Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Μητράκος (ΤτΕ): Οι συνεταιριστικές τράπεζες μπορούν να ενισχύσουν τις τοπικές κοινωνίες

Μητράκος (ΤτΕ): Οι συνεταιριστικές τράπεζες μπορούν να ενισχύσουν τις τοπικές κοινωνίες
Ο ρόλος των συνεταιριστικών τραπεζών στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των τοπικών κοινωνιών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι αδιαμφισβήτητος
Oι συνεταιριστικές τράπεζες είναι σε θέση να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τον παραδοσιακό τραπεζικό τομέα και να ενισχύσουν τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης κυρίως των τοπικών κοινωνιών, με έμφαση στην κοινωνική επιχειρηματικότητα και τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους που δραστηριοποιούνται σε καινοτόμους αναπτυξιακούς κλάδους.
Αυτό τόνισε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Μητράκος, μιλώντας στο συνέδριο της Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος.
Μάλιστα, όπως ανέφερε η φετινή διοργάνωση αυτή συμπίπτει χρονικά με την αλλαγή σελίδας για την ελληνική οικονομία.
Στο νέο αυτό περιβάλλον είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί η συμβολή όλων μας ώστε οι θετικές εξελίξεις στην οικονομία να βελτιωθούν και να παγιωθούν.
Από τις εξελίξεις αυτές δεν θα μπορούσαν να απέχουν οι συνεταιριστικές τράπεζες, ο ρόλος των οποίων στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των τοπικών κοινωνιών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι αδιαμφισβήτητος, ανέφερε ο κ. Μητράκος.

Αναλυτικά η ομιλία του:

Το νέο οικονομικό τοπίο

Μετά από μία μακρά και επίπονη προσαρμογή με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, η ελληνική οικονομία καταγράφει πλέον ισχυρές αναπτυξιακές επιδόσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης το ΑΕΠ αυξάνεται για πέντε συνεχή τρίμηνα, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ να καταγράφουν ρυθμό αύξησης 2,3% για το α΄ τρίμηνο του 2018 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους.
Σε μεγάλο βαθμό αυτό το αποτέλεσμα οφείλεται στη θετική επίδοση  του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, με ταυτόχρονη αύξηση των εξαγωγών αγαθών (10,5%) και υπηρεσιών (3,8%) και αποκλιμάκωση του ρυθμού ανόδου των εισαγωγών αγαθών (-6,1%), εξέλιξη που ενδυναμώνει τη συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη.
Παράλληλα, είχαμε περαιτέρω βελτίωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας, με τις τάσεις αύξησης της απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας να συνεχίζονται.
Συγκεκριμένα, το 2017 η απασχόληση αυξήθηκε κατά 2,2% και το μέσο ποσοστό ανεργίας αποκλιμακώθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες σε 21,5%, ποσοστό που μειώθηκε περαιτέρω το α΄ τρίμηνο του 2018 (Μάρτιος 2018: 20,5%), παραμένοντας ωστόσο το υψηλότερο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θετικές ήταν οι εξελίξεις και στην αγορά οικιστικών ακινήτων, όπου το 2017 και τους πρώτους μήνες του 2018 παρατηρούμε ενδείξεις σταθεροποίησης  καθώς και αυξανόμενο επενδυτικό ενδιαφέρον για ακίνητα εισοδήματος.
Στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων κατά τη διάρκεια του 2017 καταγράφηκαν θετικές τάσεις τόσο στην αγορά γραφείων όσο και στην αγορά καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών.
Στο δημοσιονομικό τομέα, η πρωτοφανής για τα διεθνή δεδομένα δημοσιονομική προσαρμογή έχει εμπεδώσει εδώ και καιρό ένα κλίμα πειθαρχίας, το οποίο έχει συμβάλει στην επαναλαμβανόμενη καταγραφή πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης (2017: 4,0%).
Οι πρόσφατες αποφάσεις του Eurogroup, με την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, έχουν πλέον διασφαλίσει τη βιωσιμότητά του, ενισχύοντας σημαντικά τις αισιόδοξες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έχουν αποκλιμακωθεί, παρά την ανοδική επίδραση που άσκησαν οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, ενώ η καμπύλη αποδόσεων έχει εξομαλυνθεί σε μεγάλο βαθμό.
Να υπενθυμίσω επίσης ότι σχετικά πρόσφατα διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, εξέλιξη που συμπαρέσυρε θετικά και τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, ενώ για πρώτη φορά οίκος αξιολόγησης απέδωσε αξιολόγηση σε ελληνική συνεταιριστική τράπεζα.
Η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί μεσοπρόθεσμα, με το ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται σε 2,0% το 2018, ενώ αναμένεται περαιτέρω αύξηση το 2019 και το 2020, κατά 2,3% και 2,4% αντίστοιχα.
Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στις εκτιμήσεις ότι: (α) η ιδιωτική κατανάλωση θα σημειώσει συγκρατημένη άνοδο, καθώς θα βελτιώνεται το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα ως αποτέλεσμα της αύξησης της απασχόλησης, (β) οι εξαγωγές αγαθών θα συνεχίσουν τη θετική τους πορεία και μάλιστα με ρυθμό ταχύτερο από ό,τι η εξωτερική ζήτηση ελληνικών αγαθών, (γ) οι επενδύσεις, ιδιαίτερα οι επιχειρηματικές, θα ευνοηθούν από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας της οικονομίας, λόγω της σταδιακής επιστροφής των καταθέσεων, της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.

Οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα

Η πορεία ανάκαμψης των ελληνικών τραπεζών συνεχίζεται.
Η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος βελτιώνεται, οι τραπεζικές πιστώσεις προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν σταθεροποίηση, τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών ενισχύονται και το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώνεται συνεχώς σύμφωνα με τους στόχους που έχουν τεθεί.
Ειδικότερα, από τον Ιούνιο του 2015, οπότε εισήχθησαν οι περιορισμοί στις αναλήψεις μετρητών, στις διεθνείς πληρωμές και τη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, οι συνολικές καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες έχουν αυξηθεί (με στοιχεία Μαΐου 2018) κατά περίπου 16 δισεκ. ευρώ.
Ως προς τις πιστώσεις, τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, που αφορούν το α΄ τετράμηνο του 2018, δείχνουν ότι συνεχίζεται με μικρότερο ρυθμό η συρρίκνωση των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα (-1,9%), με τα νοικοκυριά (στεγαστικά, καταναλωτικά) να πλήττονται περισσότερο από ό,τι οι επιχειρήσεις.
Η μέση μηνιαία ακαθάριστη ροή νέων τραπεζικών δανείων με καθορισμένη διάρκεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένων των νέων δανείων που χορηγήθηκαν για να αναχρηματοδοτηθούν υφιστάμενες πιστώσεις, είναι θετική (421 εκατ. ευρώ).
Ο κλάδος του εμπορίου, που κατέχει υψηλό μερίδιο στο συνολικό υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης, μετά από αρνητική συμβολή πολλών ετών στον ετήσιο ρυθμό μεταβολής των πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, επέστρεψε σε θετική συμβολή τους πρώτους μήνες του 2018.
Παραμένουν ωστόσο οι δυσκολίες του κλάδου των τραπεζών για τη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, αλλά οι προοπτικές ανάκαμψης της τραπεζικής χρηματοδότησης παραμένουν θετικές.
Σημειώνεται ότι η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας των δυνητικών δανειοληπτών ενισχύει τη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης, αλλά και ενθαρρύνει την προσφορά δανειακών κεφαλαίων εκ μέρους των τραπεζών, καθώς συμβαδίζει με την άμβλυνση του πιστωτικού κινδύνου.
Όσον αφορά την ανθεκτικότητα των τραπεζών, κέρδη κατέγραψαν οι τράπεζες το α΄ τρίμηνο του 2018, ενώ και η κεφαλαιακή τους επάρκεια παραμένει υψηλή, με τους Δείκτες Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση και Κεφαλαιακής Επάρκειας να διαμορφώνονται στο τέλος του α΄ τριμήνου του 2018 σε 15,8% και 16,4% αντίστοιχα.
Η υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια επιβεβαιώθηκε και από την πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, τα αποτελέσματα της οποίας ανακοινώθηκαν στις αρχές Μαΐου 2018.
Όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (MEA), το α΄ τρίμηνο του 2018 συνεχίστηκε η μείωση του αποθέματός τους, με το σχετικό μέγεθος στο τέλος Μαρτίου 2018 να διαμορφώνεται σε 92,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά περίπου 15 δισεκ. ευρώ από το υψηλό που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016.
Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των ΜΕΑ, με το στόχο για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 να τίθεται σε 64,6 δισεκ. ευρώ (από 66,4 δισεκ. ευρώ που ήταν αρχικά).
Η βελτίωση αυτή εκτιμάται ότι θα προέλθει από την επίσπευση πώλησης δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και σε μικρότερο βαθμό στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, καθώς επίσης και μέσω αύξησης των διαγραφών, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο λιανικής.
Είναι θετικό ότι, στο πλαίσιο της καλύτερης διαχείρισης των ΜΕΑ, έχει αρθεί το μεγαλύτερο μέρος των θεσμικών εμποδίων που δυσχέραιναν την αποτελεσματικότερη διαχείρισή τους, ενώ θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά το σχέδιο οδηγιών για την ίδρυση εθνικών εταιριών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (asset management companies - AMC) που δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ο συνεταιριστικός κλάδος σε Ευρώπη και Ελλάδα

Η βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος και των προοπτικών μπορεί να συνδράμει στην προσπάθεια των συνεταιριστικών τραπεζών να υπερβούν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και να επανατοποθετηθούν πιο δυναμικά στην τραπεζική αγορά.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις προκλήσεις και τις προοπτικές, επιτρέψτε μου να αναφερθώ συνοπτικά στην εικόνα που εμφανίζει σήμερα ο κλάδος των συνεταιριστικών τραπεζών και στις ενέργειες που κυοφορούνται για να μπορέσει να διαδραματίσει έναν πιο ενεργό ρόλο στο μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.
Όπως γνωρίζετε, εσείς καλύτερα από τον καθένα ως Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών, ο θεσμός του πιστωτικού συνεταιρισμού δεν είναι κάτι νέο για την Ευρώπη.
Μάλιστα, οι πρώτοι τύποι πιστωτικών συνεταιρισμών, που έκαναν την εμφάνισή τους εδώ και δύο περίπου αιώνες, ενεργοποιήθηκαν ως απάντηση στις ατέλειες της αγοράς όσον αφορά τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών προσπαθειών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Hermann Schulze και Friedrich Wilhelm Raiffeisen, που διέγνωσαν την ανάγκη ανάπτυξης των πιστωτικών συνεταιρισμών ως απάντηση στις οικονομικές προκλήσεις και την αδυναμία μικρού μεγέθους επιχειρήσεων, κυρίως στον αγροτικό τομέα, να αποκτήσουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Στην Ελλάδα, αν και η ιδέα του θεσμού είχε εμφανιστεί από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οι συνεταιριστικές τράπεζες άρχισαν ουσιαστικά να δραστηριοποιούνται τη δεκαετία του ’90, οπότε και δημιουργήθηκε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.
Όμως, παρά το γεγονός ότι η περίοδος κατά την οποία δραστηριοποιήθηκαν πιο έντονα οι συνεταιριστικές τράπεζες στην Ελλάδα ήταν σχετικά καλή όσον αφορά τις επιδόσεις και τις δυνατότητες της οικονομίας, το μερίδιο αγοράς των συνεταιριστικών τραπεζών στη χώρα μας ήταν και παραμένει εξαιρετικά χαμηλό σε αντίθεση με ό,τι παρατηρείται στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι συνεταιριστικές τράπεζες αποτελούν σημαντικό κομμάτι του τραπεζικού τομέα.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ευρωπαϊκής ένωσης συνεταιριστικών τραπεζών (που αφορούν το 2016), το μερίδιο αγοράς σε δάνεια και καταθέσεις ανέρχεται σε περίπου 20% του συνόλου της τραπεζικής δραστηριότητας, με το αντίστοιχο ποσοστό σε ορισμένες χώρες να προσεγγίζει ή και να ξεπερνάει το 30%. Το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών, περίπου 1%, παρατηρείται στην περίπτωση της Ελλάδος.
Συνολικά, το ενεργητικό των συνεταιριστικών τραπεζών στην Ευρώπη ξεπερνά τα 7 τρισεκ. ευρώ, με τις χορηγήσεις να ανέρχονται σε περίπου 4,1 τρισεκ. ευρώ και τις καταθέσεις σε περίπου 3,6 τρισεκ. ευρώ.
Οι πελάτες των συνεταιριστικών τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανέρχονται σε περίπου 210 εκατομμύρια, οι οποίοι εξυπηρετούνται από περίπου 733 χιλιάδες υπαλλήλους και 58 χιλιάδες υποκαταστήματα.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, οι εννέα συνεταιριστικές τράπεζες που λειτουργούν σήμερα μέσω ενός δικτύου 85 καταστημάτων, προσφέροντας κυρίως τις βασικές τραπεζικές εργασίες (καταθέσεις-χορηγήσεις) σε πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις της τοπικής αγοράς, είναι μικρού μεγέθους και κατέχουν, όπως προαναφέρθηκε, μόλις το 1% της αγοράς πιστώσεων, με συνολικές χορηγήσεις (μετά από προβλέψεις) περίπου 2 δισεκ. ευρώ το Μάρτιο του 2018.
Αντιστοίχως μικρά είναι και τα υπόλοιπα βασικά τους μεγέθη.
Ενδεικτικά, το Μάρτιο του 2018 το σύνολο του ενεργητικού τους ανερχόταν σε 2,6 δισεκ. ευρώ, οι καταθέσεις σε 2,1 δισεκ. ευρώ και τα εποπτικά ίδια κεφάλαια σε 260 περίπου εκατ. ευρώ.
Ο αριθμός των συνεταίρων-μεριδιούχων έφτασε τις 173 χιλ. και η απασχόληση στον κλάδο τα 905 άτομα.                    
Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ότι η διείσδυση του θεσμού των συνεταιριστικών τραπεζών στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ωστόσο, η υστέρηση αυτή έχει και μία θετική ανάγνωση, δείχνοντας ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξής του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης ορισμένες συνεταιριστικές τράπεζες, ενίσχυσαν την καταθετική τους βάση και διεύρυναν το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο παρά τις αντιξοότητες, ενώ προσέλκυσαν με επιτυχία και στρατηγικούς επενδυτές, οι οποίοι ενίσχυσαν την κεφαλαιακή τους βάση, με τις τάσεις αυτές να συνεχίζονται τώρα που οι οικονομικές συνθήκες είναι πιο πρόσφορες.

Βασικές προκλήσεις για τις συνεταιριστικές τράπεζες στην Ελλάδα

Είναι γεγονός ότι, αν και οι οικονομικές συνθήκες, όπως προαναφέρθηκε, έχουν βελτιωθεί σημαντικά, δεν είχαν ανάλογη επίδραση και στα μεγέθη των συνεταιριστικών τραπεζών, οι οποίες παραμένουν ευάλωτες σε σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συνεταιριστικές τράπεζες κατηγοριοποιούνται στις κλίμακες μεσαίου-υψηλού και υψηλού κινδύνου επί τη βάσει της μεθοδολογίας για την εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης (άρθρα 89 και 90 του ν. 4261/2014).
Οι βασικοί δείκτες κερδοφορίας έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την πολυετή ύφεση και παραμένουν αδύναμοι, με μόνο τρεις από τις εννέα συνεταιριστικές τράπεζες να εμφανίζουν κέρδη στο πρώτο τρίμηνο του 2018.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη μέτρια διαχείριση στον τομέα του κόστους, διατηρεί το δείκτη αποτελεσματικότητας (έξοδα προς έσοδα) σε υψηλό επίπεδο.
Με εξαίρεση μία τράπεζα, της οποίας ο δείκτης κυμαίνεται περίπου στο 51%, στις υπόλοιπες ο δείκτης ξεπερνά το 68%, εμφανίζοντας σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των επιμέρους τραπεζών και ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα για τις συνεταιριστικές του Βορρά, όταν το μέσο επίπεδο των εμπορικών τραπεζών διαμορφώνεται περίπου στο 56%.
Τα δεδομένα είναι πιο ανησυχητικά όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, όπου, παρά την προσπάθεια που κάνουν, παραμένει η αδυναμία των περισσότερων συνεταιριστικών τραπεζών να διαχειριστούν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους, ιδίως μέσω εσωτερικής διαχείρισης.
Η αδυναμία αυτή αντανακλάται και στη δυσκολία που εμφανίζουν οι περισσότερες εκ των συνεταιριστικών τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους που έχουν θέσει για θεραπεία και περιορισμό της εισροής νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, παρά το γεγονός ότι οι στόχοι που τίθενται είναι γενικά λιγότερο φιλόδοξοι από εκείνους των συστημικών εμπορικών τραπεζών.
Ως εκ τούτου, οι σχετικοί δείκτες καθυστερήσεων (NPEs περίπου 59% κατά μέσο όρο) και κάλυψης από προβλέψεις (περίπου 42%) διαμορφώνονται σε δυσμενέστερα επίπεδα από τα μέσα επίπεδα του τραπεζικού κλάδου (48,5% και 49% αντίστοιχα για τις καθυστερήσεις και την κάλυψη).
Σε όρους κεφαλαιακής επάρκειας, οι σχετικοί δείκτες των συνεταιριστικών τραπεζών υστερούν κατά περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες, με βάση προσωρινά στοιχεία, σε σύγκριση με τις εμπορικές τράπεζες.
Η σχετικά πιο δυσμενής θέση των συνεταιριστικών τραπεζών έως ένα βαθμό ήταν αναπόφευκτη, καθώς είχαν πολύ μεγαλύτερη έκθεση σε δάνεια προς μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες επηρεάστηκαν εντονότερα από την αρνητική οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών.
Το μικρό τους μέγεθος και το γεγονός ότι λειτουργούν κατά βάση σε επίπεδο νομού ή περιφέρειας τους δημιουργεί δυσκολίες στην οργάνωση και στελέχωση των κατάλληλων μονάδων για την εκτίμηση του κινδύνου των δανειοδοτήσεων και την αποτελεσματική διαχείριση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Μάλιστα η  λήψη μέτρων όταν αυτό καθίστατο αναγκαίο γίνεται πιο δύσκολη, λόγω της στενής σχέσης των στελεχών των συνεταιριστικών τραπεζών με την τοπική κοινωνία και την ταυτόχρονη ιδιότητα του μεριδιούχου και του πελάτη.
Τέλος, οι αδυναμίες στα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης και πληροφορικής έχουν το δικό τους μερίδιο για τη σημερινή κατάσταση των συνεταιριστικών τραπεζών.

Παρά το γεγονός ότι οι συνεταιριστικές τράπεζες λειτουργούν για περισσότερα από 20 χρόνια στην Ελλάδα, δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το βασικό μειονέκτημα τέτοιου είδους συνεταιρισμών, δηλαδή το μειωμένο κίνητρο των μελών να ασκούν αποτελεσματικά την εποπτεία της διαχείρισης, όταν, λόγω της φύσης ενός κατ’ ουσίαν τραπεζικού οργανισμού, η ανάγκη για τέτοιου είδους εποπτεία είναι αυξημένη.
Στο σημερινό χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, οι επιμέρους τραπεζικές λειτουργίες (δανειοδοτήσεων, διαχείρισης απαιτήσεων, κινδύνων, κανονιστικής συμμόρφωσης, εσωτερικού ελέγχου κ.ά.) γίνονται πιο εξειδικευμένες και περίπλοκες, με αυξημένη ανάγκη για διαχείριση πιο επαγγελματική.
Και αυτό το αντιλήφθηκαν σωστά ο επόπτης και ο νομοθέτης και προχώρησαν σε αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των συνεταιριστικών τραπεζών, δίνοντας έμφαση στα ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνου.
Είναι θετικό ότι γίνεται σοβαρή προσπάθεια στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης των αδυναμιών στη σύνθεση και λειτουργία των Διοικητικών Συμβουλίων και Επιτροπών, στους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας, στην ενίσχυση της παρακολούθησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου με προσέλκυση στελεχών με την απαιτούμενη για τραπεζικές εργασίες εξειδίκευση και εμπειρία. Εκτιμώ ότι στην κατεύθυνση αυτή σταδιακά θα δούμε και αποφάσεις για ανάθεση της διαχείρισης μέρους των απαιτήσεων σε εξειδικευμένες εταιρίες διαχείρισης.

Οι συνεταιριστικές τράπεζες στο νέο περιβάλλον

Με την κατάλληλη εταιρική διακυβέρνηση για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων, ο στόχος της οικονομικής αποδοτικότητας για τις συνεταιριστικές τράπεζες αποκτά πρωταρχική σημασία, οδηγώντας σε μια αναζήτηση για οικονομίες κλίμακας με στόχο τη μείωση του λειτουργικού κόστους, για βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών, δομών και λειτουργιών, μέσω και της πιο αποτελεσματικής αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων και της καλύτερης στελέχωσης των διαφόρων επιτροπών, για αύξηση της πελατειακής βάσης, ανάπτυξη νέων προϊόντων και δυνητική επέκταση σε νέες αγορές.
Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν και διαδικασίες ενοποίησης και σχηματισμού δικτύων, όπως άλλωστε έγινε πρόσφατα μεταξύ των τεσσάρων συνεταιριστικών του ελληνικού Βορρά (Δράμας-Έβρου και Σερρών-Πιερίας).
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι συνενώσεις πρέπει να γίνουν αυτοσκοπός και υπό την πίεση των κεφαλαιακών αναγκών, αλλά ως επιχειρηματικές αποφάσεις νέων οικονομικών συνεργειών και εξοικονόμησης κόστους. Υπάρχουν εξάλλου αρκετές περιπτώσεις επιτυχημένων συνεταιριστικών τραπεζών στην Ευρώπη που λειτουργούν αυτοδύναμα, εκμεταλλευόμενες τα μεγέθη κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και λειτουργώντας σε τοπικό επίπεδο.
Σε κάθε περίπτωση, στην προσπάθειά τους να αναπτυχθούν, οι συνεταιριστικές τράπεζες δεν θα πρέπει να ξεχνούν και το βασικό ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα έναντι των εμπορικών τραπεζών, δηλαδή το ότι ανήκουν στους πελάτες τους και την τοπική κοινωνία, γεγονός αρκετά ισχυρό για την εδραίωση εμπιστοσύνης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο ότι η εμπιστοσύνη είναι εύκολο να χαθεί, ιδίως όταν το μέγεθος αυξάνεται και η λειτουργία τους αρχίζει να προσομοιάζει με εκείνη των εμπορικών τραπεζών.
Θα πρέπει δηλαδή τα όποια βήματα στην κατεύθυνση αύξησης του κύκλου εργασιών και επέκτασης σε νέες αγορές και προϊόντα να γίνονται μελετημένα και στοχευμένα, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν τοπικές ιδιαιτερότητες και εξειδικεύσεις.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η στενή διασύνδεση των συνεταιριστικών τραπεζών με την τοπική οικονομία και κοινωνία τούς παρέχει ορισμένα πλεονεκτήματα.
Λόγω της ιδιαίτερης γνώσης που έχουν για τα τοπικά δρώμενα, οι συνεταιριστικές τράπεζες θεωρητικά επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από το πρόβλημα της ασύμμετρης πληροφόρησης, όπου ο δανειολήπτης έχει καλύτερη γνώση από ό,τι ο πιστωτής για τις οικονομικές συνθήκες και προοπτικές μιας επιχείρησης.
Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις μεγάλου μεγέθους τράπεζες με κεντροποιημένες πιστοδοτικές διαδικασίες, οι οποίες είναι αναπόφευκτα αποξενωμένες από την τοπική κοινωνία.
Έτσι, οι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν δυνητικά την ικανότητα να κατανοούν καλύτερα τα αιτήματα των δανειοληπτών και να αξιολογούν τη σκοπιμότητα και τα ευρύτερα οφέλη συγκεκριμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων συνυφασμένων με τις τοπικές ανάγκες και συνθήκες.
Επίσης, δεδομένου ότι ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα εμφανίζει πολύ υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, με έμφαση στα αστικά κέντρα, και αρκετές επιχειρήσεις, κυρίως λόγω μεγέθους, αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό, οι συνεταιριστικές τράπεζες είναι σε θέση να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τον παραδοσιακό τραπεζικό τομέα και να ενισχύσουν τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης κυρίως των τοπικών κοινωνιών, με έμφαση στην κοινωνική επιχειρηματικότητα και τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους που δραστηριοποιούνται σε καινοτόμους αναπτυξιακούς κλάδους.
Στο ρόλο τους αυτό θα πρέπει να αξιοποιήσουν και τα ευρωπαϊκά κονδύλια που διατίθενται για τους σκοπούς αυτούς, καθώς η ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας συνάδει απόλυτα και με τη στόχευση των στρατηγικών επιδιώξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια βιώσιμη κοινωνική οικονομία της αγοράς με έμφαση στην άρση των ανισοτήτων, την κοινωνική υπευθυνότητα, την καινοτομία και την πράσινη οικονομία.
Είναι θετικό ότι ορισμένες συνεταιριστικές τράπεζες ήδη δραστηριοποιούνται ενεργά προς την κατεύθυνση αυτή, έχοντας υπογράψει συνεργασίες με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, αλλά και συμμετέχοντας σε ευρωπαϊκά δίκτυα που υποστηρίζουν την πρόσβαση σε πιστώσεις ή εγγυήσεις για επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας.
Ένας επιπρόσθετος λόγος για τη δραστηριοποίηση των συνεταιριστικών τραπεζών στην κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που συνδέονται με τέτοιου είδους δράσεις είναι στην πλειονότητά τους μικρού μεγέθους.
Μην ξεχνάμε ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων και ο μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων.
Η επιτυχής δραστηριοποίηση των συνεταιριστικών τραπεζών σε νέες χρηματοδοτήσεις απαιτεί τη χρηματοοικονομική και κεφαλαιακή τους θωράκιση, ζήτημα κομβικό όχι μόνο για εποπτικούς λόγους, αλλά και για την εδραίωση συνεργασίας με ευρωπαϊκούς φορείς.
Η ανάπτυξη συνεργασιών με όρους αύξησης των πηγών εσόδων, διαφοροποίησης των δραστηριοτήτων τους και περιορισμού στο κόστος λειτουργίας είναι επίσης κομβικής σημασίας.
Οι τεχνολογικές τους υποδομές, παρά τις σοβαρές προσπάθειες που έγιναν για τη βελτίωσή τους, είναι αναγκαίο να ενισχυθούν τόσο για την καλύτερη διαχείριση των κινδύνων όσο και για την προσαρμογή στις απαιτήσεις εποπτικής παρακολούθησης.
Απαιτείται συνεπώς περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου των Μονάδων Διαχείρισης Κινδύνων και Εσωτερικού Ελέγχου, εξέλιξη που θα συμβάλει θετικά στη βελτίωση των πρακτικών αξιολόγησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου, στην ορθή παρακολούθηση των δανειακών φακέλων, αλλά και στη διαδικασία διενέργειας ρυθμίσεων.
Είναι προφανές ότι μέσω της αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν πόροι για τη χρηματοδότηση της υγιούς επιχειρηματικότητας, ενώ θα βελτιωθούν και οι όροι χρηματοδότησης, καθώς το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, εκτός του ότι συρρικνώνει την προσφορά δανείων, αυξάνει και το περιθώριο επιτοκίου που χρεώνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους για να αντισταθμίζουν τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό και την πλευρά της ζήτησης.
Δεδομένου ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες καθώς και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τους βασικούς πελάτες των συνεταιριστικών τραπεζών, εμφανίζουν τα συγκριτικά υψηλότερα ποσοστά αθέτησης στις αποπληρωμές των δανειακών του υποχρεώσεων, θα είναι και οι άμεσα ωφελημένοι από την αποτελεσματικότερη διαχείριση των δανείων τους από τις συνεταιριστικές, αλλά και από τις εμπορικές τράπεζες.
Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το «οπλοστάσιο» για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι πλήρες και θα συνεπικουρείται πλέον από τη θετική οικονομική συγκυρία.

Σύνοψη και συμπεράσματα

Με την επιτυχή ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος και την απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου 2018 σχετικά με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους, η ελληνική οικονομία έχει πλέον γυρίσει σελίδα.
Οι πρόσφατες εξελίξεις ενισχύουν την εμπιστοσύνη και τις αισιόδοξες προοπτικές για την οικονομία και αποτελούν ισχυρή βάση πάνω στην οποία οι συνεταιριστικές τράπεζες θα κληθούν να συμβάλουν από την πλευρά τους.
Προσωπικά εκτιμώ ότι, παρά τις αδυναμίες που παραμένουν και πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω περαιτέρω ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάσης και της οργανωτικής τους δομής, οι συνεταιριστικές τράπεζες θα το κάνουν με τρόπο επωφελή για τους μεριδιούχους και τους πελάτες τους, αλλά και για τις τοπικές οικονομίες, την κοινωνία και τη δυναμική ανάπτυξη ολόκληρης της ελληνικής οικονομίας.
Στην προσπάθειά τους αυτή θα πρέπει να σταθούν δίπλα τους η Πολιτεία και οι τοπικοί φορείς, καθώς η στήριξη επενδυτικών σχεδίων σε τοπικές κοινωνίες που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση είναι η μόνη διέξοδος για την οριστική επαναφορά της χώρας στο δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Το κρίσιμο ζητούμενο είναι να εκμεταλλευθεί η χώρα το ταχύτερο δυνατόν τις θετικές εξελίξεις και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για σημαντική αύξηση των επενδύσεων, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με την εξωστρέφεια, την καινοτομία και την ενίσχυση της απασχόλησης.
Οι προϋποθέσεις και τα εργαλεία πλέον υπάρχουν.
Όπως υπάρχει και η δέσμευση της Πολιτείας, μέσω της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής, να προχωρήσει στις απαιτούμενες παρεμβάσεις που θα δημιουργήσουν ένα ισχυρό θετικό αποτύπωμα στην οικονομία προστατεύοντας ταυτόχρονα τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί και να συνδράμει, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, στην προσπάθεια για την ανάκαμψη των επενδύσεων μέσω της χρηματοδότησης υγιών επιχειρηματικών σχεδίων και της αποτελεσματικής διαχείρισης του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ο ρόλος των συνεταιριστικών τραπεζών στην προσπάθεια αυτή παραμένει ιδιαίτερα σημαντικός για τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και την ελληνική οικονομία γενικότερα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης