Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Foreign Affairs: Χωρίς λύση στα NPLs οι ελληνικές τράπεζες θα παραμείνουν μη επενδύσιμες - Εφιάλτης για την οικονομία

Foreign Affairs: Χωρίς λύση στα NPLs οι ελληνικές τράπεζες θα παραμείνουν μη επενδύσιμες - Εφιάλτης για την οικονομία
Πόσο μπορεί να αντέξει η οικονομία χωρίς λύση στα «κόκκινα» δάνεια;
Το περιβάλλον στις ελληνικές τράπεζες τα τελευταία 8 χρόνια δεν θυμίζει σε τίποτα μια εύρωστη (έστω και κατ΄ ευφημισμόν) οικονομία.
Η κρίση χρέους και η επιδείνωση του εγχώριου οικονομικού κλίματος συνέβαλαν στην αύξηση του ποσοστού των Μη-Εξυπηρετούμενων Δανείων (Non Performing Loans - NPLs).
Υπάλληλοι και ανώτερα στελέχη στις κεντρικές Υπηρεσίες, αναλώνονται σε πολύωρες συναντήσεις με δανειολήπτες και χρηματοοικονομικούς συμβούλους, προσπαθώντας να βρουν μια βιώσιμη λύση για την ρύθμιση δανείων που βρίσκονται σε πολύμηνη καθυστέρηση.
Η ύπαρξη θεσμικών αγκυλώσεων και πολιτικής ατολμίας, εμπόδισαν την λήψη γρήγορων αποφάσεων, με αποτέλεσμα την διόγκωση του προβλήματος και την διακοπή της ροής χρηματοδότησης, ακόμα και προς τους υγιείς παραγωγικούς συντελεστές.
Η χρηματοδότηση νέων επενδυτικών πρωτοβουλιών έχει ουσιαστικά ανασταλεί, αφού οι εγγυήσεις που ζητούνται (στην προσπάθεια μηδενισμού των πιθανοτήτων δημιουργίας νέων προβληματικών δανείων), είναι τόσο πνιγηρές που αποθαρρύνουν την όποια ανάληψη χρηματοδοτικού ρίσκου.
Ο φαύλος κύκλος των διαρκώς αυξανόμενων Μη-Εξυπηρετούμενων Δανείων, έχει χαρακτηριστεί (ορθώς) ως ο νέος εφιάλτης της ελληνικής οικονομίας.
Από το 6% (14,62 δισ. ευρώ) ως ποσοστό των συνολικών δανείων το Δ’ τρίμηνο του 2008, βρεθήκαμε στο 49,1% (ξεπερνώντας τα 100 δισ. ευρώ) το Γ’ τρίμηνο του 2016, ενώ σήμερα εν μέσω έντονων προσπαθειών αντιμετώπισης του προβλήματος (πώληση σε πλατφόρμες, ευέλικτα προγράμματα αναχρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και ιδιώτες που φθάνουν έως και σε κούρεμα των οφειλών, κ.λπ.), εμφανίζονται ελαφρώς μειωμένα στο 45% (περίπου 85 δισ. ευρώ).
Αξίζει να αναφερθεί ότι το αντίστοιχο ποσοστό σήμερα στην Ευρωζώνη είναι 3,4%, ενώ το 2015, στο χειρότερο σημείο της κρίσης, είχε φθάσει στο 6,8%.
Συνολικά, η κρίση έχει κοστίσει στις τράπεζες –εξαιτίας του «κουρέματος» των ομολόγων του δημοσίου, των λειτουργικών ζημιών και της ανάγκης ενοποίησης μέσω συγχωνεύσεων, 45 δισ. ευρώ για το Δημόσιο (από το ΤΧΣ) και 13,6 δισ. ευρώ για τους ιδιώτες.
Αν σε αυτά τα νούμερα συνυπολογίσουμε τα 103 δισ. ευρώ (καθαρή διαφορά 2009-2018) καταθέσεων που έχουν απομακρυνθεί (ή, τελικά, εξανεμιστεί) από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, η τελική ζημιά για την, υπό ευρεία έννοια, κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος είναι πάνω από 170 δισ. ευρώ (ή το 94% του ΑΕΠ του 2017).
Ενώ η ολομέλεια της ευρωβουλής ήδη αναζητεί προληπτικά μέτρα για την αποφυγή ενός δεύτερου κύματος «κόκκινων» δανείων, οι λύσεις για την εξάλειψη της πρώτης γενιάς αυτών των δανείων βρίσκονται ακόμα στο μικροσκόπιο.
Το ψηφιδωτό της Ευρωζώνης, δεν καθιστά εύκολη την εύρεση μιας καθολικά εφαρμόσιμης λύσης με μικρό αντίκτυπο στον ισολογισμό των κρατών, τις καταστάσεις αποτελεσμάτων των τραπεζών, και την πιθανή επιδείνωση του συστημικού κινδύνου στην αγορά.
Η αντιμετώπιση του (ελληνικού) προβλήματος βρίσκεται ψηλά στην ευρωπαϊκή ατζέντα και τις ώρες που γράφεται αυτό το κείμενο, λαμβάνουν χώρα σοβαρές ζυμώσεις για την διαμόρφωση ενός μοντέλου θεραπείας, το οποίο, συνάμα, θα λειτουργήσει και αποτρεπτικά στην επανεμφάνιση του προβλήματος.
Το στοίχημα είναι ο συγκερασμός αντίρροπων δυνάμεων αφού ο στόχος αποφυγής μιας 4ης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (η οποία θα μπορούσε να γίνει με εσωτερική χρηματοδότηση τύπου bail-in), δεν θα πρέπει να πλήξει περαιτέρω τον ήδη ευάλωτο κοινωνικό ιστό.

Η ανατομία του προβλήματος


Ως «κόκκινο» δάνειο ή Non-Performing Loan –NPL, χαρακτηρίζεται κάθε δάνειο που εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, με περαιτέρω κατηγοριοποίηση ανάλογα με την εξέλιξη του.
Όταν η τράπεζα ρυθμίσει το δάνειο μέσω της αλλαγής των όρων της δανειακής σύμβασης λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης, τότε αυτό εισέρχεται σε 12μηνη περίοδο «θεραπείας- Cured Loans».
Το δάνειο πλέον χαρακτηρίζεται ως υπό θεραπεία Μη Εξυπηρετούμενο Δάνειο (forborne Non-Performing Loan-FNPL) και όχι ως NPL.
Το δάνειο, σε περίπτωση που συνεχίζει να εξυπηρετείται κανονικά στην λήξη της περιόδου, φεύγει από την κατηγορία FNPL και εισέρχεται για 2 χρόνια στην κατηγορία «ρυθμισμένο εξυπηρετούμενο δάνειο» (Forborne Performing Loan -FPL).
Εφόσον η διετής περίοδος επιτήρησης ολοκληρωθεί με επιτυχία –δηλαδή τρία έτη αργότερα από την αρχή της διαδικασίας– τότε το δάνειο δε χαρακτηρίζεται πλέον ως «ρυθμισμένο» αλλά ως «εξυπηρετούμενο».
Εάν ο δανειολήπτης καθυστερήσει την πληρωμή του δανείου κατά την διάρκεια της ρύθμισης, τότε η περίοδος επιτήρησης ξεκινά ξανά από την αρχή, δημιουργώντας κίνδυνο διαιώνισης της διαδικασίας εξυγίανσης.
Σε αυτή την λογική, οι αυξανόμενες ρυθμίσεις από τις τράπεζες θα μπορούσαν να διασφαλίσουν την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας η οποία, όμως, αν δεν εισέλθει σύντομα σε τροχιά βιώσιμης ανάκαμψης, τότε η μηχανική της ίασης των «κόκκινων» δανείων ενδέχεται να δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο διαδοχικών ρυθμίσεων.
Όπως προκύπτει από στοιχεία της ΤτΕ στην Επισκόπηση για το Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (Νοέμβριος 2018), οι τράπεζες έχουν αυξήσει τις ρυθμίσεις, καθώς το σύνολο των ρυθμισμένων (forborne) ανοιγμάτων το α΄ εξάμηνο του 2018 ανήλθε σε 49,3 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 26,5% των συνολικών ανοιγμάτων των τραπεζών, σε σχέση με το 25,2% στο τέλος του 2017.
Ωστόσο, το 19,9% των ήδη ρυθμισμένων ανοιγμάτων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, δηλαδή, ρυθμισμένα δάνεια της τάξεως των 10 δισ. ευρώ δεν καταφέρνουν να περάσουν στην φάση της ίασης, αφού «ξανακοκκινίζουν» μετά το πρώτο τρίμηνο της ρύθμισης.

Με βάση τα στοιχεία του Πίνακα 1, η πλειοψηφία των δανειοληπτών που βρίσκονται σε αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους ανήκουν σε κατηγορίες χαμηλής δανειοδότησης.
Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν το 60% των δανειοληπτών με στεγαστικά δάνεια σε καθυστέρηση, ανήκουν στην κατηγορία χρέους έως 50.000 ευρώ, αποκαλύπτοντας την βαθύτατη οικονομική δυσχέρεια των ελληνικών νοικοκυριών ή δημιουργώντας σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με τα πραγματικά κίνητρα των οφειλετών.
Από τη μια πλευρά, το γεγονός ότι το υποθηκευμένο ακίνητο είναι πιθανό να έχει εμπορική αξία υψηλότερη από ένα ποσό της τάξης των 50.000 ευρώ αποτελεί σημαντικό κριτήριο για την αποπληρωμή του, ενώ από την άλλη είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι το 45% των δανειοληπτών δε μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτά τα νούμερα.
Η περίπτωση ύπαρξης «στρατηγικών κακοπληρωτών», οι οποίοι, ενώ δύνανται να εξυπηρετήσουν το δάνειο τους, αποφεύγουν να ενταχθούν έστω και σε μια λογική ρύθμισης, προβληματίζει του ιθύνοντες ως προς την λύση μείωσης των κόκκινων δανείων.
Αυτό γιατί, η οποιαδήποτε μερική διαγραφή-ρύθμιση οφειλών φαίνεται τελικά να επιβραβεύει τους «συνειδητά ασυνεπείς» και να περιφρονεί επιδεικτικά τους συνεπείς δανειολήπτες.
Αυτή η μορφή επιείκειας προς τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, δημιουργεί το πρόβλημα του Ηθικού Κινδύνου (Moral Hazard), αφού το σύνολο των δανειοληπτών θα μπορεί στο μέλλον να επενδύσει σε αυτή την συνθήκη άφεσης από το βάρος των υποχρεώσεών τους, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο διαιώνισης του προβλήματος.
Η εύκολη (και εν πολλοίς σωστή κατά την άποψη μας) απάντηση, είναι ο εντοπισμός των στρατηγικών κακοπληρωτών ώστε αυτοί να εξαιρεθούν από μια ευεργετική διάταξη, μερικής διαγραφής του χρέους.
Τεχνικά όμως, μια τέτοια διαδικασία εντοπισμού αναξιόχρεων δανειοληπτών, είναι δύσκολο να ολοκληρωθεί, εν τη απουσία ενός εξατομικευμένου «έσχες», το οποίο σε συνδυασμό με το «πόθεν» και το περιουσιολόγιο, θα δημιουργούσε μια μεγάλη βάση οικονομικών δεδομένων (big data), εύκολα επεξεργάσιμη από τις τράπεζες προς την εξεύρεση βιώσιμων αλλά κυρίως δίκαιων λύσεων.
Εναλλακτικά, οι προτάσεις των τραπεζών βασίστηκαν στον προσδιορισμό της ελάχιστης δόσης δανείου, από μεθοδολογία της ΕΛΣΤΑΤ ανάλογα με το προφίλ και τις (ευρέως αποδεκτές) ανελαστικές δαπάνες κάθε δανειολήπτη.
Ακόμα και αυτή η προσπάθεια, όμως, έπεσε στο κενό (βλ. ποσοστό ρυθμισμένων δανείων που επαναχαρακτηρίζονται ως Μη – Εξυπηρετούμενα), από την στιγμή που η εξέλιξη της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την αύξηση φόρων οδηγούσε σε συνεχή μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος αχρηστεύοντας έτσι κάθε συμφωνία ρύθμισης οφειλών και αναχρηματοδότησης, η οποία είχε συνταχθεί με προγενέστερα δεδομένα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι τράπεζες βρέθηκαν στις συμπληγάδες της αδυναμίας ακριβούς προσδιορισμού του αξιόχρεου κάθε δανειολήπτη από τη μια πλευρά, και της επιδείνωσης της οικονομικής δυνατότητας για το σύνολο των οφειλετών από την άλλη.
Το κρίσιμο θέμα, όμως, στην διαδικασία εξεύρεσης μιας λύσης, ήταν η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση του προβλήματος σε εθνικό αλλά κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της εφαρμογής δραστικών πολιτικών, για τις οποίες, όμως, και πάλι υπάρχει αντίλογος.
Η μακρόχρονη παραμονή της χώρας εκτός αγορών, σε καθεστώς δημοσιονομικής καχεξίας και επιτήρησης, δεν άφηνε περιθώρια στις εθνικές πολιτικές για μια ταχεία αντίδραση.
Ίσως και οι μηχανισμοί στήριξης (ECB, IMF, EC) που παρείχαν ασφάλεια μέσω της ρευστότητας, επέλεξαν να δώσουν (όχι κατ΄ανάγκη ορθά) προτεραιότητα σε θεσμικές αλλαγές, οι οποίες θα διασφάλιζαν την διαδικασία εξυγίανσης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Η περίπτωση μιας στοχευμένης χρηματοδότησης από ευρωπαϊκούς ή εθνικούς μηχανισμούς για την επίλυση των προβλημάτων ρευστότητας των τραπεζών με τη μορφή ενός ευρωομόλογου, αν και δημοφιλής, απαγορεύτηκε στο πνεύμα του ότι το κόστος κεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν θα πρέπει να συνεχίσει να επιβαρύνει την κοινωνία.
Από την άλλη, το σενάριο ενός bail-in (αύξηση του ενεργητικού μέσω μείωσης του παθητικού από κούρεμα των καταθέσεων), σε μια οικονομία που πασχίζει να τροχοδρομήσει σε πορεία ανάπτυξης, μπορεί να οχύρωνε πρόσκαιρα τις τράπεζες αλλά θα στερούσε σημαντικούς πόρους από την ιδιωτική κατανάλωση (έστω και αν οι πόροι αυτοί στην παρούσα φάση δεν μπορούν να διοχετευτούν στις επενδύσεις), με αποτέλεσμα να υποθηκεύεται η οποιαδήποτε προσπάθεια δημοσιονομικής σταθερότητας.
Τέλος, το «κοινωνικά άδικο» οριζόντιο κούρεμα ενός σημαντικού μέρους των οφειλών (υιοθετώντας το ρητό, ο γέγονε, γέγονε), σαν μια ύστατη λύση για την επανεκκίνηση της οικονομίας, σκόνταψε στους δυσαρεστημένους μετόχους οι οποίοι καλούνται να τοποθετήσουν επιπλέον κεφάλαια, καθώς η δεύτερη και η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση κόστισαν στους ιδιώτες 13,6 δισ. ευρώ (8,3 δισ. ευρώ η δεύτερη, και 5,4 δισ. ευρώ η τρίτη).

Το κόστος της μείωσης των NPLs

Φθάνοντας στο σήμερα, η επιτήρηση των NPLs καθώς και οι πολιτικές για την μείωσή τους από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism-SSM), έχουν ενταθεί θέτοντας στόχο τη μείωση από 85 δισ. ευρώ σήμερα στα 35 δισ. ευρώ το 2021, το οποίο σε όρους Δείκτη επί των Συνολικών Δανείων (ή αλλιώς του δείκτη NPLs/Total loans) μεταφράζεται σε πτώση από το 45% στο 20%.

Η προσπάθεια αυτή όπως αποτυπώνεται στον Πίνακα 2 ενδεικτικά για το έτος 2019, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση.
Ειδικότερα, η επιθετική πολιτική μείωσης για το τρέχον έτος, μέσα από ένα σύνολο διαγραφών, πωλήσεων και ρευστοποιήσεων της τάξης των 33 δισ. περίπου, είναι 10 φορές μεγαλύτερη από την αναμενόμενη θετική επίδραση της κανονικής αποπληρωμής δανείων (μόλις 3,5 δισ.).
Επιπλέον το σενάριο για το 2019, βασίζεται στην ηρωική παραδοχή ότι τα Νέα Μη-Εξυπηρετούμενα Δάνεια (Νέα NPLs) θα υπερκαλυφθούν από τα δάνεια που βρίσκονται (ή θα μπουν) σε διαδικασία ίασης (Cured NPLs) καθώς επίσης και ότι οι πωλήσεις δανείων θα είναι υψηλότερες από τις όποιες διαγραφές.
Οι λύσεις-πλαίσιο που συζητούνται για να οριστικοποιηθεί ο τρόπος που θα επιτευχθεί η μείωση αυτή είναι οι εξής :

- Η ίδρυση μιας άτυπης Βad Βank μέσω οχήματος ειδικού σκοπού (Special Purpose Vehicle – SPV), στο οποίο θα μεταφερθεί μέρος των κόκκινων δανείων μαζί με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, και ταυτόχρονη έκδοση ομολόγων με στόχο την δημιουργία υπεραξίας από την διάθεσή τους σε θεσμικούς επενδυτές.
- Την δημιουργία ενός Asset Protection Scheme - APS, το οποίο προβλέπει την χορήγηση κρατικών εγγυήσεων στα senior κομμάτια τιτλοποιημένων χαρτοφυλακίων Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων τα οποία θα πωληθούν από τις τράπεζες, στην ονομαστική τους αξία.
- Την λύση μιας Asset Management Company (AMC) η οποία θα συγκεντρώσει καταγγελμένα δάνεια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, λαμβάνοντας παράλληλα τα μισά από τα κεφάλαιά τους που συνιστούν αναβαλλόμενο φόρο.
- Εναλλακτικά, συζητείται ένα σχήμα κρατικής επιδότησης για τα στεγαστικά δάνεια, το οποίο θα προσφέρει βοήθεια από τον κρατικό προϋπολογισμό σε ένα στοχευμένο (βάσει εισοδηματικών και οικονομικών κριτηρίων) πλήθος δανειοληπτών που έχουν δανειστεί με εξασφάλιση την πρώτη κατοικία τους, όπως, επίσης, και η τιτλοποίηση και πώληση μέρους του «κόκκινου» χαρτοφυλακίου.

Η ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών είναι δεδομένη, ανεξάρτητα από την όποια τεχνική λύση επιλεγεί, αφού οι προβλέψεις που έχουν συνυπολογιστεί στους ισολογισμούς τους δεν επαρκούν για να καλύψουν την ζημιά από την πώληση ή μεταφορά δανείων σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής.
Παράλληλα, το σύνολο των λύσεων εμπλέκει και την κρατική βοήθεια με μορφή εγγυήσεων για τα ομόλογα (τα οποία θα είναι πολύ χαμηλής διαβάθμισης) που θα διατεθούν στις διεθνείς αγορές.
Σύμφωνα μα τα συμπεράσματα της ανάλυσής μας για τη μείωση των NPLs κατά περίπου 50 δισ. ευρώ (από 85 δισ. σε 30 δισ.), έως το 2021, και ανεξάρτητα από το πλαίσιο της τεχνικής λύσης (ή συνδυασμό αυτών) που θα επιλεγεί, προκύπτει ότι οι ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών κυμαίνονται μεταξύ 5,4 δισ. και 12,6 δισ. ευρώ. (βλέπε Πίνακα 3).

Ειδικότερα όσον αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια, που δεν επιδέχονται καμία μορφή ίασης (εγγυήσεις χαμηλής αξίας, παρωχημένα επιχειρηματικά μοντέλα χωρίς προοπτικές ανάπτυξης ή επαναφοράς σε συνθήκες κανονικότητας) θα πρέπει να απομακρυνθούν οριστικά από τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Το ποσοστό των δανείων της κατηγορίας αυτής που διαθέτει εξασφαλίσεις ή προοπτικές επαναφοράς σε συνθήκες λειτουργικής κανονικότητας, θα πρέπει να πωληθεί σε πλατφόρμες ή να ρυθμιστεί με κούρεμα, σε περίπτωση που το όφελος για την τράπεζα σε όρους Παρούσας Αξίας είναι μεγαλύτερο.
(Η συνολική ζημιά για τις τράπεζες στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται από 3,4 δισ. έως 7,7 δισ. ευρώ, θεωρώντας ότι η μέση τιμή εκποίησης ή νέας εγγραφής σε όρους Παρούσας Αξίας από αναχρηματοδότηση θα είναι από 20-35%).
Τα καταναλωτικά δάνεια, αφού εξαιρεθούν αυτά τα οποία δεν έχουν εγγύηση την 1η κατοικία, θα πρέπει να πωληθούν στο σύνολό τους σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές σε σχέση με την ονομαστική τους αξία, όπως εν πολλοίς έχει προεξοφληθεί από τις αυξημένες προβλέψεις (η συνολική ζημιά για τις τράπεζες στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται από 0,8 δισ. έως 1,4 δισ. ευρώ).
Αναφορικά τώρα με την ευαίσθητη (από κάθε άποψη) κατηγορία των στεγαστικών δανείων, προκρίνουμε ένα συνδυασμό ευνοϊκών ρυθμίσεων για τις κατηγορίες της 1ης κατοικίας και πωλήσεων σε επενδυτικά σχήματα για τα δάνεια στα οποία το ύψος των εμπράγματων εξασφαλίσεων είναι υψηλότερο (η συνολική ζημιά για τις τράπεζες στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται από 1,1 δισ. έως 3,6 δισ. ευρώ, θεωρώντας ότι η μέση τιμή εκποίησης ή νέας εγγραφής σε όρους Παρούσας Αξίας θα είναι μεταξύ 45-60%).
Στην ανάλυση μας, θεωρούμε ότι το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογίας (συνολικού ύψους 7,4 δισ. ευρώ), θα πρέπει να παραμείνει ως ενίσχυση στα ταμεία των τραπεζών (τουλάχιστον για την επόμενη 3ετία), ώστε να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες από την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι το ύψος της κεφαλαιακής ενίσχυσης, δεν είναι άμεσα καταβλητέο και στην περίπτωση όπου αυτό είναι κάτω από 7 δισ. ευρώ, δεν επηρεάζει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών.
Επιπλέον, στα επόμενα περίπου 3 χρόνια (έως τέλος του 2021), η αύξηση της λειτουργικής κερδοφορίας των τραπεζών και η επαναφορά (έστω και μικρού μέρους) των καταθέσεων στις συστημικές τράπεζες, συνδράμουν στην άμβλυνση των αναγκών της όποιας κεφαλαιακής ενίσχυσης.
Η επιτυχία, της λύσης (ή του συνδυασμού των λύσεων) που θα επιλεγεί δεν κρίνεται μόνο στην τεχνική αρτιότητα και την ταχύτητα υλοποίησής της. Το πρόβλημα των Μη-Εξυπηρετούμενων Δανείων έχει σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, οι οποίες θα πρέπει να συνεκτιμηθούν. Μία λύση που θα λαμβάνει υπόψη και την άμβλυνση των αρνητικών κοινωνικών συνεπειών, έστω και αν συνεπάγεται υψηλότερο κόστος (σε όρους αναγκών κεφαλαιακής ενίσχυσης), θα πρέπει προκριθεί, με την λογική ότι πολιτικές με έντονο κοινωνικό αποτύπωμα είναι βιώσιμες μόνο αν συγκεντρώνουν ευρεία συναίνεση.
Σε μια τέτοια λογική το πλαίσιο της σχεδιαζόμενης λύσης θα πρέπει να εκπορεύεται από τις εξής γενικές αρχές:

- Η εφαρμογή της όποιας λύσης θα πρέπει να είναι άμεση και δοκιμασμένη, ώστε οι συνέπειες στους ισολογισμούς των τραπεζών να είναι προβλέψιμες και να μπορούν να κοστολογηθούν εκ των προτέρων, με σχετικά μεγάλη ασφάλεια.
- Η συνθήκη βιωσιμότητας της πρότασης πληρείται μόνο εάν οι δανειολήπτες δύνανται να τηρήσουν τους όρους της όποιας ρύθμισης στο εγγύς μέλλον (3 έως 5 χρόνια).
- Η επανένταξη των «ασυνεπών» οφειλετών σε νέες μορφές χρηματοδότησης είναι σημαντική (κυρίως για τα επιχειρηματικά δάνεια), αφού η δυνατότητα εξυπηρέτησης των ρυθμισμένων οφειλών εξαρτάται εν πολλοίς από την επαναφορά και των υφιστάμενων επιχειρηματικών μοντέλων σε συνθήκες κερδοφορίας.
- Η προστασία της 1ης κατοικίας για τους δανειολήπτες με αποδεδειγμένη αδυναμία εξυπηρέτησης σε συνθήκες ευνοϊκών ρυθμίσεων είναι απαραίτητη και δίκαιη και θα διαμορφώσει ένα περιβάλλον κοινωνικής συναίνεσης, κάτι το οποίο κρίνεται ως εκ των ων ουκ άνευ.
- Από την στιγμή που το μεγαλύτερο ποσοστό των οφειλετών έχουν αντίστοιχα σημαντική έκθεση προς τα ασφαλιστικά Ταμεία και την εφορία, το αξιόχρεο θα ορίζεται συνδυαστικά ώστε να μην πληγεί η φοροδοτική και εισφοροδοτική ικανότητα των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων.

Τα πρόσφατα στοιχεία βελτίωσης της οικονομίας (ή για τους απαισιόδοξους ανάσχεσης της κατρακύλας) είναι ενθαρρυντικά, αλλά δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ολιγωρήσουμε.
Οι μηχανισμοί είναι σοφότεροι και τα διδάγματα για τα αίτια της κρίσης έχουν χαραχτεί στη μνήμη των εθνικών πολιτικών, με αποτέλεσμα οι κίνδυνοι δημοσιονομικού εκτροχιασμού να απομακρύνονται.
Οι τράπεζες μετά την «8ετή Οδύσσεια» έχουν επανέλθει σε λειτουργική κερδοφορία και έχουν αγκαλιάσει με ιδιαίτερη θέρμη τις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής (FINTECH), βελτιώνοντας ακόμη περισσότερο τα περιθώριά τους.
Ίσως τα εργαλεία της σύγχρονης-ψηφιακής τραπεζικής, να αποτελούν και μια επιπλέον διασφάλιση της ορθολογικότερης αξιολόγησης αλλά και παρακολούθησης των χρηματοδοτήσεων.
Ανεξάρτητα των κινδύνων μιας ενδεχόμενης οικονομικής επιβράδυνσης, το σύστημα σήμερα παρουσιάζεται καλύτερα θωρακισμένο σε σχέση με την εφιαλτική περίοδο 2012-2016.
Η συζήτηση, όμως, αναφορικά με την εύρεση της ιδανικής λύσης όπου η μείωση των Μη-Εξυπηρετούμενων Δανείων θα γίνει χωρίς μια επιπλέον κεφαλαιακή ενίσχυση, είναι μόνο φιλολογικού χαρακτήρα και δεν παράγει ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η εμμονή κάποιων στην ρητορική αυτή, ελλοχεύει σοβαρότατους κινδύνους για τις τράπεζες οι οποίες θα πρέπει να καλύψουν την διαφορά από τις υπάρχουσες προβλέψεις και την πραγματική μείωση του ενεργητικού τους, αναστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο την πορεία συρρίκνωσης των εργασιών τους.
Το ερώτημα είναι, ποιος θα επωμιστεί (για ακόμα μια φορά) το κόστος αυτό;
Η απάντηση μπορεί να δοθεί με αντιστροφή της ερώτησης: «Για πόσο καιρό θα στρουθοκαμηλίζουμε, γκρινιάζοντας για τις αστοχίες του παρελθόντος;».
Απευθυνόμαστε στους Ευρωπαϊκούς Μηχανισμούς Εγγυήσεων και τους μετόχους των τραπεζών και ρωτάμε αν «...η ουρά του γαϊδάρου (ποσό περίπου στα 7 δισ.) πρέπει να αφεθεί από την στιγμή που έχουμε φάει το υπόλοιπο σώμα (ποσό πάνω από 100 δισ., αν συμπεριλάβουμε και τις λογιστικές ζημιές μετόχων και ΤΧΣ από τις 2 ανακεφαλαιοποιήσεις)….».

Δρ. Αναστάσιος Α. Δράκος (αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοδοτικής Διοίκησης στην Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και
Γεώργιος Θ. Μωράτης (μεταδιδακτορικός Ερευνητής Τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών)
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης