Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Eurobank: Εκτός στόχου οι επενδύσεις στην Ελλάδα... προς το παρόν - Ανασταλτικός παράγοντας η πολιτική αβεβαιότητα

tags :
Eurobank: Εκτός στόχου οι επενδύσεις στην Ελλάδα... προς το παρόν - Ανασταλτικός παράγοντας η πολιτική αβεβαιότητα
Εξαγωγές και ανταγωνιστικότητα παραμένουν εντός στόχου - Αγκάθι ο τομέας των κατασκευών
Τη βελτίωση των προσδοκιών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας σηματοδοτεί η ενίσχυση των επί μέρους συνιστωσών του δείκτη οικονομικού κλίματος, τονίζει η Eurobank, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία ανάλυσή της, υπό τον τίτλο "7 Ημέρες Οικονομία".
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη Eurobank:
- Αγκάθι παραμένει ο τομέας των κατασκευών.
- Τα ελληνικά νοικοκυριά εμφανίζονται να είναι συνεχώς περισσότερο απαισιόδοξα σε σχέση με τα αντίστοιχα στην ευρωζώνη (Απρίλιος 1997 – Νοέμβριος 2014).
- Παράδοξο: ακόμα και στις επονομαζόμενες «καλές εποχές», δηλαδή από τα τέλη της δεκαετίας του 90 μέχρι και το τέλος του 2007, τότε που η ελληνική οικονομία είχε έναν μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (3,42%) κατά 1 με 1,5 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο των κρατών της ευρωζώνης, τα ελληνικά νοικοκυριά πάλι εμφανιζόντουσαν να είναι περισσότερο απαισιόδοξα σε σχέση με τα αντίστοιχα της ευρωζώνης.
- Η συνολική κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική) ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε υψηλά επίπεδα 91,82% (2014q2).
Οι συνολικές επενδύσεις στο ιστορικό χαμηλό επίπεδο της τάξης του 10,65% (2014q2).
- Οι στρεβλώσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν στην αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών, η έντονη μεταβλητότητα του φορολογικού συστήματος, η έλλειψη χρηματοδότησης και η πολιτική αβεβαιότητα αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την αύξηση των επενδυτικών δαπανών.
Στις 27 Νοεμβρίου 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (DG ECFIN) δημοσίευσε τον δείκτη οικονομικού κλίματος καθώς και τις επί μέρους συνιστώσες του για τον μήνα Νοέμβριο.
Ο συγκεκριμένος δείκτης δομείται με την χρήση στοιχείων από έρευνες που διεξάγονται τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στα νοικοκυριά (καταναλωτές) και αφορά του κλάδους της βιομηχανίας, των υπηρεσιών, του λιανικού εμπορίου και των κατασκευών.
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτελεί μια καλή προσέγγιση των εκτιμήσεων και των προσδοκιών των βασικών παραγωγικών φορέων μιας κοινωνίας για τις παρούσες και τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις.
Όπως επανειλημμένως έχουμε τονίσει στο φυλλάδιο 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, οι προσδοκίες που διαμορφώνουν τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις, για παράδειγμα για τις μελλοντικές φορολογικές ελαφρύνσεις ή επιβαρύνσεις, αποτελούν πολύ σημαντικό παράγοντα στη λήψη των επί μέρους αποφάσεών τους.
Συνεπώς, ο δείκτης οικονομικού κλίματος μπορεί να ερμηνευτεί και ως μια ένδειξη για την κατεύθυνση που τείνουν να λάβουν αποφάσεις του τύπου: πόσο θα καταναλώσω; πόσο θα αποταμιεύσω; πόσο θα επενδύσω; πόσο θα εργαστώ; πόσους εργαζόμενους θα προσλάβω στην επιχείρηση μου;
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας ο δείκτης οικονομικού κλίματος (συγκεντρωτικός δείκτης εμπιστοσύνης) βελτιώθηκε σε σχέση με τον Οκτώβριο κατά 0,5 μονάδες (από 102,5 σε 102,7) και σε σχέση με τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους κατά 11,1 μονάδες (από 91,6 σε 102,7). Μπορεί μεν η βελτίωση να είναι σχετικά ισχνή, ωστόσο αποτελεί σημαντικό στοιχείο το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος δείκτης παραμένει σε επίπεδα ανώτερα του μακροχρόνιου μέσου όρου των 100 μονάδων.
Επιπρόσθετα, για λόγους σύγκρισης αξίζει να αναφέρουμε πως από τον Απρίλιο του 1997 μέχρι και σήμερα (Νοέμβριος 2014) η μέγιστη τιμή που έλαβε ο συγκεκριμένος δείκτης ήταν οι 119,1 μονάδες τον Ιούλιο του 2000, ενώ η ελάχιστη ήταν οι 74,8 μονάδες τον Μάρτιο του 2009. Η τελευταία αναφορά είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι στον συγκεκριμένο δείκτη αποτυπώθηκε σχετικά νωρίς η ζοφερή κατάσταση που θα επακολουθούσε για την ελληνική οικονομία μέσα στα επόμενα χρόνια (2009-2013).
Αναφορικά με τις επί μέρους συνιστώσες του δείκτη οικονομικού κλίματος, όλες παρουσίασαν βελτίωση με εξαίρεση τον τομέα των κατασκευών που παρουσίασε επιδείνωση κατά -13 μονάδες σε σχέση με τον Οκτώβριο (από -21,2 σε -34,2) και κατά -0,8 μονάδες σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (από -33,4 σε -34,2). Ο συγκεκριμένος κλάδος εξακολουθεί να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας (υψηλή προσφορά, έλλειψη χρηματοδότησης, υψηλή φορολογία, μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα). Για παράδειγμα σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ), για τον μήνα Αύγουστο η συνολική οικοδομική δραστηριότητα σε όρους αδειών μειώθηκε σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους κατά -19,9%.
Ο τομέας των υπηρεσιών κατέγραψε την μεγαλύτερη βελτίωση και ακολούθησε ο τομέας του λιανικού εμπορίου, της βιομηχανίας και ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Πιο συγκεκριμένα ο δείκτης εμπιστοσύνης των υπηρεσιών βελτιώθηκε κατά 5,8 μονάδες σε σχέση με τον Οκτώβριο (από 15,8 σε 21,6) και κατά 29,7 μονάδες σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2013. Στο λιανικό εμπόριο σημειώθηκε ενίσχυση της εμπιστοσύνης κατά 5,3 και κατά 28,4 μονάδες σε μηνιαία και σε ετήσια βάση αντίστοιχα.
Στη βιομηχανία, ύστερα από δύο αρνητικές τιμές τον Σεπτέμβριο (-5,4) και τον Οκτώβριο (-0,6) ο δείκτης εμπιστοσύνης τον Νοέμβριο πέρασε σε θετικό έδαφος (1,3).
Αξίζει να αναφερθεί πως το θετικό πρόσημο σημαίνει ότι κατά την διάρκεια διεξαγωγής των ερευνών, οι αισιόδοξες απαντήσεις αναφορικά με τις εξελίξεις στον κλάδο της βιομηχανίας (π.χ. παραγγελίες, συσσώρευση αποθεμάτων, δαπάνες σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου) ξεπέρασαν τις αντίστοιχες απαισιόδοξες.
Τέλος, ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών κατέγραψε ισχνή βελτίωση κατά μια μονάδα (από -50,9 σε -49,9) σε σχέση με τον Οκτώβριο και κατά 16,8 μονάδες σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους.
Τον Νοέμβριο ο εν λόγω δείκτης στην ευρωζώνη ήταν της τάξης των -11,6 μονάδων ενώ όπως ήδη έχουμε αναφέρει στην ελληνική οικονομία ήταν της τάξης των 49,9 μονάδων. Συνεπώς, σε ερωτήσεις του τύπου: παρούσα ή μελλοντική χρηματοοικονομική κατάσταση, προοπτικές εργασίας και πιθανότητα αποταμίευσης, τα ελληνικά νοικοκυριά εμφανίζονται να είναι συνεχώς περισσότερο απαισιόδοξα σε σχέση με τα αντίστοιχα στην ευρωζώνη.
Το γεγονός αυτό είναι αποτέλεσμα της παρούσας ελληνικής ύφεσης; Ναι, από τον Οκτώβριο του 2009 ενώ η διαφορά ήταν περίπου στις 9 μονάδες (-27 και -18 μονάδες για Ελλάδα και ευρωζώνη αντίστοιχα) κατά την διάρκεια των επόμενων 60 μηνών η διαφορά εκτοξεύθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα με ένα εύρος τιμών ανάμεσα στις -40 με -60 μονάδες.
Το γεγονός αυτό είναι αποτέλεσμα μόνο της παρούσας ελληνικής ύφεσης; Όχι, ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι ακόμα και στις επονομαζόμενες «καλές εποχές», δηλαδή από τα τέλη της δεκαετίας του 90 μέχρι και το τέλος του 2007, τότε που η ελληνική οικονομία είχε έναν μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (3,42%) κατά 1 με 1,5 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο των κρατών της ευρωζώνης, τα ελληνικά νοικοκυριά πάλι εμφανιζόντουσαν να είναι περισσότερο απαισιόδοξα σε σχέση με τα αντίστοιχα της ευρωζώνης.
Αυτό δεν ισχύει για τους υπόλοιπους δείκτες, στη βιομηχανία, στο λιανικό εμπόριο, στις υπηρεσίες και στις κατασκευές (με εξαίρεση την βραχυχρόνια περίοδο μετά του Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας) οι υψηλότεροι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας συνοδεύτηκαν και από μεγαλύτερη αισιοδοξία ή μικρότερη απαισιοδοξία στους προαναφερθέντες κλάδους σε σχέση με την ευρωζώνη. Επομένως, η ερμηνεία της συμπεριφοράς των ελληνικών νοικοκυριών (καταναλωτών) χρήζει περαιτέρω διερεύνησης (π.χ. συνεργασία οικονομολόγων και ερευνητών στην ψυχολογία νοικοκυριών - καταναλωτών) καθώς εκτός από την προφανή αρνητική επίδραση της παρούσας ύφεσης είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί παράγοντες όπως ψυχολογικοί ή ακόμα και κουλτούρας (π.χ. έλλειψη ψυχραιμίας).
Η συνολική κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική) ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε υψηλά επίπεδα 91,82%.
Ένα τρίμηνο πριν την αρχή της μεγάλης ελληνικής ύφεσης, δηλαδή 1ο τρίμηνο του 2008, τα μερίδια των επί μέρους συνιστωσών του ΑΕΠ λάμβαναν τις εξής τιμές: Η ιδιωτική κατανάλωση αποτελούσε το 67,75% της συνολικής δαπάνης για εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες, η δημόσια κατανάλωση ήταν στο 19,77%, οι συνολικές επενδύσεις (σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου) ήταν στο 24,93%, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ήταν στο 23,07% και οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ήταν στο 36,18%.
Σήμερα τα δεδομένα έχουν ως εξής: Η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί το 71,91% της συνολικής δαπάνης για εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες, η δημόσια κατανάλωση το 19,90%, οι συνολικές επενδύσεις το 10,65%, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών το 33,56% και οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών το 36,48%.
Συνεπώς, μετά από 6 χρόνια βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης τίθεται το εξής ερώτημα:
Υπάρχουν σημάδια δομικών αλλαγών στο υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας μας; Θα απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα παρουσιάζοντας πρώτα τον βασικό στόχο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
Ο στόχος έχει ως εξής: Επενδύσεις, Εξαγωγές και Ανταγωνιστικότητα.
Με βάση τα προαναφερθέντα νούμερα γίνεται φανερό πως η ελληνική οικονομία είναι εντός στόχου στο πεδίο των εξαγωγών και της ανταγωνιστικότητας (αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών κατά 10,49 ποσοστιαίες μονάδες, μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας) ωστόσο υπάρχει σημαντική υστέρηση στο πεδίο των επενδύσεων.
Μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν εμφανίζονται κάποια σημάδια αντιστροφής της πτωτικής τάσης του μεριδίου των επενδύσεων.
Όσο ο ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο των επενδύσεων το συγκεκριμένο μερίδιο θα συνεχίσει την πτωτική του πορεία δημιουργώντας έτσι εμπόδια για υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στο μέλλον.
Οι στρεβλώσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν στην αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών, η έντονη μεταβλητότητα του φορολογικού συστήματος, η έλλειψη χρηματοδότησης και η πολιτική αβεβαιότητα αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την αύξηση των επενδυτικών δαπανών.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης