Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Eurobank: Προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας η ταχεία μείωση της ανεργίας για να μην καταστεί δομική

Eurobank: Προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας η ταχεία μείωση της ανεργίας για να μην καταστεί δομική
Εάν η ανεργία αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά, τόσο πιο χρονοβόρα και δύσκολη θα είναι η μείωσή του μέσα στα επόμενα χρόνια
Η ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, διαμηνύει η Eurobank, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία ανάλυσή της, υπό τον διακριτικό τίτλο "7 Hμέρες Οικονομία".
Αναλυτικά, σύμφωνα με την Eurobank:
- Το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 25,67% για το μήνα Ιανουάριο (από 25,89% το Δεκέμβριο).
- Ο ετήσιος ρυθμός μείωση του ποσοστού ανεργίας που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες, θέτει εν αμφιβόλω το ενδεχόμενο ταχείας αποκλιμάκωσής του.
- Όσο παρατείνεται η διατήρηση του ποσοστού ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου τόσο πιο χρονοβόρα και δύσκολη θα είναι η μείωσή του μέσα στα επόμενα χρόνια.
- Το κόστος για την οικονομία - κοινωνία που δημιουργεί η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανέργων δεν έχει μόνο στατικό χαρακτήρα υπό την έννοια απώλειας τρέχουσας παραγωγής, εισοδήματος, ασφαλιστικών εισφορών και κοινωνικής συνοχής. Έχει και δυναμικό χαρακτήρα υπό την έννοια μείωσης της παραγωγικότητας (λόγω μείωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου) και του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας στο μέλλον.
- Παράγοντες όπως: (α) ενδεχόμενη επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων για το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του τρέχοντος έτους, (β) το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, (γ) η ύπαρξη μακροχρόνιων στρεβλώσεων στην ελληνική οικονομία, (δ) το κόστος προσαρμογής λόγω του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και (ε) οι λεπτές ισορροπίες στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, αποτελούν τροχοπέδη για την επιτάχυνση του ρυθμού πτώσης της ανεργίας.
- Η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) ήταν της τάξης του -1,86% για το μήνα Μάρτιο. Η ελληνική οικονομία διένυσε τον 25ο συνεχή μήνα αποπληθωριστικών πιέσεων.
- Το πρωτογενές ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 0,4% του ΑΕΠ (πλεόνασμα) για το 2014 (από -8,3% το 2013). Το αντίστοιχο μέγεθος του ισοζυγίου γενικής κυβέρνησης ήταν στο -3,5% του ΑΕΠ (από -12,3% το 2013).
- Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, το παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 3,5% το 2015 και 3,8% το 2016. Προβλέπεται μεγάλη απόκλιση μεταξύ των ρυθμών ανάπτυξης των κύριων οικονομιών, κυρίως λόγω των επιπτώσεων από την πτώση της τιμής του πετρελαίου και τις μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 25,67% (εποχικά διορθωμένα στοιχεία) για το μήνα Ιανουάριο. Ο αριθμός των ανέργων προσέγγισε τις 1.220,83 χιλ άτομα, των απασχολούμενων τις 3.534,59 χιλ άτομα και του εργατικού δυναμικού τις 4.755,42 χιλ άτομα. Σε σύγκριση με το Δεκέμβριο 2014 (25,89%) το ποσοστό ανεργίας κατέγραψε ελαφρά πτώση της τάξης των -0,22 ποσοστιαίων μονάδων και σε σχέση με τον Ιανουάριο 2014 η μείωση ήταν της τάξης των -1,55 ποσοστιαίων μονάδων. Επιπρόσθετα, σε όρους ατόμων η απασχόληση σημείωσε ετήσια (Ιαν-14 με Ιαν-15) αύξηση της τάξης των 36,78 χιλ ατόμων, η ανεργία μειώθηκε κατά -87,23 χιλ άτομα και το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά -50,45 χιλ άτομα. Συνεπώς, η μείωση του αριθμού των ανέργων δεν συνοδεύτηκε και από αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης. Αξίζει να αναφέρουμε πως από τον Μάιο 2008 μέχρι και τον Ιανουάριο 2015 η μείωση του εργατικού δυναμικού προσεγγίζει τις -219,052 χιλ άτομα ή σε όρους ποσοστιαίας μεταβολής το -4,40%. Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί σε ένα βαθμό τη μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας μας λόγω μείωσης των διαθέσιμων πόρων σε όρους του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας.
Με τον υπάρχοντα ρυθμό πτώσης του ποσοστού ανεργίας, η υψηλή υποεκμετάλλευση του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (σπατάλη πόρων) θα υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ελληνική οικονομία.
Για παράδειγμα, έστω ότι από το Φεβρουάριο και έπειτα η ετήσια μεταβολή του ποσοστού ανεργίας είναι ίση (και σταθερή) με εκείνη του Νοεμβρίου 2014, δηλαδή -1,84 ΠΜ (η μεγαλύτερη ετήσια πτώση που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο 2005).
Υπό αυτό το σενάριο, το ποσοστό ανεργίας θα βρεθεί σε επίπεδα μικρότερα του 20% το Φεβρουάριο 2018 και σε επίπεδα μικρότερα του 15% το Νοέμβριο 2020.
Στη περίπτωση που ο ρυθμός πτώσης διαμορφωθεί στις -2,50 ΠΜ, τότε το Σεπτέμβριο 2017 και τον Ιούνιο 2020 το ποσοστό ανεργίας θα βρίσκεται σε επίπεδα μικρότερα του 20% και 15% αντίστοιχα.
Τέλος, αν ο ρυθμός πτώσης είναι ίσος με -3,50 ΠΜ, οι αντίστοιχες ημερομηνίες είναι ο Μάρτιος 2017 και ο Ιανουάριος 2020.
Γίνεται αντιληπτό ότι ο ετήσιος ρυθμός μείωση του ποσοστού ανεργίας που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες, θέτει εν αμφιβόλω το ενδεχόμενο ταχείας αποκλιμάκωσής του. Επιπρόσθετα, όσο παρατείνεται η διατήρηση του ποσοστού ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου τόσο πιο χρονοβόρα και δύσκολη θα είναι η ενδεχόμενη μείωσή του μέσα στα επόμενα χρόνια.
Το κόστος για την οικονομία – κοινωνία που δημιουργεί η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανέργων δεν έχει μόνο στατικό χαρακτήρα υπό την έννοια απώλειας τρέχουσας παραγωγής, εισοδήματος, ασφαλιστικών εισφορών και κοινωνικής συνοχής.
Έχει και δυναμικό χαρακτήρα υπό την έννοια μείωσης της παραγωγικότητας (λόγω μείωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου) και του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας στο μέλλον.
Σήμερα στην ελληνική οικονομία οι παράγοντες που είναι πιθανό να εμποδίζουν τη γρήγορη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας έχουν ως εξής:
I. H ενδεχόμενη επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων για το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του τρέχοντος έτους.
Με βάση αυτό το δεδομένο οι επιχειρήσεις αναπροσαρμόζουν τις προσδοκίες τους ως προς τη μελλοντική κερδοφορία που αναμένεται να έχουν (π.χ. λόγω μειωμένων πωλήσεων) γεγονός το οποίο επηρεάζει με αρνητικό τρόπο την απόφασή τους για πιθανή πρόσληψη εργαζομένων.
II. Το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων. Η αποχή των ατόμων από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι πιθανό να εκλαμβάνεται από την πλευρά του εργοδότη ως ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας.
III. Μακροχρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας οι οποίες εμποδίζουν την ανακατανομή και την αποτελεσματικότερη χρήση των παραγωγικών συντελεστών.
IV. Ο εν εξελίξει μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας. Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο στόχος για την οικονομία μας είναι η δημιουργία ενός νέου υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης το οποίο θα βασίζεται ως επί το πλείστον στις εξαγωγές και στις επενδύσεις, τότε οι παραγωγικοί συντελεστές (κεφάλαιο και εργασία) θα πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες τους χρήσεις (π.χ. νέοι τομείς οικονομικής δραστηριότητας, νέοι κλάδοι που απαιτούν νέες δεξιότητες κτλ.). Τέτοιου είδους δομικές αλλαγές συνοδεύονται και από κόστος προσαρμογής τόσο από την πλευρά των επιχειρήσεων όσο και από την πλευρά των εργαζομένων. Αυτό το φαινόμενο δύναται να επιβραδύνει το ρυθμό της αντιστοίχησης ανάμεσα στις νέες θέσεις εργασίας και στα άτομα που θεωρούνται ικανά και επιθυμούν να εργαστούν.
V. Οι υπάρχουσες λεπτές ισορροπίες στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Όσο καθυστερεί η επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στους επίσημους δανειστές της τόσο αυξάνεται το κλίμα αβεβαιότητας το οποίο αναστέλλει, και στη χειρότερη περίπτωση, ακυρώνει επενδυτικά προγράμματα τα οποία αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την επιτάχυνση του ρυθμού πτώσης του ποσοστού ανεργίας. Επιπρόσθετα, με βάση το συγκεκριμένο κλίμα οι επιχειρήσεις δύναται να διαμορφώνουν προσδοκίες οι οποίες ενσωματώνουν το στοιχείο πιθανού «αιφνιδιασμού» ή και «έκπληξης» στην ασκούμενη οικονομική πολιτική με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην απόφαση μη πραγματοποίησης επενδύσεων και παράλληλα προσλήψεων. Επιπρόσθετα, παρόμοια με τα προαναφερθέντα κίνητρα δημιουργούνται και στα νοικοκυριά με αποτέλεσμα τη μη αύξηση των καταναλωτικών δαπανών και ως εκ τούτου της ζήτησης στην οικονομία.
Είναι γνωστό πως τα τελευταία δύο χρόνια παράλληλα με την υφεσιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας εμφανίστηκε και το φαινόμενο του αποπληθωρισμού. Η μείωση της ζήτησης και παράλληλα η πτώση της ροής των χρηματοδοτήσεων είναι πιθανό να αποτελούν σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της τρέχουσας πτωτικής πορείας του γενικού επιπέδου των τιμών.
Ο Μάρτιος 2015 αποτέλεσε τον 25ο συνεχή μήνα αποπληθωριστικών πιέσεων για την ελληνική οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) ήταν της τάξης του -1,86% ( από -1,91% το Φεβ-2015), ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για τον εθνικό δείκτη τιμών καταναλωτή (εθνικός ΔΤΚ) ήταν της τάξης του -2,14% (από -2,16% το Φεβ-2015).
Οι κλάδοι στους οποίους παρουσιάστηκε η μεγαλύτερη πτώση στο επίπεδο των τιμών ήταν η στέγαση (-7,0%), η ένδυση και η υπόδηση (-4,2%) καθώς και η εκπαίδευση (-3,1%).
Από την άλλη πλευρά, στους κλάδους της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών καθώς και αλκοολούχων ποτών και καπνού σημειώθηκε ετήσια αύξηση στο επίπεδο των τιμών 0,6% και 1,9% αντίστοιχα.
Τέλος, στον κλάδο των επικοινωνιών το επίπεδο των τιμών παρέμεινε σταθερό.
Σύμφωνα με τα δημοσιονομικά στοιχεία που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), για το έτος 2014 το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ήταν ελλειμματικό και διαμορφώθηκε στο -3,50% του ΑΕΠ ενώ το αντίστοιχο πρωτογενές ισοζύγιο, δηλαδή χωρίς τα έξοδα των τόκων, ήταν της τάξης του 0,40% (πλεόνασμα).

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης