Τελευταία Νέα
Άμυνα – Διπλωματία

Foreign Affairs: H λανθασμένο πορεία των ΗΠΑ προς πόλεμο με το Ιράν

tags :
Foreign Affairs: H λανθασμένο πορεία των ΗΠΑ προς πόλεμο με το Ιράν
Πώς η κλιμάκωση από την Ουάσινγκτον θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακούσια καταστροφή
Όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν τον περασμένο Μάιο, πολλοί επικριτές ισχυρίστηκαν ότι ρίσκαρε να ξεκινήσει μια αλυσίδα γεγονότων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο.
Η πυρηνική συμφωνία δεν ήταν τέλεια, αναγνώρισαν οι υποστηρικτές της συμφωνίας, αλλά εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούσαν ορμητικά και η συμφωνία κατέρρεε, το Ιράν θα μπορούσε να επαναλάβει το πρόγραμμά του για πυρηνικό εμπλουτισμό, και για να το σταματήσουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είχαν άλλη επιλογή παρά να χρησιμοποιήσουν βία. Αυτό με την σειρά του θα μπορούσε να προκαλέσει μια ευρύτερη ανάφλεξη.
Αλλά αξιωματούχοι της διοίκησης και άλλοι αντίπαλοι της συμφωνίας απέρριψαν τέτοιου είδους ανησυχίες -ακόμη και όταν επέμειναν ότι απούσης της συμφωνίας, ο καλύτερος τρόπος για να μπλοκαριστεί το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ήταν με την «αξιόπιστη στρατιωτική επιλογή»
Τώρα ο αναπόφευκτος κύκλος κλιμάκωσης φαίνεται να είναι σε εξέλιξη.
Στο πλαίσιο της εκστρατείας της «μέγιστης πίεσης», μόνο τον προηγούμενο μήνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες όρισαν το Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (Islamic Revolutionary Guards Corps, IRGC) ως τρομοκρατική οργάνωση˙ τερμάτισαν τις απαλλαγές που επέτρεπαν σε μικρό αριθμό χωρών να αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο παρά τις κυρώσεις των ΗΠΑ˙ ανακοίνωσαν πρόσθετες κυρώσεις που αποσκοπούσαν στην επιδείνωση της οικονομίας της χώρας˙ και μέχρι που έστειλαν μια επιθετική ομάδα αεροπλανοφόρου και βομβαρδιστικά Β-52 στην περιοχή για να στείλουν «ένα σαφές και αδιαμφισβήτητο μήνυμα» στο ιρανικό καθεστώς να μην προκαλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Προφανώς, το Ιράν ανταποκρίθηκε όχι με το να υποταχθεί στα αιτήματα των ΗΠΑ (πόσω μάλλον να καταρρεύσει) αλλά με μια δική του εκστρατεία πίεσης.
Στις 8 Μαΐου, ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ρουχανί ανακοίνωσε ότι το Ιράν θα αναστείλει την συμμόρφωσή του σε τμήματα της πυρηνικής συμφωνίας και θα αποσυρθεί εξ ολοκλήρου εάν η Ευρώπη δεν βρει τρόπο να αποφέρει οικονομικά οφέλη στο Ιράν εντός 60 ημερών -κάτι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί.
Τέσσερις μέρες αργότερα, τέσσερα σαουδαραβικά πετρελαιοφόρα στα ανοικτά των ακτών των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων υπέστησαν σαμποτάζ με εκρηκτικά και δυο μέρες μετά από αυτό, drones συνετρίβησαν σε εγκαταστάσεις πετρελαίου στην Σαουδική Αραβία, προκαλώντας εκρήξεις και κλείνοντας έναν αγωγό.
Δεν αποδείχθηκε κανένας ιρανικός ρόλος σε αυτά τα γεγονότα, αλλά το IRGC έχει καταφύγει σε παρόμοιες ασύμμετρες και μη ανιχνεύσιμες επιθέσεις στο παρελθόν –γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αξιωματούχοι του στρατού των ΗΠΑ και των μυστικών υπηρεσιών είχαν προειδοποιήσει ότι τέτοια αντίποινα ήταν πιθανά.
Η κυβέρνηση Trump ανταποκρίθηκε τώρα στην απάντηση του Ιράν με την διαρροή πληροφοριών ότι το Ιράν προετοιμάζει πιθανές πυραυλικές επιθέσεις εναντίον αμερικανικών συμφερόντων και προειδοποίησε δημόσια το Ιράν για ενδεχόμενη στρατιωτική δράση.
Η Ουάσινγκτον έφτασε ακόμη και στο σημείο να εκκενώσει το προσωπικό της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Βαγδάτη και να αναφέρει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζουν σχέδια έκτακτης ανάγκης για να στείλουν μέχρι και 120.000 στρατιωτικούς στην περιοχή.
Ο ίδιος ο Trump περιέγραψε αναφορές για τις στρατιωτικές προετοιμασίες ως «ψεύτικα νέα», αλλά επίσης δήλωσε ότι θα αναπτύξει «κολασμένα περισσότερους στρατιώτες από αυτό» αν χρειαστεί, και ότι το Ιράν θα «υποφέρει πολύ» αν επιτεθεί σε Αμερικανούς.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, προειδοποίησε ότι «εάν αμερικανικά συμφέροντα υποστούν επίθεση, σίγουρα θα απαντήσουμε με τον κατάλληλο τρόπο».
Στις 16 Μαΐου, μια ευθυγραμμισμένη με το κράτος εφημερίδα στην Σαουδική Αραβία, η οποία είναι στενός σύμμαχος της διοίκησης του Τραμπ, έκανε έκκληση για «χειρουργικά χτυπήματα» εναντίον του Ιράν, ενώ ένας υποστηρικτής του Trump και περιστασιακός σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής, ο γερουσιαστής του Άρκανσο, Tom Cotton, προέβλεψε με σιγουριά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κερδίσουν έναν πόλεμο με το Ιράν με δύο μόνο χτυπήματα: «Το πρώτο χτύπημα και το τελευταίο χτύπημα».
Η αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης θα είναι δύσκολη, δεδομένης της αποφασιστικότητας των δύο πλευρών να μην υποχωρήσουν.
Μια νέα διαπραγμάτευση πυρηνικής ενέργειας, την οποία ισχυρίζεται ότι θέλει ο Trump, θα ήταν ένας τρόπος να αποφευχθεί μια σύγκρουση.
Αλλά το Ιράν δεν είναι πιθανό να εισέλθει σε συνομιλίες με μια διοίκηση την οποία δεν εμπιστεύεται, και ακόμα λιγότερο πιθανό να συμφωνήσει με το είδος της ευρείας συμφωνίας που λέει ο Trump ότι είναι απαραίτητη: Μια συμφωνία που θα απαγορεύει τον εμπλουτισμό, θα διαρκεί για πάντα, θα επιτρέπει ακόμα πιο επιθετικές επιθεωρήσεις από όσο η παλαιά συμφωνία, θα βάζει όρια στους βαλλιστικούς πυραύλους και θα περιορίζει την περιφερειακή συμπεριφορά του Ιράν.
Μετά, υπάρχει το σενάριο στο οποίο το Ιράν απλώς κάθεται και ελπίζει ότι ο πρόεδρος Trump θα αποχωρήσει από το αξίωμα το 2020.
Αλλά δεκαοκτώ μήνες είναι μακρύς χρόνος για να είναι υποφερτή η οικονομική πίεση που ασκείται στο Ιράν˙ και εν πάση περιπτώσει, το Ιράν φαίνεται να έχει κλείσει την πόρτα σε αυτή την επιλογή, με το να απειλήσει να παραβιάσει την πυρηνική συμφωνία αν δεν λάβει ταχεία οικονομική ανακούφιση.
Την περαιτέρω κλιμάκωση, από την άλλη πλευρά, είναι αρκετά εύκολο να την φανταστούμε: Εάν το Ιράν εγκαταλείψει πλήρως την συμφωνία, επεκτείνει το πυρηνικό του πρόγραμμα έστω και σταδιακά, ή υποστηρίξει άμεσες ή πληρεξούσιες επιθέσεις σε αμερικανικά στρατεύματα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν μόνο δύο επιλογές –μια ταπεινωτική αποκλιμάκωση ή την χρήση στρατιωτικής βίας.

Όλα πολύ προβλέψιμα

Το ότι η προσέγγιση της διοίκησης του Τραμπ στο Ιράν θα μπορούσε να οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια ακούσια σύγκρουση δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη για κανέναν.
Πράγματι, από την ημέρα που ανέλαβε το αξίωμά του ο Τραμπ, πολλοί φοβήθηκαν ότι η παρορμητική συμπεριφορά του, η μεγαλόστομη ρητορική του, η αδυναμία του να σκεφτεί εμπροσθοβαρώς, η έλλειψη σεβασμού για την διαδικασία πολιτικής, και η αποφασιστικότητά του να «κερδίσει» θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο.
Σε ένα δοκίμιο την άνοιξη του 2017 σε αυτό το περιοδικό («Το όραμα ενός Trump σε πόλεμο»), εξέφρασα ανησυχίες για τις πιθανότητές του να σκοντάψει σε μια σύγκρουση με το Ιράν, την Κίνα ή την Βόρεια Κορέα.
Έγραψα το δοκίμιο με τη μορφή μιας φανταστικής ματιάς πίσω σε γεγονότα που δεν είχαν συμβεί, αλλά θα μπορούσαν, εάν ο Trump προσπαθούσε να μπλοφάρει στην πορεία του για «καλύτερες συμφωνίες» μέσω αντιπαράθεσης και κλιμάκωσης και χωρίς να εκτιμήσει ρεαλιστικά τι θα ήταν εφικτό ή πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν δυνητικά οι αντίπαλοι.
Δύο χρόνια αργότερα, τα καλά νέα είναι ότι κανένας από αυτούς τους πολέμους δεν συνέβη.
Αλλά τα κακά νέα είναι ότι ο Trump συνεχίζει να επιδεικνύει τα χαρακτηριστικά που κατέστησαν τέτοιες εξελίξεις εύλογες εξ’ αρχής.
Αν μη τι άλλο, φαίνεται πιο έτοιμος από ποτέ να σπάσει τους κανόνες και να ανταγωνιστεί συμμάχους και αντιπάλους ομοίως. Επιπλέον, οι σύμβουλοι που τον περιβάλλουν τώρα είναι λιγότερο πρόθυμοι και ικανοί από τους προκατόχους τους να περιορίσουν τις πιο προκλητικές τάσεις του -όταν δεν είναι πραγματικά αποφασισμένοι να ενθαρρύνουν αυτές τις τάσεις για τους δικούς τους σκοπούς.
Το Ιράν είναι μακράν το πιο επικίνδυνο ενδεχόμενο βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν είναι το μοναδικό μέρος όπου ο Τραμπ θα μπορούσε να σκοντάψει σε έναν πόλεμο από ατύχημα.
Ο Trump φαίνεται να έχει βάλει τον εαυτό του στην γωνία με την Κίνα με τον ίδιο τρόπο που έκανε και με το Ιράν: Με το να επιβάλλει μονομερείς κυρώσεις, να μην «διαβάζει» καλά τους αντιπάλους του, και να παραπλανά τον αμερικανικό λαό για τα κόστη, τους κινδύνους και τις συνέπειες της προσέγγισής του.
Οι δασμοί που είχε επιβάλει αρχικά σε αξίας 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων εισαγωγές από την Κίνα υποτίθεται ότι έπρεπε να παράγουν μια «καλύτερη συμφωνία», αλλά αντ’ αυτού -και χωρίς έκπληξη- προκάλεσαν κινεζικούς αντίστοιχους δασμούς.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν αυξάνοντας το ποσοστό των δασμών και προετοιμάζοντας την επέκτασή τους για να καλύψουν το σύνολο των εξαγωγών της Κίνας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες αξίας 540 δισ. δολαρίων.
Ακόμα και καθώς αυξάνεται το κόστος για τους Αμερικανούς αγρότες, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, ο Trump τώρα πιθανολογεί ότι θα είναι καλύτερα από πολιτική άποψη εάν συνεχίσει να αντιτίθεται την Κίνα τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές του 2020.
Μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα είναι, φυσικά, ακόμη δυνατή, όπως μια νέα πυρηνικής συμφωνία με το Ιράν.
Αλλά η περαιτέρω κλιμάκωση είναι επίσης μια πραγματική δυνατότητα, όπως είναι και μια επικίνδυνη εξάπλωση από τον οικονομικό τομέα στον πολιτικό.
Πράγματι, στο μυθιστορηματικό σενάριό μου φαντάστηκα ότι της διολίσθησης προς την στρατιωτική σύγκρουση θα είχε προηγηθεί ένας «εμπορικός πόλεμος που κλιμακώθηκε πέρα από αυτό που είχαν προβλέψει και οι δύο πλευρές», και μια ακραία εθνικιστική Κίνα που θα αρνείται την συνεργασία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Βόρεια Κορέα και θα τις προκαλεί στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας αποκαλούν τώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες ως «τελείως ψευτοπαλλήκαρο», «χάρτινο τίγρη» και «αποικιοκράτη».
Τουλάχιστον ένας εξέχων Κινέζος μελετητής πρότεινε ότι το Πεκίνο να χτυπήσει τις «αγχωμένες και αλαζονικές» Ηνωμένες Πολιτείες απαγορεύοντας τις σπάνιες γαίες στις οποίες βασίζεται η αμερικανική βιομηχανία και πωλώντας αμερικανικά κρατικά ομόλογα, κινήσεις που θα έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία των ΗΠΑ.
Ο Trump φαίνεται ότι δεν κατάφερε να προβλέψει ότι και άλλες χώρες έχουν επίσης εγχώρια πολιτική -για να μην αναφέρουμε τη μόχλευση που [μπορούν να] χρησιμοποιούν εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η προσέγγιση του Trump στην Βόρειο Κορέα άρχισε με μεγαλαυχίες, προσβολές και απειλές, αποφέροντας το 2018 μια εκπληκτική προσέγγιση˙ ο Trump μέχρι που ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος και ο δικτάτορας Kim Jong Un «ερωτεύτηκαν».
Αυτό το φλερτ προς τον Κιμ ήταν μια ευπρόσδεκτη εναλλακτική λύση σε έναν πιθανό πυρηνικό πόλεμο, αλλά ο Trump θα μπορούσε εύκολα να επανέλθει στην εχθρότητα, δεδομένης της τάσης του να στρέφεται ξαφνικά και βάναυσα [εναντίον] οποιουδήποτε πιστεύει ότι τον έχει ενοχλήσει.
Οι πρόσφατες δοκιμές της Βόρειας Κορέας ενός «νέου τύπου τακτικής καθοδήγησης όπλου», η επανάληψη των δοκιμών πυραύλων μικρής εμβέλειας, και η κατάσχεση από τις ΗΠΑ ενός βορειοκορεατικού λαθρεμπορικού πλοίου που η Πιονγκγιάνγκ απαιτεί να της επιστραφεί, είναι όλα πρόσφατα υπενθυμητικά ότι οι σχέσεις θα μπορούσαν να επιδεινωθούν γρήγορα εάν η αγάπη του Trump για τον Κιμ αποδειχθεί χωρίς ανταπόκριση.
Και τώρα μπορούμε να προσθέσουμε την Βενεζουέλα στον κατάλογο των χωρών για τις οποίες οι λανθασμένες εκτιμήσεις των ΗΠΑ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θανατηφόρες συγκρούσεις.
Ο Trump έριξε με τόλμη την υποστήριξή του στην αντιπολίτευση της Βενεζουέλας και κάλεσε για αλλαγή καθεστώτος, σίγουρος ότι η πίεση των ΗΠΑ θα μπορούσε να απομακρύνει το διεφθαρμένο καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο.
Φαίνεται ότι δεν κατάφερε να προβλέψει ότι ο Maduro θα χρησιμοποιήσει βία για να προσκολληθεί στην εξουσία και ότι θα το κάνει με ρωσική, κινεζική και κουβανική υποστήριξη.
Τώρα, ο Trump βρίσκεται παγιδευμένος μεταξύ της αποδοχής μιας ενοχλητικής αποτυχίας ή της κλιμάκωσης με έναν τρόπο που θα μπορούσε να περιλαμβάνει την στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ, μια «επιλογή»  που δεν έχει αποκλείσει.

Και μετά;

Με όλη την δημόσια συζήτηση για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με το Ιράν, ο Trump φαίνεται να αναζητά μια διέξοδο.
Είπε την περασμένη εβδομάδα ότι «θα ήθελε να δει [τους ηγέτες του Ιράν] να μου τηλεφωνήσουν», και σύμφωνα με πληροφορίες είπε στο Πεντάγωνο ότι δεν θέλει να πάει σε πόλεμο.
Οι συνεχείς προσεγγίσεις του στον Κινέζο ηγέτη, Xi Jinping, και τον Kim Jong Un, παρά το ότι τον αψηφούν, δείχνει επίσης ότι ίσως να καταλαβαίνει καλά τους κινδύνους κλιμάκωσης. Ίσως ο Trump έχει, τελικά, οραματιστεί ένα μέλλον που περιλαμβάνει ακούσια στρατιωτική σύγκρουση των ΗΠΑ και δεν του αρέσει αυτό που βλέπει.
Ωστόσο, λιγότερο καθησυχαστικό είναι ότι η γενική προσέγγιση της διοίκησης του Trump σε αυτά τα ζητήματα -και η προσωπική προσέγγιση του προέδρου στην επίτευξη συμφωνιών- δεν έχει αλλάξει, και υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει σε καταστροφική αποτυχία.
Το μοτίβο μοιάζει να είναι τέτοιο όπου ελπίζει ότι οι απειλές, οι κυρώσεις και οι εκβιασμοί θα αναγκάσουν έναν αντίπαλο να παραδεχτεί ή να αποδεχθεί μια «καταπληκτική συμφωνία»˙ μετά, έχοντας αποτύχει να προβλέψουν τα πραγματικά αποτελέσματα μιας τέτοιας τακτικής, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στην γωνία χωρίς προφανή διέξοδο.
Σε μια φαινομενική προσπάθεια να εξουδετερωθούν οι φόβοι για πόλεμο με το Ιράν, ένας ανώτερος αξιωματούχος των ΗΠΑ δήλωσε στην εφημερίδα The Washington Post αυτή την εβδομάδα, ότι «επειδή εφαρμόζουμε επίπεδα πίεσης που δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο, νομίζω ότι μπορούμε να περιμένουμε το Ιράν να αυξήσουν τις απειλές του και να αυξήσει την κακόβουλη συμπεριφορά του».
Το ότι μια τέτοια αντίδραση από το Ιράν μπορεί να είναι εύλογη δεν το καθιστά καθησυχαστικό.
Επιπλέον, ενώ ο Trump μπορεί να μην θέλει πόλεμο, δεν περιβάλλεται πλέον από συμβούλους που μπορούν να τον βοηθήσουν να τον αποφύγει.
Ο πρώην υπουργός Άμυνας, James Mattis, κάποιος που είχε δει τον πόλεμο από κοντά, ήταν μια φωνή συγκράτησης, αλλά τώρα έχει φύγει ήδη έξι μήνες, και ο διάδοχός του δεν έχει ούτε το ανάστημα ούτε προφανώς την βούληση να αμφισβητήσει τον Trump.
Οι δύο πλησιέστεροι σύμβουλοι εξωτερικής πολιτικής του Προέδρου είναι τώρα ο υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo –ένα υπερ-γεράκι για το Ιράν που φαίνεται να λέει στον Trump μόνο αυτά που θέλει να ακούσει- και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, John Bolton, ο οποίος έχει υπερασπιστεί εδώ και καιρό ακριβώς το ίδιο είδος του πολέμου που ο Trump προφανώς προσπαθεί να αποφύγει.
Ο Μπόλτον υποστήριξε ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι να βομβαρδιστεί και συνηγόρησε για την υποστήριξη ομάδων ιρανικής εθνοτικής και εσωτερικής αντίστασης, προκειμένου να επιταχυνθεί η αλλαγή καθεστώτος.
Ζήτησε επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες να επανεξετάσουν την πολιτική της «μιας Κίνας» και να «δουν πώς ανταποκρίνεται μια όλο και περισσότερο πολεμοχαρής Κίνα»˙ αρνήθηκε να αποκλείσει την χρήση των [στρατιωτικών] δυνάμεων των ΗΠΑ στην Βενεζουέλα ενώ επέμεινε ότι το Δόγμα Monroe είναι «ζωντανό και καλά»˙ και έγραψε ότι «είναι απόλυτα θεμιτό οι Ηνωμένες Πολιτείες να ανταποκριθούν στην σημερινή ‘αναγκαιότητα' που θέτουν τα πυρηνικά όπλα της Βόρειας Κορέας με το να χτυπήσουν πρώτες».
Το 2017, όταν φανταζόμουν διάφορους τρόπους με τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να βρεθούν σε μια σύγκρουση, είδα κάποια πράγματα σωστά και κάποια πράγματα λάθος.
Αυτό που σίγουρα δεν κατάφερα να προβλέψω ήταν ότι δύο χρόνια αργότερα, θα βασιζόμασταν στα ένστικτα του Donald Trump για να μας κρατήσουν εκτός πολέμου.

*Philip H. Gordon, ανώτερος συνεργάτης στην έδρα Mary and David Boies για την Εξωτερική Πολιτική των ΗΠΑ στο Council on Foreign Relations. Διετέλεσε Ειδικός Βοηθός του Προέδρου και Συντονιστής του Λευκού Οίκου για τη Μέση Ανατολή, την Βόρεια Αφρική και την περιοχή του Κόλπου από το 2013 έως το 2015.
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης