Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Οι τέσσερις προκλήσεις των ελληνικών και ευρωπαικών τραπεζών για το 2021 - Πίεση στα κέρδη

Οι τέσσερις προκλήσεις των ελληνικών και ευρωπαικών τραπεζών για το 2021 - Πίεση στα κέρδη
Οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών να αντέχουν στον αντίκτυπο του δεύτερου κύματος COVID-19 αυξάνονται.
Οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών να αντέχουν στον αντίκτυπο του δεύτερου κύματος COVID-19 αυξάνονται.
Στην τελευταία έρευνα δανεισμού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρατηρεί ότι οι τράπεζες κάνουν τελικώς αυστηρότερους τους όρους δανεισμού κυρίως επειδή το μακροοικονομικό περιβάλλον έχει επιδεινωθεί και η πιστωτική ικανότητα των δανειοληπτών υποφέρει κατά συνέπεια.
Η επισκόπηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας τονίζει ότι «οι προβλέψεις κερδοφορίας θα αναθεωρηθούν προς τα κάτω.
 συνεχιζόμενη χαμηλή κερδοφορία ενδέχεται να παρεμποδίσει την ικανότητα των τραπεζών να υποστηρίξουν το δανεισμό στην πραγματική οικονομία, ιδίως καθώς τα επιτόκια αναμένεται να παραμείνουν χαμηλά.

Η απειλή των  κόκκινων δανείων παραμένει και αφορά όλη την Ευρώπη

Οι εκτεταμένες ανησυχίες ότι το προφίλ του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών θα φαίνεται πολύ χειρότερο το 2021 και το 2022 ωθούν τις αρχές της ΕΕ στις Βρυξέλλες σε δράση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε προτάσεις για την αντιμετώπιση των NPLs  στα μέσα Δεκεμβρίου.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξετάζει επί του παρόντος μια σειρά προτάσεων  απο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή  και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σχετικά με τη διευκόλυνση  της επίλυσης του προβλήματος και της τιτλοποίησης των κακών δανείων με σκοπό τη διασπορά του κινδύνου  σε μια ευρύτερη ομάδα επενδυτών.
Ωστόσο, παρά το γεγονός πως ο ορίζοντας βαραίνει, δεν υπάρχει σχέση με την φρενήρη κατάσταση που επικρατούσε κατά την αρχή της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008.
Ελάχιστες είναι και οι ενδείξεις του ανταγωνισμού μεταξύ του πολιτικού και του οικονομικού τομέα, στοιχείο το οποίο είχε κάνει τοξικές τις τράπεζες στον πολιτικό διάλογο της εποχής της κρίσης.
Αντιθέτως, αυτή τη φορά, ο δημόσιος τομέας και οι τράπεζες συνεργάστηκαν.
Και οι δύο πλευρές έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι χρειάζονται η μία την άλλη για να βοηθήσουν την ευρύτερη οικονομία. Ένα πακέτο εθελοντικών, εποπτικών και νομοθετικών μέτρων που εισήχθη την άνοιξη, συμπεριλαμβανομένων των μορατορίων και των γενναιόδωρων κρατικών εγγυήσεων για νέα δάνεια, επέτρεψε στις τράπεζες να συνεχίσουν να δανείζουν.
Και, χάρη στο παγκόσμιο πλαίσιο μετά την κρίση, οι τράπεζες εισήλθαν σε αυτήν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης πολύ καλύτερα κεφαλαιοποιημένες και, επομένως, πιο ισχυρές από ό, τι στο πρόσφατο παρελθόν.

Οι τράπεζες της Ευρώπης δεν έχουν ανακάμψει πλήρως από την τελευταία κρίση

Ο τομέας εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένος σε εθνικό επίπεδο.
Η Ευρώπη εξακολουθεί να διαθέτει πολλές τράπεζες.
Το κύμα της απαραίτητης ενοποίησης δεν συνέβη ποτέ, τουλάχιστον όχι πέραν των συνόρων.
Η τραπεζική ένωση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Οι τράπεζες εισήλθαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με χαμηλή κερδοφορία και βλέπουν την κερδοφορία τους να διαβρώνεται περαιτέρω από την κρίση.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων, βασικό μέτρο για τον προσδιορισμό της επιτυχίας μιας τράπεζας, έχει μειωθεί στο 1,7% κατά μέσο όρο και δεν θα ανακάμψει πλήρως για κάποιο χρονικό διάστημα.
Το 2021 και το 2022, η κεντρική τράπεζα εκτιμά ότι η ROE θα αυξηθεί απλώς στο 3,1% και 5%, αντίστοιχα, πολύ μακριά από αυτά που είχαν υποσχεθεί πολλοί CEOs στους επενδυτές πριν από ένα χρόνο.
Εάν κάποιοι από αυτούς ελπίζουν ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν τελικά και θα επιτρέψουν στα ιδρύματά τους να αποκομίσουν τα οφέλη, δεν αναμένουν ότι θα συμβεί σύντομα, πια.

Νέες πηγές εσόδων

Με άλλα λόγια, με τα περιθώρια επιτοκίου να συμπιέζονται για το άμεσο μέλλον, οι τράπεζες πρέπει να βασίζονται σε διαφορετικές πηγές εισοδήματος.
Μπορεί να είναι μια διαφορετική δομή προμηθειών;
Αυτό θα μπορούσε επίσης να είναι δύσκολο, καθώς η ψηφιοποίηση επιτρέπει  στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες να συμμετέχουν όλο και περισσότερο σε παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες, ειδικά στις πληρωμές. Το κόστος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο εγγύς μέλλον.
Ωστόσο, αυτές είναι υποκείμενες προκλήσεις που προηγούνται της έκτακτης ανάγκης για εξυγίανση.
Απλώς επιδεινώνονται από τον αντίκτυπο της πανδημίας.
Το πιο άμεσο μέλημα των αρχών είναι τι θα συμβεί στις τράπεζες και στον δανεισμό μόλις λήξουν τα τρέχοντα μέτρα στήριξης.
Οι μικρές και μεσαίες εταιρείες χρησιμοποίησαν γενναιόδωρα κρατικά δάνεια με εγγύηση που πρόκειται να λήξουν μέχρι το τέλος του έτους, ειδικά σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία αλλά και στην Ελλάδα.
Μέχρι τον Ιούνιο του 2020, μόνο στη Γαλλία, οι τράπεζες ανέφεραν 78 δισεκατομμύρια ευρώ (94 δισεκατομμύρια δολάρια) δανείων που υπόκεινται σε κρατικές εγγυήσεις.
Στην Ισπανία, το ποσό ήταν 73 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα με την ΕΒΑ, αυτά τα δάνεια έχουν μέση διάρκεια μεταξύ έξι μηνών και πέντε ετών. Περισσότερο από το ένα τρίτο λήγει το καλοκαίρι του 2021.
Μετά από αυτό, τα δάνεια θα πρέπει να αποπληρωθούν ή να αναχρηματοδοτηθούν.

Τι συμβαίνει με τα προγράμματα εγγυοδοσίας στην Ελλάδα

Σε 12,2 δις. ευρώ έχει ανέλθει η ρευστότητα που έχουν λάβει οι επιχειρήσεις μέσω ΤΕΠΙΧ και Προγράμματος Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, καθώς και μέσω επιστρεπτέας προκαταβολής.
Εν τω μεταξύ προετοιμάζεται ενισχυμένη στήριξη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με νέα εγγυοδοτικά προγράμματα.
Αναμένεται η ανακοίνωση ενός τέτοιου προγράμματος ύψους περίπου 1-1,5 δισ. ευρώ για μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ενώ προετοιμάζεται το πρόγραμμα Γέφυρα 2  που προετοιμάζει η κυβέρνηση

Ποιοι  θα δανειοδοτηθούν και πως

Αλλά επειδή δεν θα υποστηρίζονται πλέον από κυβερνήσεις, οι τράπεζες μπορεί να γίνουν πιο απρόθυμες να δανείσουν.
Αυτό που η ΕΚΤ θα ήθελε να αποφύγει είναι ότι ο  COVID-19 να μη  δημιουργήσει συνθήκες για ένα νέο κουβάρι εταιρικού και δημόσιου χρέους  μέσα στο οποίο τα πιεσμένα δημοσιονομικά των χωρών και ο εξασθενημένος εταιρικός τομέας θα ενδυναμώνουν αμοιβαία τις αδυναμίες ο ένας του άλλου.
Ιδιαίτερα δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις είναι όλο και περισσότερο εκτεθειμένες στον εταιρικό τομέα μέσω των εγγυήσεων.
Για την ΕΚΤ, αυτό είναι ένα προειδοποιητικό σήμα, καθώς ο δεσμός κράτους / τραπεζών ήταν ένας σημαντικός «ενισχυτής στην κρίση δημόσιου χρέους της ζώνης του ευρώ».
Το 2020 έως σήμερα, τα ανοίγματα των τραπεζών της ζώνης του ευρώ σε εγχώριους κρατικούς τίτλους αυξήθηκαν κατά σχεδόν 19% σε ονομαστικά ποσά που είναι και η μεγαλύτερη αύξηση από το 2012 », σύμφωνα με την Επισκόπηση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας της ΕΚΤ τον περασμένο μήνα.
Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν φαίνεται να ανησυχεί για την επανενεργοποίηση του λεγόμενου φαύλου κύκλου μεταξύ τραπεζών και κρατικών αρχών σύντομα, καθώς «μέχρι στιγμής έχει περιοριστεί η ευάλωτη θέση των τραπεζών απέναντι στην υψηλότερη συμμετοχή των τίτλων κρατικού χρέους έχει συγκρατηθεί επειδή οι μεταβολές στην αξία τους ήταν μέτριες Αυτό οφείλεται στα έκτακτα μέτρα νομισματικής πολιτικής και στην πρόταση δημιουργίας του ταμείου ανάκαμψης.
Ένα τέτοιο σενάριο θα φαίνεται χειρότερο σε χώρες όπου οι τράπεζες εξαρτώνται υπερβολικά από τις εγχώριες αγορές.
Οι ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες μπορεί να θέλουν να επανεξετάσουν τις παραδοσιακές κόκκινες γραμμές τους για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης.
Εάν κατάφεραν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για έναν πραγματικά ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, οι τράπεζες θα μπορούσαν να βρίσκονται σε ακόμη πιο ισχυρή θέση να περάσουν στη σημερινή κρίση.
Οι δυνατές τράπεζες είναι το βασικό μέσο απορρόφησης των κραδασμών σε περιόδους κρίσης. Καθώς το δεύτερο κύμα του COVID-19 αναγκάζει τμήματα της ηπειρωτικής οικονομίας σε ένα βαθύ πάγωμα, είναι σαφές ότι το  stress δεν τελειώνει.

Ειρήνη Σακελλάρη
irini9901@yahoo.gr
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης