γράφει : ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΙΟΝΗΣ
Συλλογικές ή ατομικές συμβάσεις εργασίας;
Στο ερώτημα εάν η γερμανική αγορά εργασίας δύναται να εξαχθεί στην υπόλοιπη Ευρωζώνη επιχειρούν να απαντήσουν οι Financial Times.
Η Γερμανία οφείλει την οικονομική της άνθιση στις μεταρρυθμίσεις του πρώην Καγκελάριου Gerhard Schröder, ο οποίος πριν 10 χρόνια άλλαξε άρδην την αγορά εργασίας, υιοθετώντας σωρεία κοινωνικών και προνοιακών πολιτικών.
Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις απέβλεπαν όχι στην διευκόλυνση των προϋποθέσεων λήψης επιδομάτων ανεργίας, αλλά αντιθέτως, στην παροχή πρωτοβουλιών για άμεση και τάχιστη είσοδο των ανέργων στην αγορά εργασίας, ακόμα και με χαμηλότερους μισθούς.
Οι πολιτικές του Gerhard Schröder απέδωσαν καρπούς, καθώς σήμερα, η ανεργία στη Γερμανία βρίσκεται στο εξαιρετικά χαμηλό 5,1% όταν στην Ελλάδα ανέρχεται στο 27,8% και στην Ισπανία στο 25,8%.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα 4 Γερμανών οικονομολόγων, η οποία φέρει τον τίτλο «From Sick Man of Europe to Economic Superstar», οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις δεν ευθύνονται για το θαύμα της γερμανικής οικονομίας.
Αρκετοί Γερμανοί αξιωματούχοι προτρέπουν την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τις υπόλοιπες «προβληματικές» χώρες να υιοθετήσουν το παράδειγμα του Βερολίνου, ασκώντας πανομοιότυπες πολιτικές.
Ωστόσο, η έρευνα των Christian Dustmann, Bernd Fitzenberger, Uta Schönberg και Alexandra Spitz-Oener, απορρίπτει αναφανδόν την άνωθεν αξίωση, εντοπίζοντας σε άλλα σημεία την πηγή της γερμανικής εργασιακής ανάκαμψης.
Ο μέγιστος λόγος της γερμανικής επιτυχίας έγκειται στο ότι αρκετοί εργαζόμενοι εγκατέλειψαν τις παραδοσιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που οριοθετούσαν τους μισθούς και τις ώρες εργασίας των εργαζομένων.
Ως αντικατάσταση αυτών, συνήπταν συμφωνίες σε επίπεδο επιχείρησης ή ακόμα και σε επίπεδο ατομικό, δηλαδή πέρασαν στο επίπεδο των ατομικών συμβάσεων εργασίας ή αλλιώς των ιδιωτικών συμφωνητικών.
«Από το 1995 έως το 2008, το ποσοστό των εργαζομένων που υπέγραφε συλλογικές συμβάσεις υποχώρησε από το 75% στο 56%. Από το 2010 έως και σήμερα, μόλις το 41% καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Μάλιστα, το σχετικό ποσοστό στους κλάδους της μεταποίησης και των υπηρεσιών κυμαίνεται στο… 10%» αναφέρουν χαρακτηριστικά, οι 4 οικονομολόγοι.
Παρότι οι συλλογικές συμβάσεις μέχρι πρότινος διατηρούνταν σε ισχύ, η πλειονότητα των εργατικών συνδικάτων υπέγραφε ατομικές συμβάσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι μισθοί καθορίζονται ανεξαρτήτου της συλλογικής σύμβασης.
Σε αντίθεση με τη Γερμανία, οι ανταγωνίστριες χώρες Ιταλία και Γαλλία προτιμούν τις συλλογικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να υστερούν σε ανταγωνιστικότητα έναντι της Γερμανίας.
Αυτό που πρέπει να εξαχθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν είναι επομένως, οι μεταρρυθμίσεις του Gerhard Schröder, αλλά το σύστημα υπογραφής ατομικών συμφωνιών μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη. Από μία τέτοια μετεξέλιξη ωφελούνται και οι δύο πλευρές, καθώς οι πρώτοι δύνανται να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίας όταν επικρατούν θετικές προοπτικές στο εργασιακό περιβάλλον, ενώ οι δεύτεροι διατηρούν σε χαμηλό επίπεδο το εργασιακό κόστος, διατηρώντας παράλληλα, την ανταγωνιστική τους ισχύ.
www.bankingnews.gr
Η Γερμανία οφείλει την οικονομική της άνθιση στις μεταρρυθμίσεις του πρώην Καγκελάριου Gerhard Schröder, ο οποίος πριν 10 χρόνια άλλαξε άρδην την αγορά εργασίας, υιοθετώντας σωρεία κοινωνικών και προνοιακών πολιτικών.
Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις απέβλεπαν όχι στην διευκόλυνση των προϋποθέσεων λήψης επιδομάτων ανεργίας, αλλά αντιθέτως, στην παροχή πρωτοβουλιών για άμεση και τάχιστη είσοδο των ανέργων στην αγορά εργασίας, ακόμα και με χαμηλότερους μισθούς.
Οι πολιτικές του Gerhard Schröder απέδωσαν καρπούς, καθώς σήμερα, η ανεργία στη Γερμανία βρίσκεται στο εξαιρετικά χαμηλό 5,1% όταν στην Ελλάδα ανέρχεται στο 27,8% και στην Ισπανία στο 25,8%.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα 4 Γερμανών οικονομολόγων, η οποία φέρει τον τίτλο «From Sick Man of Europe to Economic Superstar», οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις δεν ευθύνονται για το θαύμα της γερμανικής οικονομίας.
Αρκετοί Γερμανοί αξιωματούχοι προτρέπουν την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τις υπόλοιπες «προβληματικές» χώρες να υιοθετήσουν το παράδειγμα του Βερολίνου, ασκώντας πανομοιότυπες πολιτικές.
Ωστόσο, η έρευνα των Christian Dustmann, Bernd Fitzenberger, Uta Schönberg και Alexandra Spitz-Oener, απορρίπτει αναφανδόν την άνωθεν αξίωση, εντοπίζοντας σε άλλα σημεία την πηγή της γερμανικής εργασιακής ανάκαμψης.
Ο μέγιστος λόγος της γερμανικής επιτυχίας έγκειται στο ότι αρκετοί εργαζόμενοι εγκατέλειψαν τις παραδοσιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που οριοθετούσαν τους μισθούς και τις ώρες εργασίας των εργαζομένων.
Ως αντικατάσταση αυτών, συνήπταν συμφωνίες σε επίπεδο επιχείρησης ή ακόμα και σε επίπεδο ατομικό, δηλαδή πέρασαν στο επίπεδο των ατομικών συμβάσεων εργασίας ή αλλιώς των ιδιωτικών συμφωνητικών.
«Από το 1995 έως το 2008, το ποσοστό των εργαζομένων που υπέγραφε συλλογικές συμβάσεις υποχώρησε από το 75% στο 56%. Από το 2010 έως και σήμερα, μόλις το 41% καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Μάλιστα, το σχετικό ποσοστό στους κλάδους της μεταποίησης και των υπηρεσιών κυμαίνεται στο… 10%» αναφέρουν χαρακτηριστικά, οι 4 οικονομολόγοι.
Παρότι οι συλλογικές συμβάσεις μέχρι πρότινος διατηρούνταν σε ισχύ, η πλειονότητα των εργατικών συνδικάτων υπέγραφε ατομικές συμβάσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι μισθοί καθορίζονται ανεξαρτήτου της συλλογικής σύμβασης.
Σε αντίθεση με τη Γερμανία, οι ανταγωνίστριες χώρες Ιταλία και Γαλλία προτιμούν τις συλλογικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να υστερούν σε ανταγωνιστικότητα έναντι της Γερμανίας.
Αυτό που πρέπει να εξαχθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν είναι επομένως, οι μεταρρυθμίσεις του Gerhard Schröder, αλλά το σύστημα υπογραφής ατομικών συμφωνιών μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη. Από μία τέτοια μετεξέλιξη ωφελούνται και οι δύο πλευρές, καθώς οι πρώτοι δύνανται να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίας όταν επικρατούν θετικές προοπτικές στο εργασιακό περιβάλλον, ενώ οι δεύτεροι διατηρούν σε χαμηλό επίπεδο το εργασιακό κόστος, διατηρώντας παράλληλα, την ανταγωνιστική τους ισχύ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών