Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Eurobank: Κίνδυνος μακροχρόνιας στασιμότητας στην οικονομία... όπως στο Μεξικό

Eurobank: Κίνδυνος μακροχρόνιας στασιμότητας στην οικονομία... όπως στο Μεξικό
Μετά τη σταθεροποίηση της οικονομίας το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης
Tην ανάγκη για επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προκρίνει η Eurobank, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία ανάλυσή της, υπό τον διακριτικό τίτλο "7 Ημέρες Οικονομία".
Όπως προειδοποιεί η Eurobank, η ανεργία παραμένει υψηλή, ο αποπληθωρισμός συνεχίζεται:
- Στο 4ο τρίμηνο του 2014 ο ετήσιος ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,55% (εκτιμήσεις, μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία). Με βάση αυτά τα στοιχεία, για το 2014 ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήταν της τάξης του 0,87%.
- Μετά τη σταθεροποίηση το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι προς την επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.
- Όσο καθυστερείται η προώθηση και η εφαρμογή των δομικών αλλαγών οι οποίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μια παγίδα «μακροχρόνιας στασιμότητας».
- Σε πρόσφατη έκθεσή του (Going for Growth 2015) ο ΟΟΣΑ τονίζει πως οι ελληνικές μεταρρυθμίσεις που έχουν προτεραιότητα αφορούν την ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, την κατάργηση εμποδίων στον ανταγωνισμό, τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος.
- Τον Ιανουάριο του 2015 η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) ήταν της τάξης του -2,76%. Από τον Μάρτιο του 2013 μέχρι και σήμερα (διάστημα 23 μηνών) η προαναφερθείσα πτώση ήταν η 2η υψηλότερη.
- Σχεδόν αμετάβλητη παρέμεινε η ανεργία το Νοέμβριο του 2014 (25,79%) σε σχέση με τον Οκτώβριο (25,85%) του ίδιου έτους.
- Η οικοδομική δραστηριότητα το Νοέμβριο 2014 κατέγραψε πτώση της τάξης του -30,09%.
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πρόσφατη έκθεσή της αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις της για την Ευρωζώνη (1,3% το 2015 από 1,1% προηγουμένως και 1,9% το 2016 από 1,7% προηγουμένως), τονίζοντας πως οι προοπτικές ανάπτυξης έχουν βελτιωθεί, αλλά οι κίνδυνοι παραμένουν.
Στο 4ο τρίμηνο του 2014 ο ετήσιος ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,55% (εκτιμήσεις, μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία). Με βάση αυτά τα στοιχεία, για το 2014 ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήταν της τάξης του 0,87%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης παρέμεινε σε θετικό έδαφος για 3ο συνεχές τρίμηνο.
Πιο συγκεκριμένα, για το 4ο τρίμηνο του 2014 ο ετήσιος ρυθμός ποσοστιαίας μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,55%, μειωμένος κατά 0,42 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (1,97%) και ενισχυμένος κατά 4,65 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (-3,11%). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα εν λόγω στοιχεία αποτελούν εκτιμήσεις. Τα προσωρινά στοιχεία αναμένονται να δημοσιευθούν την 27η Φεβρουαρίου 2015. Επιπρόσθετα την ίδια ημέρα θα γνωρίζουμε και την ταξινόμηση της συνεισφοράς των επί μέρους συνιστωσών του ΑΕΠ στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Η τελευταία παρατήρηση είναι πολύ σημαντική καθώς το μέγεθος της επενδυτικής δαπάνης που θα πραγματοποιηθεί μέσα στα επόμενα χρόνια θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη δυναμική και πρωτίστως τη βιωσιμότητα της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας.
Σε όρους τριμηνιαίων μεταβολών (εποχικά διορθωμένα στοιχεία), ύστερα από 3 συνεχή τρίμηνα θετικών μεταβολών, δηλαδή 0,74%-2014q1, 0,33%-2014q2 και 0,75%-2014q3, στο 4ο τρίμηνο του 2014 παρατηρήθηκε πτώση της τάξης του -0,17%. Το γεγονός αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα της πολιτικής-οικονομικής αβεβαιότητας η οποία επικράτησε στη χώρα μας στο τελευταίο τρίμηνο του 2014. Το κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας οδηγεί σε αναστολή των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών και των επενδυτικών δαπανών των επιχειρήσεων, και στο χειρότερο σενάριο, όταν η αβεβαιότητα ενσωματωθεί στις προσδοκίες ως μια διαρκής κατάσταση η αναστολή μετατρέπεται σε διακοπή ή παύση. Με τη σειρά της η παύση οδηγεί στη στασιμότητα. Αυτό δεν θα πρέπει να συμβεί στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας. Μετά τη σταθεροποίηση το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι προς την επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.
Όσο καθυστερείται η προώθηση και η εφαρμογή των δομικών αλλαγών οι οποίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μια παγίδα «μακροχρόνιας στασιμότητας». Η οικονομία του Μεξικού τη δεκαετία του 1980 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου.
Όπως η ελληνική οικονομία από το τέλος του 2007 μέχρι και σήμερα γνώρισε τη δική της μεγάλη οικονομική ύφεση, έτσι και οι χώρες του Μεξικού και της Χιλής είχαν αντίστοιχα επεισόδια στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (το ίδιο ισχύει και για την Αργεντινή και για την Βραζιλία).
Ο λόγος που επιλέξαμε να παραθέσουμε την οικονομική επίδοση αυτών των δύο χωρών της Λατινικής Αμερικής σε σχέση με την αντίστοιχη της Ελλάδας είναι ο εξής: Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η αύξηση των επιτοκίων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και η πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου (βασικό εξαγώγιμο προϊόν του Μεξικού) και του χαλκού (βασικό εξαγώγιμο προϊόν της Χιλής), αποτέλεσαν ισχυρές αρνητικές διαταραχές (shocks) για τις οικονομίες του Μεξικού και της Χιλής.
Όπως αναφέρουν οι Gordoba και Kehoe (2009) και οι Bergoeing et al. (2002, 2007), οι εν λόγω αρνητικές διαταραχές αποκάλυψαν τις υπάρχουσες (τότε) δομικές αδυναμίες των χρηματοπιστωτικών συστημάτων των δύο χωρών. Αυτό το χαρακτηριστικό αποτέλεσε τον δίαυλο μέσω του οποίου οι αρχικές διαταραχές πυροδότησαν την δημιουργία συνθηκών πιστωτικής κρίσης με άμεσες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι τόσο στο Μεξικό όσο και στη Χιλή υπήρξε μια υψηλή πτώση της αθροιστικής οικονομικής τους δραστηριότητας (πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ) κατά τη διάρκεια της περιόδου 1981-1983. Επιπρόσθετα, η πτώση που παρατηρήθηκε στη Χιλή ήταν περισσότερο απότομη σε σχέση με την αντίστοιχη του Μεξικού. Πιο συγκεκριμένα, η οικονομία της Χιλής μέσα σε δύο χρόνια απώλεσε πάνω από το 20% της εγχώριας κατά κεφαλήν παραγωγής (μετά την εξαγωγή της τάσης του 2%) ενώ για την οικονομία του Μεξικού το αντίστοιχο μέγεθος ήταν της τάξης του 12,50%.
Το Μεξικό παρέμεινε σε μια μακροχρόνια παγίδα στασιμότητας (χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης) ενώ η οικονομία της Χιλής αναπτύχθηκε με πολύ υψηλούς ρυθμούς και το 1992 επέστρεψε στο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης που θα ακολουθούσε αν από το 1981 μέχρι και το 1992 αναπτυσσόταν με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 2%. Αυτό το φαινόμενο όξυνε την επιστημονική όσφρηση των Bergoeing et al. (2002, 2007) και Gordoba και Kehoe (2009) οι οποίοι και πραγματοποίησαν ακαδημαϊκές μελέτες για την ερμηνεία αυτού του φαινομένου. Το κεντρικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν ήταν το εξής: Η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε στην περίπτωση της Χιλής (παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970) οδήγησε στην ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών από τις μη παραγωγικές επιχειρήσεις (οι οποίες και κλείσανε) προς τις περισσότερο παραγωγικές (με υψηλό βραχυχρόνιο κόστος), ενώ στην οικονομία του Μεξικού δεν ακολουθήθηκε η ίδια λογική (χαμηλό βραχυχρόνιο κόστος) και η αποτελεσματικότητα στην κατανομή των πόρων ήταν χαμηλή (χαμηλή παραγωγικότητα). Τα δύο αυτά στοιχεία είχαν ως αποτέλεσμα για την οικονομία του Μεξικού να παραμείνει σε ένα μονοπάτι στασιμότητας ενώ για την οικονομία της Χιλής να εισέλθει σε ένα μονοπάτι ισχυρής ανάκαμψης.
Τι σχέση έχουν τα συγκεκριμένα παραδείγματα με την περίπτωση της Ελλάδας; Σήμερα η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Μετά την επιτευχθείσα σταθεροποίηση ή θα οδηγηθούμε σε ένα μονοπάτι χαμηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης ή θα ακολουθήσουμε μια γοργή αναπτυξιακή πορεία (ρυθμοί πολύ μεγαλύτεροι του 2%). Το κλειδί είναι η παραγωγικότητα (productivity).
Όσο καθυστερείται η προώθηση και η εφαρμογή των δομικών αλλαγών οι οποίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μια παγίδα «μακροχρόνιας στασιμότητας». Η οικονομία του Μεξικού τη δεκαετία του 1980 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), με έκθεση που δημοσίευσε την προηγούμενη βδομάδα (Going for Growth 2015), τονίζει πως οι προτεραιότητες στον τομέα των μεταρρυθμίσεων για την Ελλάδα αφορούν την ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών στην αγορά εργασίας, την περαιτέρω κατάργηση των εμποδίων στον ανταγωνισμό, τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα έτσι ώστε να ενισχυθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της χώρας αφορούν τους ακόλουθους πέντε τομείς:
• Ενίσχυση της λειτουργικότητας των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας. Οι εύστοχες πολιτικές απασχόλησης και η έγκαιρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μειωθεί η μακροχρόνια ανεργία. Πιο συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ προτείνει την άμεση αλλαγή της δομής των Δημόσιων Υπηρεσιών Απασχόλησης και την εφαρμογή ενός πιλοτικού προγράμματος ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για την καθιέρωση ενός πλήρους κλίμακας προγράμματος Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.
• Μείωση των ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα γραφειοκρατικά εμπόδια που εξακολουθούν να πλήττουν τη λειτουργία μιας επιχείρησης και ο ασθενής ανταγωνισμός εμποδίζουν την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις. Αυτό που ουσιαστικά προτείνει είναι να απλουστευτούν οι διαδικασίες αδειοδότησης των επιχειρήσεων και να μειωθούν τα διοικητικά εμπόδια για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, ο νόμος για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων (που εφαρμόστηκε ήδη για τους δικηγόρους, τους λογιστές και τους μηχανικούς) πρέπει να υλοποιηθεί, εστιάζοντας στις επιπτώσεις που έχει στον ανταγωνισμό.
• Βελτίωση της ποιότητας και της λειτουργικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Ανεπάρκειες στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση επηρεάζει αρνητικά τη συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας και, κατ’ επέκταση, την παραγωγικότητα. Για το λόγο αυτό ο ΟΟΣΑ προτείνει τα σχολεία να γίνουν πιο αυτόνομα και υπεύθυνα και ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των καθηγητών. Ταυτόχρονα, πρέπει να ολοκληρωθεί το σύστημα αξιολόγησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από ανεξάρτητους εξωτερικούς φορείς, όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί.
• Αύξηση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης έτσι ώστε οι παρεχόμενες δημόσιες υπηρεσίες να είναι υψηλής ποιότητας. Ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει πως πρέπει γρήγορα να αναπτυχθεί ένα σύστημα αξιολόγησης των επιδόσεων των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο θα βασίζεται σε σαφείς ατομικούς στόχους, και παράλληλα να αναπτυχθεί περαιτέρω η ηλεκτρονική διακυβέρνηση.
Αύξηση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος, με κυριότερο στόχο την πάταξη της φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι φοροεισπρακτικοί αλλά και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικοί, εντείνοντας και βελτιώνοντας τις διαδικασίες αντιπαραβολής και επαλήθευσης. Επιπρόσθετα, σημαντική είναι και η επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών έτσι ώστε να ενισχυθεί η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας.
Τον Ιανουάριο του 2015 η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) ήταν της τάξης του -2,76%. Από τον Μάρτιο του 2013 μέχρι και σήμερα (διάστημα 23 μηνών) η προαναφερθείσα πτώση ήταν η 2η υψηλότερη.
Ο Ιανουάριος του 2015 αποτέλεσε τον 23ο συνεχή μήνα πτωτικής πορείας του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ). Η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή ήταν της τάξης του -2,76%. Η συγκεκριμένη πτώση ήταν η 2η υψηλότερη από τον Μάρτιο του 2013 (μήνας κατά τον οποίο παρατηρήθηκε η πρώτη αρνητική ετήσια μεταβολή του γενικού επιπέδου των τιμών).
Τον Δεκέμβριο του 2014 το ίδιο μέγεθος διαμορφώθηκε στο -2,53% ενώ τον Νοέμβριο ήταν της τάξης του -1,22%. Συνεπώς, τους τελευταίους 3 μήνες παρατηρούμε μια ενίσχυση των αποπληθωριστικών πιέσεων στην ελληνική οικονομία. Ως εκ τούτου η αντίστοιχη μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή διαμορφώθηκε στο -1,50% από -1,33% τον Νοέμβριο του 2014.
Στους επί μέρους τομείς της οικονομίας, οι υψηλότερες πτώσεις καταγράφηκαν στη στέγαση (-8,5%), στις μεταφορές (-5,8%) και στην εκπαίδευση (-3,1%). Από την άλλη πλευρά, στον τομέα των αλκοολούχων ποτών και του καπνού σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 3,1% ενώ στις επικοινωνίες οι τιμές παρέμειναν αμετάβλητες.
Το φαινόμενο του αποπληθωρισμού δύναται να προκαλέσει αρνητικές συνέπειες στην οικονομία (αύξηση του πραγματικού κόστους χρηματοδότησης, μείωση της ζήτησης, επιβάρυνση των οφειλετών) στην περίπτωση που τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αναμένουν περαιτέρω πτώση των τιμών, δηλαδή διαμορφώνουν προσδοκίες σύμφωνα με τις οποίες το εν λόγω φαινόμενο διατηρείται. Επιπρόσθετα, ακόμα και στην περίπτωση που έχουμε ταχεία ανάκαμψη της ζήτησης (με δεδομένη την προσφορά) μέσα στα επόμενα τρίμηνα, το γενικό επίπεδο των τιμών είναι πολύ πιθανό να μην αυξηθεί με τον ίδιο ρυθμό. Ο λόγος είναι η ύπαρξη του πολύ υψηλού ποσοστού της ανεργίας. Η πλεονάζουσα ποσότητα των ανέργων, (αριθμός ανέργων 1,229 εκ. άτομα) αποτρέπει προς το παρόν τουλάχιστον την τάση για αύξηση των μισθών και αυτό έχει ως συνέπεια οι επιχειρήσεις να μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή τους χωρίς να επωμίζονται αυξημένο οριακό κόστος σε σχέση με τον παραγωγικό συντελεστή της εργασίας. Οπότε, για δεδομένο περιθώριο κέρδους δεν υπάρχει ισχυρό κίνητρο για αύξηση των τιμών.
Αμετάβλητη η ανεργία στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 2014 σε σχέση με τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ), το ποσοστό της ανεργίας σταθεροποιήθηκε στο 25,8% κατά το μήνα Νοέμβριο του 2014. Σε σχέση με το Νοέμβριο του 2013 διαπιστώνουμε ότι καταγράφηκε μεταβολή της τάξης των 1,9 ποσοστιαίων μονάδων (από 27,7% σε 25,8%).
Σε όρους ατόμων, για το μήνα Νοέμβριο του 2014 οι απασχολούμενοι ανήλθαν σε 3,538 εκ. άτομα, οι άνεργοι σε 1,229 εκ, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός σε 3.347 εκ. άτομα. Ειδικότερα αξίζει να αναφέρουμε ότι σε σχέση με το Νοέμβριο του 2013 το σύνολο των απασχολούμενων κατέγραψε αύξηση κατά 1,5% (52.585 άτομα), οι άνεργοι μείωση κατά 0,8% (27.720 άτομα) και κατά 0,1% μείωση οι οικονομικά μη ενεργοί (2.590 άτομα).
Επιπλέον, η ανεργία σε ετήσια βάση σημείωσε πτωτική πορεία το Νοέμβριο του 2014, τόσο στους άντρες, όσο και στις γυναίκες. Συγκεκριμένα στους άνδρες υποχώρησε στο 23%, από 24,9% και στις γυναίκες στο 29,3% από 31,3%. Όπως παρατηρούμε οι γυναίκες είναι αυτές που συνεχίζουν να πλήττονται περισσότερο από την ανεργία. Σε επίπεδο αποκεντρωμένων διοικήσεων της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Αττική (26,8%), η Μακεδονία - Θράκη (26,5%) και η Θεσσαλία - Στερεά Ελλάδα (26%). Ηλιακά τα υψηλοτέρα επίπεδα ανεργίας καταγράφηκαν στις ηλικίες μεταξύ 15-24 ετών (50,6%), παρόλο που σημειώθηκε ετήσια μείωση κατά 6,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Όπως έχουμε αναφέρει στο φυλλάδιο 7 Ημέρες Οικονομία, το πρόβλημα της ανεργίας παραμένει μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, αφού αποτελεί απώλεια παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και απώλεια εισοδήματος για τον άνεργο και την οικογένειά του. Με άλλα λόγια, υπάρχει κίνδυνος για την οικονομία της χώρας και την κοινωνία.
Για τον μήνα Ιανουάριο καταγράφηκε σημαντική υστέρηση των κρατικών καθαρών εσόδων κατά 936 εκ. ευρώ (έναντι του στόχου του προϋπολογισμού 2015).
Από την πλευρά της χρήσης των εσόδων, δηλαδή των δαπανών, εμφανίζεται να υπάρχει μια πολύ μικρή υστέρηση της τάξης του -0,48% (3,315 δις ευρώ σε σχέση με 3,331 δις ευρώ). Η προαναφερθείσα πορεία των εσόδων και των δαπανών είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία μιας αρνητικής απόκλισης του πρωτογενούς πλεονάσματος έναντι του στόχου του κατά -923 εκ. ευρώ ενώ για το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού η αντίστοιχη απόκλιση ήταν της τάξης των -919 εκ. ευρώ.
Η οικοδομική δραστηριότητα το Νοέμβριο 2014 κατέγραψε πτώση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ) το Νοέμβριο του 2014 το μέγεθος της Συνολικής Οικοδομικής Δραστηριότητας ακολούθησε πτωτική πορεία. Ο αριθμός των οικοδομικών αδειών μειώθηκε κατά 30,9%, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2013. Το Νοέμβριο του 2014 εκδόθηκαν 1.088 οικοδομικές άδειες (βλέπε Σχήμα 4). Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγαλύτερη μείωση στην έκδοση οικοδομικών αδειών σημειώθηκε στη Δυτική Μακεδονία (-51,2%), στην Ήπειρο (-49,1%) και στο Βόρειο Αιγαίο (-46,6%), ενώ στα Ιόνια νησιά σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 2,3%.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πρόσφατη έκθεσή της αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις της για την Ευρωζώνη, τονίζοντας πως οι προοπτικές ανάπτυξης έχουν βελτιωθεί, αλλά οι κίνδυνοι παραμένουν.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ), οι προοπτικές ανάπτυξης στις χώρες της Ευρώπης είναι περιορισμένες εξαιτίας ενός ασθενούς επενδυτικού περιβάλλοντος και της υψηλής ανεργίας. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, η νέα αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών σε ένα περιβάλλον με μεγάλες αποκλίσεις νομισματικής πολιτικής μεταξύ των μεγάλων οικονομιών, καθώς και η ατελής εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει αυξήσει την αβεβαιότητα όσον αφορά τις υφιστάμενες οικονομικές προοπτικές. Ωστόσο, μετά το φθινόπωρο, η ραγδαία πτώση των τιμών πετρελαίου, η υποτίμηση του ευρώ, η ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ και το Επενδυτικό Σχέδιο της ΕΕ για την Ευρώπη βελτίωσαν τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τις χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη αναμένεται να επιταχυνθεί ελαφρώς στο 1,3% το 2015 (η προηγούμενη πρόβλεψη ήταν 1,1%) από 0,8% το 2014, και εν συνεχεία να αυξηθεί περαιτέρω στο 1,9% το 2016 (η προηγούμενη πρόβλεψη ήταν 1,7%) λόγω της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, της αυξημένης εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης, της πολύ χαλαρής νομισματικής πολιτικής και ενός σχετικά ουδέτερου δημοσιονομικού προσανατολισμού. Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η ΕΕ αναγνωρίζει πως άρχισε να αναπτύσσεται ξανά κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2014, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύθηκε και οι καθαρές εξαγωγές αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα να αυξήσει την εκτίμησή της για το ρυθμό ανάπτυξης το 2014 (στο 1,0% από 0,6% προηγουμένως). Ωστόσο, η αβεβαιότητα που επηρεάζει την εμπιστοσύνη μπορεί να ανακόψει την ταχύτητα της ανάκαμψης. Για το λόγο αυτό η ΕΕ αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις της για τη μελλοντική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αναμένοντας αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% το 2015 (από 2,9% προηγουμένως) και 3,6% το 2016 (από 3,7% προηγουμένως).
Σημαντικές αποκλίσεις στις οικονομικές επιδόσεις των χωρών της ΕΕ.
Ενώ όλα τα κράτη μέλη αναμένεται να έχουν θετικά ποσοστά ανάπτυξης το 2015, το φάσμα των ρυθμών ανάπτυξης των κρατών μελών αναμένεται να παραμείνει ευρύ (από 0,2% στην Κροατία έως 3,5% στην Ιρλανδία). Η πρόοδος της απομόχλευσης στις τράπεζες, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα εξακολουθεί να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών, ενώ η θετική επίδραση των χαμηλών τιμών του πετρελαίου στους ρυθμούς ανάπτυξης ποικίλλει ανάλογα με το μείγμα των ενεργειακών πηγών κάθε χώρας. Η επεκτατική νομισματική πολιτική ενδεχομένως να έχει ισχυρότερο θετικό αντίκτυπο στις χώρες όπου οι όροι χρηματοδότησης είναι αυστηροί. Η υποτίμηση του ευρώ θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, αλλά ο βαθμός της αύξησης αυτής θα εξαρτηθεί από τον εμπορικό προσανατολισμό και τον βαθμό εξειδίκευσης κάθε χώρας.
Περαιτέρω πτώση του πληθωρισμού προτού αυξηθεί το 2016.
Συνεχίζεται η τάση για χαμηλό πληθωρισμό το 2015, καθώς οι χαμηλές τιμές των βασικών εμπορευμάτων συγκρατούν το ονομαστικό ποσοστό του πληθωρισμού. Σταδιακή ενίσχυση του πληθωρισμού αναμένεται από τα μέσα του 2015 και κατά το 2016, καθώς θα επιταχύνεται ο ρυθμός ανάπτυξης και θα αυξάνονται οι μισθοί. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αναμένεται να διαμορφωθεί στο -0,1% το 2015, και εν συνεχεία να αυξηθεί στο 1,3% το 2016.
Μείωση της ανεργίας αλλά με αργούς ρυθμούς.
Καθώς ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη αυξάνεται, η καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας αναμένεται σταδιακά να επιταχυνθεί. Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη δεν αναμένεται να είναι επαρκής ώστε να υπάρξει σημαντική βελτίωση. Το ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη αναμένεται να μειωθεί από 11,6% το 2014 στο 11,2% το 2015.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να συνεχίσουν να αποδίδουν καρπούς και να συμβάλουν στην περαιτέρω μείωση των ποσοστών ανεργίας στο 10,6% το 2016.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης