Επιχειρήσεις

Απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης κατά του ΟΠΑΠ από τα ελληνικά Καζίνο για τα VLTs - Τι αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

tags :
Απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης κατά του ΟΠΑΠ από τα ελληνικά Καζίνο για τα VLTs - Τι αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Σε καθολική απόρριψη της αίτησης αναίρεσης της απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης για την παροχή στον ΟΠΑΠ του δικαιώματος εκμετάλλευσης των VLTs, προχώρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Οι διοικήσεις 7 καζίνο στην Ελλάδα είχαν καταθέσει αίτηση αναίρεσης, προκειμένου να  να ανατραπεί απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 8ης Ιανουαρίου 2015, με την οποία δεν  θεωρήθηκε παράνομη κρατική ενίσχυση το αποκλειστικό δικαίωμα του ΟΠΑΠ για την εκμετάλλευση 35.000 ηλεκτρονικών παιγνιομηχανημάτων και 13 τυχερών παιγνίων.
Τα 7 καζίνο ήταν οι Club Hotel Loutraki AE, Vivere Entertainment AE, Theros International Gaming, Inc., Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας, Καζίνο Ρόδου, Porto Carras AE και Καζίνο Αιγαίου AE.
Ωστόσο, σε απόφαση που δημοσιεύτηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2016, αναφέρεται το εξής:



Αναλυτικά, το σκεπτικό και η απόφαση:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Εκμετάλλευση ηλεκτρονικών παιγνιομηχανημάτων – Χορήγηση αποκλειστικής άδειας από κράτος μέλος – Απόφαση διαπιστώνουσα τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως – Άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Άρθρα 4, 7, και 13 – Μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Έννοια των “σοβαρών δυσχερειών” – Ημερομηνία της εκτιμήσεως – Άρθρο 296 ΣΛΕΕ – Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 41 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 47 – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Έννοια του “οικονομικού πλεονεκτήματος” – Από κοινού αξιολόγηση των κοινοποιηθέντων μέτρων»

Στην υπόθεση C‑131/15 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 16 Μαρτίου 2015,

Club Hotel Loutraki AE, με έδρα το Λουτράκι (Ελλάδα),

Vivere Entertainment AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

Theros International Gaming, Inc., με έδρα την Πάτρα (Ελλάδα),

Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας, με έδρα την Αθήνα,

Καζίνο Ρόδου, με έδρα τη Ρόδο (Ελλάδα),

Porto Carras AE, με έδρα τον Άλιμο (Ελλάδα),

Καζίνο Αιγαίου AE, με έδρα τη Σύρο (Ελλάδα),

εκπροσωπούμενες από τους Ι. Ιωαννίδη, δικηγόρο, και Σ. Παππά, avocat,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι στη διαδικασία είναι οι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ και P. J. Loewenthal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

Ελληνική Δημοκρατία,

Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ (ΟΠΑΠ), με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενος από τους Α. Τόμτση, δικηγόρο, και M. Petite, avocat,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, E. Regan, A. Arabadjiev (εισηγητή), C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουνίου 2016,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι Club Hotel Loutraki AE, Vivere Entertainment AE, Theros International Gaming, Inc., Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας, Καζίνο Ρόδου, Porto Carras AE και Καζίνο Αιγαίου AE ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Ιανουαρίου 2015, Club Hotel Loutraki κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑58/13, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:1), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2012) 6777 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 3ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33 988 (2011/N) – Ελλάδα – Ρυθμίσεις σχετικά με την παράταση του αποκλειστικού δικαιώματος του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου AE (ΟΠΑΠ) για την εκμετάλλευση δεκατριών τυχηρών παιγνίων και σχετικά με τη χορήγηση αποκλειστικής άδειας για την εκμετάλλευση 35 000 ηλεκτρονικών παιγνιομηχανημάτων για περίοδο δέκα ετών (στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, προέβλεπε στο άρθρο 4, το οποίο επιγράφεται «Προκαταρκτική εξέταση της κοινοποίησης και αποφάσεις της Επιτροπής», τα εξής:
«1. Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4.
2. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.
3. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου [107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ], δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την [εσωτερική] αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την [εσωτερική] αγορά (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της Συνθήκης που εφαρμόσθηκε.
4. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσο συμβιβάζεται με την [εσωτερική] αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο [108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ] (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).
5. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, πρέπει να λαμβάνονται εντός δύο μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης. Η κοινοποίηση θεωρείται πλήρης εάν, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της ή από την παραλαβή οποιασδήποτε πρόσθετης πληροφορίας που ζητήθηκε, η Επιτροπή δεν ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. Η προθεσμία μπορεί να παρατείνεται με τη συγκατάθεση τόσο της Επιτροπής όσο και του οικείου κράτους μέλους. Εφόσον είναι απαραίτητο, η Επιτροπή δύναται να καθορίζει πιο περιορισμένα χρονικά περιθώρια.

[...]»

3        Το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Αποφάσεις της Επιτροπής να περατώσει την επίσημη διαδικασία έρευνας», ορίζει:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η επίσημη διαδικασία έρευνας περατώνεται με την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.
2. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επέφερε το οικείο κράτος μέλος, το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.
3. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επέφερε το οικείο κράτος μέλος, αίρονται οι αμφιβολίες για το συμβατό του κοινοποιηθέντος μέτρου με την [εσωτερική] αγορά, αποφασίζει ότι η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την [εσωτερική] αγορά (εφεξής αποκαλούμενη “θετική απόφαση”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της Συνθήκης που εφαρμόσθηκε.
4. Η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύει τη θετική απόφασή της με όρους υπό τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί μια ενίσχυση συμβιβάσιμη με την [εσωτερική] αγορά, και μπορεί να θεσπίσει υποχρεώσεις που της επιτρέπουν να ελέγχει την τήρηση της εν λόγω απόφασης (εφεξής αποκαλούμενη “υπό όρους απόφαση”).
5. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την [εσωτερική] αγορά, αποφασίζει να μην τεθεί σε εφαρμογή (εφεξής αποκαλούμενη “αρνητική απόφαση”).
6. Οι αποφάσεις κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 πρέπει να λαμβάνονται μόλις αρθούν οι αμφιβολίες που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 4. Η Επιτροπή προσπαθεί κατά το δυνατόν να λάβει απόφαση εντός προθεσμίας 18 μηνών από την έναρξη της διαδικασίας. Η προθεσμία μπορεί να παρατείνεται κατόπιν κοινής συμφωνίας της Επιτροπής με το οικείο κράτος μέλος.

[...]»

4        Το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Αποφάσεις της Επιτροπής», προέβλεπε στην παράγραφό του 1 τα εξής:
«Μετά την εξέταση της ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομων ενισχύσεων, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2, 3 ή 4. Στην περίπτωση απόφασης για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η διαδικασία περατώνεται με απόφαση βάσει του άρθρου 7. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του κράτους μέλους με διαταγή παροχής πληροφοριών, η απόφαση αυτή λαμβάνεται με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες.»

 Το ιστορικό της υποθέσεως

5        Επτά καζίνο, τα οποία διέθεταν άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, εκμεταλλεύονται στο εν λόγω κράτος μέλος τυχηρά παίγνια μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται παιγνιομηχανήματα με κερματοδέκτη.
6        Την 1η Δεκεμβρίου 2011, οι ελληνικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή δύο μέτρα υπέρ του ΟΠΑΠ. Το πρώτο μέτρο αφορούσε τη χορήγηση στον ΟΠΑΠ αποκλειστικής άδειας για την εκμετάλλευση 35 000 ηλεκτρονικών παιγνιομηχανημάτων (video lottery terminals, στο εξής: VLT) για χρονικό διάστημα δέκα ετών με λήξη ισχύος στα τέλη του έτους 2022, έναντι εισφοράς ποσού 560 εκατομμυρίων ευρών (στο εξής: συμφωνία VLT). Το δεύτερο μέτρο συνίστατο σε δεκαετή παράταση, από το 2020 έως το 2030, με προσάρτημα σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ΟΠΑΠ το 2000, των ήδη χορηγηθέντων στον ΟΠΑΠ αποκλειστικών δικαιωμάτων για τη με οποιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση δεκατριών τυχηρών παιγνίων (στο εξής: προσάρτημα).
7        Οι αναιρεσείουσες, εξαιρουμένης της Καζίνο Αιγαίου, υπέβαλαν στις 4 Απριλίου 2012 καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής, όπου υποστήριξαν ότι η συμφωνία VLT συνεπαγόταν τη χορήγηση στον ΟΠΑΠ κρατικής ενισχύσεως ασύμβατης με την εσωτερική αγορά. Κατά την άποψή τους, το Ελληνικό Δημόσιο, εάν είχε χορηγήσει περισσότερες άδειες και είχε διενεργήσει διεθνή δημόσιο διαγωνισμό, θα μπορούσε να εισπράξει υψηλότερο τίμημα από το προβλεπόμενο στην εν λόγω συμφωνία ποσό των 560 εκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, τα εισπραττόμενα από τον ΟΠΑΠ κέρδη θα ήταν πολύ λιγότερα, εάν είχε λειτουργήσει υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.
8        Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμφωνία VLT και το προσάρτημα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Παρότι είχε εξετάσει χωριστά τα μέτρα αυτά, προέβη σε από κοινού ανάλυσή τους στον βαθμό που κοινοποιήθηκαν από κοινού και αφορούν την ταυτόχρονη χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων στην ίδια επιχείρηση για παρόμοιες δραστηριότητες, η δε ανάλυση αυτή διεξάχθηκε ενόψει της ανακοινωθείσας ιδιωτικοποιήσεως του ΟΠΑΠ σε σύντομο χρονικό διάστημα.
9        Η Επιτροπή διαπίστωσε ειδικότερα ότι, καίτοι το ποσό των 560 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο όφειλε ο ΟΠΑΠ ήταν σημαντικά χαμηλότερο της τρέχουσας καθαρής αξίας της συμφωνίας VLT, το καταβληθέν ποσό από τον ΟΠΑΠ έναντι του προσαρτήματος, συμπεριλαμβανομένης της παρακρατηθείσας από το Ελληνικό Δημόσιο εισφοράς που αντιστοιχούσε σε 5 % των ακαθάριστων εσόδων από τα παίγνια για το διάστημα μεταξύ της 13ης Οκτωβρίου 2020 και της 12ης Οκτωβρίου 2030, ήταν, αντιθέτως, υψηλότερο από την τρέχουσα καθαρή αξία του προσαρτήματος.
10      Το εν λόγω θεσμικό όργανο επισήμανε επίσης ότι το υψηλότερο τίμημα το οποίο κατέβαλε ο ΟΠΑΠ στο πλαίσιο του προσαρτήματος δεν ήταν παρά ταύτα επαρκές ώστε να διασφαλίσει ότι, κατά μέσο όρο, το ποσό των 560 εκατομμυρίων ευρώ θα υπερέβαινε ή θα ήταν ίσο με την τρέχουσα καθαρή αξία της συμφωνίας VLT. Ως εκ τούτου, συμφωνήθηκε, στο πλαίσιο της επικοινωνίας της Επιτροπής με τις ελληνικές αρχές, ότι οι αρχές αυτές όφειλαν να δεσμευθούν να θεσπίσουν συμπληρωματική εισφορά επί των ακαθάριστων εσόδων του ΟΠΑΠ από τα τυχηρά παίγνια στο πλαίσιο της εκμεταλλεύσεως των VLT, η οποία θα προστίθετο στο αρχικό ποσό των 560 εκατομμυρίων ευρώ.
11      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι κοινοποιηθείσες συμφωνίες δεν απένεμαν πλεονέκτημα στον ΟΠΑΠ και ότι δεν συνιστούσαν, κατά συνέπεια, κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2013, οι αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.
13      Προς στήριξη της προσφυγής τους προέβαλαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορούσε παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθώς και κατάχρηση εξουσίας, καθόσον η Επιτροπή δεν κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας παρότι αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την εκτίμηση των κοινοποιηθέντων μέτρων. Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καθόσον η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως αποκρύπτοντας, στη μη εμπιστευτική έκδοση της επίδικης αποφάσεως, τα βασικά οικονομικά στοιχεία. Προσέβαλε επίσης τα δικαιώματα των αναιρεσειουσών σε χρηστή διοίκηση και σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθόσον η Επιτροπή παρανόμως εξέτασε από κοινού τα δύο κοινοποιηθέντα μέτρα.
14      Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των αναιρεσειουσών και τις καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·
–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, και
–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τον ΟΠΑΠ στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή καθώς και ο ΟΠΑΠ ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και
–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 4, 7 και 13 του κανονισμού 659/1999

 Επιχειρήματα των διαδίκων

17      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρά τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε πριν από την ανάληψη από τις ελληνικές αρχές της δεσμεύσεως, στις 7 Αυγούστου 2012, να θεσπίσουν συμπληρωματική εισφορά επί των ακαθάριστων εσόδων του ΟΠΑΠ από τα παίγνια, η οποία προστέθηκε στο ποσό των 560 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπει η συμφωνία VLT. Επισημαίνουν συναφώς, πρώτον, ότι η εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής να αποφασίζει την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι περιορισμένη και ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα πρέπει να διακυβεύει τη διαδικασία αυτή.
18      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι από το άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ και από τα άρθρα 4, 7 και 13 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι η προκαταρκτική εξέταση είναι μια prima facie αξιολόγηση των κοινοποιηθέντων μέτρων τα οποία αποδεικνύεται προδήλως, κατά το πέρας της εξετάσεως αυτής, ότι δεν συνιστούν ούτε ενισχύσεις ούτε συμβατές ενισχύσεις. Η δε επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αποσκοπεί στην εκτίμηση των μέτρων τα οποία δεν είναι prima facie συμβατά με την εσωτερική αγορά.
19      Κατά τις αναιρεσείουσες, στον βαθμό που, κατά την προκαταρκτική εξέταση και πριν από τη διαπραγμάτευση για τη συμπληρωματική εισφορά, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η συμφωνία VLT απένεμε πλεονέκτημα στον ΟΠΑΠ, όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν υπείχε εν προκειμένω τέτοια υποχρέωση, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.
20      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν προέβη σε από κοινού εξέταση, καταρχάς, της συχνότητας της επικοινωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών, ακολούθως, του περιεχομένου της και, τέλος, της διάρκειας της προκαταρκτικής εξετάσεως. Η, όμως, από κοινού εξέταση αυτών των στοιχείων θα αναδείκνυε την ύπαρξη των σοβαρών δυσχερειών που αντιμετώπισε η Επιτροπή κατά την ανάλυση των κοινοποιηθέντων μέτρων.
21      Υποστηρίζουν ειδικότερα, πρώτον, ότι ο τεχνικός χαρακτήρας των ζητημάτων που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση των κοινοποιηθέντων μέτρων, όπως την εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου να δικαιολογήσει το ότι η επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών δεν μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαίτερα συχνή ή έντονη, δεν αποτελεί κατάλληλο κριτήριο, καθώς η αξιολόγηση είναι τεχνική σε κάθε περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς.
22      Δεύτερον, οι περίπλοκοι υπολογισμοί που πραγματοποιήθηκαν κατά την προκαταρκτική εξέταση δεν ήταν σαφείς, καθώς περιλάμβαναν σειρά περιπτώσεων επαναλαμβανόμενων υπολογισμών και οδήγησαν στη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς η οποία τροποποιούσε τα αρχικώς κοινοποιηθέντα μέτρα. Η επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών δεν είχε επομένως αμιγώς ενημερωτικό ή επεξηγηματικό χαρακτήρα.
23      Τρίτον, η δεκάμηνη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ήταν αυτή καθαυτή ενδεικτική της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών.
24      Η Επιτροπή και ο ΟΠΑΠ αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος στο σύνολό του, καθώς οι αναιρεσείουσες περιορίζονται σε επανάληψη της επιχειρηματολογίας την οποία προέβαλαν πρωτοδίκως. Ο ΟΠΑΠ υποστηρίζει, από πλευράς του, ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο καθόσον οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25      Όσον αφορά το προβαλλόμενο απαράδεκτο του πρώτου λόγου αναιρέσεως στο σύνολό του, αρκεί η επισήμανση ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, οι αναιρεσείουσες δεν περιορίζονται σε επανάληψη της επιχειρηματολογίας την οποία προέβαλαν πρωτοδίκως, αλλά αμφισβητούν την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 47 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
26      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα νομικά ζητήματα τα οποία εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να συζητηθούν εκ νέου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας διότι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που είχε ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑192/13 P, EU:C:2014:2156, σκέψη 45).
27      Όσον αφορά το παραδεκτό του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι, με την επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στις σκέψεις 21 έως 23 της παρούσας αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να προβεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, όπως ορθώς αναφέρει ο ΟΠΑΠ. Δεδομένου ότι μια τέτοια εξέταση δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.
28      Εξάλλου, καίτοι είναι παραδεκτή η επιχειρηματολογία που προβάλλεται προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του λόγου αυτού στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε από κοινού εξέταση των διαφόρων επικρινόμενων από τις αναιρεσείουσες στοιχείων, εντούτοις καταλήγει σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο προέβη, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 60 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε από κοινού εξέταση των διαφόρων αυτών στοιχείων.
29      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.
30      Όσον αφορά το βάσιμο της επιχειρηματολογίας που προβάλλεται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθίσταται απαραίτητη αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να εκτιμήσει αν ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να αρκεστεί στην προκαταρκτική έρευνα του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και να λάβει ευνοϊκή απόφαση για κάποια ενίσχυση μόνον αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από μια πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Αντιθέτως, αν, από την πρώτη αυτή εξέταση, η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 70 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
31      Δεδομένου ότι το κριτήριο των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, η ύπαρξη αυτών των δυσχερειών δεν πρέπει να αναζητηθεί μόνο στις συνθήκες λήψεως της αποφάσεως της Επιτροπής κατόπιν της προκαταρκτικής εξετάσεως, αλλά και στις εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 71 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
32      Επομένως, η νομιμότητα αποφάσεως για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, εξαρτάται από το αν η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων τα οποία διέθετε η Επιτροπή, κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε αντικειμενικά να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου αυτού προς την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του εν λόγω κανονισμού (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
33      Οι ίδιες αρχές ισχύουν και όταν η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον ίδιο τον χαρακτηρισμό του εξεταζομένου μέτρου ως ενισχύσεως κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Μαΐου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑400/99, EU:C:2005:275, σκέψη47).
34      Λαμβανομένων υπόψη των εννόμων συνεπειών της κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τα μέτρα που αντιμετωπίζονται ως νέες ενισχύσεις, όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποστηρίζει ότι τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει επαρκώς το ζήτημα βάσει των πληροφοριών που της έχουν παρασχεθεί έως το στάδιο αυτό από το εν λόγω κράτος, έστω και αν η εξέταση αυτή δεν καταλήξει σε οριστική εκτίμηση. Στο πλαίσιο της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και θεσμικών οργάνων, η οποία απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και προς αποφυγήν καθυστερήσεως της διαδικασίας, εναπόκειται στο κράτος μέλος που θεωρεί ότι τα επίμαχα μέτρα δεν αποτελούν ενισχύσεις να παράσχει το συντομότερο δυνατόν στην Επιτροπή, από τη στιγμή που της υποβάλλει αυτά τα μέτρα, τα στοιχεία που δικαιολογούν τη θέση αυτή. Αν τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν την άρση των αμφιβολιών και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα εξεταζόμενα μέτρα δεν ενέχουν στοιχεία ενισχύσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Μαΐου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑400/99, EU:C:2005:275, σκέψη 48).
35      Συναφώς, σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το καθήκον χρηστής διοικήσεως που υπέχει, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να ανοίξει διάλογο με το κράτος που προέβη στην κοινοποίηση ή με τρίτους προκειμένου να υπερβεί, κατά την προκαταρκτική διαδικασία, δυσχέρειες που ενδεχομένως αντιμετωπίζει. Πάντως, η δυνατότητα αυτή προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόζει τη θέση της σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα του διαλόγου που διεξήχθη, χωρίς η προσαρμογή αυτή να πρέπει a priori να ερμηνευθεί ως στοιχειοθετούσα την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑287/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:395, σκέψη 71).
36      Η Επιτροπή μπορεί, ως εκ τούτου, να εκδώσει νομίμως, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, απόφαση με την οποία, ενώ διαπιστώνει τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, λαμβάνει υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε το κράτος μέλος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑287/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:395, σκέψη 72).
37      Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το γεγονός ότι η Επιτροπή εκτίμησε, κατά την προκαταρκτική εξέταση και πριν από τη διαπραγμάτευση για τη συμπληρωματική εισφορά, ότι η συμφωνία VLT απένεμε πλεονέκτημα στον ΟΠΑΠ ουδόλως ήταν ικανό να την υποχρεώσει να κινήσει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς οι δυσχέρειες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη ήταν ακόμη δυνατό να υπερκερασθούν στο πλαίσιο του διαλόγου με το κράτος που προέβη στην κοινοποίηση και δη, όπως εν προκειμένω, μέσω των δεσμεύσεων που ανέλαβε το Ελληνικό Δημόσιο.
38      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή νομίμως εξέδωσε την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, αφού έλαβε υπόψη την δέσμευση των ελληνικών αρχών και αφού εκτίμησε, κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως, ότι η Επιτροπή δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των κοινοποιηθέντων μέτρων, δεν υπέπεσε στην πλάνη περί το δίκαιο την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείουσες.
39      Κατόπιν των προηγηθεισών σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.
 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ από την Επιτροπή καθώς και παράβαση των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

40      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν προέκυπτε από τη μη συμπερίληψη ορισμένων στοιχείων στην επίδικη απόφαση ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της υπό την έννοια του άρθρου 296 ΣΛΕΕ ή ότι προσέβαλε το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή απέκρυψε, στην επίδικη απόφαση, σχεδόν το σύνολο των επίδικων οικονομικών στοιχείων, μεταξύ άλλων και εκείνα που χρησιμοποίησε ως βάση για τους πραγματοποιηθέντες υπολογισμούς σχετικά με τη συμπληρωματική εισφορά. Κατά συνέπεια, δεν τους επιτράπηκε να προβάλουν την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, ενώ και το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να ελέγξει το κύρος των οικονομικών στοιχείων καθώς και την ακρίβεια των υπολογισμών που πραγματοποίησε η Επιτροπή.
41      Ειδικότερα, δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσουν αν το ποσό το οποίο κατέβαλε ο ΟΠΑΠ έναντι των κοινοποιηθέντων μέτρων αντιστοιχούσε στο ανώτατο τίμημα το οποίο θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ιδιώτης επενδυτής ο οποίος ενεργεί υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού.
42      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με το γεγονός ότι ο ΟΠΑΠ κατέβαλε για το προσάρτημα «υψηλότερο τίμημα» του οποίου το ύψος του ανταλλάγματος απέκλειε κάθε πλεονέκτημα απορρέον από το χαμηλότερο τίμημα το οποίο κατέβαλε για τη συμφωνία VLT.
43      Η Επιτροπή και ο ΟΠΑΠ αμφισβητούν την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών και εκτιμούν, ειδικότερα, ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθώς οι αναιρεσείουσες απλώς επαναλαμβάνουν στο σημείο αυτό την επιχειρηματολογία την οποία προέβαλαν πρωτοδίκως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44      Όσον αφορά το απαράδεκτο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείουσες δεν περιορίζονται σε επανάληψη της επιχειρηματολογίας την οποία προέβαλαν πρωτοδίκως, αλλά αμφισβητούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 73 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
45      Όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση του λόγου αυτού, υπενθυμίζεται ότι, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω θεσμικό όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα περί ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιονδήποτε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια ούτε τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα αυτή συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομιστεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 50).
46      Ακολούθως, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη, αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του ληφθέντος μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
47      H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 150 και παρατιθέμενη νομολογία).
48      Ωστόσο, η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλει το άρθρο 339 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ελλιπή αιτιολόγηση. Κατά τη νομολογία, η υποχρέωση της τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου δεν μπορεί να ερμηνευθεί τόσο διασταλτικά ώστε να καθιστά άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την υποχρέωση αιτιολογήσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, 296/82 και 318/82, EU:C:1985:113, σκέψη 27).
49      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη ορίζει ότι, σε περιπτώσεις προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει, στην πράξη, τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το συγκεκριμένο άρθρο. Συγκεκριμένα, το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η ίδια δε η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου για την διασφάλιση της τηρήσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 45, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 95).
50      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «ότι η μη εμπιστευτική έκδοση της [επίδικης] αποφάσεως [απέκρυπτε] μεγάλο αριθμό οικονομικών στοιχείων και ότι η μη δυνατότητα προσβάσεως στα στοιχεία αυτά δεν [επέτρεπε] την επαλήθευση της ακρίβειας των υπολογισμών που πραγματοποίησε η Επιτροπή».
51      Παρά ταύτα, στις σκέψεις 74 και 75 της αποφάσεως αυτής, εκτίμησε ότι «η συλλογιστική της Επιτροπής [απέρρεε] σαφώς από τη μη εμπιστευτική έκδοση της [επίδικης] αποφάσεως στην οποία οι [αναιρεσείουσες είχαν] πρόσβαση» διότι από την έκδοση αυτή «[προέκυπτε] με σαφήνεια η μεθοδολογία που ακολούθησε η Επιτροπή στη συγκεκριμένη περίπτωση».
52      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε στη σκέψη 74 της εν λόγω αποφάσεως ότι, στην έκδοση αυτή, η Επιτροπή:
–        ανέφερε το κριτήριο το οποίο προτίθετο να εφαρμόσει προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ή μη πλεονεκτήματος·
–        επεξήγησε τον τρόπο με τον οποίο είχε υπολογίσει την τρέχουσα καθαρή αξία της συμφωνίας VLT και του προσαρτήματος·
–        διευκρίνισε ότι η αξία αυτή βρισκόταν σε σχέση εξαρτήσεως με το χρησιμοποιηθέν προεξοφλητικό επιτόκιο·
–        επισήμανε τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι μπορούσε να προβεί σε από κοινού ανάλυση των δύο μέτρων·
–        επισήμανε ότι το αντάλλαγμα το οποίο προβλεπόταν στο προσάρτημα ήταν υψηλότερο της τρέχουσας καθαρής αξίας των αποκλειστικών δικαιωμάτων που χορηγούνταν βάσει αυτού·
–        ανέφερε ότι το αντάλλαγμα το οποίο προβλεπόταν στη συμφωνία VLT ήταν χαμηλότερο της τρέχουσας καθαρής αξίας των αποκλειστικών δικαιωμάτων και ότι, ακόμη και αν προστίθετο το υψηλότερο τίμημα το οποίο κατέβαλε ο ΟΠΑΠ στο πλαίσιο του προσαρτήματος, το εν λόγω αντάλλαγμα θα παρέμενε ανεπαρκές·
–        διευκρίνισε ότι η αύξηση του προβλεπόμενου στη συμφωνία VLT ανταλλάγματος, η οποία προσδιοριζόταν στη δέσμευση την οποία ανέλαβαν οι ελληνικές αρχές στις 7 Αυγούστου 2012, διασφάλιζε ότι το ύψος του ανταλλάγματος θα ήταν επαρκές ώστε να αποκλείσει οποιοδήποτε πλεονέκτημα και
–        προσδιόρισε τη μέθοδο υπολογισμού του ανταλλάγματος αυτού.
53      Στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «οι [αναιρεσείουσες] δεν [είχαν διευκρινίσει] τη συνάφεια των αποκρυβέντων στοιχείων για τους σκοπούς της υπό κρίση προσφυγής. Δεν [είχαν επεξηγήσει] τη σημασία των στοιχείων αυτών ούτε για την κατανόηση της συλλογιστικής που ακολούθησε η Επιτροπή ούτε για την ανάπτυξη των λόγων που προέβαλαν περί της υποχρεώσεως κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας (πρώτος λόγος) και περί της από κοινού αναλύσεως της συμφωνίας VLT και του π

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης