Αυξάνονται τα περιθώρια διαπραγμάτευσης μετά την εγκατάλειψη της πρότασης για διαγραφή μέρους του χρέους
Απίθανο να γίνει αποδεκτή με την σημερινή της μορφή η πρόταση του Έλληνα Υπουργού Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους, σύμφωνα με την HSBC, η οποία όμως θεωρεί ότι πλέον, με την εγκατάλειψη της πρότασης για διαγραφή μέρους του χρέους, δημιουργείται χώρος για τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της ευρωζώνης.
Στην 6σέλιδη ανάλυση της με τίτλο "Greek debt proposal - Creating space for negotiations" (ελληνική πρόταση για το χρέος - δημιουργώντας χώρο για διαπραγματεύσεις), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η HSBC εκτιμά ότι οι διαπραγματεύσεις είναι πιθανό να παραταθούν μέχρι τον Ιούλιο, ενώ μια προσωρινή συμφωνία θα μπορούσε να σημαίνει για τις ελληνικές τράπεζες, που ήδη αντιμετωπίζουν σημαντικές απώλειες καταθέσεων, μια "κάλυψη" για την χρήση του προγράμματος παροχής ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά τον Μάρτιο, όταν και λήγει το πρόγραμμα της ΕΕ.
Ένας μηχανισμός ομολόγων συνδεδεμένων με την ανάπτυξη και perpetuities
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης περιέγραψε μια πρόταση για να επιτευχθεί μια μείωση του βάρους του χρέους της Ελλάδας.
Πρότεινε τη μετατροπή των ομολόγων ύψους 27 δισ. ευρώ που κατέχει η ΕΚΤ σε
"ομόλογα εις το διηνεκές" και των δανείων της ΕΕ ύψους 195 δισ. ευρώ σε ομόλογα που αναπροσαρμόζονται με την ανάπτυξη της οικονομίας.
Τα ομόλογα που κατέχουν οι ιδιώτες θα θα επηρεαστούν από μελλοντικές περικοπές.
Η ιδέα της ύπαρξης ομολόγων που αναπροσαρμόζονται στην ονομαστική ανάπτυξη δεν είναι κάτι καινούργιο.
Ο Βαρουφάκης είχε ήδη περιγράψει το σχέδιο του σε μια συνέντευξη στην ισπανική εφημερίδα, El Mundo, στις 21 Ιανουαρίου.
Στη συνέντευξη, ο Βαρουφάκης υποστήριξε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τρόικας, η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει ετήσια ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 7% κατά μέσο όρο τα επόμενα 20 χρόνια (στην πραγματικότητα, είναι γύρω στο 5,5% σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ).
Ως εκ τούτου, τα νέα ομόλογα θα πρέπει να βασίζονται στην ακόλουθη αρχή:
Εάν η ονομαστική αύξηση είναι 7% ή περισσότερο σε ένα δεδομένο έτος, η Ελλάδα πληρώνει πίσω στο ακέραιο ό, τι χρωστάει εκείνο το έτος.
Εάν η αύξηση είναι μεταξύ 5% και 7%, η Ελλάδα θα πληρώσει πίσω το ένα τρίτο του οφειλόμενου ποσού.
Αν είναι λιγότερο από 5%, δεν θα πληρώσει τίποτα.
Μια βιώσιμη επιλογή
Η πρόταση του Βαρουφάκη επιβεβαιώνει μια αλλαγή στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ από τον στόχο της απομείωσης του δημόσιου χρέους.
Η Ελλάδα θα δεσμευτεί να διατηρήσει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξεως του 1 έως 1,5% του ΑΕΠ
(Στο σημερινό πρόγραμμα της Τρόικας, η Ελλάδα πρέπει να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ έως το 2016).
Αυτό, σε συνδυασμό με την περαιτέρω μείωση των πληρωμών τόκων, θα δώσει στο ΣΥΡΙΖΑ μερικά δημοσιονομικά περιθώρια για την εφαρμογή ορισμένων από τις κοινωνικές πολιτικές του, ενώ θα του επιτρέψει να παραμείνει η κυβέρνηση σύμφωνη με τις δημοσιονομικές απαιτήσεις της ΕΕ.
Αυτό θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο να πειστεί η Γερμανία, η οποία ανησυχεί σχετικά με τις επιπτώσεις ηθικού κινδύνου, από την υπογραφή μιας συμφωνίας που ρητά γίνεται κατά παράβαση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ.
Είναι, ωστόσο, ακόμη ασαφές κατά πόσον η πρόταση του Βαρουφάκη σημαίνει ότι η αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου θα πρέπει να συνδέεται με
ανάπτυξη, ή απλά οι πληρωμές των τόκων.
Οι λήξεις των δανείων της ΕΕ έχουν ήδη επεκταθεί μέχρι μετά το 2021, οπότε η διαφορά θα υπάρξει μόνο αν εφαρμοστεί μόνο με τους τόκους.
Και θα μπορούσε να είναι περισσότερο αποδεκτή και από πολιτική προοπτική.
Με παρόμοιο τρόπο, η ιδέα να μετατρέψει τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ σε perpetuities θα μπορούσε να είναι μακριά από τα περιθώρια που έχει η ΕΚΤ να αποδεχτεί.
Ωστόσο, μια αναδιάταξη των λήξεων (Το 85% των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ ωριμάζει μέχρι το 2020), θα μπορούσε να επιτύχει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα όσον αφορά τη μείωση των αναγκών χρηματοδότησης στην Ελλάδα.
Και σύμφωνα με τους όρους της ποσοτικής χαλάρωσης η ΕΚΤ έχει ως στόχο να αγοράσει κρατικά ομόλογα διάρκειας μεταξύ 2 και 30 ετών.
Κανείς δεν αναμένει μια γρήγορη λύση
Συνολικά, οι διαπραγματεύσεις είναι πιθανό να παραταθούν, ενδεχομένως ακόμη και μέχρι τον Ιούλιο ομολόγων, όταν λήγουν ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ ύψους 3,5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, η Ελλάδα ζητά μια συμφωνία - γέφυρα 4 μηνών
μέχρι να συμφωνηθεί η τελική συμφωνία.
Η Ελλάδα δεν θα ζητήσει την πλήρη εκταμίευση των 7,2 δισ. ευρώ της δόσης, αλλά μόνο των 1,8 δισ. ευρώ των τόκων από τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ.
Η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να ζητήσει επέκταση του τρέχοντος ορίου έκδωσης εντόκων γραμματών για να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης.
Ενώ οι διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα, αν οι ηγέτες της ΕΕ συμφωνήσουν στο αίτημα του Βαρουφάκη για την προσωρινή συμφωνία, οι τράπεζες θα μπορούσαν να συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ.
Σε αντίθετη περίπτωση, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αυξήσουν την
εξάρτηση τους από τον έκτακτο μηχανισμό στήριξης (ELA).
Αλλά η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί γρήγορα.
Τα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδα επιβεβαίωσαν ότι το Δεκέμβριο υπήρξαν εκροές καταθέσεων ύψους 4 δισ. ευρώ (2,5% των εγχώριων καταθέσεων) και ότι η εξάρτηση από ρευστότητα της ΕΚΤ αυξήθηκε κατά 25%.
Και όπως ήταν αναμενόμενο, η κατάσταση έχει αρχίσει να επηρεάζει και την οικονομία, εξέλιξη που αντανακλάται στον δείκτη PMI μεταποίησης, ο οποία βρίσκεται σε χαμηλό 15-μηνών χαμηλό, στις 48,3 μονάδες, τον Ιανουάριο.
www.bankingnews.gr
Στην 6σέλιδη ανάλυση της με τίτλο "Greek debt proposal - Creating space for negotiations" (ελληνική πρόταση για το χρέος - δημιουργώντας χώρο για διαπραγματεύσεις), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η HSBC εκτιμά ότι οι διαπραγματεύσεις είναι πιθανό να παραταθούν μέχρι τον Ιούλιο, ενώ μια προσωρινή συμφωνία θα μπορούσε να σημαίνει για τις ελληνικές τράπεζες, που ήδη αντιμετωπίζουν σημαντικές απώλειες καταθέσεων, μια "κάλυψη" για την χρήση του προγράμματος παροχής ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά τον Μάρτιο, όταν και λήγει το πρόγραμμα της ΕΕ.
Ένας μηχανισμός ομολόγων συνδεδεμένων με την ανάπτυξη και perpetuities
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης περιέγραψε μια πρόταση για να επιτευχθεί μια μείωση του βάρους του χρέους της Ελλάδας.
Πρότεινε τη μετατροπή των ομολόγων ύψους 27 δισ. ευρώ που κατέχει η ΕΚΤ σε
"ομόλογα εις το διηνεκές" και των δανείων της ΕΕ ύψους 195 δισ. ευρώ σε ομόλογα που αναπροσαρμόζονται με την ανάπτυξη της οικονομίας.
Τα ομόλογα που κατέχουν οι ιδιώτες θα θα επηρεαστούν από μελλοντικές περικοπές.
Η ιδέα της ύπαρξης ομολόγων που αναπροσαρμόζονται στην ονομαστική ανάπτυξη δεν είναι κάτι καινούργιο.
Ο Βαρουφάκης είχε ήδη περιγράψει το σχέδιο του σε μια συνέντευξη στην ισπανική εφημερίδα, El Mundo, στις 21 Ιανουαρίου.
Στη συνέντευξη, ο Βαρουφάκης υποστήριξε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τρόικας, η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει ετήσια ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 7% κατά μέσο όρο τα επόμενα 20 χρόνια (στην πραγματικότητα, είναι γύρω στο 5,5% σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ).
Ως εκ τούτου, τα νέα ομόλογα θα πρέπει να βασίζονται στην ακόλουθη αρχή:
Εάν η ονομαστική αύξηση είναι 7% ή περισσότερο σε ένα δεδομένο έτος, η Ελλάδα πληρώνει πίσω στο ακέραιο ό, τι χρωστάει εκείνο το έτος.
Εάν η αύξηση είναι μεταξύ 5% και 7%, η Ελλάδα θα πληρώσει πίσω το ένα τρίτο του οφειλόμενου ποσού.
Αν είναι λιγότερο από 5%, δεν θα πληρώσει τίποτα.
Μια βιώσιμη επιλογή
Η πρόταση του Βαρουφάκη επιβεβαιώνει μια αλλαγή στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ από τον στόχο της απομείωσης του δημόσιου χρέους.
Η Ελλάδα θα δεσμευτεί να διατηρήσει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξεως του 1 έως 1,5% του ΑΕΠ
(Στο σημερινό πρόγραμμα της Τρόικας, η Ελλάδα πρέπει να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ έως το 2016).
Αυτό, σε συνδυασμό με την περαιτέρω μείωση των πληρωμών τόκων, θα δώσει στο ΣΥΡΙΖΑ μερικά δημοσιονομικά περιθώρια για την εφαρμογή ορισμένων από τις κοινωνικές πολιτικές του, ενώ θα του επιτρέψει να παραμείνει η κυβέρνηση σύμφωνη με τις δημοσιονομικές απαιτήσεις της ΕΕ.
Αυτό θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο να πειστεί η Γερμανία, η οποία ανησυχεί σχετικά με τις επιπτώσεις ηθικού κινδύνου, από την υπογραφή μιας συμφωνίας που ρητά γίνεται κατά παράβαση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ.
Είναι, ωστόσο, ακόμη ασαφές κατά πόσον η πρόταση του Βαρουφάκη σημαίνει ότι η αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου θα πρέπει να συνδέεται με
ανάπτυξη, ή απλά οι πληρωμές των τόκων.
Οι λήξεις των δανείων της ΕΕ έχουν ήδη επεκταθεί μέχρι μετά το 2021, οπότε η διαφορά θα υπάρξει μόνο αν εφαρμοστεί μόνο με τους τόκους.
Και θα μπορούσε να είναι περισσότερο αποδεκτή και από πολιτική προοπτική.
Με παρόμοιο τρόπο, η ιδέα να μετατρέψει τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ σε perpetuities θα μπορούσε να είναι μακριά από τα περιθώρια που έχει η ΕΚΤ να αποδεχτεί.
Ωστόσο, μια αναδιάταξη των λήξεων (Το 85% των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ ωριμάζει μέχρι το 2020), θα μπορούσε να επιτύχει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα όσον αφορά τη μείωση των αναγκών χρηματοδότησης στην Ελλάδα.
Και σύμφωνα με τους όρους της ποσοτικής χαλάρωσης η ΕΚΤ έχει ως στόχο να αγοράσει κρατικά ομόλογα διάρκειας μεταξύ 2 και 30 ετών.
Κανείς δεν αναμένει μια γρήγορη λύση
Συνολικά, οι διαπραγματεύσεις είναι πιθανό να παραταθούν, ενδεχομένως ακόμη και μέχρι τον Ιούλιο ομολόγων, όταν λήγουν ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ ύψους 3,5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, η Ελλάδα ζητά μια συμφωνία - γέφυρα 4 μηνών
μέχρι να συμφωνηθεί η τελική συμφωνία.
Η Ελλάδα δεν θα ζητήσει την πλήρη εκταμίευση των 7,2 δισ. ευρώ της δόσης, αλλά μόνο των 1,8 δισ. ευρώ των τόκων από τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ.
Η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να ζητήσει επέκταση του τρέχοντος ορίου έκδωσης εντόκων γραμματών για να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης.
Ενώ οι διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα, αν οι ηγέτες της ΕΕ συμφωνήσουν στο αίτημα του Βαρουφάκη για την προσωρινή συμφωνία, οι τράπεζες θα μπορούσαν να συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ.
Σε αντίθετη περίπτωση, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αυξήσουν την
εξάρτηση τους από τον έκτακτο μηχανισμό στήριξης (ELA).
Αλλά η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί γρήγορα.
Τα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδα επιβεβαίωσαν ότι το Δεκέμβριο υπήρξαν εκροές καταθέσεων ύψους 4 δισ. ευρώ (2,5% των εγχώριων καταθέσεων) και ότι η εξάρτηση από ρευστότητα της ΕΚΤ αυξήθηκε κατά 25%.
Και όπως ήταν αναμενόμενο, η κατάσταση έχει αρχίσει να επηρεάζει και την οικονομία, εξέλιξη που αντανακλάται στον δείκτη PMI μεταποίησης, ο οποία βρίσκεται σε χαμηλό 15-μηνών χαμηλό, στις 48,3 μονάδες, τον Ιανουάριο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών