Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Σαφές μήνυμα από τη Eurobank - Χρειάζεται αύξηση της παραγωγικότητας, όχι νέα μείωση μισθών, για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας

Σαφές μήνυμα από τη Eurobank - Χρειάζεται αύξηση της παραγωγικότητας, όχι νέα μείωση μισθών, για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
Η πτώση (2009-2013) του ελληνικού ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας προήλθε μέσω μείωσης των ονομαστικών αμοιβών
Την ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προκρίνει, με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, η Eurobank, απορρίπτοντας ταυτόχρονα κάθε ενδεχόμενο για περαιτέρω μειώσεις μισθών.
Αναλυτικά, από τη νέα ανάλυση της Eurobank, υπό τον τίτλο "7 Ημέρες Οικονομία", προκύπτει πως:
•    Από το 2000 μέχρι και το 2009 το ελληνικό ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 34,60%. Από το 2009 μέχρι και το 2013 το αντίστοιχο μέγεθος υπέστη μια μείωση της τάξης του 13%.
•    Η διεύρυνση της ψαλίδας (2000-2009) ανάμεσα στις ελληνικές ονομαστικές αμοιβές ανά απασχολούμενο και στην αντίστοιχη παραγωγικότητα (σε όρους απασχόλησης) ήταν της τάξης του 3,41% κατά έτος.
•    Η πτώση (2009-2013) του ελληνικού ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας προήλθε επί το πλείστον μέσω μείωσης των ονομαστικών αμοιβών ανά απασχολούμενο και όχι λόγω αυξήσεως της παραγωγικότητας.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι και το 2008 η συνεχής (και με αυξητική τάση) ύπαρξη ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο σηματοδοτούσε την μόνιμη μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας
Το 2008 το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ήταν της τάξης του -14,5%. Δηλαδή, σε τρέχουσες τιμές, η αξία των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ξεπερνούσε την αντίστοιχη των εξαγωγών κατά 33,7 δις ευρώ. Την ίδια στιγμή το ονομαστικό ΑΕΠ ήταν της τάξης των 233,2 δις ευρώ ή 210,4 δις ευρώ σε σταθερές τιμές (έτος βάσης 2005).
Στο εν λόγω έλλειμμα αντικατοπτρίζονταν σε μεγάλο βαθμό η συνεχής μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, φαινόμενο το οποίο, παράλληλα με την δημιουργία υψηλού πληθωρισμού και συσσώρευσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων, είχε ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 (το 1981 το εμπορικό έλλειμμα ήταν της τάξης του -4,83%).
Από το 2000 μέχρι και το 2009 το ελληνικό ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 34,60%. Από το 2009 μέχρι και το 2013 το αντίστοιχο μέγεθος υπέστη μια μείωση της τάξης του 13%.
Από τις αρχές της μεγάλης ελληνικής ύφεσης, δηλαδή από το 3ο τρίμηνο του 2008, και ιδίως από το 2010 και έπειτα, κατέστη επιτακτική ανάγκη για την ελληνική οικονομία η δημιουργία ενός νέου υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης του οποίου μια εκ των βασικών συνιστωσών να είναι η αυξημένη ανταγωνιστικότητα. Μια μεταβλητή η οποία ανήκει στο σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν αυξητικά ή πτωτικά την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας είναι το μοναδιαίο κόστος του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία (eurostat) το εν λόγω μέγεθος ορίζεται ως ο λόγος ανάμεσα σε δύο μεταβλητές. Η πρώτη είναι το σύνολο των ονομαστικών αμοιβών της εξαρτημένης εργασίας ως προς τον αριθμό των απασχολούμενων (χωρίς τους αυτοαπασχολούμενους) και η δεύτερη είναι το πραγματικό ΑΕΠ ως προς το σύνολο της απασχόλησης (με τους αυτοαπασχολούμενους). Η τελευταία ορίζεται και ως παραγωγικότητα σε όρους απασχόλησης. Σε γενικές γραμμές το ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας μας δείχνει την σχέση ανάμεσα στις αμοιβές και στην παραγωγικότητας της εργασίας, συνεπώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας δείκτης ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους παραγωγής.
Από το 2000 μέχρι και το 2009, η ελληνική οικονομία σημείωσε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση (+34,60%) σε όρους ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας μετά από την αντίστοιχη αύξηση που καταγράφηκε στην οικονομία της Ιρλανδίας (+38,60%).
Στην προαναφερθείσα διαβάθμιση ακολούθησε η οικονομία της Ισπανίας (+33,22%), της Ιταλίας (+30,17%) και της Πορτογαλίας (+26,78%).
Στη Γερμανική οικονομία καταγράφηκε η μικρότερη αύξηση, η οποία ήταν της τάξης του 5,63%, και για τον μέσο όρο του συνόλου των κρατών της ευρωζώνης των 12 η αντίστοιχη αύξηση ήταν της τάξης του 19,65%. Συνεπώς, παρατηρούμε πως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε της ελληνικής ύφεσης ή διαφορετικά των πρώτων δέκα ετών του εγχειρήματος της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ), υπήρξε μια χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε όρους ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας σε σχέση με τον μέσο όρο του συνόλου των κρατών της ευρωζώνης των 12 και σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες του δείγματός μας εκτός από την οικονομία της Ιρλανδίας. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε τροχοπέδη τόσο στη περίπτωση της ελληνικής όσο και στη περίπτωση της ιρλανδικής οικονομίας για να καταγράψουν τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τους αντίστοιχους ρυθμούς που σημείωσαν οι υπόλοιπες οικονομίες του δείγματος μας. Το εν λόγω μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης μπορεί μεν να ήταν ισχυρό ωστόσο δεν ήταν μακροχρονίως βιώσιμο λόγω της συνεχούς διεύρυνσης της ψαλίδας ανάμεσα στις αμοιβές των απασχολούμενων και στην αντίστοιχη παραγωγικότητα.
Η διεύρυνση της ψαλίδας (2000-2009) ανάμεσα στις ελληνικές ονομαστικές αμοιβές ανά απασχολούμενο και στην αντίστοιχη παραγωγικότητα (σε όρους απασχόλησης) ήταν της τάξης του 3,41% κατά έτος.
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, για την περίοδο 2000-2009, το ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξάνονταν με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 3,41%. Το εν λόγω μέγεθος ήταν αποτέλεσμα αυξήσεως των ονομαστικών αμοιβών ανά απασχολούμενο της τάξης του 4,82% και αύξησης της παραγωγικότητας (σε όρους απασχόλησης) της τάξης του 1,41%.
Η πτώση (2009-2013) του ελληνικού ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας προήλθε επί το πλείστον μέσω μείωσης των ονομαστικών αμοιβών ανά απασχολούμενο και όχι λόγω αυξήσεως της παραγωγικότητας
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 2009 μέχρι και το 2013 στην ελληνική οικονομία καταγράφηκε η μεγαλύτερη πτώση αναφορικά με τα επίπεδα του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας (συνολική πτώση -13% και μέσος όρος κατά έτος -3,48%). Συνεπώς, σε όρους εργασιακού κόστους παραγωγής η ελληνική οικονομία αύξησε την ανταγωνιστικότητα της σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες του δείγματος μας.
Η μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν αποτέλεσε μόνο ελληνικό φαινόμενο. Τόσο στην Ιρλανδία, όσο και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία υπήρξε μείωση, βέβαια μικρότερου μεγέθους από την αντίστοιχη που καταγράφηκε στην Ελλάδα. Στην Ιρλανδία σημειώθηκε συνολική πτώση της τάξης του -10%, στην Ισπανία της τάξης του -7% και στην Πορτογαλία της τάξης του -3%. Τα αντίστοιχα μεγέθη σε μέσους όρους ποσοστιαίας μεταβολής κατά έτος ήταν της τάξης του -2,43%, -1,85% και -0,84% αντίστοιχα.
Στην Ελλάδα η μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους παραγωγής προήλθε επί το πλείστον μέσω του δίαυλου της μείωσης των ονομαστικών αμοιβών ανά απασχολούμενο ενώ στις υπόλοιπες οικονομίες ο κινητήριος μοχλός για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους εργασιακού κόστους παραγωγής προήλθε κυρίως από την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
Συνεπώς, πολιτικές ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγικότητας, π.χ. μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μέσω ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας του κράτους, μέσω υιοθέτησης καινοτόμων μεθόδων στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών από την πλευρά των επιχειρήσεων, και μέσω συσσώρευσης ανθρώπινου κεφαλαίου, μπορούν να αποτελέσουν τον δίαυλο μέσω του και η ανταγωνιστικότητα θα μπορεί να αυξηθεί (ή τουλάχιστον να μην χειροτερεύσει) και οι αμοιβές θα μπορούν να σταθεροποιηθούν ή ακόμα και να αυξηθούν.
Περαιτέρω μείωση των ονομαστικών μισθών με σκοπό την αύξηση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας είναι πολύ πιθανό να μην οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας καθώς από ένα σημείο και έπειτα η εν λόγω μείωση μπορεί να συνοδευτεί και από αντίστοιχη μείωση της παραγωγικότητας διότι τα κίνητρα για παραγωγικό έργο μειώνονται σημαντικά.

www.bankingnews.gr
 

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης