Τις τρεις συνθήκες για την ευημερεία της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης αναλύει ο συντάκτης
Η Ευρώπη αυτή την στιγμή αντιμετωπίζει δύο ειδών προβλήματα: αυτά που είναι πραγματικά δύσκολα να λυθούν και αυτά που λύνονται εύκολα στη θεωρία και δύσκολα στην πράξη.
Στην πρώτη κατηγορία, επισημαίνει ο Wolfgang Münchau, σε άρθρο του στους Financial Times, εντοπίζει κανείς το μεταναστευτικό και τις εσωτερικές οικονομικές ανισότητες, ενώ στη δεύτερη τις συζητήσεις περί εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ και της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Αν ξεπεράσει κανείς τα τεχνικά ζητήματα που ανακύπτουν, σημειώνει ο συντάκτης, το βρετανικό πρόβλημα θα μπορούσε εύκολα να λυθεί με βαθύτερη ενσωμάτωση των κρατών μελών της Ευρωζώνης και μεγαλύτερη αποκέντρωση στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Η λύση για την Ελλάδα απαιτεί ίσως περισσότερη έμμεση σκέψη, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι δύσκολα επιλύσιμο.
Αναλυτικότερα, για να ευημερήσει η Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης απαιτούνται οι τρεις ακόλουθες συνθήκες.
Κατ 'αρχάς, η Αθήνα θα πρέπει να αναγνωρίσει την θλιβερή πραγματικότητα, ήτοι αν πραγματικά θέλει να «κλειδωθεί» σε μόνιμη νομισματική ένωση με χώρες όπως η Γερμανία και η Φινλανδία, τότε θα πρέπει να γίνει περισσότερο σαν αυτούς.
Δεύτερον, σημειώνει ο Münchau, οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να αποδεχθούν κάποιες οικονομικές αλήθειες – όπως εκφράζονται με ακρίβεια, αν και όχι διπλωματικά - από τον Γιάνη Βαρουφάκη, έλληνας υπουργό Οικονομικών.
Ειδικότερα, οφείλουν να παραδεχτούν ότι η λιτότητα ήταν κατηγορηματικά καταστροφική, ενώ είναι ανάγκη να σκεφτούν διαφορετικά και για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Το 2012 συνέταξαν ένα πρόγραμμα για τα δάνεια της Ελλάδας, με βάση κάποιες υπεραισιόδοξες παραδοχές για την οικονομική ανάπτυξη και ως αποτελέσματα τα απαραίτητα δημοσιονομικά πλεονάσματα, εκτιμά ο συντάκτης.
Αυτό που συνέβη στην πορεία είναι ότι οι παραδοχές αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες και τα πλεονάσματα θα πρέπει να αυξηθεί αφόρητα.
Η λογική συνέχεια, και τρίτη προϋπόθεση, θα ήταν να γίνει εκ νέου υπολογισμός, ακολουθώντας τον αντίθετο δρόμο, ώστε να υπολογιστεί το ποσό που η Ελλάδα θα μπορούσε να αποπληρώσει και το υπόλοιπο να διαγραφεί, σχολιάζει ο Münchau, και αυτό είναι το μόνο βήμα, που ουσιαστικά απαιτεί κάποια δράση, και όχι μόνο αναγνώριση.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να χρεοκοπήσει μονομερώς, αλλά συνεργατικά, επισημαίνει στη συνέχεια, υπό την έννοια ότι θα χρεοκοπούσε στο βαθμό που έπρεπε και όχι παραπάνω, όπερ σημαίνει όχι χρεοκοπία σε όλους τους δανειστές, αλλά σε αυτού που μπορούν να απορροφήσουν τις απώλειες και, ειδικότερα, όχι στους ελάχιστους εναπομείναντες ιδιωτικούς ομολογιούχους.
Οι δανειστές της χώρας σοκάρονται με αυτή την προοπτική, ωστόσο το σοκ θα ήταν παροδικό, σημειώνει ο συντάκτης, τονίζοντας ότι προφανώς δεν θα υπήρχε άλλη πίστωση για την Ελλάδα.
Η χώρα σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να περάσει σκληρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, ίσως και για αρκετά χρόνια, όμως θα ανακτούσε μέρος του βαθμού της οικονομικής κυριαρχίας της, που είχε παραδώσει στους πιστωτές της.
Οι διαπραγματεύσεις δύσκολα θα καταλήξουν σε ένα καλό αποτέλεσμα, εκτιμά ο Münchau, καθώς η δομή τους και τα αποκλίνοντα συμφέροντα των δανειστών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στην ελληνική πλευρά.
Ως παράδειγμα, αναφέρει την ερμηνεία του ευρωπαϊκού κώδικα από την ΕΚΤ, βάσει της οποίας είναι παράνομη τη συμμετοχή της για τη διαγραφή του χρέους που κρατά στο χαρτοφυλάκιό της και όμως δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει κάποιον να χρεοκοπήσει απέναντι στην ΕΚΤ.
Άρα είναι παράνομη μια συμφωνημένη χρεοκοπία, όπου η ΕΚΤ χάνει ένα μέρος, ωστόσο δεν είναι παράνομη η ολοκληρωτική χρεοκοπία, όπου η ΕΚΤ τα χάνει όλα.
Για να υπάρξει διέξοδος στα δύο αυτά προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζει η Ευρώπη, σε Βρετανία και Ελλάδα, είναι ανάγκη να υπάρξει ορισμένος βαθμός μονομέρειας.
Ειδικότερα, στο ζήτημα της Ελλάδας, είναι ανάγκη να αντιληφθούν οι δανειστές ότι ενδεχομένως να χρειαστεί να δώσουν και περαιτέρω βοήθεια για την στήριξη π.χ. του τραπεζικού συστήματος, ή τουλάχιστον να επιτραπεί στην ΕΚΤ να βοηθήσει, αλλά και να κατανοήσουν ότι η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη είναι προς το συμφέρον όλων.
Από την άλλη πλευρά, το βρετανικό ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί αν ο Cameron κρατούσε μια πιο ευέλικτη στάση προς τους εταίρους στην ΕΕ, και όχι «ζητιανεύοντας», τονίζει ο συντάκτης.
Τα προβλήματα σε Βρετανία και Ελλάδα, δεν συνεπάγονται καμία έμφυτη δυσκολία, όμως γεννιούνται από την έλλειψη εστίασης και από την τάση να κρύβονται πίσω από κόκκινες γραμμές - προβλήματα του νου, καταλήγει το δημοσίευμα.
www.bankingnews.gr
Στην πρώτη κατηγορία, επισημαίνει ο Wolfgang Münchau, σε άρθρο του στους Financial Times, εντοπίζει κανείς το μεταναστευτικό και τις εσωτερικές οικονομικές ανισότητες, ενώ στη δεύτερη τις συζητήσεις περί εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ και της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Αν ξεπεράσει κανείς τα τεχνικά ζητήματα που ανακύπτουν, σημειώνει ο συντάκτης, το βρετανικό πρόβλημα θα μπορούσε εύκολα να λυθεί με βαθύτερη ενσωμάτωση των κρατών μελών της Ευρωζώνης και μεγαλύτερη αποκέντρωση στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Η λύση για την Ελλάδα απαιτεί ίσως περισσότερη έμμεση σκέψη, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι δύσκολα επιλύσιμο.
Αναλυτικότερα, για να ευημερήσει η Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης απαιτούνται οι τρεις ακόλουθες συνθήκες.
Κατ 'αρχάς, η Αθήνα θα πρέπει να αναγνωρίσει την θλιβερή πραγματικότητα, ήτοι αν πραγματικά θέλει να «κλειδωθεί» σε μόνιμη νομισματική ένωση με χώρες όπως η Γερμανία και η Φινλανδία, τότε θα πρέπει να γίνει περισσότερο σαν αυτούς.
Δεύτερον, σημειώνει ο Münchau, οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να αποδεχθούν κάποιες οικονομικές αλήθειες – όπως εκφράζονται με ακρίβεια, αν και όχι διπλωματικά - από τον Γιάνη Βαρουφάκη, έλληνας υπουργό Οικονομικών.
Ειδικότερα, οφείλουν να παραδεχτούν ότι η λιτότητα ήταν κατηγορηματικά καταστροφική, ενώ είναι ανάγκη να σκεφτούν διαφορετικά και για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Το 2012 συνέταξαν ένα πρόγραμμα για τα δάνεια της Ελλάδας, με βάση κάποιες υπεραισιόδοξες παραδοχές για την οικονομική ανάπτυξη και ως αποτελέσματα τα απαραίτητα δημοσιονομικά πλεονάσματα, εκτιμά ο συντάκτης.
Αυτό που συνέβη στην πορεία είναι ότι οι παραδοχές αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες και τα πλεονάσματα θα πρέπει να αυξηθεί αφόρητα.
Η λογική συνέχεια, και τρίτη προϋπόθεση, θα ήταν να γίνει εκ νέου υπολογισμός, ακολουθώντας τον αντίθετο δρόμο, ώστε να υπολογιστεί το ποσό που η Ελλάδα θα μπορούσε να αποπληρώσει και το υπόλοιπο να διαγραφεί, σχολιάζει ο Münchau, και αυτό είναι το μόνο βήμα, που ουσιαστικά απαιτεί κάποια δράση, και όχι μόνο αναγνώριση.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να χρεοκοπήσει μονομερώς, αλλά συνεργατικά, επισημαίνει στη συνέχεια, υπό την έννοια ότι θα χρεοκοπούσε στο βαθμό που έπρεπε και όχι παραπάνω, όπερ σημαίνει όχι χρεοκοπία σε όλους τους δανειστές, αλλά σε αυτού που μπορούν να απορροφήσουν τις απώλειες και, ειδικότερα, όχι στους ελάχιστους εναπομείναντες ιδιωτικούς ομολογιούχους.
Οι δανειστές της χώρας σοκάρονται με αυτή την προοπτική, ωστόσο το σοκ θα ήταν παροδικό, σημειώνει ο συντάκτης, τονίζοντας ότι προφανώς δεν θα υπήρχε άλλη πίστωση για την Ελλάδα.
Η χώρα σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να περάσει σκληρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, ίσως και για αρκετά χρόνια, όμως θα ανακτούσε μέρος του βαθμού της οικονομικής κυριαρχίας της, που είχε παραδώσει στους πιστωτές της.
Οι διαπραγματεύσεις δύσκολα θα καταλήξουν σε ένα καλό αποτέλεσμα, εκτιμά ο Münchau, καθώς η δομή τους και τα αποκλίνοντα συμφέροντα των δανειστών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στην ελληνική πλευρά.
Ως παράδειγμα, αναφέρει την ερμηνεία του ευρωπαϊκού κώδικα από την ΕΚΤ, βάσει της οποίας είναι παράνομη τη συμμετοχή της για τη διαγραφή του χρέους που κρατά στο χαρτοφυλάκιό της και όμως δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει κάποιον να χρεοκοπήσει απέναντι στην ΕΚΤ.
Άρα είναι παράνομη μια συμφωνημένη χρεοκοπία, όπου η ΕΚΤ χάνει ένα μέρος, ωστόσο δεν είναι παράνομη η ολοκληρωτική χρεοκοπία, όπου η ΕΚΤ τα χάνει όλα.
Για να υπάρξει διέξοδος στα δύο αυτά προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζει η Ευρώπη, σε Βρετανία και Ελλάδα, είναι ανάγκη να υπάρξει ορισμένος βαθμός μονομέρειας.
Ειδικότερα, στο ζήτημα της Ελλάδας, είναι ανάγκη να αντιληφθούν οι δανειστές ότι ενδεχομένως να χρειαστεί να δώσουν και περαιτέρω βοήθεια για την στήριξη π.χ. του τραπεζικού συστήματος, ή τουλάχιστον να επιτραπεί στην ΕΚΤ να βοηθήσει, αλλά και να κατανοήσουν ότι η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη είναι προς το συμφέρον όλων.
Από την άλλη πλευρά, το βρετανικό ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί αν ο Cameron κρατούσε μια πιο ευέλικτη στάση προς τους εταίρους στην ΕΕ, και όχι «ζητιανεύοντας», τονίζει ο συντάκτης.
Τα προβλήματα σε Βρετανία και Ελλάδα, δεν συνεπάγονται καμία έμφυτη δυσκολία, όμως γεννιούνται από την έλλειψη εστίασης και από την τάση να κρύβονται πίσω από κόκκινες γραμμές - προβλήματα του νου, καταλήγει το δημοσίευμα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών