικά κακή συμφωνία για την οποία δεν ψήφισε», ανέφερε χαρακτηριστικά ένας εκ των διοργανωτών της κινητοποίησης, ο οποίος καταλήγει λέγοντας ότι «εδώ ο λαός λέει στην πολιτική ελίτ ότι έκανε λάθος».
Δύο χρόνια αφότου η Μεγάλη Βρετανία ψήφισε με 52% έναντι 48% υπέρ της εξόδου από την ΕΕ,  ο προβληματισμός και οι διαιρέσεις που υπάρχουν γύρω από το ζήτημα φαίνεται ότι παραμένουν, καθώς καμία πλευρά δεν μπορεί να εκτιμήσει ποια θα είναι η εξέλιξη του «διαζυγίου» μεταξύ των δύο πλευρών.
Πρόσφατη δημοσκόπηση του οργανισμού Survation έδειξε ότι το 48% των ερωτηθέντων υποστηρίζουν τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος για την τελική συμφωνία, ενώ 25% είναι αντίθετοι.
Παράλληλα, έντονος είναι ο διχασμός και σε πολιτικό επίπεδο, με τους πολιτικούς που τάσσονται υπέρ του Brexit να προειδοποιούν τη βρετανική κυβέρνηση να μην καθυστερεί την οριστική αποχώρηση από το ενιαίο ευρωπαϊκό μπλοκ.
Μάλιστα, ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Boris Johnson, μέσω άρθρου του στην εφημερίδα Sun, υπεραμύνθηκε του Brexit, τονίζοντας πως οποιαδήποτε άμβλυνση της τελικής συμφωνίας, όπως είναι η ενδεχόμενη συνέχιση της συμμετοχής στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση, θα ήταν ανεπιθύμητη.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο υπουργός Διεθνούς Εμπορίου, Liam Fox, ο οποίος δήλωσε στο BBC ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να καταλάβει ότι η Βρετανία είναι πρόθυμη να αποχωρήσει από τις συνομιλίες χωρίς συμφωνία εάν κριθεί απαραίτητο, καθώς το να μην υπάρξει συμφωνία «είναι καλύτερο από μία κακή συμφωνία».
Από την πλευρά τους, οι ηγέτες της ΕΕ δείχνουν ιδιαίτερα προβληματισμένοι απέναντι στην έλλειψη σταθερών προτάσεων από την πλευρά της Βρετανίας σχετικά με το ποια θα είναι η μελλοντική σχέση των δύο πλευρών.
Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι το έγγραφο με την επίσημη θέση της βρετανικής κυβέρνησης σχετικά με τις μελλοντικές σχέσεις με την ΕΕ, το οποίο είχε οριστεί να δημοσιοποιηθεί αυτό το μήνα, μεταφέρθηκε για τον Ιούλιο, καθώς το υπουργικό συμβούλιο αδυνατεί να συμφωνήσει σε μία κοινή στάση.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι σχετικές εξελίξεις παρατείνουν τις ανησυχίες των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη Βρετανία, καθώς σύμφωνα με πολλές εξ’ αυτών, μία αποτυχία εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών θα αποτελούσε οικονομική καταστροφή.
Στη λίστα τον εταιριών που εκφράζουν τους προβληματισμούς τους ήρθε να προστεθεί την περασμένη Παρασκευή και η εταιρείας κατασκευής αεροσκαφών Airbus, η οποία μέσω ανακοίνωσής της κατέστησε σαφές ότι θα αποχωρήσει από τη Βρετανία εάν δεν υπάρξει συμφωνία για τον τομέα του εμπορίου.
Ο αντίκτυπος αυτής της έλλειψης σαφήνειας στις επιχειρήσεις της Μεγάλης Βρετανίας τα τελευταία δύο χρόνια είναι σαφής, καθώς τόσο οι αγορές όσο και οι εργαζόμενοι έχουν επηρεαστεί από τις εξελίξεις.
Παράλληλα, ένα σημαντικό δείγμα της επίδρασης που είχε το Brexit στη βρετανική οικονομία ήταν η σημαντική πτώση που κατέγραψε η στερλίνα αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος.
Η στερλίνα υποχώρησε σε χαμηλά 31 ετών, καταγράφοντας πτώση της τάξεως του 10% έναντι του δολαρίου, χωρίς να έχει καταφέρει έκτοτε να επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από τον Ιούλιου του 2016.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους αναλυτές, το ενδεχόμενο μη επίτευξης συμφωνίας θα ασκήσει ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στη στερλίνα, γεγονός που ωστόσο έχει ωφελήσει έως έναν βαθμό τον δείκτη FTSE του Λονδίνου, ο οποίος έχει ενισχυθεί κατά 30% από τη μέρα του δημοψηφίσματος.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό σημειώνουν μεγαλύτερη κέρδη εξαιτίας της υποτίμησης της στερλίνας, ενώ παράλληλα, οι μειωμένες τιμές των προϊόντων τους στο εξωτερικό ενισχύσουν τις πωλήσεις τους.
Ωστόσο, παρά την άνοδο που έχει σημειώσει ο FTSE τα δύο τελευταία χρόνια, και πάλι εμφανίζει αδυναμίες εάν συγκριθεί με τις υπόλοιπες αγορές παγκοσμίως, καθώς αρκετές εταιρείες αρχίζουν σταδιακά να μετακινούν τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους τους από το Λονδίνο.
Η μετακίνηση των εργαζομένων, καθώς και η δυσκολία που θα φέρει το Brexit στην άφιξη νέων εργαζομένων από το εξωτερικό, θα μπορούσε να δημιουργήσει έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, όπως δηλώνουν οι περισσότερες εταιρείες.
Καθώς βρισκόμαστε στα μέσα του 2018, η παραγωγή στον ιδιωτικό τομέα φαίνεται να καταγράφει όλο και μεγαλύτερη επιβράδυνση, την ίδια στιγμή που η ανάπτυξη της οικονομίας είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τις περισσότερες εκτιμήσεις.
Στην όλη εξίσωση έρχεται να προστεθεί και η αινιγματική στάση της βρετανίδας πρωθυπουργού, Theresa May, η οποία αδυνατεί να εκφράσει μία ξεκάθαρη θέση, εν μέσω των αντιπαραθέσεων που υπάρχουν μέσα στο ίδιο της το κόμμα.
Μία από τις προτάσεις που εξετάζονται θα ήταν η μερική παραμονή της Βρετανίας στην ενιαία αγορά, κυρίως στον τομέα των αγαθών, αποδεχόμενη παράλληλα τους κανόνες της ΕΕ, με τον τομέα των υπηρεσιών να αποκτούν μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τις Βρυξέλλες.
Αυτή η πρόταση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους βρετανούς βουλευτές που στηρίζουν το Brexit, ιδιαίτερα εάν περιλαμβάνει τον περιορισμό της ελεύθερης μετακίνησης πολιτών, η οποία αποτέλεσε μία από τις προτάσεις-κλειδιά κατά το δημοψήφισμα του 2016.
Όμως ακόμα και μία τέτοια πρόταση ενδεχομένως να μη γίνει αποδεκτή από την ΕΕ, καθώς ο ευρωπαίος υπουργός Brexit, Michel Barnier, δήλωσε πρόσφατα ότι η διάσπαση της ενιαίας αγοράς και των «τεσσάρων ελευθεριών» (ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας» είναι απαράδεκτη.
Παρόλαυτα, εν μέσω δεκάδων διαφορετικών απόψεων και εκτιμήσεων για το μέλλον της Βρετανίας, ακόμα δεν έχει υπάρξει μία ξεκάθαρη εικόνα για το τι σημαίνει ένα Brexit, και αυτό εν τέλει είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα όλων.
Οι πολίτες δε γνωρίζουν κατά πόσο θα ευνοηθούν ή θα επιβαρυνθούν από αυτή την εξέλιξη, οι επιχειρήσεις δε μπορούν να προγραμματίσουν τις επόμενες κινήσεις τους, και η οικονομία το μόνο που καταφέρνει είναι να εξασθενεί όλο και περισσότερο από αυτήν την έλλειψη σαφήνειας.
Γι’ αυτό ίσως και η πλειοψηφία πλέον έχει φτάσει σε σημείο να μην υπερασπίζεται τόσο την παραμονή ή την αποχώρηση από την ΕΕ, αλλά να ζητά ταχύτερη ενημέρωση για το ποιο θα είναι το μέλλον της Βρετανίας, ασχέτως αν είναι το επιθυμητό για τους ίδιους.
Άλλωστε, το Λονδίνο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα παγκοσμίως, οπότε η καθυστέρηση στη δημιουργία ενός ξεκάθαρου πλάνου μόνο ζημιά μπορεί να κάνει στην ευημερία του.

Μενέλαος Μπέλλος

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης