Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Εurobank: Τροχοπέδη για τις επενδύσεις στην Ελλάδα το υψηλό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης

Εurobank: Τροχοπέδη για τις επενδύσεις στην Ελλάδα το υψηλό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης
Το 2013 το ελληνικό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν της τάξης του 71,21%
Το υψηλό μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης (ως ποσοστό του ΑΕΠ) αποτελεί τροχοπέδη για την ενίσχυση των επενδύσεων στην Ελλάδα, προειδοποιεί η Eurobank, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία ανάλυσή της, υπό τον τίτλο "7 Hμέρες Οικονομία".
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Eurobank:
- Το 2013 το ελληνικό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν της τάξης του 71,21% ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην ΕΕ-15 ήταν της τάξης του 56,92%.
- Η σημαντική απόκλιση ανάμεσα στο ελληνικό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης (% του ΑΕΠ) και στο αντίστοιχο μέγεθος των οικονομιών της ΕΕ-15 σημαίνει ότι στην ελληνική οικονομία οι εγχώριοι πόροι που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις εγχώριες επενδύσεις είναι σχετικά πολύ μικρότεροι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους των υπολοίπων οικονομιών.
- Υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, χαμηλό κόστος δανεισμού, πιστωτική επέκταση και συσσώρευση πλούτου αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες ενίσχυσης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά την διάρκεια των ετών 2001-2009.
- Η ελληνική οικονομία το 2009 είχε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά κεφαλήν) ανάμεσα στην ομάδα των χωρών της ΕΕ-15.
Το ίδιο μέγεθος το 2013 ήταν το δεύτερο μικρότερο μετά την οικονομία της Πορτογαλίας.
- Για τον μήνα Οκτώβριο, το ετησιοποιημένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (άθροισμα 12 μηνών) διαμορφώθηκε στα 2,53 δις ευρώ (πλεονασματικό).
Σε μηνιαία βάση διαμορφώθηκε στα -198,5 εκ ευρώ (ελλειμματικό).
Ο Άνταμ Σμίθ, ο Σκοτσέζος οικονομολόγος του 18ου αιώνα, γνωστός και ως πατέρας της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Ο Πλούτος των Εθνών» (1776) αναφέρει τα εξής για το μακροοικονομικό μέγεθος της κατανάλωσης: «Η κατανάλωση είναι ο μοναδικός στόχος και σκοπός κάθε παραγωγικής διαδικασίας».
Ως γνωστό, η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών αποτελεί τη βασική πηγή άντλησης χρησιμότητας από την πλευρά των νοικοκυριών και ως εκ τούτου οι αποφάσεις που λαμβάνουν για τις ώρες εργασίας ή για τις αποταμιεύσεις που επιθυμούν να προσφέρουν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση που έχουν οι εν λόγω αποφάσεις στο επίπεδο της κατανάλωσής τους.
Επιπρόσθετα, τα κεφαλαιουχικά αγαθά (επενδύσεις) που παράγονται στην παρούσα χρονική περίοδο, δηλαδή κτίρια, μηχανήματα και εξοπλισμός, ενισχύουν τις παραγωγικές δυνατότητες μιας οικονομίας και αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται οι δυνατότητες για υψηλότερη κατανάλωση και βαθμό χρησιμότητας από την πλευρά των νοικοκυριών στο μέλλον.
Συνεπώς, ακόμα και στις αποφάσεις των επιχειρήσεων για επενδυτικές δαπάνες, οι προοπτικές για αύξηση των δυνατοτήτων της οικονομίας για περισσότερη κατανάλωση στο μέλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.
Το τελευταίο στοιχείο απορρέει από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις έχουν ως ιδιοκτήτες (μετόχους) επενδυτές οι οποίοι σε τελική ανάλυση είναι και οι ίδιοι νοικοκυριά, και τα κέρδη, μερίσματα ή υπεραξίες που προσπορίζονται διαμορφώνουν το επίπεδο της κατανάλωσής τους, οπότε και την χρησιμότητά τους.
Ποια είναι η θέση της ελληνικής οικονομίας σε όρους καταναλωτικής δαπάνης σε σχέση με την ομάδα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15;
Αναφορικά με την πορεία της πρώτης μεταβλητής, παρατηρούμε πως από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι και σήμερα η ελληνική οικονομία πάντοτε εμφάνιζε το υψηλότερο ποσοστό ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15.
Σήμερα, δηλαδή τέλος του 2013 σε ετήσια στοιχεία ή 3ο τρίμηνο του 2014 σε τριμηνιαία στοιχεία, το 71,21% ή το 72,55% της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών οδηγείται σε καταναλωτικές χρήσεις.
Το αντίστοιχο μέγεθος για τον μέσο όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 είναι της τάξης του 56,92%.
Δύο οικονομίες που βρίσκονται σχετικά κοντά με την περίπτωση της Ελλάδας είναι αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτή της Πορτογαλίας.
Στην μεν πρώτη το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο σύνολο του ΑΕΠ είναι της τάξης του 64,83%, στη δε δεύτερη είναι της τάξης του 64,55%.
Με όλες τις υπόλοιπες οικονομίες η διαφορά στα μερίδια της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι μεγαλύτερη των 10 ποσοστιαίων μονάδων.
Ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις των οικονομιών της Δανίας, της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Ολλανδίας και της Σουηδίας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η διαφορά σε σχέση με την ελληνική οικονομία στο μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο σύνολο του ΑΕΠ είναι της τάξης των 22,42, 26,16, 40,14, 26,16 και 24,54 ποσοστιαίων μονάδων αντίστοιχα.
Το γεγονός ότι παρατηρείται σημαντική απόκλιση ανάμεσα στο ελληνικό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ και στο αντίστοιχο μέγεθος των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 σημαίνει ότι στην ελληνική οικονομία οι εγχώριοι πόροι που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις εγχώριες επενδύσεις είναι σχετικά πολύ μικρότεροι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους των υπολοίπων οικονομιών.
Επιπρόσθετα, αξίζει να σημειώσουμε πως από το 2007 μέχρι και το 2013 υπήρξε μια αύξηση στο ελληνικό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ κατά 5,34 ποσοστιαίες μονάδες.
Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα τεύχη του φυλλαδίου 7 ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, η προαναφερθείσα παρατήρηση μπορεί να ερμηνευτεί από την επιθυμία – η οποία αποτυπώνεται σε συμπεριφορά – των καταναλωτών να εξομαλύνουν την κατανάλωσή τους.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια, π.χ. 2001-2007, η συσσώρευση πλούτου μέσω κατοικιών – διαμερισμάτων, καταθέσεων και μετοχών, οδήγησε πολλά ελληνικά νοικοκυριά, στο να έχουν την δυνατότητα να εξομαλύνουν μέσα στα χρόνια της ύφεσης την καταναλωτική τους δαπάνη, δηλαδή να μην μειώσουν την κατανάλωσή τους τόσο απότομα όσο μειώθηκε το εισόδημά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο λόγος της ιδιωτικής κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ να αυξηθεί.
Η ελληνική οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι και το 2009 ακολούθησε ένα μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης το οποίο ώθησε την ιδιωτική κατά κεφαλήν κατανάλωση σε επίπεδα όμοια ή και υψηλότερα με τα αντίστοιχα των επί μέρους οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15.
Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα, το 2001 στον μέσο Έλληνα ή στην μέση Ελληνίδα αντιστοιχούσε λίγο λιγότερο από το 90% της ιδιωτικής κατανάλωσης του μέσου Ευρωπαίου ή Ευρωπαίας της ομάδας των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15.
Στο τέλος του 2009, το ίδιο μέγεθος ήταν λίγο υψηλότερο από το 100%, δηλαδή ο μέσος Έλληνας κατανάλωνε μεγαλύτερη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών από τον μέσο Ευρωπαίο. Αυτό το φαινόμενο, δηλαδή το υψηλότερο επίπεδο της ελληνικής κατά κεφαλήν ιδιωτικής κατανάλωσης, ίσχυε για την πλειοψηφία των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15, δηλαδή για το Βέλγιο (108,90%), την Δανία (109,66%), την Ιρλανδία (107,43%), την Ισπανία (115,22%), την Γαλλία (108,16%), την Ιταλία (102,58%), την Ολλανδία (104,61%), την Πορτογαλία (124,22%), την Φιλανδία (106,71%) και την Σουηδία (112,77%). Από την άλλη πλευρά, σε σχέση με την Γερμανία (99,38%), το Λουξεμβούργο (76,81%), την Αυστρία (96,95%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (89,83%), η ελληνική οικονομία παρέμενε (το 2009) σε χαμηλότερα επίπεδα ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά κεφαλήν). Ωστόσο, τα εν λόγω επίπεδα ήταν αρκετά υψηλότερα σε σχέση με αυτά που επικρατούσαν το 2001.
Ποιες ήταν οι οικονομικές δυνάμεις που οδήγησαν σε αυτή την μεγάλη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης (κατά κεφαλήν) στην ελληνική οικονομία;
1ον Από το 1995 μέχρι και το 2007 η ελληνική οικονομία είχε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15.
Η αύξηση του ΑΕΠ ισοδυναμεί με αύξηση των εισοδημάτων και ως εκ τούτου το γεγονός αυτό οδηγεί σε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης.
2ον Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, η εκπλήρωση των κριτήριων για την ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) οδήγησε στη σταδιακή πτώση του κόστους δανεισμού, δηλαδή των επιτοκίων.
Η εν λόγω πτώση δημιούργησε δύο βασικές δυνάμεις οι οποίες οδήγησαν στην ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η πρώτη ήταν η πιστωτική επέκταση η οποία αύξησε σε σημαντικό βαθμό τον πλούτο (π.χ. επενδύσεις σε κατοικίες) των ελληνικών νοικοκυριών και η δεύτερη ήταν η ενίσχυση του κινήτρου για κατανάλωση και η αντίστοιχη μείωση του κινήτρου προς αποταμίευση, δηλαδή το γνωστό αποτέλεσμα υποκατάστασης λόγω μεταβολής των σχετικών τιμών ανάμεσα στην παρούσα και στην μελλοντική κατανάλωση.
Η μείωση του επιτοκίου καθιστά πιο φθηνή την παρούσα κατανάλωση σε σχέση με την μελλοντική και αυτό το γεγονός οδηγεί ορθολογικούς καταναλωτές στο να υποκαθιστούν μελλοντική με παρούσα κατανάλωση.
Συνδέοντας την παρούσα ενότητα με την προηγούμενη, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως από το 2001 μέχρι και το 2009, η ελληνική οικονομία είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά αναφορικά με το μέγεθος της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης:
1ον Είχε το υψηλότερο μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15.
2ον Ο ρυθμός της ποσοστιαίας μεταβολής της ελληνικής ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά κεφαλήν) ήταν ένας από τους υψηλότερους σε σύγκριση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15.
Όπως τελικά αποδείχτηκε, το εν λόγω υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης ήταν βιώσιμο για όσο χρονικό διάστημα οι διεθνείς κεφαλαιαγορές ήταν «φιλικές» προς την ελληνική οικονομία.
Δηλαδή, για όσο χρονικό διάστημα οι διεθνείς κεφαλαιαγορές χρηματοδοτούσαν τα δίδυμα ελλείμματα, ήτοι του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της γενικής κυβέρνησης, η ελληνική οικονομία μπορούσε να διατηρεί ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα ιδιωτικής κατανάλωσης (άνω του 65% ως μεριδίου επί του συνόλου του ΑΕΠ) και επενδύσεων (άνω του 20% ως μεριδίου επί του συνόλου του ΑΕΠ).
Η διάχυση της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης της περιόδου 2007-2009 και η μετατροπή της από πρόβλημα πιστωτικών ιδρυμάτων σε πρόβλημα εθνικών κρατών αποκάλυψε τα χρόνια δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας (των οποίων η συσσώρευση ξεκινάει από το μακρινό έτος 1974), ήτοι χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, χαμηλή ποιότητα θεσμών, αναποτελεσματικό κρατικές υπηρεσίες κτλ., και το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, παράλληλα με λανθασμένες πολιτικές και προπάντων καθυστερήσεις στην εφαρμογή προγραμμάτων εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας, τη σημαντική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας κατά 25% (προσεγγιστικά) μέσα σε 6 χρόνια.
Τα υψηλά επίπεδα ευημερίας τα οποία αντικατοπτριζόντουσαν στο υψηλό επίπεδο της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά κεφαλήν), μειώθηκαν σημαντικά και απότομα κατά τη διάρκεια της μεγάλης ελληνικής ύφεσης (2007-2013).
Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική σχετική ιδιωτική κατανάλωση (δηλαδή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες οικονομίες) υποχώρησε σε επίπεδα μικρότερα από αυτά που ίσχυαν το 2001.
Το 2009 ο μέσος Έλληνας κατανάλωνε το 103,25% της ποσότητας των αγαθών και υπηρεσιών που κατανάλωνε ο μέσος Ευρωπαίος (ΕΕ-15).
Το 2013 το εν λόγω μέγεθος προσέγγισε το 83,64%.
Σε σχέση με τις επί μέρους οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15, η ελληνική σχετική ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε (για το 2013) στα εξής επίπεδα: Βέλγιο (84,66%), Δανία (85,71%), Γερμανία (75,82%), Ιρλανδία (89,03%), Ισπανία (95,17%), Γαλλία (87,90%), Ιταλία (86,25%), Λουξεμβούργο (64,79%), Ολλανδία (87,90%), Αυστρία (75,41%), Πορτογαλία (101,47%), Φιλανδία (83,13%), Σουηδία (87,90%) και Ηνωμένο Βασίλειο (73,80%).
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι το άθροισμα τεσσάρων επί μέρους ισοζυγίων.
Του εμπορικού (-18,14 δις ευρώ), των υπηρεσιών (19,64 δις ευρώ), των εισοδημάτων (-2,70 δις ευρώ) και των τρεχουσών μεταβιβάσεων (3,72 δις ευρώ).
Για τον μήνα Οκτώβριο, τα ετησιοποιημένα αθροίσματα (άθροισμα 12 μηνών) των επί μέρους ισοζυγίων διαμόρφωσαν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στα 2,53 δις ευρώ (-18,14 + 19,64 - 2,70 + 3,72).
Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι μέχρι και τον Ιούνιο του 2013 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν ελλειμματικό (-1,17 δις ευρώ) και τον Οκτώβριο του 2008 είχε διαμορφωθεί στα -36,66 δις ευρώ.
Το γεγονός ότι από τον Ιούλιο του 2013 και μέχρι σήμερα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει γίνει πλεονασματικό αντικατοπτρίζει σε έναν βαθμό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (-18,14 δις ευρώ) είναι αποτέλεσμα του αθροίσματος του ισοζύγιο καυσίμων (-7,77 δις ευρώ), του ισοζυγίου πλοίων (-2,20 δις ευρώ) και του ισοζυγίου χωρίς καύσιμα και πλοία (-8,16 δις ευρώ). Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών (19,64 δις ευρώ) είναι αποτέλεσμα του αθροίσματος του ταξιδιωτικού ισοζυγίου (11,38 δις ευρώ), του ισοζυγίου των μεταφορών (7,75 δις ευρώ) και του ισοζυγίου των λοιπών υπηρεσιών (0,51 δις ευρώ).
Αντιστοίχως, το έλλειμμα του ισοζυγίου εισοδημάτων (-2,70 δις ευρώ) είναι αποτέλεσμα του αθροίσματος του ισοζυγίου των αμοιβών και μισθών (-0,25 δις ευρώ) και του ισοζυγίου τόκων, μερισμάτων και κερδών (-2,45 δις ευρώ).
Τέλος, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών μεταβιβάσεων (3,72 δις ευρώ) είναι αποτέλεσμα του αθροίσματος του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης (3,41 δις ευρώ) και του ισοζυγίου των λοιπών τομέων (0,31 δις ευρώ).

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης