Τελευταία Νέα
Οικονομία

Δημοσιονομικό «χώρο» 5,5 δισ. «βλέπει» η κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας - Αποστολή για «εξέταση» στις Βρυξέλλες

tags :
Δημοσιονομικό «χώρο» 5,5 δισ. «βλέπει» η κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας - Αποστολή για «εξέταση» στις Βρυξέλλες
Στο 4,1% εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το υπέρ-πλεόνασμα για το 2019, ήτοι 1,14 δισ. ευρώ
Τον δρόμο για νέες παροχές ανοίγει το Πρόγραμμα Σταθερότητας (Stability Program 2019) που απέστειλε η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες μαζί με το Εθνικό Πρόγραμμα των Μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο της υποχρέωσης για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και προβλέπει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο 0,6% του ΑΕΠ ή 1,14 δισ. ευρώ για το 2019.
Το Πρόγραμμα επιβεβαιώνει τα κυβερνητικά σχέδια για παρεμβάσεις προοδευτικής μείωσης του φορολογικού βάρους, με παράλληλο σεβασμό των δημοσιονομικών στόχων.
 Όπως σημειώνεται ο «πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος που φθάνει το 1,1% του ΑΕΠ το 2022 θα χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή δημοσιονομικών μέτρων που στηρίζουν την ανάπτυξη και προστατεύουν τους πιο ευάλωτους».
Για το 2020 ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος θα φθάσει σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών σε 0,4% του ΑΕΠ (800 εκατ. ευρώ), το 2021 σε 0,6% του ΑΕΠ (1,22 δισ. ευρώ) και το 1,1% το 2022 (2,33 δισ. ευρώ).
Δηλαδή, αθροιστικά την τετραετία 2019-2022 τα δημοσιονομικά  περιθώρια για παροχές φθάνουν στο 2,7% του ΑΕΠ (περίπου 5,5 δισ. ευρώ).

- 2019: 4,1% (υπερπλεόνασμα 1,14 δισ. ευρώ)
- 2020: 3,9% (υπερπλεόνασμα 800 εκατ. ευρώ)
- 2021: 4,1% (υπερπλεόνασμα 1,22 δισ. ευρώ)
- 2022: 4,6% (υπερπλεόνασμα 2,33 δι.  ευρώ)

Οι οικονομικές εκτιμήσεις για το 2019

Οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας έχουν αποδυναμωθεί σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ οι εντάσεις στον τομέα του εμπορίου έχουν κλιμακωθεί, η νομισματική πολιτική εξομαλύνεται και οι πιστώσεις στην Κίνα συσφύγγουν.
Επίσης, παρατηρούνται μακροοικονομικές διαταραχές στην Τουρκία και την Αργεντινή.
Οι προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ έχουν εξασθενήσει σημαντικά, ενώ η πρόβλεψη ανάπτυξης 1,3% για το 2019 αναθεωρήθηκε προς τα κάτω από 1,9% πριν από ένα χρόνο σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Οι τιμές του πετρελαίου αναμένεται να παραμείνουν σχετικά σταθερές καθ 'όλη τη διάρκεια της περιόδου προβλέψεων.
Σε συνδυασμό με τις προσδοκίες για ελαφρά εξασθένιση της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου, τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι η τιμή του πετρελαίου σε ευρώ είναι ελαφρώς υψηλότερη από εκείνη του έτους βάσης.
Οι προβολές για την ελληνική οικονομία το 2019 έλαβαν υπόψη, μεταξύ άλλων, τις τρέχουσες επίσημες υποθέσεις που υποδηλώνουν επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Η αύξηση της παραγωγής (2,3%) αναμένεται να είναι ελαφρώς χαμηλότερη από την προβλεπόμενη στο σχέδιο προϋπολογισμού 2019 (2,5%).
Ωστόσο, η οικονομική ανάκαμψη αναμένεται να διατηρήσει την θετική της δυναμική και να επεκταθεί περαιτέρω, σε πραγματικούς όρους, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (1,9%), χάρη στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, τη διατηρημένη δημοσιονομική αξιοπιστία, την αναμενόμενη χαλάρωση των οικονομικών συνθηκών της οικονομίας και τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Η βασική συμβολή στην ανάπτυξη της παραγωγής αναμένεται να οφείλεται τόσο στην επέκταση της εγχώριας ζήτησης, όσο και στην αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, καθώς και στην περαιτέρω αύξηση των μεριδίων αγοράς των εξαγωγών στο παγκόσμιο εμπόριο.
Η ιδιωτική κατανάλωση (1,0% σε σύγκριση με 1,1% το 2018) αναμένεται να υποστηριχθεί από τα θετικά αποτελέσματα της εμπιστοσύνης και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Η προβολή αυτή στηρίζεται στην έντονα αυξημένη εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, στις βελτιώσεις στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο και στη βιομηχανική παραγωγή, καθώς και στην ευνοϊκή εξέλιξη της απασχόλησης.
Η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται να είναι θετική και να ανέλθει στο 1,6% έναντι -2,5% το 2018.
Η αύξηση των επενδύσεων αναμένεται επίσης να περάσει σε θετικό έδαφος, φθάνοντας το 3,9% από -12,2% το 2018.
Όλα τα υποσυστήματα του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, με εξαίρεση τις κατασκευές εκτός κατοικίας, προβλέπεται να συμβάλουν στην αύξηση των επενδύσεων.
Οι δαπάνες στέγασης και εξοπλισμού αναμένεται να υποστηρίξουν σε μεγάλο βαθμό την αναστροφή της τάσης στις συνολικές επενδύσεις, ενώ η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, η βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης, η επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και το πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης αναμένεται να είναι οι κύριοι κινητήριοι μοχλοί των επενδύσεων.
Το Σχέδιο Επενδύσεων για την Ευρώπη αναμένεται επίσης να συμβάλει στη δυναμική της ανάπτυξης των επενδύσεων, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά (από τον Απρίλιο του 2019) ότι η συνολική χρηματοδότηση στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων στην Ελλάδα ανέρχεται σε 2,7 δισ. ευρώ και πρόκειται να ενεργοποιήσει επιπλέον επενδύσεις.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται σε 5,9% σε σύγκριση με 8,7% το 2018, λόγω του σημαντικά βελτιωμένου μεριδίου αγοράς των εξαγωγών στο παγκόσμιο εμπόριο, της αύξησης των τομέων και των επιχειρήσεων που προσανατολίζονται προς τις εξαγωγές, του σωρευτικού θετικού αποτελέσματος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας από την αρχή της κρίσης, καθώς και από την ανελαστική ζήτηση για διάφορες κατηγορίες εξαγόμενων αγαθών παρά τις αδύναμες οικονομικές προοπτικές της ευρωζώνης.
Επίσης, αναμένεται υψηλή δραστηριότητα στις κατηγορίες αγαθών (εξαιρουμένων των καυσίμων), στις μεταφορές - ειδικά στη ναυτιλία - καθώς και στον τουρισμό (όπου αναμένεται αύξηση των δαπανών ανά άφιξη).
Οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται για δεύτερη συνεχή χρονιά.
Η θετική τάση στις συνθήκες της αγοράς εργασίας αναμένεται να συνεχίσει να συμβαδίζει με τις προσδοκίες ανάπτυξης.
Με βάση τα τομεακά ιστορικά στατιστικά στοιχεία, οι θετικές προοπτικές αναμένονται σε όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας.
Η αύξηση της απασχόλησης προβλέπεται να συνεχιστεί (1,6% σε σύγκριση με 1,7% το 2018) και η ανεργία (στοιχεία της έρευνας εργατικού δυναμικού) να μειωθεί περαιτέρω σε 17,8% από 19,3% το 2018, εν μέσω προσδοκιών για αυξημένες κεφαλαιακές επενδύσεις και καταναλωτικές δαπάνες.
Η σταθερή ανάκαμψη της οικονομίας και η συνεχής βελτίωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας συνδέονται επίσης με τη μισθολογική αύξηση των εργαζομένων κατά 4,5% έναντι 3,6% το 2018.
Οι προβολές για τον πληθωρισμό βάσει του ΕνΔΤΚ δείχνουν μια μέτρια αύξηση στο 0,9%, κοντά στα επίπεδα του προηγούμενου έτους (0,8%), ως αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, δηλαδή σχετικά με τη μεγαλύτερη πίεση της εγχώριας ζήτησης, επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και στην αναθεώρηση προς τα κάτω του πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ από την ΕΚΤ το Μάρτιο του 2019.

Τα δύο βασικά σενάρια για οικονομία και δημοσιονομικά

Παράλληλα το ΥΠΟΙΚ παραθέτει δύο βασικά σενάρια αναφορικά με τις πιθανότητες επαλήθευσης των εκτιμήσεών του. Πρόκειται για τα ακόλουθα:

Σενάριο Α: Τρόποι αντίδρασης σε ενδεχόμενη χαλάρωση στην εγχώρια ζήτηση της ΕΕ

Όπως αναφέρει το ΥΠΟΙΚ «μια περαιτέρω επιβράδυνση του επιπέδου της πραγματικής εγχώριας ζήτησης στην ΕΕ υποτίθεται ότι θα φθάσει συνολικά στο 1,5% το 2022 (0,5% το 2019, 0,9% το 2020, 1,3% το 2021 και 1,5% το 2022).
Σε σχέση με τις βασικές προβλέψεις, αυτό επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, με τον αντίκτυπο που μεταδίδεται κυρίως μέσω του εμπορικού καναλιού.
Η χαμηλότερη εξωτερική ζήτηση συνεπάγεται συγκρατημένη αύξηση των εξαγωγών, γεγονός που εμποδίζει την αύξηση των επενδύσεων και επιδεινώνει την ανεργία.
Στα τέλη του 2022, το επίπεδο παραγωγής της Ελλάδας σε σχέση με τον όγκο του ΑΕΠ του 2018 θα πρέπει να είναι κατά 0,82 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από ό, τι στην πρόβλεψη της βασικής γραμμής.
Το πιο επηρεασμένο στοιχείο του πραγματικού ΑΕΠ θα πρέπει να είναι οι εξαγωγές, ο ρυθμός ανάπτυξης τους είναι χαμηλότερος από την εκτίμηση βάσης κατά 2,42 ποσοστιαίες μονάδες στο τέλος του χρονικού ορίζοντα πρόβλεψης.
Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της υποτιθέμενης επιβράδυνσης της ζήτησης στην ΕΕ παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί:

Σενάριο Β: Αντίδραση στην αύξηση των επιτοκίων

Μία νομισματική κρίση από την αύξηση των επιτοκίων σε σχέση με το βασικό σενάριο αναμένεται να υλοποιηθεί σταδιακά και με ρυθμό επιβράδυνσης, οδηγώντας σε αύξηση κατά 150 μονάδες βάσης σε διάστημα τεσσάρων ετών (50 μονάδες βάσης το 2019, 40 μονάδες βάσης το 2020, 30 μονάδες βάσης το 2021 και το 2022).
Αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ, που μεταδίδεται κυρίως μέσω μείωσης επενδύσεων λόγω υψηλότερου κόστους δανεισμού, και στην ιδιωτική κατανάλωση λόγω της αυξημένης εξοικονόμησης από τους καταναλωτές.
Με τη σειρά της, η εξασθενημένη εγχώρια ζήτηση θα πρέπει να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη της απασχόλησης, έστω και οριακά, και να ασκήσει κάποια οριακή πτωτική πίεση στις τιμές από το 2020.
Από την άλλη πλευρά, η μείωση των εξαγωγών αντισταθμίζεται από τη σχετικά μεγαλύτερη μείωση των εισαγωγών, επενδυτικές εξελίξεις.
Συνολικά, τα αυξημένα επιτόκια έναντι της βασικής γραμμής πρέπει να οδηγήσουν σε μείωση του επιπέδου αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,24% στο τέλος του 2022 σε σχέση με τον όγκο του ΑΕΠ του 2018, σε συνδυασμό με χαμηλότερη αύξηση επενδύσεων κατά 1,39% και μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,32%.
Τα αποτελέσματα για την ευαισθησία του ισοζυγίου του προϋπολογισμού στην αύξηση των επιτοκίων παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί:


Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης