Τελευταία Νέα
Διεθνή

Έτος μεταβλητότητας το 2019 για τις αγορές - Οι μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι επενδυτές

Έτος μεταβλητότητας το 2019 για τις αγορές - Οι μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι επενδυτές
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η έντονη μεταβλητότητα που καταγράφηκε στο τέλος του 2018 θα συνεχιστεί και το 2019, καθώς παραμένουν ανοιχτά μια σειρά από ζητήματα που προβληματίζουν τους επενδυτές
Απογοητευμένοι και απαισιόδοξοι εμφανίστηκαν οι επενδυτές στο τέλος του 2018, με τις αγορές να καταγράφουν το ένα sell off μετά το άλλο και πολλές μετοχές να εισέρχονται σε «bear market», την ώρα που κλιμακώθηκαν οι προκλήσεις και οι ανησυχίες για μια επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι κύριοι δείκτες της Wall Street δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις κατά τον τελευταίο μήνα του 2018, σημειώνοντας απώλειες σχεδόν 9% και καταγράφοντας τον χειρότερο Δεκέμβριο από τη Μεγάλη Ύφεση του 1931.


Dow και S&P 500 κατέγραψαν τον πιο αδύναμο Δεκέμβριο από το 1931, ενώ ο Nasdaq, που μάλιστα εισήλθε σε περιοχή «bear market» (καταγράφοντας πτώση 20% από τα ιστορικά υψηλά του τον Αύγουστο), κατέγραψε τον χειρότερο Δεκέμβριο από το 2002.
Ο S&P 500 «αποχαιρέτισε» το 2018 με πτώση 6,2%, ο Dow Jones με απώλειες 5,6% και ο Nasdaq με πτώση 3,9%, με τους τρεις δείκτες να καταγράφουν τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση από την κρίση του 2008.


Το 2008, οι S&P 500 και Dow είχαν «βουλιάξει» κατά 38,5% και 33,8% αντίστοιχα, ενώ ο Nasdaq είχε σημειώσει «βουτιά» 40%.
Την ίδια ώρα, προβληματισμό προκαλεί και η πορεία των ευρωπαϊκών μετοχών, που δείχνουν να ακολουθούν τη Wall Street, αν και όχι τόσο έντονα.
Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 ολοκλήρωσε το 2018 με απώλειες 13%, καταγράφοντας τη χειρότερη ετήσια επίδοση από το 2008, ενώ ο Euro Stoxx 50 βρίσκεται επίσης σε περιοχή «bear market».
Ο δείκτης -που «φιλοξενεί» ορισμένες από τις 50 μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρωζώνης- ακολουθεί άλλους σημαντικούς ευρωπαϊκούς δείκτες που διολίσθησαν σε «bear market» νωρίτερα φέτος, όπως ο γερμανικός DAX και ο ιταλικός FTSE MIB.
Οι δύο τελευταίοι ολοκλήρωσαν το 2018 με βαριές απώλειες 18% και 16% αντίστοιχα, με τον γερμανικό δείκτη να καταγράφει τη χειρότερη επίδοση της τελευταίας 10ετίας, από τη «βουτιά» 43% του 2008.


Ο FTSE 100 στο Λονδίνο κατέγραψε ετήσια «βουτιά» μεγαλύτερη του 12% -η χειρότερη επίδοσή του από το 2008- ενώ ο CAC 40 στο Παρίσι σημείωσε ετήσιες απώλειες 11%.


Ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους εταίρους τους, η επιβράδυνση του μομέντουμ ανάπτυξης και κερδοφορίας και η πολιτική αβεβαιότητα γύρω από την Ιταλία, τη Γαλλία και το Brexit, επιβάρυναν όλα μαζί σημαντικά τις ευρωπαϊκές μετοχές κατά το προηγούμενο έτος.
Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή η έντονη μεταβλητότητα θα συνεχιστεί και το 2019, καθώς παραμένουν ανοιχτά μια σειρά από ζητήματα που προβληματίζουν τους επενδυτές, όπως το συνεχιζόμενο κυβερνητικό shutdown στις ΗΠΑ, η εμπορική διένεξη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και η ένταση μεταξύ του Αμερικανού προέδρου και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve, Fed).
Για την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BOS), το τελευταίο κύμα πωλήσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές αποτελεί μια ξεκάθαρη ένδειξη για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, επισημαίνοντας ότι οι εντάσεις στις αγορές κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 2018 δεν πρέπει να θεωρούνται «μεμονωμένο γεγονός».
Θα μπορούσαν οι κακές επιδόσεις του Δεκεμβρίου να είναι «προάγγελος» μιας περαιτέρω διόρθωσης το 2019;
Σύμφωνα με στοιχεία του «Marketwatch», οι μετοχές είθισται τον Ιανουάριο να ανακάμπτουν από τα χαμηλά του Δεκεμβρίου.
Δύο φορές, το 2000 και το 1974, οι μετοχές επανήλθαν στη συνέχεια σε «bear market».
Στατιστικά, ένα χαμηλό 6 μηνών τον Δεκέμβριο ή μια υποχώρηση τον Δεκέμβριο είναι εξαιρετικά σπάνια (λιγότερο από το 5% των περιπτώσεων), αλλά όταν συμβεί αυτό, υπάρχει πιθανότητα τουλάχιστον 50% να ακολουθήσει μια «bear market».

Οι μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν το 2019 οι διεθνείς αγορές:

Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ - Κίνας

O εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για την αμερικανική οικονομία και, συνακολούθως, για τις αγορές.
Εξάλλου, οι εμπορικές εντάσεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου οδήγησαν ουκ ολίγες φορές φέτος σε sell-off στα χρηματιστήρια.
Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει δασμούς σε αγαθά αξίας 250 δισ. δολ. που εισάγουν από την Κίνα, με το Πεκίνο να απαντά με δασμούς σε αμερικανικά αγαθά αξίας 110 δισ. δολ.
Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής των G20 στην Αργεντινή, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, και ο Κινέζος ομόλογός του, Xi Jinpring, συμφώνησαν σε μια προσωρινή εμπορική… εκεχειρία.
Βάσει της συμφωνίας, οι δύο χώρες δεν θα επιβάλουν εκατέρωθεν δασμούς για μια περίοδο 90 ημερών, διάστημα στο οποίο θα διεξάγουν διαπραγματεύσεις με στόχο την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας.
Όμως πολλοί είναι εκείνοι που φοβούνται ότι οι δύο χώρες δεν θα τηρήσουν την εκεχειρία, ενώ η επίτευξη μιας εμπορικής συμφωνίας ανάμεσά τους θεωρείται πολύ δύσκολη.
Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να υπονομεύσει σοβαρά την παγκόσμια δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών το 2019.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αναφερθεί ότι το τοπίο στο παγκόσμιο εμπόριο έρχονται να θολώσουν ακόμη περισσότερο οι διαμάχες εντός του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) αλλά και το Brexit, καθώς ακόμη δεν έχει συμφωνηθεί η μελλοντική σχέση ΕΕ – Βρετανίας, αλλά ούτε και έχει διευκρινιστεί τι εμπορικές συμφωνίες θα μπορεί να συνάψει το Λονδίνο με τρίτες χώρες.
Φόβοι, εξάλλου, υπάρχουν και για μια κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους άλλους εμπορικούς τους εταίρους, όπως οι χώρες της Ευρωζώνης.

Μια «επιθετική» νομισματική σύσφιξη

Πιέσεις στις μετοχές θα μπορούσε να ασκήσει μια πιο «επιθετική» από την αναμενόμενη νομισματική «σύσφιξη» από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve, Fed).
Στην τελευταία συνεδρίασή της για το 2018, η Fed προέβη σε μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων, στο εύρος του 2,25% έως 2,50%.
Η απόφαση της Fed ήταν ευρέως αναμενόμενη, ωστόσο η προσοχή αναλυτών και επενδυτών στράφηκε στη φρασεολογία της ανακοίνωσής της και στις δηλώσεις του επικεφαλής της, Jerome Powell, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι η κεντρική τράπεζα δεν εμφανίστηκε τόσο «dovish» όσο θα ήθελαν οι αγορές.
Παρά το γεγονός ότι η Fed άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν άλλες δύο αυξήσεις εντός του 2019, αντί των τριών που ανέμενε προηγουμένως, οι αναλυτές δεν είναι σίγουροι ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να μετριάσει τις ανησυχίες των επενδυτών, εν μέσω της κλιμάκωσης των προσδοκιών για μια επιβράδυνση της οικονομίας.
Εάν η Fed συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια με τους ίδιους ρυθμούς, η ρευστότητα θα καταστεί πιο ακριβή, προκαλώντας ενδεχομένως αναστάτωση στις αναδυόμενες αγορές.
Στην Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τη Fed και δεν εκτιμάται να συσφίγγει δραστικά τη νομισματική της πολιτική.
Εξάλλου, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Mario Draghi, έχει επισημάνει ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν στα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2019.
Μια πιο «επιθετική» ΕΚΤ -αποτέλεσμα, ενδεχομένως, της επικείμενης αλλαγής στην ηγεσία της Τράπεζας (σ.σ.: η θητεία του Draghi λήγει επίσημα τον Οκτώβριο του 2019), θα συνιστούσε σοβαρό κίνδυνο για τις ευρωαγορές.

Επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας

Σχεδόν όλοι από τους πιο επιφανείς οικονομολόγους της Wall Street έχουν προβλέψει ότι η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας θα κατεβάσει ταχύτητα στο δεύτερο εξάμηνο του 2019.
Η αμερικανική οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί από την υποχώρηση της ώθησης που προσέφεραν οι φορολογικές περικοπές, ενώ οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι ο εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να επιδεινώσει την επιβράδυνση.
Ενώ κανένας δεν μιλάει ακόμη για ύφεση, όλοι σχεδόν προειδοποιούν ότι οι οικονομικοί κίνδυνοι γέρνουν προς τα… κάτω.
Τα πιο πρόσφατα σημάδια μιας παγκόσμιας επιβράδυνσης ήρθαν τον περασμένο μήνα, και αφορούσαν την Κίνα και την Ευρωζώνη.
Η δραστηριότητα του μεταποιητικού κλάδου της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 με τον χαμηλότερο ρυθμό των τελευταίων τεσσάρων ετών, καθώς οι νέες παραγγελίες δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα από τις εμπορικές εντάσεις και τις βίαιες διαδηλώσεις στη Γαλλία.
Την ίδια ώρα, η κινεζική οικονομία κατέγραψε αύξηση στις λιανικές πωλήσεις, μόλις κατά 8,1%, που αποτελεί τον μικρότερο ρυθμό αύξησης των τελευταίων 15 ετών, ενώ η βιομηχανική παραγωγή της χώρας υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2016.
Τα στοιχεία αυτά πυροδότησαν έντονες ανησυχίες μεταξύ των επενδυτών και άσκησαν ισχυρές πιέσεις στις αγορές.
Εν τω μεταξύ, πηγή ανησυχίας αποτελεί το παγκόσμιο χρέος, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών.

Η Ιταλία

Η Ιταλία κατέληξε πρόσφατα σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον προϋπολογισμό του 2019, κατεβάζοντας τον στόχο για το έλλειμμα στο 2,04% του ΑΕΠ, ώστε να αποφύγει ενδεχόμενες κυρώσεις.
Ωστόσο, η κόντρα Ρώμης – Βρυξελλών άσκησε έντονες πιέσεις στις ιταλικές αγορές μετοχών και ομολόγων το 2018, θυμίζοντας πόσο εύκολα μπορεί η πολιτική αβεβαιότητα να επιδεινώσει το επενδυτικό κλίμα.
Οι αυξημένες αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερα κόστη χρηματοδότησης για τις τράπεζες, σε περιορισμένη πρόσβαση σε ξένη χρηματοδότηση και σε πιέσεις στην κερδοφορία και τα κεφάλαια των ιταλικών τραπεζών.
Μια πιο αρνητική προοπτική για την οικονομία της χώρας θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει τις ιταλικές τράπεζες, που αυτή τη στιγμή «κάθονται» σε έναν τεράστιο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), από το να ολοκληρώσουν με επιτυχία την αναδιάρθρωσή τους.
Με τα υψηλά επίπεδα NPLs και το τεράστιο χρέος, η Ιταλία σίγουρα συνιστά πηγή ανησυχίας, ενώ η λαϊκίστικη κυβέρνηση Λέγκας και Κινήματος Πέντε Αστέρων σίγουρα δεν βοηθάει στον μετριασμό των ανησυχιών.
Ο επικεφαλής της Λέγκας, Matteo Salvini, έχει βρεθεί ήδη ουκ ολίγες φορές σε ευθεία ρήξη με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με αφορμή και το μεταναστευτικό θέμα, ενώ πρόσφατα απείλησε ότι η Ρώμη θα ασκήσει βέτο στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν παραμείνει ως έχει, με τις περικοπές στη γεωργία και στα αλιευτικά ταμεία.
Μια εκτεταμένη κόντρα Ιταλίας – Ευρωζώνης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία νέα κρίση στη ζώνη του ευρώ.

Το Brexit

Ένας μεγάλος -και πλέον ορατός- κίνδυνος για τις αγορές το 2019 είναι ένα «σκληρό» Brexit, δηλαδή μια αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ χωρίς συμφωνία, όπου όλα είναι απρόβλεπτα.
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Theresa May, έχει καταλήξει σε μια Συμφωνία Απόσυρσης με τις Βρυξέλλες, ωστόσο αυτή η συμφωνία δεν έχει τύχει θετικής ανταπόκρισης στο εσωτερικό της χώρας της, αλλά και της παράταξής της.
Μόλις τον περασμένο μήνα, η May επιβίωσε μιας πρότασης μομφής που είχαν ενεργοποιήσει βουλευτές της παράταξής της, των Συντηρητικών.
Η πρόταση μομφής ήρθε ελάχιστες ημέρες αφότου η May αποφάσισε να αναβάλει την προγραμματισμένη ψηφοφορία στη Βουλή για τη συμφωνία του Brexit.
Η ψηφοφορία αναμένεται να διεξαχθεί την Τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, με τη Βρετανίδα πρωθυπουργό να βρίσκεται σε έναν αγώνα δρόμου, προσπαθώντας να εξασφαλίσει από την ΕΕ τις αναγκαίες διαβεβαιώσεις που χρειάζονται οι βουλευτές για να στηρίξουν τη συμφωνία.
Οι ηγέτες της ΕΕ έχουν ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι η συμφωνία δεν πρόκειται να αλλάξει και ότι το μόνο που μπορούν να προσφέρουν στη Βρετανία είναι διευκρινίσεις και διαβεβαιώσεις.
Η αβεβαιότητα γύρω από το Brexit και ο φόβος για το άγνωστο που θα συνεπαγόταν μια έξοδος χωρίς συμφωνία θα μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις στην στερλίνα και ίσως και στις μετοχές.
Εξάλλου, οικονομολόγοι έχουν προειδοποιήσει ότι το Brexit θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της βρετανικής οικονομίας, κάτι που θα μπορούσε να «μεταφραστεί» σε πιέσεις για τις βρετανικές μετοχές.
Η Τράπεζα της Αγγλίας (Bank of England, ΒοΕ) προειδοποίησε τον Νοέμβριο ότι σε περίπτωση «no-deal Brexit», το βρετανικό ΑΕΠ θα μπορούσε να συρρικνωθεί κατά 10,5% σε ορίζοντα 5ετίας.

Ευρωεκλογές - Άνοδος ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων

Ένας σημαντικός κίνδυνος για τις ευρωαγορές θα μπορούσε να αποτελέσει μια νέα κρίση στην Ευρωζώνη.
Το 2019 -έτος Ευρωεκλογών- θα υπάρξουν αλλαγές ηγεσίας στα βασικά θεσμικά όργανα της ΕΕ, ενώ η αυξανόμενη δημοτικότητα των πιο λαϊκιστικών κομμάτων θα μπορούσε να καταστήσει πιο δύσκολη τη συμφωνία και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.

Πετρέλαιο – Μέση Ανατολή

Ένας βασικός κίνδυνος για τις αγορές πηγάζει από τη Μέση Ανατολή και τις αναταράξεις που μπορεί να επιφέρει στην αγορά πετρελαίου.
Το 2018, οι τιμές του «μαύρου χρυσού» κατέγραψαν τεράστιες διακυμάνσεις, καθώς από τα 75 δολάρια που βρίσκονταν τον Οκτώβριο, σήμερα διαμορφώνονται γύρω στα 50 δολάρια.
Οι «αρκούδες» υποστηρίζουν ότι οι χαμηλότερες τιμές πετρελαίου αντικατοπτρίζουν την υποχώρηση της ζήτησης, καθώς υπάρχει έκρηξη της προσφοράς λόγω και της αυξημένης παραγωγής αμερικανικού shale πετρελαίου.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης