Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Mασουράκης (Alpha Bank) - Η Ελλάδα μπορεί να καταστεί η Silicon Valley της Ευρώπης - Σταθεροποίηση των NPLs στις τράπεζες στα τέλη του 2014

tags :
Mασουράκης (Alpha Bank) - Η Ελλάδα μπορεί να καταστεί η Silicon Valley της Ευρώπης - Σταθεροποίηση των NPLs στις τράπεζες στα τέλη του 2014
Για να υπάρξει βιώσιμη  ανάπτυξη, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να πάψει να είναι κρατικοδίαιτη
Η Ελλάδα θα μπορούσε κάλλιστα να καταστεί η Silicon Valley της Ευρώπης, ανέφερε ο Μιχάλης Μασουράκης, Senior Manager Economic Research της Alpha Bank, σε διάλεξή του με τίτλο "Σε Aναζήτηση του Nέου Aναπτυξιακού Προτύπου", στο ΚΕΠΕ.
Εστιάζοντας στις ελληνικές τράπεζες, ο κ. Μασουράκης στάθηκε στο στοίχημα της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τονίζοντας πως μετά από συνεχή αύξηση τα τελευταία χρόνια, διαμορφώνονται πλέον στο 1/3 του συνόλου των δανείων. Η αυξητική αυτή τάση εμφανίζει σημεία επιβράδυνσης και, ως εκ τούτου, αναμένεται σταθεροποίηση του λόγου μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων σε υψηλότερο από το σημερινό επίπεδο, κάποια στιγμή προς το τέλος του χρόνου, εξήγησε ο κ. Μασουράκης.
"Για να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να πάψει να είναι κρατικοδίαιτη", διεμήνυσε ο κ. Μασουράκης για να προσθέσει πως "το ζητούμενο είναι η επανεξισορρόπηση της ελληνικής οικονομίας προς τους κλάδους των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, που από τη φύση τους για να παραχθούν απαιτούν μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα λόγω της έκθεσης των κλάδων αυτών στον διεθνή ανταγωνισμό.
Αλλά, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, γιατί άραγε να είναι αναγκαία η έκθεση στον διεθνή ανταγωνισμό. Η απάντηση είναι απλή. Διότι μόνον έτσι μπορούν να ενσωματώνονται και στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία όλες οι νέες τεχνολογίες, καινοτομίες, τεχνικές διοίκησης κ.λπ. που διαθέτουν οι ξένες επιχειρήσεις με ισχυρή παρουσία στην διεθνή αγορά. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσω του ανταγωνισμού της εγχώριας παραγωγής για εξαγωγές και υποκατάσταση εισαγωγών με τα προϊόντα των ξένων εταιρειών. Και αν κάποιος αναρωτηθεί γιατί να είναι επιθυμητός αυτός ο ανταγωνισμός, η απάντηση είναι και πάλι απλή. Χρειαζόμαστε τον ανταγωνισμό διότι έτσι δημιουργούνται υψηλότερα εισοδήματα και πραγματικές  (παραγωγικές)  θέσεις εργασίας σε μονιμότερη βάση. Αλλά και διότι η παραγωγική μηχανή της χώρας είναι έτσι σε θέση να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, όχι μόνο στον τεχνολογικό/οικονομικό αλλά και στον θεσμικό/κοινωνικό τομέα. Και αυτό είναι με την σειρά του απαραίτητο έτσι ώστε οι ασυνέχειες από τις αλλαγές, καθώς και τα φαινόμενα καθυστέρησης προσαρμογής στα διεθνώς τεκταινόμενα, να περιορίζονται, στο ελάχιστο δυνατό.
Προχωρώντας στο δια ταύτα, η μεταφορά πόρων προς τους πιο εξωστρεφείς και τους πιο παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και να αυξηθεί το τεχνολογικό και καινοτομικό περιεχόμενο της παραγωγής δεν αρκούν οι εξωγενείς δράσεις στο πεδίο των κρατικών παρεμβάσεων και πολιτικών. Πρέπει, πρωτίστως, να αυξηθεί η σχετική κερδοφορία των επενδύσεων στους εξωστρεφείς και  δυναμικούς κλάδους. Διότι η κερδοφορία φέρνει τις επενδύσεις και οι επενδύσεις την αύξηση της παραγωγικότητας. Το γεγονός ότι δεν έχουμε ισχυρή παρουσία ως χώρα στους κλάδους των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών οφείλεται στο ότι, στο παρελθόν τουλάχιστον, τα κέρδη έβγαιναν πιο εύκολα στους μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους όπου οι απαιτήσεις ανταγωνισμού ήταν, αν όχι ανύπαρκτες, τουλάχιστον μηδαμινές, σε αντίθεση με τα κέρδη στους διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους που απαιτούσαν σχεδιασμό, τεχνολογίες, οργάνωση κ.λ.π., καθώς ο ανταγωνισμός είναι οξύτατος.  Αυτό που έχει σημασία για την ανταγωνιστικότητα είναι η εξέλιξη του σχετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας, δηλαδή της σχετικής κερδοφορίας, και όχι εάν η όποια βελτίωση προέρχεται από μισθούς ή την παραγωγικότητα.  Οι υψηλοί γερμανικοί μισθοί δεν εμποδίζουν τις εξαγωγές της Γερμανίας να έχουν κατακτήσει όλο τον κόσμο, ακριβώς διότι το σχετικό μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Γερμανία παραμένει σταθερό, βρέξει-χιονίσει.  Οι μισθοί δεν αυξάνουν ποτέ πέραν της αύξησης της παραγωγικότητας.  
Όταν, δε,  ανατιμάται το ευρώ, το αντισταθμίζουν με παρεμβάσεις στο εργασιακό κόστος.  Δυστυχώς, δεν υπάρχει εναλλακτική στο σύστημα αυτό, ιδίως εάν έχεις μια οικονομία που ανταγωνίζεται όλες τις άλλες διεθνώς.  Και, οι Γερμανοί αυτό το έχουν καταλάβει καλά.
Και ερχόμαστε τώρα στο ερώτημα-κλειδί. Πώς μπορεί να αυξηθεί, λοιπόν, η σχετική κερδοφορία των εξωστρεφών και δυναμικών κλάδων; Η απάντηση είναι ότι αυτό θα γίνει όταν αποδομηθεί το πλαίσιο προστασίας των εσωστρεφών κλάδων, που η βιωσιμότητα τους στηρίζεται πολλές φορές στην φοροδιαφυγή, την αδιαφάνεια, τον πλασματικό κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων που προέρχεται από μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και υψηλό δανεισμό, τα κλειστά επαγγέλματα, τα εμπόδια (χωροταξικά, αδειοδοτικά κ.λπ.) εισόδου στην αγορά σε νέες επιχειρήσεις, και τις χιλιάδες νομικές ρυθμίσεις που διαμορφώνουν ένα προνομιακό επιχειρηματικό περιβάλλον προστασίας από τον ανταγωνισμό, εντός του οποίου ορισμένοι αντλούν πρόσοδο σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, οι κλάδοι αυτοί απολαμβάνουν σχετικά υψηλής κερδοφορίας που δεν σχετίζεται, όμως, με την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν ή την τεχνολογική τους υπεροχή, εν αντιθέσει με τους εξωστρεφείς και δυναμικούς κλάδους όπου οι συνθήκες κερδοφορίας είναι σχετικά πολύ δυσκολότερες λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν, όπως προαναφέρθηκε.  Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν όντως, στην Ελλάδα του σήμερα, γίνονται οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για την διασφάλιση συνθηκών ανταγωνισμού στην οικονομία. Η απάντηση είναι μάλλον καταφατική, βεβαίως κάτω και από τον καταναγκασμό του Μνημονίου, αν και οι αντιδράσεις είναι ακόμη σθεναρές. Οι αντιδράσεις αυτές, όμως, δεν έχουν πλέον πιθανότητα να τελεσφορήσουν, μιας και δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα προσφυγής σε εκτεταμένο δανεισμό από το εξωτερικό.
Με την αναπροσαρμογή που επιχειρείται στην χώρα μας, η ανάπτυξη σε βάθος χρόνου προϋποθέτει την ανακατανομή της απασχόλησης από τον δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, και, γενικότερα, από τους μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους στους εξωστρεφείς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.  
Στο πλαίσιο αυτό, η απασχόληση θα ενισχυθεί και από την απορρόφηση της ανεργίας, καθώς και την αύξηση του εργατικού δυναμικού μέσω μεγαλύτερης συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, αλλά και μέσω μεταναστευτικών ροών.  
Ο μετασχηματισμός αυτός διευκολύνεται με τις αποκρατικοποιήσεις και το άνοιγμα στις ξένες επενδύσεις, τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την άρση εμποδίων στην επιχειρηματική δραστηριότητα και την απλοποίηση αδειοδότησης νέων εταιρειών, σε συνδυασμό με τα προγράμματα χρηματοδότησης για την επιχειρηματικότητα και τις ενισχύσεις των επενδυτικών νόμων, την εξάλειψη της φοροδιαφυγής στους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρές ατομικές επιχειρήσεις και, βεβαίως, τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του δημόσιου τομέα ώστε να απελευθερωθεί εργατικό δυναμικό με ταυτόχρονη αύξηση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας του κράτους.  Όλα αυτά, λίγο-πολύ, δρομολογούνται, παρά την ατέρμονη γκρίνια για την καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων.  
Στο πλαίσιο αυτό, ίσως έχει έρθει, επίσης, το πλήρωμα του χρόνου οι τοπικές κοινωνίες να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους, και όχι να τα περιμένουν όλα από το κέντρο. Υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να διαμορφώνουν οι ίδιες ένα ελκυστικό περιβάλλον για την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας και την προσέλκυση επιχειρήσεων στην περιοχή τους.  Η απογείωση της οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να ενισχυθεί ακόμη  περαιτέρω εάν οι τοπικές κοινωνίες θα μπορούσαν να ασκήσουν οι ίδιες πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων στην περιοχή τους, σε ανταγωνισμό με άλλες περιφέρειες. Στο ίδιο μήκος κύματος, θα έπρεπε ενδεχομένως οι τοπικές κοινωνίες να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν οι ίδιες το είδος του χωροταξικού σχεδιασμού που θα ήθελαν να εφαρμόσουν.  Ας αναλάβουν την ευθύνη για το οικιστικό περιβάλλον στο οποίο θέλουν να ζήσουν και το είδος των επιχειρηματικών μονάδων που θέλουν να προσελκύσουν στην περιοχή τους.  Δεν είναι πλέον οικονομικά αποτελεσματικό και πολιτικά διαχειρίσιμο το πρότυπο οργάνωσης όπου ο Μεγάλος Αδελφός από το κέντρο κινεί τα νήματα και ξέρει τι πρέπει, και τι δεν πρέπει, να κτισθεί στις τοπικές κοινωνίες.  Μία τέτοιου είδους αποκέντρωση μπορεί ενδεχομένως να απελευθερώσει τεράστιες δημιουργικές δυνάμεις και να οδηγήσει σε ρυθμούς ανάπτυξης που δεν τους έχουμε ούτε καν φαντασθεί.
Στα διάφορα νέα αναπτυξιακά πρότυπα που κυκλοφορούν (McKinsey, ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ, ΕΕΤ), υπάρχουν πάμπολλες προτάσεις όσον αφορά στους δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας που έχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης στο μέλλον. Οι περισσότερες προτάσεις, όμως, που ακούγονται κάνουν επίκληση στις μαγικές δυνάμεις του κράτους για να φέρει την εξωστρεφή ανάπτυξη.  
Και το κράτος όντως κάνει ότι μπορεί για να διοχετεύσει κοινοτικούς πόρους σε επενδυτικές πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην ανταγωνιστικότητα, τις καινοτομίες, τις νέες τεχνολογίες κ.λ.π.  Αλλά δυστυχώς αυτό δεν φτάνει.  Από εκεί και πέρα, πρέπει να αναγνωρισθεί  ο κυρίαρχος ρόλος της κερδοφορίας και της ελευθερίας δράσεων της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας.  Το κράτος-κωπηλάτης είναι νεκρό.  
Για να υπάρξει βιώσιμη  ανάπτυξη, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να πάψει να είναι κρατικοδίαιτη.  Το κράτος θα πρέπει να συνεισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη με ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, ένα αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας και την διοχέτευση πόρων σε υποδομές.  Από εκεί και πέρα, όμως, δεν απαιτούνται κρατικές επιδοτήσεις και επενδυτικά κίνητρα για την ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων ή δραστηριοτήτων. Οι επενδυτές γνωρίζουν πολύ καλά πού να βάλουν τα λεφτά τους.  Και το μόνο που απαιτείται είναι να μην εμποδίζονται στις επενδύσεις τους, και αυτό για λόγους προστασίας κατεστημένων συμφερόντων.
Είναι αλήθεια ότι σε μια οικονομία της αγοράς σαν την δικιά μας είναι δύσκολο να σχεδιάσεις την ανάπτυξη, επιλέγοντας κλάδους αιχμής, διοχετεύοντας τους απαραίτητους πόρους στην παραγωγική διαδικασία και δημιουργώντας τις συνέργειες που απαιτεί η μεγέθυνση τους.  Δεν είναι πάντως ακατόρθωτο.  Και σε κάθε περίπτωση, οι κλάδοι αυτοί δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετικοί από τους κλάδους που σχετίζονται με την γεωγραφική θέση της χώρας, που είναι και το συγκριτικό μας πλεονέκτημα. Οι κλάδοι αυτοί θα είχαν ήδη αναπτυχθεί εάν δεν υπήρχε η προστασία από τον ανταγωνισμό, εάν δεν υπήρχαν οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις, η υπανάπτυξη του θεσμικού πλαισίου, η «εύκολη» κερδοφορία των εσωστρεφών κλάδων της οικονομίας, κ.ο.κ.  Και αν γίνει, τέτοιου είδους επιλογή κλάδων αιχμής, αυτό θα πρέπει να γίνει, πρώτον, χωρίς διακριτική μεταχείριση σε βάρος άλλων κλάδων της οικονομίας, και, δεύτερον, με την μεγαλύτερη δυνατή κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.  Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας αναδεικνύουν αβίαστα την πρωτοπορία των εξαγωγικών κλάδων (γεωργία-μεταποίηση-ενέργεια-τουρισμός-διαμετακομιστικό εμπόριο), που «θα σύρουν το κάρο της ανάπτυξης». Βεβαίως, το νέο αναπτυξιακό πρότυπο είναι ήδη υπό διαμόρφωση καθώς ενισχύεται η σχετική κερδοφορία των κλάδων των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών  και υπηρεσιών, σε μία οικονομία χωρίς ελλείμματα και δανεισμό από το εξωτερικό. Χρειάζεται, όμως, και λίγο, έως πολύ, σπρώξιμο.
Προσωπικά πιστεύω ότι ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να επιταχυνθεί με την ενεργό προσέλκυση κεφαλαίων και ανθρώπων στη χώρα.  Η Ελλάδα θα μπορούσε να μετεξελιχθεί  σε ευρωπαϊκό κόμβο υψηλής ποιότητας διαβίωσης και αναψυχής, με όχημα την εγκατάσταση στην χώρα μας καινοτόμων δραστηριοτήτων και ατόμων υψηλού εισοδηματικού επιπέδου ή υψηλού επιπέδου τεχνολογικής, επιστημονικής, καλλιτεχνικής, χρηματοοικονομικής, κ.λπ., εξειδίκευσης.  Κάτι τέτοιο θα αναζωογονούσε και το παραδοσιακό αμιγώς τουριστικό προϊόν της χώρας μας, που εξαρτάται σήμερα  σε μεγάλο βαθμό από τον οργανωμένο μαζικό τουρισμό, δηλαδή χαμηλές εισπράξεις, υψηλή εποχικότητα και γεωγραφική συγκέντρωση.  Η αγορά κατοικίας θα μπορούσε να απογειωθεί.  Οι υποδομές της χώρας σε δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια κ.λ.π. θα βελτιωνόντουσαν σημαντικά.  Το ίδιο θα συνέβαινε και με όλη την τουριστική υποδομή της χώρας, περιλαμβανομένων των υποδομών για την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού.  Και, βεβαίως, οι συνέργειες με την γεωργία, την μεταποίηση, τις κατασκευές και τους λοιπούς κλάδους της οικονομίας, θα ήταν καταλυτικού χαρακτήρα.
Για δεκαετίες, εμείς οι Έλληνες αντλούμε πρόσοδο εκμεταλλευόμενοι τον ήλιο, την θάλασσα και την Ακρόπολη, όπως ο Αιγύπτιοι εκμεταλλεύονται τις Πυραμίδες και το κανάλι του Σουέζ, που έτυχε να βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.  Ο ορισμός της προσόδου είναι το εισόδημα που προσπορίζεται κάποιος χωρίς να δουλεύει, χωρίς να επενδύει, όπως κάποιος που νοικιάζει τα χωράφια του. Το προίκισμα μιας χώρας με φυσικά πλεονεκτήματα δεν μετατρέπεται αυτόματα σε εισόδημα και ευημερία, αν οι κάτοικοι της αρκούνται στον προσπορισμό της αντίστοιχης προσόδου, χωρίς να νοιάζονται και να επενδύουν για το μέλλον.  Το ότι δεν έχει εκβιομηχανισθεί η χώρα μας δεν είναι τυχαίο.
Πέραν, λοιπόν, του κλίματος και της γεωγραφικής θέσης - που τα βρήκαμε, δεν τα φτιάξαμε - χρειάζονται και υποδομές.  Η Ελλάδα θα μπορούσε κάλλιστα να αποκτήσει χαρακτηριστικά Φλόριντας και Silicon Valley στην Ευρώπη.  Μπορούμε να διδαχθούμε πολλά και να πάρουμε κάτι από την Φλόριντα και κάτι από την Silicon Valley.  Είναι λάθος να  διαγράψουμε την οικοδομή, που ήταν για δεκαετίες η κινητήριος δύναμη της οικονομίας μας.  Είναι λάθος να θεωρούμε ότι τα «μπετά» είναι το παρελθόν και τα «μυαλά» το μέλλον.  Η ζωή δεν κάνει άλματα.  Ευκαιρίες υπάρχουν παντού και η ανάπτυξη είναι μια μακροχρόνια διαδικασία όπου το μέτρο και η ισορροπία θα πρέπει να διαφυλάσσονται.  Και «μυαλά» και «μπετά», λοιπόν, είναι το σωστό μείγμα.
Το μέλλον του κατασκευαστικού κλάδου στην μετα-Μνημόνιο εποχή δεν φαίνεται να απασχολεί σχεδόν κανέναν.  Ο κλάδος είναι κλινικά νεκρός σήμερα.  Το 2007, οι επενδύσεις στις κατασκευές ανέρχονταν σε €36 δισ., εκ των οποίων €28 δισ. σε κατοικίες.  Σήμερα δεν υπερβαίνουν τα €10 δισ., με τις κατοικίες κοντά στα €4 δισ.  Ακόμη και αν αφαιρέσουμε την πτώση στις τιμές των κατοικιών κατά 35%, η πτώση των επενδύσεων σε κατοικίες υπερβαίνει το 50% σε πραγματικούς όρους.  Η προστιθέμενη αξία το 2006 ήταν €16 δισ. και ο κλάδος απασχολούσε 363 χιλιάδες ανθρώπους.  Σήμερα, η προστιθέμενη αξία έχει πέσει κάτω από €4 δισ. (στο ¼ του επιπέδου των καλών εποχών) και η απασχόληση στις 206 χιλιάδες (μείωση κατά 43%).  Κάποιοι θα ρωτήσουν, μα καλά, δεν υπήρχε φούσκα στα ακίνητα; Και έχουν δίκιο.  Υπερβολικά υψηλοί επενδυτικοί πόροι πήγαιναν σε ακίνητα και όχι σε παραγωγικές δραστηριότητες, όπως επενδύσεις στην μεταποίηση, στην γεωργία κ.ο.κ.  Και μερικοί θα υποστήριζαν ότι το φορολογικό σαφάρι των ακινήτων που έχει ξεκινήσει με την καθιέρωση του ΕΝΦΙΑ και του ΦΑΠ, μακροχρόνια θα στρέψει τις επενδύσεις σε μιά πιο παραγωγική κατεύθυνση.  Αν και θεωρητικά τα επιχειρήματα αυτά έχουν βάση, δεν μπορούμε να διαγράψουμε με μια μονοκονδυλιά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής βάσης της χώρας αυτής τα τελευταία 30 χρόνια ήταν οι κατασκευές, και όλα τα επαγγέλματα και οι επιχειρήσεις γύρω από τις κατασκευές.  Προσωπικά, πιστεύω ότι το νέο αναπτυξιακό πρότυπο θα πρέπει να συνδυάζει αρμονικά το παρελθόν με το μέλλον, και την μεταφορά πόρων σε δυναμικούς και εξωστρεφείς  κλάδους, ταυτόχρονα με την αναζωογόνηση των παραδοσιακών κλάδων της ελληνικής οικονομίας.  Και όσο γρηγορότερα ανακάμψουν οι κατασκευές, τόσο γρηγορότερα θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία και θα απορροφηθεί η τεράστια ανεργία.  Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο η χώρα να κινηθεί προς την κατεύθυνση της ενθάρρυνσης της ανάπτυξης της δεύτερης κατοικίας και των υποδομών σε δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια, νοσοκομεία κ.λπ., στο πλαίσιο μετατροπής της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό κόμβο προορισμού ανθρώπων και επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Και δεν εννοώ με επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις. Εννοώ πρωτίστως με οριζόντιες παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οποιοδήποτε κίνητρο δεν θα ήταν καλοδεχούμενο.
Ένα άλλο θέμα που φαίνεται να μην απασχολεί τα διάφορα αναπτυξιακά πρότυπα είναι ο ενεργειακός τομέας. Για πολλούς κλάδους της οικονομίας, το υψηλό κόστος της ενέργειας αποτελεί σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για την αλλαγή πλεύσης στο θέμα του ενεργειακού μίγματος, με την υιοθέτηση μίας στρατηγικής παραγωγής ενέργειας. με μικρότερο κόστος για τον χρήστη.  Η πρόοδος στην χρήση των ΑΠΕ πρέπει να συμβαδίζει με την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και την ύπαρξη εναλλακτικών μεθόδων παραγωγής φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας. Τέτοιες είναι π.χ. είναι οι επενδύσεις σε μονάδες που χρησιμοποιούν λιθάνθρακα, που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική χρήση των ΑΠΕ όταν δύει ο ήλιος ή πέφτει ο άνεμος.  Η ύπαρξη μονάδων ακριβού φυσικού αερίου δεν προσφέρονται ως μονάδες βάσης.  Και η ιδιωτικοποίηση της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ» αναπαράγει το ίδιο μίγμα καυσίμων με αυτό που δημιουργεί το πρόβλημα. Ήδη, το υπάρχον σύστημα οδηγείται σε κάποια εξισορρόπηση με δραστικές μειώσεις των επιδοτήσεων για ΑΠΕ, που ενδεχομένως είναι επιβεβλημένη όχι μόνο για δημοσιονομικούς λόγους αλλά και γιατί, διαφορετικά, οδηγούν σε υπερβολική και μη βιώσιμη επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Οι τεχνολογίες ΑΠΕ γίνονται όλο και φθηνότερες, και, ίσως, κάποια μέρα η ανάπτυξη τεχνολογίας για την αποθήκευση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από τις ΑΠΕ δώσει κάποια λύση στα σημερινά αδιέξοδα.  Σε κάθε περίπτωση, οι ΑΠΕ είναι το μέλλον αλλά το μέλλον δεν είναι ακόμη εδώ.
Ένα άλλο θέμα στο οποίο υπάρχει έλλειμμα κατανόησης είναι το μεγάλο θέμα της χρηματοδότησης.  Τα πράγματα είναι σχετικά απλά.  Υπάρχουν €56 δισ. παραπάνω δάνεια από καταθέσεις.  Το χρηματοδοτικό αυτό κενό καλύπτεται από την ΕΚΤ.  Η ΕΚΤ είναι διατεθειμένη να συνεχίσει να καλύπτει την διαφορά καταθέσεων-χορηγήσεων έως ότου ομαλοποιηθεί η κατάσταση.  Από την άλλη πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να αυξήσει την έκθεση της στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.  Συνεπώς, κάθε δάνειο που αποπληρώνεται και κάθε κατάθεση που επιστρέφει μπορεί να χρηματοδοτούν νέα δάνεια, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτό δεν οδηγεί σε διόγκωση του χρηματοδοτικού κενού και, ει δυνατόν, να οδηγεί σε αποκλιμάκωση του δανεισμού των τραπεζών από την ΕΚΤ, κάτι που συμβαίνει πιο έντονα τους τελευταίους μήνες καθώς η πρόσβαση στις αγορές γίνεται ευκολότερη.
Ήδη, η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ περιορίζεται όπως αποκαθίσταται σταδιακά η εμπιστοσύνη. Αργά ή γρήγορα, καταθέσεις που βρίσκονται εκτός Ελλάδος αναμένονται να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα και οι τράπεζες να αποκτήσουν πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές με χαμηλότερα επιτόκια, έτσι ώστε η κατάσταση να αρχίσει να ομαλοποιείται σταδιακά. Ήδη, σημειώνεται πρόοδος προς την κατεύθυνση αυτή τελευταίως με την επιχειρούμενη πρόσβαση στις αγορές από τις τράπεζες και το ελληνικό δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτό που εμποδίζει τις τράπεζες να δώσουν νέα δάνεια, δεν είναι τόσο ότι λείπουν οι καταθέσεις ή η ρευστότητα εν γένει, αλλά μάλλον ότι υπάρχει ακόμη έλλειμμα εμπιστοσύνης υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει ζήτηση για δάνεια που να πληρούν τα θεμελιώδη πιστωτικά κριτήρια. Διότι οι τράπεζες, δίνοντας δάνεια, δημιουργούν καταθέσεις. Αλλά πρέπει να υπάρχει ανάπτυξη, να υπάρχει εμπιστοσύνη ότι τα δάνεια θα δημιουργήσουν νέα εισοδήματα και νέες καταθέσεις, και τα λεφτά θα ξαναγυρίσουν στο σύστημα.
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες έχουν να διαχειρισθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που, μετά από συνεχή αύξηση τα τελευταία χρόνια, διαμορφώνονται πλέον στο 1/3 του συνόλου των δανείων.  Η αυξητική αυτή τάση εμφανίζει σημεία επιβράδυνσης και, ως εκ τούτου, αναμένεται σταθεροποίηση του λόγου μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων  σε υψηλότερο από το σημερινό επίπεδο, κάποια στιγμή προς το τέλος του χρόνου. Καταλυτικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση παίζει η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος.  Έχει παρατηρηθεί σε άλλες οικονομίες ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια φθάνουν στο ανώτατο σημείο τους (πριν να αρχίσουν να μειώνονται δηλαδή) περίπου 3 έως 4 τρίμηνα από την στιγμή που ξεκινά και πάλι να αυξάνει η απασχόληση.  Στην Ελλάδα, η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,6% το 2014 ως σύνολο για πρώτη φορά μετά από χρόνια.  Ήδη, είχαμε αύξηση της απασχόλησης τον Ιανουάριο του 2014, που επιβεβαιώνει τα στοιχεία της νόμιμης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ.  Oι προσλήψεις είναι μεγαλύτερες από τις απολύσεις ήδη από τον Δεκέμβριο του 2013, κάτι πρωτοφανές σε σχέση με το τι συνέβαινε τους χειμερινούς μήνες τα προηγούμενα χρόνια, όπου η σχέση ήταν αντίστροφη.  Συνεπώς, η απασχόληση φαίνεται να ανακάμπτει.  Ένα χρόνο από σήμερα η οικονομία θα αναπτύσσεται με 1,5% έως 2% περίπου, αν δεν υπάρξει κάποιο ατύχημα.  Αυτό σημαίνει ότι θα έχει βελτιωθεί σημαντικά και η ικανότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες, ενώ θα έχει αρχίσει επίσης να εμφανίζεται και κάποια υγιής ζήτηση για νέα δάνεια.
Κάθε φορά που ένα δάνειο γίνεται μη εξυπηρετούμενο, ή υπάρχουν ενδείξεις μελλοντικής αδυναμίας εξυπηρέτησης, οι τράπεζες παίρνουν προβλέψεις, αναγνωρίζουν δηλαδή ζημιές μειώνοντας τα κεφάλαιά τους.  
Οι προβλέψεις  απαιτούν σύνθετους υπολογισμούς που στο τέλος καταλήγουν σε μια εκτίμηση της καθαρής ζημίας που θα υποστεί η τράπεζα, αφού δηλαδή συνυπολογισθεί και το όφελος της τραπέζης από την ρευστοποίηση των εγγυήσεων στην κατοχή της.  Αυτή η διαδικασία εκ των πραγμάτων στηρίζεται σε αξιολογικές κρίσεις είτε για την πιθανότητα ανάκαμψης του πιστούχου και, συνεπώς, αντιστροφής μέρους ή του συνόλου της πρόβλεψης, είτε για την αξία ρευστοποίησης των εγγυήσεων σε ενδεχόμενη δημοπρασία.  Προϋποθέτει, επίσης, ότι οι τράπεζες έχουν ανά πάσα στιγμή κεφάλαια επαρκώς υψηλότερα από το εποπτικό ελάχιστο όριο, έτσι ώστε, ακόμη και μετά την σταδιακή τους μείωση καθώς παίρνουν προβλέψεις, να διατηρούν  την κεφαλαιακή τους επάρκεια στο επιθυμητό επίπεδο, όπως καθορίζεται από τον τραπεζικό επόπτη. Η διαδικασία αυτή μπορεί να τραβήξει σε μάκρος καθώς στηρίζεται στην υπόθεση ότι η οικονομία θα ανακάμψει κάποια στιγμή στο μέλλον, και, συνεπώς, οι επιχειρήσεις θα επανέλθουν σε κερδοφορία και θα μπορούν να επανακτήσουν την δυνατότητα τους να εξυπηρετούν καλύτερα τις δανειακές τους υποχρεώσεις.  
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, οι τράπεζες γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα ποιές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας, έχοντας καλές προοπτικές ανάκαμψης και θέληση να επιβιώσουν, και συνεπώς, οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να βοηθηθούν χρηματοδοτικά ώστε να σταθούν στα πόδια τους.  Γνωρίζουν, επίσης, ποιές επιχειρήσεις έχουν πρόβλημα φερεγγυότητας και μειωμένα ή καθόλου αντανακλαστικά ώστε να ορθοποδήσουν και, συνεπώς, θα πρέπει να οδηγηθούν σε επιχειρηματική αναδιάρθρωση, συγχώνευση, κ.ο.κ., ώστε να σταματήσουν να επιβαρύνουν το πιστωτικό σύστημα και, τελικά, τις δυνατότητες χρηματοδότησης άλλων υγιών επιχειρήσεων.  
Και προχωρούν σε περιορισμό των πιστώσεων και, σε κάθε περίπτωση, ζητούν πρόσθετες εγγυήσεις, ιδιαίτερα σε ορισμένες περιπτώσεις μεγάλων επιχειρήσεων, που μπορεί να φθάνουν και σε αλλαγή της διοίκησης της εταιρίας και σε ρευστοποίηση συγκεκριμένων μη λειτουργικών στοιχείων ενεργητικού και, εν γένει, σε παρεμβάσεις αναδιάρθρωσης  και εξορθολογισμού του ισολογισμού της εταιρίας.
Όλα αυτά παίρνουν χρόνο και μπορούν να επιταχυνθούν μόνο εάν υπάρχουν παίκτες στο σύστημα που είναι έτοιμοι να αναλάβουν την εξυγίανση των εταιριών αυτών. Οι τράπεζες δεν είναι διατεθειμένες αλλά ούτε και έχουν τους πόρους για να αναλάβουν απευθείας το έργο αυτό. Λειτουργούν, συνεπώς, ως καταλύτες σε αυτή τη διαδικασία. Μερικοί νομίζουν ότι μία γρηγορότερη και πιο καθαρή λύση θα ήταν οι τράπεζες να προχωρήσουν άμεσα σε ρευστοποιήσεις εγγυήσεων, αποποιούμενες τυχόν μελλοντικά κέρδη από την επαναφορά των προβληματικών αυτών δανείων σε καθεστώς εξυπηρέτησης, ή ακόμη και να πωλήσουν τα δάνεια σε ποσοστό υποπολλαπλάσιο της αξίας τους σε εξειδικευμένες εταιρίες, οι οποίες προσδοκούν να βγάλουν κέρδος από την διαχείριση των προβληματικών δανείων.  Οι εταιρίες αυτές, με δεδομένη την συγκυρία και τις όποιες προοπτικές, προχωρούν συνήθως με συνοπτικές διαδικασίες σε λειτουργική εξυγίανση των προβληματικών επιχειρήσεων (π.χ. κλείσιμο μονάδων, μείωση προσωπικού, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και ότι άλλο απαιτείται για την επαναφορά στην κερδοφορία, πριν ενδεχομένως το οριστικό κλείσιμο της εταιρίας σε περίπτωση αποτυχίας).
Βεβαίως, κάτι τέτοιο έχει έννοια μόνο όταν το τραπεζικό σύστημα έχει ξεμείνει από κεφάλαια. Διότι η πώληση ενός δανείου αποδεσμεύει κεφάλαια ώστε να δοθούν νέα δάνεια και ταυτόχρονα δημιουργείται και η ρευστότητα προς τον σκοπό αυτό. Και, βεβαίως, η τράπεζα αποδεσμεύει ανθρώπινους πόρους από την διαχείριση των προβληματικών δανείων και τους κατευθύνει στην ανάπτυξη νέων εργασιών. Το τραπεζικό σύστημα, όμως, ανακεφαλαιοποιήθηκε πέρυσι για την περίοδο 2012-14 και εφέτος ανακεφαλαιοποιείται εκ νέου για την περίοδο 2015-17.  Η ανακεφαλαιοποίηση πραγματοποιείται στην βάση της αναμενόμενης ζημίας, έτσι ώστε ανά πάσα στιγμή να είναι εξασφαλισμένη η σταθερότητα του συστήματος και, κυρίως, η ασφάλεια των καταθέσεων.  Θα ήθελα να θυμίσω σχετικώς εδώ ότι, ανεξαρτήτως συσσώρευσης επισφαλειών λόγω της ύφεσης, η ανακεφαλαιοποίηση στο παρελθόν έγινε επιτακτική ανάγκη καθώς η χώρα κλυδωνιζόταν από την απώλεια της εμπιστοσύνης στην οικονομία και την φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό λόγω της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους που εξανέμισε τα κεφάλαια των τραπεζών.
Σε κάθε περίπτωση, οι «βίαιες» αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων, εγείρουν άλλου είδους ζητήματα καθώς, σε μία μεταβατική περίοδο, καταστρέφουν παραγωγικό ιστό και θέσεις εργασίας, και δημιουργούν κοινωνικά αδιέξοδα. Και σε κάθε περίπτωση αντενδείκνυνται σε μια οικονομία σε βαθειά ύφεση. Και, βεβαίως, δεν είναι ότι το καλύτερο για τις τράπεζες, όταν διαρρηγνύονται οι μακροχρόνιες σχέσεις με την πελατεία.  
Βεβαίως, το αντεπιχείρημα είναι ότι, για όσες εταιρίες δεν υπάρχει μέλλον, θα πρέπει τα κεφάλαια και οι εργασιακοί πόροι με κάποιο τρόπο να κατανεμηθούν σε νέες παραγωγικές δραστηριότητες, όπως απαιτεί η διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής», κατά Shumpeter. Οι «zombie» επιχειρήσεις πρέπει να αναδιαρθρώνονται έγκαιρα ώστε να μην δημιουργούν «zombie» τράπεζες, όπως αποκαλεί και ο Mario Draghi σε μια πρόσφατη ομιλία του, τις τράπεζες που σταματούν να δανείζουν.
Στο σημείο αυτό, θέλω να αναφερθώ και στις απόψεις της ΕΚΤ στο θέμα της «άριστης» απομόχλευσης. Η ΕΚΤ κρατάει ίσες αποστάσεις. Δεν φαίνεται να προκρίνει την πώληση περιουσιακών στοιχείων από τις τράπεζες σε οποιαδήποτε τιμή. Από την άλλη μεριά, δεν ενθαρρύνει μία ατέρμονη διαδικασία απομόχλευσης όπου οι τράπεζες μειώνουν το μέγεθος του δανειακού τους χαρτοφυλακίου περικόπτοντας την πιστωτική επέκταση, και  ελπίζοντας ότι τα δάνεια σε καθυστέρηση, ή σε αναδιάρθρωση, θα ανακάμψουν κάποια στιγμή. Στην ΕΚΤ πιστεύουν ότι στην υπό εξέλιξη αξιολόγηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι τράπεζες θα προχωρήσουν σε πλήρη αναγνώριση όλων των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού που κατέχουν. Θα προχωρήσουν, έτσι, σε έγκαιρη αναδιάρθρωση του ενεργητικού τους και σε αναδόμηση της κεφαλαιακής τους βάσης, καθώς τράπεζες που είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες είναι σε καλύτερη θέση να παίρνουν αποφάσεις για την ριζική αντιμετώπιση προβληματικών δανείων πελατών τους.  Το θέμα αυτό, βεβαίως, στην Ελλάδα λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις απ΄ότι στην περίπτωση των τραπεζών της Ευρωζώνης, εάν κάποιος αναλογισθεί ότι τα δάνεια σε καθυστέρηση στην Ελλάδα είναι 4 φορές υψηλότερα απ΄ότι στην Ευρωζώνη, αν και το ποσοστό κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από προβλέψεις συγκλίνει κοντά στα 55%, και το ποσοστό κεφαλαιακής επάρκειας είναι άνω του 12% για τα βασικά κεφάλαια core Tier I, και στις δυο περιπτώσεις. Και, βεβαίως, η ανεργία στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσια από ότι στην Ευρωζώνη, με την Ελλάδα να έχει απωλέσει το ¼ της παραγωγής της στα χρόνια της κρίσης, ενώ στην Ευρωζώνη οι απώλειες ήταν σχεδόν οριακές. Συνεπώς, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα όσον αφορά στο μέγεθος της απαιτούμενης αναδιάρθρωσης των επιχειρηματικών πελατών τους και, ως εκ τούτου, η διαδικασία της απομόχλευσης θα είναι αναγκαστικά πιο αργή και παρατεταμένη από ότι στην Ευρωζώνη.
Είναι προφανές ότι η ανάγκη μείωσης της εξάρτησης από τον ΕΚΤ, η διάβρωση της καταθετικής βάσης και η μεγάλη επιβάρυνση των τραπεζών, από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, θέτουν σημαντικούς περιορισμούς στην χορήγηση νέων δανείων στην οικονομία.  Το πρόβλημα της ρευστότητας, βεβαίως, διογκώνεται από το γεγονός ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια οικονομία με 27% ανεργία, και με τις αντοχές του πληθυσμού και των επιχειρήσεων στο «κόκκινο».  Ίσως, και μόνο γι’ αυτό, θα πρέπει να ενεργοποιηθεί άμεσα η κυβέρνηση, στο να ενισχύσει με αποφασιστικότητα την αναπτυξιακή διαδικασία.  Καλό το νέο αναπτυξιακό πρότυπο αλλά η ανάπτυξη δεν έρχεται από μόνη της.  Απαιτείται προσέλκυση σημαντικών επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, σε ένα κλίμα αναπτυξιακού οργασμού, ανεξαρτήτως του τι μπορεί αυτό να σημαίνει για μικροϋπολογισμούς και μικροσυμφέροντα.  Εδώ που έχουμε φτάσει, είναι πλέον πολυτέλεια να «μπλοκάρουμε» επενδύσεις, με γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και χωροταξικές ρυθμίσεις που υποκρύπτουν ανομολόγητες επιδιώξεις.  Είναι, επίσης, αδιανόητο να τρενάρουμε την διαδικασία περαιτέρω προσαρμογής και  μεταρρυθμίσεων που θα αποκαταστήσουν σε μόνιμη βάση την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, και θα οδηγήσουν σε μαζική ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών και επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, «ξεμπλοκάροντας» έτσι την αναπτυξιακή διαδικασία.
Χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρξει γενικευμένη ανάκαμψη της οικονομίας ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να στηριχθούν τα εισοδήματα, και να εδραιωθεί έτσι μία βιώσιμη ανάπτυξη σε μονιμότερη βάση.  Και το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό.  Στην Ευρωζώνη, οι επενδύσεις εισήλθαν σε μια καθοδική πορεία μετά το 2007, με την έλευση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, και δεν έχουν ανακάμψει ακόμη.  Το 2013, οι επενδύσεις στην Ευρωζώνη διαμορφώνονται σε 17% του ΑΕΠ, δηλαδή 4 π.μ. χαμηλότερα από το ανώτατο σημείο 21% το 2007, και 3-4 μονάδες χαμηλότερα από την μέση επίδοση των τελευταίων 30 χρόνων.  Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμα πιο δραματική, όπως είναι αναμενόμενο.  Το 2013, οι επενδύσεις διαμορφώθηκαν σε 13% του ΑΕΠ όταν το 2007 ήταν πάνω από διπλάσιες (27% του ΑΕΠ).  Συνεπώς, δεν υπάρχει περιθώριο για χάσιμο χρόνου.  Και, βεβαίως, η κατάσταση στην Ευρωζώνη θα πρέπει να μας προβληματίσει.  Πώς είναι δυνατόν οι Ευρωπαίοι να ανησυχούν για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και εμείς, που έχουμε, κατά τεκμήριο, πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα παραγωγικής δομής, να μην κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να ανατρέψουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε;  Ιδίως, τώρα που στην Ελλάδα το δημόσιο χρέος έχει ρυθμιστεί, οι τράπεζες έχουν σε μεγάλο βαθμό ανακεφαλαιοποιηθεί, η μακροοικονομία βρίσκεται σε ισορροπία, η μικροοικονομία βελτιώνεται συνεχώς και το διεθνές επενδυτικό κλίμα βελτιώνεται ραγδαία. Συνεπώς, έχουμε δυνατότητες. Απλώς πρέπει να τις αναδείξουμε και να τις εκμεταλλευτούμε.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης