Τελευταία Νέα
Διεθνή

Γερμανία: Η οικονομία σε κίνδυνο ακόμη και ύφεσης με τα παραδοσιακά κόμματα να κινδυνεύουν με… εξαφάνιση

tags :
Γερμανία: Η οικονομία σε κίνδυνο ακόμη και ύφεσης με τα παραδοσιακά κόμματα να κινδυνεύουν με… εξαφάνιση
Η αύξηση της δύναμης του AfD σε συνδυασμό με την υποχώρηση της ανάπτυξης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη Γερμανία
Την αρχή έκανε Bundesbank, η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, η οποία δεν δίστασε να προειδοποιήσει ότι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη ακόμη και με ύφεση.
Την ίδια ώρα το ένα μετά το άλλο τα σημαντικότερα μακροοικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι η γερμανική οικονομία έχει «παγώσει», ενώ οι κλασσικές πολιτικές δυνάμεις, δηλαδή οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της καγκελαρίου Angela Merkel και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), βλέπουν τη δύναμή τους να υποχωρεί όλο και περισσότερο, όπως απέδειξαν και οι πρόσφατες εκλογές στα ομοσπονδιακά κρατίδια Σαξονίας και Βρανδεμβούργου.

«Πάγωσε» η ατμομηχανή της Ευρώπης;

Για δεκαετίες, η Γερμανία ήταν ο οικονομικός κινητήρας της Ευρώπης.
Τώρα είναι αυτή που τη συγκρατεί πίσω.
Έχοντας αποφευχθεί η ύφεση πέρυσι, η οικονομία της Γερμανίας βρίσκεται για ακόμη μία φορά σε δύσκολο σημείο.
Η παραγωγή μειώθηκε κατά 0,1% το δεύτερο τρίμηνο σε σύγκριση με τους προηγούμενους τρεις μήνες.
Ορισμένοι αναλυτές, όπως το DIW, ένα οικονομικό think-tank στο Βερολίνο, αναμένουν περαιτέρω συρρίκνωση το τρίτο τρίμηνο.
Η Deutsche Bank, η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, δήλωσε ότι πιστεύει ότι η οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση.
Το πρόβλημα έχει επικεντρωθεί στον κατασκευαστικό τομέα της Γερμανίας, ο οποίος έχει συρρικνωθεί για τέσσερα διαδοχικά τρίμηνα.
Η παραγωγή αυτοκινήτων έλαβε ακόμη το μεγαλύτερο χτύπημα, καθώς σημείωσε μείωση κατά 17% το τελευταίο έτος, εξαιτίας εν μέρει της επιβράδυνσης της ζήτησης από μεγάλους εμπορικούς εταίρους, όπως η Κίνα και η Βρετανία, και της μετατόπισης των προτιμήσεων των καταναλωτών από τους γερμανικούς κινητήρες ντίζελ.
Όλα αυτά, καθώς και η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ Αμερικής και Κίνας συνεχίζεται, πλήττουν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη.
Στις 26 Αυγούστου ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος Ifo έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο από τη χειρότερη κρίση του χρέους της ζώνης του ευρώ το 2012.
Η αγορά εργασίας βρίσκεται επίσης σε φάση συρρίκνωσης, καθώς όλο και περισσότεροι κατασκευαστές επιδιώκουν να μειώσουν το κόστος θέτοντας τους εργαζόμενους σε προγράμματα "σύντομης εργασίας".
Η γερμανική οικονομία εξαρτάται περισσότερο από τον παγκόσμιο οικονομικό κύκλο από όλες τις υπόλοιπες μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες, διότι η βιομηχανία (εξαιρουμένου του κατασκευαστικού τομέα) είναι επικεντρωμένη στην παραγωγή και εξαγωγή κυκλικών αγαθών όπως αυτοκίνητα, μηχανολογικά εργαλεία και χημικά και συνεισφέρει το 23,5% του γερμανικού ΑΕΠ.
Αυτό καθορίζει και τις προοπτικές της: αν υπάρξουν άσχημα νέα στο εμπόριο και στο Brexit, η γερμανική οικονομία θα περιέλθει πιθανότατα σε πραγματική, ήπια, ύφεση.
Ανάλογα, η Γερμανία θα είναι από τις πιο ωφελημένες αν περιοριστεί η αβεβαιότητα που πλήττει τις εφοδιαστικές αλυσίδες και αν αυξηθούν οι επενδύσεις των επιχειρήσεων παγκοσμίως στην περίπτωση που αποκλιμακωθεί η σύγκρουση ΗΠΑ και Κίνας.
Image
«Ράλι» για το AfD στις εκλογές Σαξονίας και Βρανδεμβούργου

Σημαντική άνοδο κατέγραψαν τα ποσοστά της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής για την Γερμανία» (AfD), στις τοπικές εκλογές σεSaxony (Σαξονία) και Brandenburg (Βρανδεμβούργο), καθώς  πλέον βρίσκεται στη δεύτερη θέση, με τα παραδοσιακά κόμματα CDU-SPD ωστόσο να διατηρούν τις πρωτιές τους στα δυο κρατίδια.
Συγκεκριμένα, στη Σαξονία, σύμφωνα με τα τελευταία αποτελέσματα την πρωτιά έχει το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα (CDU) της Merkel με 32,4% των ψήφων, έχοντας όμως χάσει 7 μονάδες σε σχέση με την προηγούμενη αναμέτρηση του 2014.
Στη δεύτερη θέση βρίσκεται πλέον το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) με 27,9 %, που το 2014 συγκέντρωνε μόλις 9,7% , ενώ τρίτο αναδεικνύεται το Κόμμα της Αριστεράς με 10,1%, και ακολουθούν οι Πράσινοι με 8,6%.
Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) καταγράφει το χειρότερο αποτέλεσμα που έχουν καταγράψει στην ιστορία τους οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, καθώς καταρρέει το 7,7%, ενώ εκτός Βουλής φαίνεται ότι μένουν οι Φιλελεύθεροι (FDP) με 4,3% των ψήφων.
Image
Στην Σαξονία ο σχηματισμός κυβέρνησης αναμένεται να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς τα ποσοστά CDU και SPD δεν αρκούν για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ τους.
Ο σχηματισμός κυβέρνησης στην Σαξονία  αναμένεται να είναι δύσκολος, αφού τα ποσοστά CDU και SPD δεν αρκούν πια για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ τους.
Ήδη, ο Πρωθυπουργός Michael Kretschmer απέκλεισε το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας, ενώ ο συμπρόεδρος των Πρασίνων Robert Habeck  προειδοποίησε πριν από λίγο τον Kretschmer να μην διανοηθεί να συνεργαστεί με την AfD.
«Όλοι πρέπει να είναι ξεκάθαροι με τις ευθύνες τους.
Αυτό σημαίνει κυρίως ότι το CDU πρέπει να έχει συναίσθηση της ευθύνης του και να μην ψάχνει προς τα δεξιά», δήλωσε.
Στο Βρανδεμβούργο, την πρωτιά έχει  το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), το οποίο μέχρι σήμερα συγκυβερνούσε με την Αριστερά, συγκεντρώνοντας 26,2%, αλλά  καταγράφοντας απώλειες 5,7 μονάδων από το 2014.
Δεύτερο κόμμα το AfD, με  23,6%, και τρίτο το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) με 15,5% από 23% που έλαβε στις προηγούμενες εκλογές.
Μεγάλες απώλειες καταγράφει και η Αριστερά, η οποία πέφτει στο 10,7% από το 18,6%, ενώ οι  Πράσινοι ενισχύονται στο 10,7 % από 6,2% και ακολουθούν τα Κινήματα Πολιτών Βρανδεμβούργου με τους Ελεύθερους Ψηφοφόρους που βρίσκονται ακριβώς στο όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο, με 5% (2,7% το 2014).
Εκτός Βουλής  οι Φιλελεύθεροι (FDP), οι οποίοι αν και ενισχύθηκαν σημαντικά, έμειναν στο 4,1% (από 1,5% το 2014).Image

Γερμανικός Τύπος: Ανάσα αλλά και προειδοποιητικό σήμα για CDU-SPD

Στις χθεσινές τοπικές εκλογές στα κρατίδια της Σαξονίας και του Βρανδεμβούργου όπου οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) διατήρησαν τις πρώτες θέσεις αλλά με σημαντικές απώλειες, την ώρα που το ακροδεξιό Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ενίσχυσε σημαντικά τα ποσοστά του καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση αναφέρεται ο Γερμανικός Τύπος, ο οποίος κάνει λόγο για ανάσα αλλά και για προειδοποιητικό σήμα για τον κυβερνητικό συνασπισμό CDU-SPD.
«Η Annegret Kramp-Karrenbauer θα πρέπει να αναλάβει μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την τεράστια απώλεια ψήφων του CDU στο Βρανδεμβούργο και στη Σαξονία», γράφει η Münchner Merkur και εκτιμά ότι η νίκη του Michael Kretschmer στην Σαξονία δεν ήρθε χάρη στην αρχηγό του κόμματός του, αλλά αντιθέτως, παρόλα τα λάθη της.
«Στο Βερολίνο μπορούν μετά τις εκλογές να αναπνεύσουν με ανακούφιση.
Ένας έντονος νέος σεισμός για τον κυβερνητικό συνασπισμό μπορεί για την ώρα να αποφευχθεί, ελπίζουν στο CDU και στο SPD.
Η χαλάρωση όμως των δύο παραδοσιακών λαϊκών κομμάτων δεν μπορεί παρά να είναι η νηνεμία πριν από την καταιγίδα.
Μια ανάσα για την Angela Merkel, την Annegret Kramp-Karrenbauerκαι τον "μεγάλο συνασπισμό"» υποστηρίζει η γερμανική εφημερίδα, τονίζοντας ότι η επιτυχία της AfD στην ανατολική Γερμανία «αποτελεί σημείο καμπής – και ερμηνεύεται από όλα τα υπόλοιπα κόμματα ως προειδοποιητικό σήμα».
Η Bild κάνει λόγο για πικρά αλλά και για ελπιδοφόρα μηνύματα από τις χθεσινές εκλογές.
Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσει το γεγονός ότι πάνω από ένας στους τρεις ψηφοφόρους επέλεξε χθες είτε την AfD είτε την Αριστερά, «δύο κόμματα τα οποία δεν μπορούν και δεν θέλουν να αποστασιοποιηθούν από δύο άδικα γερμανικά καθεστώτα του 20ού αιώνα και τα οποία θέλουν να διχάσουν αυτήν την τόσο επιτυχώς ενωμένη χώρα», γράφει χαρακτηριστικά.
Ελπιδοφόρα χαρακτηρίζει η εφημερίδα την υψηλή συμμετοχή στις χθεσινές εκλογές, η οποία ξεπέρασε το 60%, αλλά και το γεγονός ότι στην Σαξονία το CDU κατόρθωσε να κερδίσει περισσότερους νέους ψηφοφόρους από όσους έχασε προς την AfD.
«Το ενδεχομένως σημαντικότερο αν και για πολλούς άβολο μήνυμα: η AfD δεν είναι απλώς "δεξιά", όπως λέγεται.
Η Αριστερά έχασε στη Σαξονία 27.000 ψηφοφόρους προς την AfD.
Ο δρόμος από τη μία πλευρά στην άλλη είναι μικρός.
H AfD είναι πολύ περισσότερο ένα κόμμα των απογοητευμένων, των θυμωμένων, ακριβώς όπως και η Αριστερά.
Για τα τιμωρηθέντα (αλλοτινά) μεγάλα κόμματα, το ζήτημα είναι να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους (...).
Διότι όποιος αισθάνεται ότι τον καταλαβαίνουν, δεν ψηφίζει άκρα» αναφέρει η Bild ενώ το γερμανικό περιοδικό Spiegel αφού υποστηρίζει ότι «οι παλιές βεβαιότητες δεν ισχύουν πια στην ανατολή», και τονίζει την ανάγκη να σχηματιστούν τώρα κυβερνήσεις χωρίς την AfD.
Το Spiegel κάνει λόγο για πέντε «διδάγματα» που προκύπτουν από τις χθεσινές εκλογές, αναφέροντας ότι «ο εξτρεμισμός δεν ζημιώνει την AfD», ότι το «το ζήτημα των κυβερνητικών συνασπισμών θα είναι περίπλοκο», καθώς κανένα κόμμα δεν θέλει να συνεργαστεί με την AfD, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί «βαθιά ανάσα στον μεγάλο συνασπισμό», ότι οι  «οι Πράσινοι δεν μπορούν να κάνουν μαγικά» και ότι «η Αριστερά δεν είναι πλέον το κόμμα της ανατολής».

Στο Βρανδεμβούργο

Σε ό,τι αφορά στο Βρανδεμβούργο, το AfD ενισχύθηκε πάνω από 10 μονάδες στο 22,5% και βρίσκεται στη δεύτερη θέση, ενώ στην πρώτη θέση βρίσκεται το SPD με 27,5%, χάνοντας όμως συγκριτικά με το 2014 πάνω από 4 ποσοστιαίες μονάδες.
Το CDU συγκεντρώνει μόλις 15,5%, που είναι η χειρότερη επίδοση που έχει καταγράψει ποτέ στο εν λόγω κρατίδιο, με το Die Linke να υποχωρεί στο 11%.
Οι Πράσινοι για πρώτη φορά καταγράφουν διψήφιο ποσοστό στο Βρανδεμβούργο με 10% και μάλιστα, είναι η καλύτερη εκλογική επίδοση που έχουν καταγράψει στην Ανατολική Γερμανία.
Σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν τα exit polls, οι σοσιαλδημοκράτες δεν θα μπορούν  να συγκυβερνούν με το Κόμμα της Αριστεράς στην τοπική Βουλή του Πότσνταμ, χωρίς να αποκλείεται να επιδιώξουν μία τριπλή συμμαχία με την Αριστερά και τους Πράσινους.
Πάντως, το AfD δεν κατορθώνει να κερδίσει την πρώτη θέση σε κανένα από τα δύο κρατίδια, αφού διατηρεί την πρωτιά στη Σαξονία το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) με 32% και στο Βρανδεμβούργο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) με 27,5%.
Αναλυτικά:
Image
Image
Τι συμβαίνει στα ανατολικά κρατίδια;

Τον ερχόμενο Νοέμβριο η Γερμανία θα γιορτάσει τα 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την επανένωση της διαιρεμένης χώρας. Φαίνεται ωστόσο ότι ακόμη και έπειτα από τόσα χρόνια - και τόσα τρισεκατομμύρια - οι Γερμανοί δεν αισθάνονται ως ένας λαός. Ένα όχι πλέον αμελητέο τμήμα του πληθυσμού θεωρεί ότι δεν εκφράζεται από την φιλελεύθερη, αστική πολιτική των παραδοσιακών κομμάτων, τα οποία κατηγορεί για απώλεια εθνικής συνείδησης, διάβρωση των «γερμανικών αξιών», ακόμη και για «αδικαιολόγητη αμηχανία» απέναντι στην πρόσφατη ιστορία της χώρας.
Η οικονομική απόσταση που εξακολουθεί να χωρίζει την γερμανική ανατολή από την υπόλοιπη χώρα προφανώς δεν βοηθά την προσέγγιση και την πραγματική επανένωση. Παρόλες τις επενδύσεις, τα κίνητρα και τις διευκολύνσεις, τα ανατολικά κρατίδια εξακολουθούν να υστερούν έναντι π.χ. της Βαυαρίας ή της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ενώ τα επίπεδα απασχόλησης παραμένουν επίμονα χαμηλότερα από τον γερμανικό μέσο όρο.
Η προσφυγική κρίση του 2015, ο μεγάλος αριθμός προσφύγων και μεταναστών που δέχθηκε έκτοτε η Γερμανία και τα προβλήματα που προέκυψαν κατά την προσπάθεια ενσωμάτωσής τους αποτέλεσαν «πεδίο δόξης» για το AfD, η οποία, ενώ το 2014 ιδρύθηκε με καθαρά οικονομική ατζέντα, με αφορμή την ελληνική κρίση και ζητούσε την έξοδο της χώρας μας από το ευρώ, «αναστήθηκε» αξιοποιώντας το προσφυγικό ρεύμα και τις ξενοφοβικές τάσεις που το ακολούθησαν. «Ενσωματώστε πρώτα εμάς», ήταν το κεντρικό σύνθημα της ακροδεξιάς οργάνωσης Pegida, η οποία εκφράζεται πλέον από το AfD.
Σύμφωνα ωστόσο με πολλούς ερευνητές, όπως ο πολιτικός αναλυτής Torsten Faash, μια πτυχή του προβλήματος στα ανατολικά κρατίδια αφορά την «κληρονομιά» του καθεστώτος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
«Στα ανατολικά υπάρχει μικρότερη εμπειρία με την δημοκρατία και πολλοί διατηρούν ακόμη επιφυλάξεις έναντι των εκλεγμένων κυβερνήσεων, δηλώνει ο Faash στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Ippen.
Tην ίδια ώρα, έρευνα του Ιδρύματος «Φρίντριχ Έμπερτ» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στις ανατολικές περιοχές δεν ενισχύεται τόσο η ακροδεξιά ιδεολογία όσο αυτή του δεξιού λαϊκισμού. Το 30% των ερωτηθέντων ταυτίζεται με ανάλογες θέσεις, ενώ στην δυτική Γερμανία ανάλογες απόψεις εκφράζει «μόνο» το 20%.
Αντίστοιχα περιορισμένη είναι και η εμπιστοσύνη των κατοίκων της ανατολικής Γερμανίας στην δημοκρατία.
Όπως και αν διαμορφωθούν τελικά τα αποτελέσματα στις αυριανές εκλογικές αναμετρήσεις, θεωρείται βέβαιο ότι θα πυροδοτήσουν εξελίξεις και στα δύο κόμματα του (πρώην) «μεγάλου» συνασπισμού που κυβερνά την Γερμανία από το 2013.
Το SPD σπαράσσεται από την διαρκούσα κρίση ηγεσίας του και παρακολουθεί τα δημοσκοπικά ποσοστά του να φλερτάρουν με τα μονοψήφια νούμερα, ενώ και το CDU, ακόμη και μετά την αποχώρηση της Merkel από την ηγεσία του, δεν φαίνεται ικανό να διαχειριστεί τις απώλειες που υπέστη στις Ευρωεκλογές και στις τοπικές αναμετρήσεις.
Η νέα αρχηγός, Annegret Kramp-Karrenbauer να αντιμετωπίζει ακόμη την αμφισβήτηση του ίδιου του κόμματός της.
Το φθινόπωρο αναμένεται λοιπόν ιδιαίτερα «θερμό», τουλάχιστον πολιτικά για την Γερμανία, η οποία δεν αποκλείεται να βρεθεί αντιμέτωπη ακόμη και με διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού - ίσως και με πρόωρες εκλογές.
Η διαφαινόμενη οικονομική ύφεση και τα προβλήματα της ίδιας της Καγκελαρίου προφανώς δεν βοηθούν στην αποκλιμάκωση της έντασης.

Foreign Policy: Η Γερμανία πάσχει από οικονομικό μαζοχισμό και θα «χαθεί» εάν δεν αλλάξει

Τα τελευταία 10 χρόνια, η Γερμανία απολαμβάνει την επιτυχή προσαρμογή της στην παγκοσμιοποίηση, την υγιή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και την πολιτική της σταθερότητα, ωθώντας μεγάλο αριθμό αναλυτών να μιλούν για ένα νέο οικονομικό θαύμα (Wirtschaftswunder), η οποία όμως, δεν αρκεί για να κάμψει  ανησυχίες και φόβους από την επιδείνωση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων και την επιβράδυνση της Κίνας, που μπορούν να την μετατρέψουν στον «μεγάλο ασθενή» της Ευρώπης.
Και αυτό, γιατί μπορούν να πλήξουν την εξαρτώμενη από τις εξαγωγές οικονομία της.
Η κατάσταση ωστόσο, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του το Foreign Policy, είναι λιγότερο δραματική και η Γερμανία δεν κινδυνεύει να κατακτήσει τον τίτλο του «ασθενούς» που της είχε δοθεί και στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Οι οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας δεν ήταν τόσο καλές τα τελευταία 10 χρόνια, όπως υποστηρίζεται συχνά, αλλά η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε εύκολα να λάβει μέτρα για την τόνωση της οικονομίας εάν επιλέξει να κάνει κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι θα κάνει αρκετά, ωστόσο, χάρη σε μια βαθιά πεποίθηση στη Γερμανία - που αντιπροσωπεύει όλο το πολιτικό φάσμα - ότι οη απουσία ή μείωση των δαπανών, θα ήταν αντιπαραγωγική οικονομικά και μη δημοφιλής πολιτικά.
Η πορεία της γερμανικής οικονομίας την τελευταία 10ετία ήταν καλή, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως της Γαλλία και του Ηνωμένου Βασιλείου, άλλα όχι τόσο καλά όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί πως τα τελευταία 20 χρόνια, η Γερμανία έχει ευθυγραμμιστεί σε μεγάλο βαθμό με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες (πλην της Ιταλίας, της οποίας η πορεία δεν ήταν καθόλου καλή) και πολλά μέτρα που έλαβε, απέδωσαν λιγότερο καλά από τα αντίστοιχα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σίγουρα όμως, δεν υπήρχε Wirtschaftswunder.
Κατά την ίδια περίοδο, η γερμανική οικονομία εξαρτάται εντυπωσιακά από τις εξαγωγές.
Η Γερμανία έχει εδώ και καιρό την τάση να έχει εμπορικό πλεόνασμα, αλλά ποτέ δεν έχει το σημερινό μέγεθος.
Η χώρα παρουσιάζει εμπορικά πλεονάσματα κοντά στο 8% του ΑΕΠ από το 2005, κατά μέσο όρο και 6,5% από το 2004.
Σε απόλυτους αριθμούς, τα σχεδόν 300 δισ. δολάρια που ήταν το πλεόνασμά της το 2018, αποτελεί το μεγαλύτερο στον κόσμο.
Το έντονο εξαγωγικό-εμπορικό προφίλ της γερμανικής οικονομίας, εξηγεί γιατί η Γερμανία επέστρεψε πιο γρήγορα μετά από τη χρηματοπιστωτική κρίση, συγκρινόμενη με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, αλλά εξηγεί ταυτόχρονα, γιατί οι προοπτικές της Γερμανίας μειώθηκαν ιδιαίτερα έντονα τους τελευταίους 12 μήνες, καθώς το εξωτερικό περιβάλλον επιδεινώθηκε ταχέως.
Υπάρχει μια τάση στη Γερμανία αλλά και σε άλλα κράτη να μιλάμε για εμπορικές ισορροπίες, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα, θεωρώντας τις χώρες που εμφανίζουν πλεόνασμα, ως «ανταγωνιστικές» και τις χώρες που εμφανίζουν ελλείμματα ως «μη ανταγωνιστικές».
Σε αυτό το κλίμα και θέλοντας να απαντήσει στην κριτική του αμερικανικού προέδρου Donald Trump το 2017 όσον αφορά το ύψος του πλεονάσματος της Γερμανίας, ο τότε υπουργός Οικονομικών της χώρας, Sigmar Gabriel - σοσιαλδημοκράτης όσον αφορά τις πολιτικές του θέσεις - αστειεύτηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απλώς χρειαζόταν να κατασκευάσουν καλύτερα αυτοκίνητα.
Γερμανοί οικονομολόγοι και εκπρόσωποι των υπουργείων Οικονομίας και Οικονομικών υποστηρίζουν, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά πως το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας είναι απλώς το προϊόν των αποφάσεων του ιδιωτικού τομέα στις οποίες η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει καμία επιρροή.
Και τα δύο επιχειρήματα είναι παραπλανητικά.
Το εμπορικό ισοζύγιο μιας χώρας αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του τι παράγει και του τι καταναλώνει.
Η Γερμανία παράγει πολύ περισσότερα από όσα καταναλώνει, επειδή η χώρα (εξοικονομεί και) αποταμιεύει πολύ περισσότερα από όσα επενδύει.
Αυτό δεν οφείλεται κυρίως στη γήρανση του πληθυσμού - το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών ήταν ανέκαθεν υψηλό και δεν αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία 15 χρόνια - αλλά εξαιτίας της διόγκωσης του επιχειρηματικού τομέα και των κρατικών αποταμιεύσεων, καθώς η Γερμανία εμφανίζει δημοσιονομικό πλεόνασμα από το 2013.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιθέτως, καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν.
Δηλαδή οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση των εγχώριων επενδύσεων.
Αυτό μας λέει ελάχιστα για την επιτυχία των δύο αντίστοιχων οικονομιών - τουλάχιστον εάν με επιτυχία εννοούμε επίπεδα παραγωγικότητας και επομένως το βιοτικό επίπεδο - σε αντίθεση με την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών μιας χώρας στις παγκόσμιες αγορές.
Είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο για μια οικονομία του μεγέθους της γερμανικής, να είναι τόσο πολύ ευαίσθητη στις μεταβολές της εξωτερικής ζήτησης.
Συνήθως μια οικονομία του μεγέθους της καθοδηγείται κυρίως από την εγχώρια ζήτηση.
Και δεν υπάρχει τίποτα πιο αναπόφευκτο από τον βαθμό εξάρτησης των εξαγωγών της Γερμανίας - αντικατοπτρίζει  επιλογές της εσωτερικής πολιτικής τα τελευταία 15 περίπου χρόνια.
Αντί να βρίσκεται στο έλεος των παγκόσμιων δυνάμεων που υπερβαίνουν την εμβέλεια του ελέγχου της, η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να λάβει μέτρα για την επαναπροσδιορίσουν την ισορροπία της οικονομίας της χώρας.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι γερμανικές αποταμιεύσεις έχουν αυξηθεί και οι επενδύσεις έχουν εξασθενήσει είναι μια μεγάλη μεταφορά του εθνικού εισοδήματος από τα νοικοκυριά στις επιχειρήσεις, αντανακλώντας την πολύ ασθενή αύξηση των μισθών για άτομα με χαμηλό και μέσο εισόδημα και φορολογικές πολιτικές που ευνόησαν τον επιχειρηματικό τομέα έναντι των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η κατανάλωση των νοικοκυριών στη Γερμανία μειώθηκε από περίπου 63% του ΑΕΠ το 2005 σε 51% το 2018.
Ενώ η μεταφορά εισοδήματος στον επιχειρηματικό τομέα ενίσχυσε τα κέρδη της και την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών εξαγωγών ως προς τις τιμές, δεν έκανε τίποτε για να ωθήσει τις επενδύσεις και κατ'επέκταση  να αυξήσει την παραγωγικότητα στο σύνολο της γερμανικής οικονομίας.
Ο λόγος είναι ότι η αδυναμία κατανάλωσης έχει υπονομεύσει τα κίνητρα των επιχειρήσεων να επενδύσουν εντός Γερμανίας και αντ' αυτού αποταμιεύουν.
Η εξωτερική ζήτηση για γερμανικά αγαθά συρρικνώνεται τώρα, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθεί η οικονομία της χώρας.
Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος και προοπτική για τη Γερμανία να γίνει ξανά ο άρρωστος της Ευρώπης.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα προέρχεται από τη δική της πολιτική και όχι από το επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον.
Η Γερμανία μπορεί εύκολα να λάβει μέτρα για να αυξήσει την εγχώρια κατανάλωση και να αντισταθμίσει την εξασθένιση της εξωτερικής ζήτησης.
Η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους στα χαμηλά έως μεσαία εισοδήματα, να αυξήσει τους μισθούς του δημόσιου τομέα, να ξεκινήσει ένα σημαντικό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και να ανατρέψει τα στοιχεία των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας Hartz που εφαρμόστηκαν το 2003 έως το 2005, υπονομεύοντας τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, δημιουργώντας μια μεγάλη οικονομία χαμηλών μισθών.
Πολλοί γερμανοί οικονομολόγοι, και όχι μόνο όσοι τοποθετούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, καλούν τώρα την κυβέρνηση να μεταρρυθμίσει τη συνταγματική δέσμευση της χώρας να προσαρμόζει και εξισορροπεί τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό στον οικονομικό κύκλο.
Πολύ σωστά υποστηρίζουν, ότι εμποδίζει τη χώρα να αναβαθμίσει την επιδεινούμενη υποδομή της και ότι με το αρνητικό κόστος κυβερνητικού δανεισμού, που σημαίνει ότι οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν τη γερμανική κυβέρνηση για να της δανείσουν, ο δανεισμός για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων θα ήταν υπερβολικός.
Ωστόσο, οι πιο συντηρητικοί οικονομολόγοι και επιχειρηματίες εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι φορολογικές περικοπές για τις επιχειρήσεις και περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Θα υπάρξει ένας συμβιβασμός: χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της χώρας και αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, αλλά και κατάργηση του λεγόμενου φόρου αλληλεγγύης, προσαύξηση 5,5% επί του εισοδήματος και του εταιρικού φόρου που εισήχθη μετά την επανένωση για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης των ανατολικών περιοχών.
Οι υψηλότερες δημόσιες δαπάνες, και ιδιαίτερα οι επενδύσεις, σίγουρα θα δώσουν ώθηση στην οικονομία - ιδιαίτερα καθώς η κυβέρνηση μπορεί να δανειστεί εύκολα, δωρεάν.
Η άνοδος των δημοσίων επενδύσεων θα μπορούσε σαφέστατα να αυξήσει την παραγωγικότητα, για παράδειγμα με την ελάφρυνση των σημείων συμφόρησης της χώρας και τη βελτίωση της κακής τηλεπικοινωνιακής υποδομής της, αλλά δεν θα υποκαταστήσουν τις ισχυρότερες ιδιωτικές επενδύσεις.
Και αντίθετα με όσα πιστεύουν οι συντηρητικοί οικονομολόγοι, η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης δεν θα συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην τόνωση των επενδύσεων, διότι θα ωφελήσει δυσανάλογα τους πιο ευκατάστατους, τις εταιρίες και ομάδες έχουν μεγάλη προοπτική εξοικονόμησης.
Με το ποσοστό των γερμανικών κερδών των επιχειρήσεων να προηγούνται, τους φόρους να παρουσιάζουν μεγάλη πτώση, οι επιχειρήσεις βρίσκονται ήδη σε ένα άνευ προηγουμένου χρηματικό πλεονέκτημα.
Το μόνο που μπορεί να κάνει μια περαιτέρω περικοπή της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων είναι να αυξήσουν περαιτέρω την εξοικονόμηση πόρων και μαζί της την εξάρτηση της οικονομίας από τις εξαγωγές.
Η γερμανική οικονομία δεν πρόκειται να πέσει από ένα βράχο, αλλά ούτε είναι πιθανό να επιστρέψει στους αξιοπρεπούς ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων ετών χωρίς σημαντικές μεταρρυθμίσεις επισημαίνει το Foreign Policy κλείνοντας την ανάλυση.
Η Γερμανία απαιτεί όχι μόνο τη χαλάρωση των ηνίων και να προβεί σε υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις, αλλά και συντονισμένα βήματα για την τόνωση της κατανάλωσης και, κατά συνέπεια, να δοθούν κίνητρα για τις επιχειρήσεις να επενδύσουν στη Γερμανία.
Αλλά δεν υπάρχει λόγος να υποδείξουμε στη γερμανική κυβέρνηση να λάβει ριζοσπαστικά μέτρα για να αντιστρέψει τη μείωση της καταναλωτικής δύναμης των νοικοκυριών.
Καθώς η ύφεση διατηρείται σταθερή, εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος η χώρα να υποχωρήσει στις πολιτικές που έχουν υποβαθμίσει την κατανάλωση και να την αφήσει όσο ευάλωτη είναι ήδη στις ιδιοτροπίες της εξωτερικής ζήτησης.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης