Απροσδόκητη υποβάθμιση του trend της Κίνας από τη DBRS
Σε αρνητικές -από σταθερές- υποβάθμισε απροσδόκητα και απροειδοποίητα τις προοπτικές (trend) της Κίνας ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS, διατηρώντας σε «A (high)» και «R-1 (middle)» τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη -αντίστοιχα- πιστοληπτική ικανότητα.
Η απόφαση αντικατοπτρίζει την άποψη ότι οι κίνδυνοι επιβράδυνσης αυξάνονται, καθώς η Κίνα δίνει προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμους αναπτυξιακούς στόχους σε σχέση με την ανάγκη περιορισμού της πιστωτικής επέκτασης.
Εν μέσω επιβράδυνσης και επιδείνωσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ, οι κινεζικές αρχές φαίνεται να έχουν σταματήσει τις προσπάθειες απομόχλευσης, καθώς εξετάζουν τους τρόπους διατήρησης της ανάπτυξης σύμφωνα με τους πολιτικούς στόχους.
Η συνεχιζόμενη αύξηση της μόχλευσης ενδέχεται να εντείνει τους κινδύνους μείωσης της ζήτησης του ιδιωτικού τομέα και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
«Οι σημερινές αξιολογήσεις της Κίνας αντικατοπτρίζουν τη μεγάλη και διαφοροποιημένη οικονομία, τον ισχυρό εξωτερικό ισολογισμό, το μέτριο δημόσιο χρέος και τις υψηλές εγχώριες αποταμιεύσεις.
Η Κίνα είναι ο κορυφαίος έμπορος παγκοσμίως, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία με ΑΕΠ στα 13,6 τρισεκ. δολάρια ΗΠΑ και αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Οι δεκαετίες ταχείας ανάπτυξης δημιούργησαν μία από τις μεγαλύτερες καταναλωτικές αγορές στον κόσμο
Η κυριότερη πρόκληση είναι η ανάγκη να μετατοπιστεί το αναπτυξιακό της μοντέλο από την υπερβολική εξάρτηση των επενδύσεων προς την εγχώρια κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις για κάποια πρόοδο προς την αποσυμφόρηση, ιδίως όσον αφορά τον περιορισμό του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, οι χρηματοοικονομικές αδυναμίες παραμένουν υψηλές.
Το δημοσιονομικό πλαίσιο της Κίνας χαρακτηρίζεται από ισχυρά κεντρικά δημόσια οικονομικά, αλλά από αδύναμα οικονομικά της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Οι τοπικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές ελλείψεις εσόδων σε σχέση με τις ανάγκες δαπανών τους, αντιπροσωπεύουν το ήμισυ των εσόδων της γενικής κυβέρνησης, ωστόσο αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% των δαπανών της κυβέρνησης.
Η διαφάνεια του προϋπολογισμού σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης είναι περιορισμένη».
Τα δημοσιονομικά κίνητρα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησαν σε ταχεία αύξηση της μόχλευσης, με το δείκτη του συνολικού ακαθάριστου χρέους προς το ΑΕΠ να αυξάνεται από 140% το 2007 σε 255% το τρίτο τρίμηνο του 2018, σημειώνεται.
Την ίδια στιγμή, ενώ οι επίσημες εκτιμήσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται στο 5,5% του ΑΕΠ, οι αριθμοί του ιδιωτικού τομέα είναι σημαντικά υψηλότερες.
Επιπλέον, καθώς το κράτος ελέγχει άμεσα το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος, θα μπορούσαν να υπάρξουν δημοσιονομικές επιπτώσεις, εάν οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν τις απώλειες σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα, στα 3,1 τρισεκ. δολάρια ΗΠΑ, είναι χαμηλότερα από το ρεκόρ των 4 τρισεκ. τον Ιούνιο του 2014.
Σε ό,τι αφορά στις οικονομικές προβλέψεις, ο οίκος αναμένει ανάπτυξη αναμένεται σε 6,2% το 2019, από 6,6% και 6,9% το 2018 και το 2017, αντίστοιχα.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα υπολογίζεται σε 4,4% του ΑΕΠ για το έτος, από 4,1% και 3,9% τα προηγούμενα δύο χρόνια.
Τέλος, το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο τέλος του 2019 σε 53,9% του ΑΕΠ, από 50,1% και 46,5% το 2018 και το 2017, αντίστοιχα.
www.bankingnews.gr
Η απόφαση αντικατοπτρίζει την άποψη ότι οι κίνδυνοι επιβράδυνσης αυξάνονται, καθώς η Κίνα δίνει προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμους αναπτυξιακούς στόχους σε σχέση με την ανάγκη περιορισμού της πιστωτικής επέκτασης.
Εν μέσω επιβράδυνσης και επιδείνωσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ, οι κινεζικές αρχές φαίνεται να έχουν σταματήσει τις προσπάθειες απομόχλευσης, καθώς εξετάζουν τους τρόπους διατήρησης της ανάπτυξης σύμφωνα με τους πολιτικούς στόχους.
Η συνεχιζόμενη αύξηση της μόχλευσης ενδέχεται να εντείνει τους κινδύνους μείωσης της ζήτησης του ιδιωτικού τομέα και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
«Οι σημερινές αξιολογήσεις της Κίνας αντικατοπτρίζουν τη μεγάλη και διαφοροποιημένη οικονομία, τον ισχυρό εξωτερικό ισολογισμό, το μέτριο δημόσιο χρέος και τις υψηλές εγχώριες αποταμιεύσεις.
Η Κίνα είναι ο κορυφαίος έμπορος παγκοσμίως, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία με ΑΕΠ στα 13,6 τρισεκ. δολάρια ΗΠΑ και αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Οι δεκαετίες ταχείας ανάπτυξης δημιούργησαν μία από τις μεγαλύτερες καταναλωτικές αγορές στον κόσμο
Η κυριότερη πρόκληση είναι η ανάγκη να μετατοπιστεί το αναπτυξιακό της μοντέλο από την υπερβολική εξάρτηση των επενδύσεων προς την εγχώρια κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις για κάποια πρόοδο προς την αποσυμφόρηση, ιδίως όσον αφορά τον περιορισμό του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, οι χρηματοοικονομικές αδυναμίες παραμένουν υψηλές.
Το δημοσιονομικό πλαίσιο της Κίνας χαρακτηρίζεται από ισχυρά κεντρικά δημόσια οικονομικά, αλλά από αδύναμα οικονομικά της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Οι τοπικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές ελλείψεις εσόδων σε σχέση με τις ανάγκες δαπανών τους, αντιπροσωπεύουν το ήμισυ των εσόδων της γενικής κυβέρνησης, ωστόσο αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% των δαπανών της κυβέρνησης.
Η διαφάνεια του προϋπολογισμού σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης είναι περιορισμένη».
Τα δημοσιονομικά κίνητρα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησαν σε ταχεία αύξηση της μόχλευσης, με το δείκτη του συνολικού ακαθάριστου χρέους προς το ΑΕΠ να αυξάνεται από 140% το 2007 σε 255% το τρίτο τρίμηνο του 2018, σημειώνεται.
Την ίδια στιγμή, ενώ οι επίσημες εκτιμήσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται στο 5,5% του ΑΕΠ, οι αριθμοί του ιδιωτικού τομέα είναι σημαντικά υψηλότερες.
Επιπλέον, καθώς το κράτος ελέγχει άμεσα το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος, θα μπορούσαν να υπάρξουν δημοσιονομικές επιπτώσεις, εάν οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν τις απώλειες σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα, στα 3,1 τρισεκ. δολάρια ΗΠΑ, είναι χαμηλότερα από το ρεκόρ των 4 τρισεκ. τον Ιούνιο του 2014.
Σε ό,τι αφορά στις οικονομικές προβλέψεις, ο οίκος αναμένει ανάπτυξη αναμένεται σε 6,2% το 2019, από 6,6% και 6,9% το 2018 και το 2017, αντίστοιχα.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα υπολογίζεται σε 4,4% του ΑΕΠ για το έτος, από 4,1% και 3,9% τα προηγούμενα δύο χρόνια.
Τέλος, το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο τέλος του 2019 σε 53,9% του ΑΕΠ, από 50,1% και 46,5% το 2018 και το 2017, αντίστοιχα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών