Η ανάγκη ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων
Σταθεροποιείται η πτωτική τάση για την ανεργία, αλλά η αβεβαιότητα επιδεινώνει το οικονομικό κλίμα της Ελλάδας, διαμηνύει η Eurobank, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία ανάλυσή της, υπό τον τίτλο "7 Ημέρες Οικονομία".
Ταυτόχρονα, επαναδιατυπώνει την ανάγκη ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη Eurobank:
• Για τον μήνα Οκτώβριο το ποσοστό της ανεργίας στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στο 25,78% επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού.
• Η απασχόληση αυξήθηκε (σε ετήσια βάση) κατά 72,4 χιλ. άτομα, η ανεργία μειώθηκε κατά 104,26 χιλ. άτομα και το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά 31,88 χιλ. άτομα.
• Η αύξηση των επενδύσεων και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελούν σημαντικούς μοχλούς ενίσχυσης της απασχόληση και μείωσης της ανεργίας.
Συνεπώς, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και όχι απλά στην επισήμανση του προβλήματος της ανεργίας, αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά τα τελευταία 6 χρόνια και πάνω από όλα οι έλληνες πολίτες που το βιώνουν.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα και όχι απλά να το καταγράφουμε.
• Για τον μήνα Δεκέμβριο ο δείκτης του γενικού οικονομικού κλίματος επιδεινώθηκε (από τις 102,7 μονάδες δείκτη στις 98,9).
Το ίδιο ισχύει και για τους επί μέρους δείκτες, δηλαδή της βιομηχανίας, των υπηρεσιών, των καταναλωτών και του λιανικού εμπορίου.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο δείκτης των κατασκευών ο οποίος βελτιώθηκε (από τις -34,2 μονάδες δείκτη στις -16,6).
Η πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του φαινομένου.
• Για τον μήνα Νοέμβριο (2014) καταγράφηκε αύξηση (ετήσια μεταβολή) του γενικού συνόλου των καταθέσεων κατά 246,32 εκ. ευρώ.
• Για την κατηγορία των κατοίκων του εσωτερικού σημειώθηκε ετήσια αύξηση των καταθέσεων της τάξης του 0,27% (+475,31 εκ ευρώ), ωστόσο σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2014 παρατηρήθηκε μείωση κατά 620,68 εκ. ευρώ (-0,35%).
Αξίζει να αναφέρουμε, πως από τον Ιούνιο του 2009, χρονικό σημείο κατά το οποίο η χρονολογική σειρά των καταθέσεων έλαβε τη μέγιστη τιμή της, δηλαδή 246,59 δις ευρώ, μέχρι και σήμερα, το σύνολο των καταθέσεων των κατοίκων εσωτερικού μειώθηκε κατά 68,75 δις ευρώ.
• Η απομόχλευση της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και για τον μήνα Νοέμβριο (2014). Το γενικό σύνολο της χρηματοδότησης μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -2,96%.
Για τον μήνα Οκτώβριο το ποσοστό της ανεργίας στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στο 25,78% επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού.
Το συγκεκριμένο νούμερο αντιστοιχεί σε μια ετήσια μεταβολή της τάξης των 1,98 ποσοστιαίων μονάδων (από 27,76% στο 25,78%).
Η αντίστοιχη μεταβολή για τον μήνα Σεπτέμβριο ήταν της τάξης των 1,93 ποσοστιαίων μονάδων.
Σε γενικές γραμμές η μείωση του ποσοστού της ανεργίας για τον μήνα Οκτώβριο είχε παρόμοια χαρακτηριστικά με την αντίστοιχη μείωση που καταγράφηκε και τον Σεπτέμβριο.
Πιο συγκεκριμένα, η απασχόληση αυξήθηκε (σε ετήσια βάση) κατά 72,4 χιλ. άτομα, η ανεργία μειώθηκε κατά 104,26 χιλ. άτομα και το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά 31,88 χιλ. άτομα.
Όπως επανειλημμένως έχουμε τονίσει από το φυλλάδιο 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, το πρόβλημα της ανεργίας παραμένει ως μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία.
Το να συζητάμε απλά για το υψηλό επίπεδο του ποσοστού της ανεργίας χωρίς να προτείνουμε εφικτές λύσεις μόνο στη συνέχιση του φαινομένου μπορεί να οδηγήσει και όχι στην αποκλιμάκωσή του.
Η αύξηση των επενδύσεων και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελούν σημαντικούς μοχλούς ενίσχυσης της απασχόληση και μείωσης της ανεργίας.
Συνεπώς, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και όχι απλά στην επισήμανση του προβλήματος της ανεργίας, αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά τα τελευταία 6 χρόνια και πάνω από όλα οι έλληνες πολίτες που το βιώνουν.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα και όχι απλά να το καταγράφουμε.
Για τον μήνα Δεκέμβριο ο δείκτης του γενικού οικονομικού κλίματος επιδεινώθηκε (από τις 102,7 μονάδες δείκτη στις 98,9).
Το ίδιο ισχύει και για τους επί μέρους δείκτες, δηλαδή της βιομηχανίας, των υπηρεσιών, των καταναλωτών και του λιανικού εμπορίου.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο δείκτης των κατασκευών ο οποίος βελτιώθηκε (από τις -34,2 μονάδες δείκτη στις -16,6).
Η πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του φαινομένου.
Για τον μήνα Νοέμβριο (2014) καταγράφηκε αύξηση (ετήσια μεταβολή) του γενικού συνόλου των καταθέσεων κατά 246,32 εκ. ευρώ.
Για τον μήνα Νοέμβριο (2014) το γενικό σύνολο των καταθέσεων (και των συμφωνιών επαναγοράς, repos) διαμορφώθηκε στα 213,33 δις ευρώ.
Το μέγεθος αυτό αντιστοιχεί στο 118% του αναμενομένου ονομαστικού ελληνικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) για το έτος 2014, δηλαδή 180,80 δις ευρώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, ήτοι Νοέμβριος 2013, σημειώθηκε μικρή αύξηση της τάξης του 0,12% (+246,32 εκ. ευρώ) ενώ σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2014 παρατηρήθηκε ελάχιστη μείωση της τάξης του -0,02% (-38,11 εκ ευρώ).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) το γενικό σύνολο των καταθέσεων ισοδυναμεί με το άθροισμα των παρακάτω τριών επί μέρους κατηγοριών:
α) κάτοικοι εσωτερικού,
β) κάτοικοι λοιπών χωρών ευρωζώνης και
γ) μη κάτοικοι ευρωζώνης.
Από τις τρείς προαναφερθείσες κατηγορίες, η πρώτη έχει τη μερίδα του λέοντος, δηλαδή 177,85 δις ευρώ επί του γενικού συνόλου των 213,33 (83,36%), η δεύτερη έχει ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό της τάξης του 0,71% (1,52 δις ευρώ), ενώ η τρίτη κατέχει το 15,93% (33,97 δις ευρώ).
Για την κατηγορία των κατοίκων του εσωτερικού και συγκεκριμένα για τον μήνα Νοέμβριο, σημειώθηκε ετήσια αύξηση των καταθέσεων της τάξης του 0,27% (+475,31 εκ ευρώ), ωστόσο σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2014 παρατηρήθηκε μείωση κατά 620,68 εκ. ευρώ (-0,35%).
Αξίζει να αναφέρουμε, πως από τον Ιούνιο του 2009, χρονικό σημείο κατά το οποίο η χρονολογική σειρά των καταθέσεων έλαβε τη μέγιστη τιμή της, δηλαδή 246,59 δις ευρώ, μέχρι και σήμερα, το σύνολο των καταθέσεων των κατοίκων εσωτερικού μειώθηκε κατά 68,75 δις ευρώ.
Την ίδια χρονική περίοδο (2009-2014) η απώλεια του ονομαστικού ΑΕΠ ήταν της τάξης των 56,63 δις ευρώ.
Η εν λόγω μείωση των καταθέσεων σίγουρα αντικατοπτρίζει σε έναν βαθμό τη μείωση του ακαθάριστου πλούτου των κατοίκων του εσωτερικού, για παράδειγμα λόγω μείωσης των εισοδημάτων τους, ωστόσο, ένας επιπλέον παράγοντας είναι και η πραγματοποιηθείσα αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου τους.
Κατά την διάρκεια της περιόδου 2009-2014, πολλά νοικοκυριά, τα οποία κατέχουν το 76,5% του συνόλου των καταθέσεων των κατοίκων του εσωτερικού (το υπόλοιπο 23,5% ανήκει στις επιχειρήσεις και στην κυβέρνηση), θεώρησαν ως βέλτιστη επενδυτική επιλογή την απόσυρση των χρηματικών τους κεφαλαίων από τα εγχώρια ΝΧΙ και την τοποθέτησή τους σε περιουσιακά στοιχεία της αλλοδαπής ή ακόμα και σε αποθησαυρισμό (λογικά σε μικρό ποσοστό).
Ο κύριος παράγοντας που δημιούργησε τα κίνητρα για την εν λόγω συμπεριφορά ήταν η πολιτική και η οικονομική αβεβαιότητα.
Σήμερα, ενώ η ελληνική οικονομία εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης, η πολιτική αβεβαιότητα παραμένει και το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία σε όλους του φορείς του οικονομικού συστήματος (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, επενδυτές από την αλλοδαπή).
Το τελευταίο στοιχείο δεν οφείλεται αποκλειστικά στις επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015.
Γνώμη μας είναι ότι η πολιτική αβεβαιότητα προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι το πολιτιστικό σύστημα στη χώρα μας δεν έχει ξεκαθαρίσει πλήρως τις θέσεις του αναφορικά με την οικονομική στρατηγική που επιθυμεί να ακολουθήσει η χώρα μας μέσα στα επόμενα εξάμηνα ή χρόνια.
Τα συσσωρευμένα ελλείμματα αναξιοπιστίας του παρελθόντος μεγεθύνουν το εν λόγω κλίμα αβεβαιότητας και η εξομάλυνση μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ξεκάθαρων θέσεων και ορθολογικών πολιτικών που δύναται να οδηγήσουν σε εφικτές λύσεις των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της χρήσης των οικονομικών πόρων της ελληνικής οικονομίας δεν θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αντιπαραθέσεων (για τον τρόπο εφαρμογή τους ναι, για τον στόχο όχι).
Το ίδιο ισχύει και για το κράτος.
Αποτελεί κοινή λογική ότι οι δημόσιες υπηρεσίες θα πρέπει να γίνουν περισσότερο αποτελεσματικές (π.χ. δικαιοσύνη, φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί, δημόσιες επενδύσεις με υψηλές θετικές εξωτερικές οικονομίες).
Τα εν λόγω στοιχεία δεν δύναται να είναι διαπραγματεύσιμα αν επιθυμούμε να οδηγηθούμε μακροπρόθεσμα σε βιώσιμο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης.
Η απομόχλευση της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και για τον μήνα Νοέμβριο (2014).
Το γενικό σύνολο της χρηματοδότησης μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -2,96%.
Από τον Δεκέμβριο του 2010 μέχρι και σήμερα (Νοέμβριος 2014), το υπόλοιπο του γενικού συνόλου της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε κατά 87,68 δις ευρώ, από 320, 52 στα 232,84 δις ευρώ.
Το σημερινό επίπεδο του γενικού συνόλου της χρηματοδότησης προσεγγίζει εκείνο που ίσχυε τον Ιούνιο του 2007, δηλαδή 233,59 δις ευρώ.
Αυτή η σημαντική μείωση του υπολοίπου των πιστώσεων οφείλεται τόσο σε παράγοντες της ζήτησης όσο και σε παράγοντες τις προσφοράς.
Από την μια πλευρά τα πιστωτικά ιδρύματα ακολούθησαν φειδωλή πολιτική στον τομέα των χορηγήσεων (αυστηριοποίηση των κριτηρίων για την παροχή πιστώσεων) και από την άλλη οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μείωσαν την ζήτησή τους για χρηματικά κεφάλαια.
Οι μεν επιχειρήσεις ενσωμάτωσαν στις επιλογές τους το μειωμένο οριακό προϊόν του φυσικού κεφαλαίου το οποίο επηρέασε αρνητικά τα κίνητρα τους για επενδύσεις, τα δε νοικοκυριά λόγω της υπερμόχλευσης των προηγούμενων ετών (από τον Ιανουάριο του 2001 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2010, το υπόλοιπο της χρηματοδότησης των ιδιωτών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων (ΜΚΙ) επταπλασιάστηκε, από 17,19 δις ευρώ στα 119,56 δις ευρώ) και λόγω της διαμόρφωσης προσδοκιών για μειωμένα εισοδήματα στο μέλλον μείωσαν την ζήτησή τους για χρηματικά κεφάλαια.
Στις επί μέρους κατηγορίες του γενικού συνόλου της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας παρατηρούμε τα εξής:
Σε ετήσια βάση, το υπόλοιπο της χρηματοδότησης της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε κατά -2,63% (από 21,39 στα 20,83 δις ευρώ), των ιδιωτικών επιχειρήσεων κατά -2,02% (από 103,72 στα 101,62 δις ευρώ), στην κατηγορία των ιδιωτών και των ΜΚΙ σημειώθηκε η μεγαλύτερη μείωση της τάξης του -3,99% (από 100,95 στα 96,92 δις ευρώ), ενώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες και τις ατομικές επιχειρήσεις, η μείωση που καταγράφηκε ήταν της τάξης του -2,96% (από 13,88 στα 13,47 δις ευρώ).
Στη περίπτωση που η αναπτυξιακή πορεία (θετικοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης) των δύο τελευταίων τριμήνων (2014q2, 2014q3) συνεχιστεί και τον επόμενο χρόνο και παράλληλα η μεταβολή της χρηματοδότησης παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα, τότε η ελληνική οικονομία θα αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα του φαινομένου της λεγόμενης «ανάκαμψης με μειωμένη χρηματοδότηση».
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, τα τελευταία 30 χρόνια έχουν καταγραφεί περιστατικά οικονομιών οι οποίες οδηγήθηκαν σε ύφεση ύστερα από μια περίοδο έντονης πιστωτικής επέκτασης και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της ανάκαμψής τους δεν καταγράφηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και στην πιστωτική επέκταση. Επιπρόσθετα, υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι 1 στις 4 περιπτώσεις από το δείγμα των οικονομιών που βίωσαν ύφεση και ανάκαμψη, έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή «ανάκαμψης με μειωμένη χρηματοδότηση».
www.bankingnews.gr
Ταυτόχρονα, επαναδιατυπώνει την ανάγκη ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη Eurobank:
• Για τον μήνα Οκτώβριο το ποσοστό της ανεργίας στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στο 25,78% επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού.
• Η απασχόληση αυξήθηκε (σε ετήσια βάση) κατά 72,4 χιλ. άτομα, η ανεργία μειώθηκε κατά 104,26 χιλ. άτομα και το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά 31,88 χιλ. άτομα.
• Η αύξηση των επενδύσεων και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελούν σημαντικούς μοχλούς ενίσχυσης της απασχόληση και μείωσης της ανεργίας.
Συνεπώς, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και όχι απλά στην επισήμανση του προβλήματος της ανεργίας, αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά τα τελευταία 6 χρόνια και πάνω από όλα οι έλληνες πολίτες που το βιώνουν.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα και όχι απλά να το καταγράφουμε.
• Για τον μήνα Δεκέμβριο ο δείκτης του γενικού οικονομικού κλίματος επιδεινώθηκε (από τις 102,7 μονάδες δείκτη στις 98,9).
Το ίδιο ισχύει και για τους επί μέρους δείκτες, δηλαδή της βιομηχανίας, των υπηρεσιών, των καταναλωτών και του λιανικού εμπορίου.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο δείκτης των κατασκευών ο οποίος βελτιώθηκε (από τις -34,2 μονάδες δείκτη στις -16,6).
Η πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του φαινομένου.
• Για τον μήνα Νοέμβριο (2014) καταγράφηκε αύξηση (ετήσια μεταβολή) του γενικού συνόλου των καταθέσεων κατά 246,32 εκ. ευρώ.
• Για την κατηγορία των κατοίκων του εσωτερικού σημειώθηκε ετήσια αύξηση των καταθέσεων της τάξης του 0,27% (+475,31 εκ ευρώ), ωστόσο σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2014 παρατηρήθηκε μείωση κατά 620,68 εκ. ευρώ (-0,35%).
Αξίζει να αναφέρουμε, πως από τον Ιούνιο του 2009, χρονικό σημείο κατά το οποίο η χρονολογική σειρά των καταθέσεων έλαβε τη μέγιστη τιμή της, δηλαδή 246,59 δις ευρώ, μέχρι και σήμερα, το σύνολο των καταθέσεων των κατοίκων εσωτερικού μειώθηκε κατά 68,75 δις ευρώ.
• Η απομόχλευση της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και για τον μήνα Νοέμβριο (2014). Το γενικό σύνολο της χρηματοδότησης μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -2,96%.
Για τον μήνα Οκτώβριο το ποσοστό της ανεργίας στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στο 25,78% επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού.
Το συγκεκριμένο νούμερο αντιστοιχεί σε μια ετήσια μεταβολή της τάξης των 1,98 ποσοστιαίων μονάδων (από 27,76% στο 25,78%).
Η αντίστοιχη μεταβολή για τον μήνα Σεπτέμβριο ήταν της τάξης των 1,93 ποσοστιαίων μονάδων.
Σε γενικές γραμμές η μείωση του ποσοστού της ανεργίας για τον μήνα Οκτώβριο είχε παρόμοια χαρακτηριστικά με την αντίστοιχη μείωση που καταγράφηκε και τον Σεπτέμβριο.
Πιο συγκεκριμένα, η απασχόληση αυξήθηκε (σε ετήσια βάση) κατά 72,4 χιλ. άτομα, η ανεργία μειώθηκε κατά 104,26 χιλ. άτομα και το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά 31,88 χιλ. άτομα.
Όπως επανειλημμένως έχουμε τονίσει από το φυλλάδιο 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, το πρόβλημα της ανεργίας παραμένει ως μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία.
Το να συζητάμε απλά για το υψηλό επίπεδο του ποσοστού της ανεργίας χωρίς να προτείνουμε εφικτές λύσεις μόνο στη συνέχιση του φαινομένου μπορεί να οδηγήσει και όχι στην αποκλιμάκωσή του.
Η αύξηση των επενδύσεων και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελούν σημαντικούς μοχλούς ενίσχυσης της απασχόληση και μείωσης της ανεργίας.
Συνεπώς, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και όχι απλά στην επισήμανση του προβλήματος της ανεργίας, αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά τα τελευταία 6 χρόνια και πάνω από όλα οι έλληνες πολίτες που το βιώνουν.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα και όχι απλά να το καταγράφουμε.
Για τον μήνα Δεκέμβριο ο δείκτης του γενικού οικονομικού κλίματος επιδεινώθηκε (από τις 102,7 μονάδες δείκτη στις 98,9).
Το ίδιο ισχύει και για τους επί μέρους δείκτες, δηλαδή της βιομηχανίας, των υπηρεσιών, των καταναλωτών και του λιανικού εμπορίου.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο δείκτης των κατασκευών ο οποίος βελτιώθηκε (από τις -34,2 μονάδες δείκτη στις -16,6).
Η πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του φαινομένου.
Για τον μήνα Νοέμβριο (2014) καταγράφηκε αύξηση (ετήσια μεταβολή) του γενικού συνόλου των καταθέσεων κατά 246,32 εκ. ευρώ.
Για τον μήνα Νοέμβριο (2014) το γενικό σύνολο των καταθέσεων (και των συμφωνιών επαναγοράς, repos) διαμορφώθηκε στα 213,33 δις ευρώ.
Το μέγεθος αυτό αντιστοιχεί στο 118% του αναμενομένου ονομαστικού ελληνικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) για το έτος 2014, δηλαδή 180,80 δις ευρώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, ήτοι Νοέμβριος 2013, σημειώθηκε μικρή αύξηση της τάξης του 0,12% (+246,32 εκ. ευρώ) ενώ σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2014 παρατηρήθηκε ελάχιστη μείωση της τάξης του -0,02% (-38,11 εκ ευρώ).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) το γενικό σύνολο των καταθέσεων ισοδυναμεί με το άθροισμα των παρακάτω τριών επί μέρους κατηγοριών:
α) κάτοικοι εσωτερικού,
β) κάτοικοι λοιπών χωρών ευρωζώνης και
γ) μη κάτοικοι ευρωζώνης.
Από τις τρείς προαναφερθείσες κατηγορίες, η πρώτη έχει τη μερίδα του λέοντος, δηλαδή 177,85 δις ευρώ επί του γενικού συνόλου των 213,33 (83,36%), η δεύτερη έχει ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό της τάξης του 0,71% (1,52 δις ευρώ), ενώ η τρίτη κατέχει το 15,93% (33,97 δις ευρώ).
Για την κατηγορία των κατοίκων του εσωτερικού και συγκεκριμένα για τον μήνα Νοέμβριο, σημειώθηκε ετήσια αύξηση των καταθέσεων της τάξης του 0,27% (+475,31 εκ ευρώ), ωστόσο σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2014 παρατηρήθηκε μείωση κατά 620,68 εκ. ευρώ (-0,35%).
Αξίζει να αναφέρουμε, πως από τον Ιούνιο του 2009, χρονικό σημείο κατά το οποίο η χρονολογική σειρά των καταθέσεων έλαβε τη μέγιστη τιμή της, δηλαδή 246,59 δις ευρώ, μέχρι και σήμερα, το σύνολο των καταθέσεων των κατοίκων εσωτερικού μειώθηκε κατά 68,75 δις ευρώ.
Την ίδια χρονική περίοδο (2009-2014) η απώλεια του ονομαστικού ΑΕΠ ήταν της τάξης των 56,63 δις ευρώ.
Η εν λόγω μείωση των καταθέσεων σίγουρα αντικατοπτρίζει σε έναν βαθμό τη μείωση του ακαθάριστου πλούτου των κατοίκων του εσωτερικού, για παράδειγμα λόγω μείωσης των εισοδημάτων τους, ωστόσο, ένας επιπλέον παράγοντας είναι και η πραγματοποιηθείσα αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου τους.
Κατά την διάρκεια της περιόδου 2009-2014, πολλά νοικοκυριά, τα οποία κατέχουν το 76,5% του συνόλου των καταθέσεων των κατοίκων του εσωτερικού (το υπόλοιπο 23,5% ανήκει στις επιχειρήσεις και στην κυβέρνηση), θεώρησαν ως βέλτιστη επενδυτική επιλογή την απόσυρση των χρηματικών τους κεφαλαίων από τα εγχώρια ΝΧΙ και την τοποθέτησή τους σε περιουσιακά στοιχεία της αλλοδαπής ή ακόμα και σε αποθησαυρισμό (λογικά σε μικρό ποσοστό).
Ο κύριος παράγοντας που δημιούργησε τα κίνητρα για την εν λόγω συμπεριφορά ήταν η πολιτική και η οικονομική αβεβαιότητα.
Σήμερα, ενώ η ελληνική οικονομία εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης, η πολιτική αβεβαιότητα παραμένει και το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία σε όλους του φορείς του οικονομικού συστήματος (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, επενδυτές από την αλλοδαπή).
Το τελευταίο στοιχείο δεν οφείλεται αποκλειστικά στις επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015.
Γνώμη μας είναι ότι η πολιτική αβεβαιότητα προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι το πολιτιστικό σύστημα στη χώρα μας δεν έχει ξεκαθαρίσει πλήρως τις θέσεις του αναφορικά με την οικονομική στρατηγική που επιθυμεί να ακολουθήσει η χώρα μας μέσα στα επόμενα εξάμηνα ή χρόνια.
Τα συσσωρευμένα ελλείμματα αναξιοπιστίας του παρελθόντος μεγεθύνουν το εν λόγω κλίμα αβεβαιότητας και η εξομάλυνση μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ξεκάθαρων θέσεων και ορθολογικών πολιτικών που δύναται να οδηγήσουν σε εφικτές λύσεις των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της χρήσης των οικονομικών πόρων της ελληνικής οικονομίας δεν θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αντιπαραθέσεων (για τον τρόπο εφαρμογή τους ναι, για τον στόχο όχι).
Το ίδιο ισχύει και για το κράτος.
Αποτελεί κοινή λογική ότι οι δημόσιες υπηρεσίες θα πρέπει να γίνουν περισσότερο αποτελεσματικές (π.χ. δικαιοσύνη, φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί, δημόσιες επενδύσεις με υψηλές θετικές εξωτερικές οικονομίες).
Τα εν λόγω στοιχεία δεν δύναται να είναι διαπραγματεύσιμα αν επιθυμούμε να οδηγηθούμε μακροπρόθεσμα σε βιώσιμο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης.
Η απομόχλευση της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και για τον μήνα Νοέμβριο (2014).
Το γενικό σύνολο της χρηματοδότησης μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -2,96%.
Από τον Δεκέμβριο του 2010 μέχρι και σήμερα (Νοέμβριος 2014), το υπόλοιπο του γενικού συνόλου της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε κατά 87,68 δις ευρώ, από 320, 52 στα 232,84 δις ευρώ.
Το σημερινό επίπεδο του γενικού συνόλου της χρηματοδότησης προσεγγίζει εκείνο που ίσχυε τον Ιούνιο του 2007, δηλαδή 233,59 δις ευρώ.
Αυτή η σημαντική μείωση του υπολοίπου των πιστώσεων οφείλεται τόσο σε παράγοντες της ζήτησης όσο και σε παράγοντες τις προσφοράς.
Από την μια πλευρά τα πιστωτικά ιδρύματα ακολούθησαν φειδωλή πολιτική στον τομέα των χορηγήσεων (αυστηριοποίηση των κριτηρίων για την παροχή πιστώσεων) και από την άλλη οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μείωσαν την ζήτησή τους για χρηματικά κεφάλαια.
Οι μεν επιχειρήσεις ενσωμάτωσαν στις επιλογές τους το μειωμένο οριακό προϊόν του φυσικού κεφαλαίου το οποίο επηρέασε αρνητικά τα κίνητρα τους για επενδύσεις, τα δε νοικοκυριά λόγω της υπερμόχλευσης των προηγούμενων ετών (από τον Ιανουάριο του 2001 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2010, το υπόλοιπο της χρηματοδότησης των ιδιωτών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων (ΜΚΙ) επταπλασιάστηκε, από 17,19 δις ευρώ στα 119,56 δις ευρώ) και λόγω της διαμόρφωσης προσδοκιών για μειωμένα εισοδήματα στο μέλλον μείωσαν την ζήτησή τους για χρηματικά κεφάλαια.
Στις επί μέρους κατηγορίες του γενικού συνόλου της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας παρατηρούμε τα εξής:
Σε ετήσια βάση, το υπόλοιπο της χρηματοδότησης της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε κατά -2,63% (από 21,39 στα 20,83 δις ευρώ), των ιδιωτικών επιχειρήσεων κατά -2,02% (από 103,72 στα 101,62 δις ευρώ), στην κατηγορία των ιδιωτών και των ΜΚΙ σημειώθηκε η μεγαλύτερη μείωση της τάξης του -3,99% (από 100,95 στα 96,92 δις ευρώ), ενώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες και τις ατομικές επιχειρήσεις, η μείωση που καταγράφηκε ήταν της τάξης του -2,96% (από 13,88 στα 13,47 δις ευρώ).
Στη περίπτωση που η αναπτυξιακή πορεία (θετικοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης) των δύο τελευταίων τριμήνων (2014q2, 2014q3) συνεχιστεί και τον επόμενο χρόνο και παράλληλα η μεταβολή της χρηματοδότησης παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα, τότε η ελληνική οικονομία θα αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα του φαινομένου της λεγόμενης «ανάκαμψης με μειωμένη χρηματοδότηση».
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, τα τελευταία 30 χρόνια έχουν καταγραφεί περιστατικά οικονομιών οι οποίες οδηγήθηκαν σε ύφεση ύστερα από μια περίοδο έντονης πιστωτικής επέκτασης και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της ανάκαμψής τους δεν καταγράφηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και στην πιστωτική επέκταση. Επιπρόσθετα, υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι 1 στις 4 περιπτώσεις από το δείγμα των οικονομιών που βίωσαν ύφεση και ανάκαμψη, έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή «ανάκαμψης με μειωμένη χρηματοδότηση».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών