Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Eurobank: Επενδύσεις, εξωστρέφεια, οικονομικό κλίμα… οι όροι για να αποφευχθεί η στασιμότητα

Eurobank: Επενδύσεις, εξωστρέφεια, οικονομικό κλίμα… οι όροι για να αποφευχθεί η στασιμότητα
Η αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας αποτελούν παράγοντες για να αποφευχθεί η επιβράδυνση
Την ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων, αύξησης της εξωστρέφειας και βελτίωσης του οικονομικού κλίματος θέτει ως προϋποθέσεις για την αποφυγή της στασιμότητας η Eurobank.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εβδομαδιαία οικονομική θεώρηση «7 Ημέρες Οικονομία», η Εurobank επισημαίνει πως για να αποτραπεί η είσοδος της ελληνικής οικονομίας σε ένα μονοπάτι στασιμότητας, κρίνεται αναγκαία η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων, η ενίσχυση
της εξωστρέφειας και η βελτίωση του οικονομικού
κλίματος

Πιο αναλυτικά,
• Ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης διαμορφώθηκε στο 0,23% το 1ο τρίμηνο 2015. Σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε για 2ο συνεχές τρίμηνο (-0,16% και -0,41% το 4ο τρίμηνο 2014).
Η αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για να αποφευχθεί μια πορεία επιβράδυνσης για την ελληνική οικονομία.
• Σε χαμηλό 17 μηνών ο δείκτης οικονομικού κλίματος το Μάιο 2015 (91,4 μονάδες δείκτη). Η μεγαλύτερη μηνιαία πτώση καταγράφηκε στο δείκτη εμπιστοσύνης των υπηρεσιών και ακολούθησε αυτός των καταναλωτών (-5,7 και -3,1 μονάδες δείκτη αντίστοιχα).
• Αμετάβλητο παρέμεινε το ποσοστό ανεργίας το Μάρτιο 2015 (25,61% από 25,59% το Φεβρουάριο). Σε ετήσια βάση η απασχόληση αυξήθηκε κατά 14,06 χιλ άτομα, η ανεργία μειώθηκε κατά -79,39 χιλ άτομα και ως εκ τούτου το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά -65,34 χιλ άτομα. Τους τελευταίους 4 μήνες (με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, δηλαδή Δεκέμβριος-Μάρτιος) η πτωτική πορεία του ποσοστού ανεργίας εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης και το γεγονός αυτό κρίνεται ως ανησυχητικό για την πορεία της αγοράς εργασίας.
• Ο κύριος εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της Markit για τη μεταποίηση (Purchasing Managers’ Index - PMI) στην Ελλάδα έκλεισε στις 48,0 μονάδες το Μάιο, υποδεικνύοντας συρρίκνωση του τομέα παραγωγής αγαθών για ένατο συνεχή μήνα.
• Το υπόλοιπο του συνόλου των καταθέσεων και ρέπος των κατοίκων εσωτερικού μειώθηκε σε μηνιαία βάση κατά -6,29 δις ευρώ τον Απρίλιο 2015. Το 55,46% της προαναφερθείσας μείωσης προέρχεται από τα νοικοκυριά, το 22,48% από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και το 22,06% από τη γενική κυβέρνηση.

Το υπόλοιπο του συνόλου της χρηματοδότησης των κατοίκων εσωτερικού διαμορφώθηκε στα 234,47 δις ευρώ τον Απρίλιο 2015, μειωμένο κατά -1,45 δις ευρώ σε σχέση με το Μάρτιο και κατά -2,41 δις ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους.
Στις κατηγορίες της γενικής κυβέρνησης και των ιδιωτικών επιχειρήσεων εμφανίζονται σημάδια σταθεροποίησης, ενώ στην κατηγορία των νοικοκυριών εξακολουθεί να υπάρχει πτωτική τάση.
Ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης διαμορφώθηκε στο 0,23% το 1ο τρίμηνο 2015. Σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε για 2ο συνεχές τρίμηνο (-0,16% και -0,41% το 4ο τρίμηνο 2014).
Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, δηλαδή η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ, διαμορφώθηκε στο 0,23% το 1ο τρίμηνο 2015 από 1,15% το 4ο τρίμηνο 2014 και από -0,51% το 1ο τρίμηνο του 2014. Σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής, το 1ο τρίμηνο 2015 αποτέλεσε το 2ο συνεχές τρίμηνο συρρίκνωσης του πραγματικού ΑΕΠ (-0,16% και -0,41% το 4ο τρίμηνο 2014).
Σε ότι αφορά τις 5 συνιστώσες του ΑΕΠ, δηλαδή την ιδιωτική κατανάλωση, τη δημόσια κατανάλωση, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, οι αντίστοιχες ετήσιες και τριμηνιαίες μεταβολές είχαν ως εξής:

Ιδιωτική Κατανάλωση:
Το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 71,21% το 1ο τρίμηνο 2015.
Συνεπώς, για κάθε ένα ευρώ δαπάνης για εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες τα 71 λεπτά (προσεγγιστικά) αποτέλεσαν δαπάνη για ιδιωτική κατανάλωση.
Επιπρόσθετα, η ετήσια μεταβολή της εν λόγω συνιστώσας του ΑΕΠ ήταν ίση με 1,16% (από 1,70% το 4ο τρίμηνο 2014) ενώ η αντίστοιχη τριμηνιαία μεταβολή διαμορφώθηκε στο -0,39% (από -0,04%).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι στην ελληνική οικονομία το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερο σε σχέση το μέσο όρο της ΕΕ-28, της ΕΕ-15 και της Ευρωζώνης κατά 15,1 (72,0% και 56,9%), 15,1 (72,0% και 56,9%) και 16,1 (72,0% και 55,9%) ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
Η εν λόγω διαφορά διευρύνθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου 2007-2014, κυρίως το 2008 και το 2013 (1,7 και 2,1 ποσοστιαίες μονάδες).
Για την περίοδο 2001-2006 ο αντίστοιχος μέσος όρος προσέγγιζε τις 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Δημόσια Κατανάλωση:
Η άμεση συνεισφορά της δημόσιας κατανάλωσης στην εγχώρια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώθηκε στο 20,15% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο 2015.
Σε όρους ετήσιας μεταβολής καταγράφηκε μείωση -0,18% (από -2,63% το 4ο τρίμηνο 2014) ενώ σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής σημειώθηκε αύξηση 2,87% (από -0,54% το 4ο τρίμηνο).
Είναι γνωστό πως μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Το 2007 το εν λόγω μέγεθος ήταν ίσο με 25,7%, το 2013 με 11,2% και το 2014 κατέγραψε ισχνή αύξηση και διαμορφώθηκε στο 11,6% (19,3%, 19,1% και 19,5% για το μέσο όρο της ΕΕ-28, της ΕΕ-15 και της Ευρωζώνης αντίστοιχα).
Οι περιορισμοί στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, η μειωμένη κερδοφορία και η υψηλή αβεβαιότητα ως προς την οριακή απόδοση του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάκαμψη των επενδύσεων.
Το μερίδιο του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου διαμορφώθηκε στο 12,53% του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο 2015.
Σε όρους ετήσιας μεταβολής οι επενδύσεις αυξήθηκαν 17,40% (17,95% το 4ο τρίμηνο 2014) ενώ σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής μειώθηκαν -7,45% αντικατοπτρίζοντας σε μεγάλο βαθμό την αλλαγή του οικονομικού κλίματος που έχει παρατηρηθεί τους τελευταίους μήνες.
Η συγκεκριμένη αρνητική μεταβολή προέρχεται κατά κύριο λόγο από τη μείωση των επενδύσεων μεταφορικού εξοπλισμού κατά -759,71 εκ ευρώ (από 2,359 στα 1,599 δις ευρώ).
Στην κατηγορία του μηχανολογικού εξοπλισμού καταγράφηκε αύξηση 83,54 εκ ευρώ (από 1,459 στα 1,542 δις ευρώ), στα αγροτικά προϊόντα μείωση -14,91 εκ ευρώ (από 40 στα 25 εκ ευρώ), στις άλλες κατασκευές μείωση -76,04 εκ ευρώ (από 1,331 στα 1,255 δις ευρώ) και στις κατοικίες μείωση -0,50 εκ ευρώ (από 466,4 στα 466,9 εκ ευρώ).

Εξαγωγές Αγαθών και Υπηρεσιών:
Σε ότι αφορά τις συναλλαγές της ελληνικής οικονομίες με χώρες από την αλλοδαπή, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αποτέλεσαν το 31,90% του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο 2015.
Επιπρόσθετα, κατέγραψαν ισχνή ετήσια αύξηση 0,94% (10,84% το 4ο τρίμηνο 2014) και παρόμοιας κλίμακας τριμηνιαία πτώση -0,62% (-1,60% το 4ο τρίμηνο 2014).

Εισαγωγές Αγαθών και Υπηρεσιών:
Το μερίδιο των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώθηκε στο 34,38% το 1ο τρίμηνο 2015.
Σε όρους ετήσιας μεταβολής καταγράφηκε αύξηση 10,62% (17,26% το 4ο τρίμηνο 2014) ενώ σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής σημειώθηκε μείωση -0,70% (6,57% το 4ο τρίμηνο 2015).
Αξίζει να αναφέρουμε ότι η ελληνική οικονομία το 2014 ήταν μια πιο ανοικτή οικονομία σε σχέση με το 2007, δηλαδή το άθροισμα των εξαγωγών και των εισαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ από 57,4% το 2007 αυξήθηκε στο 68,3% το 2014.
Ωστόσο, εν συγκρίσει με το μέσο όρο της ΕΕ-28, της ΕΕ-15 και της Ευρωζώνης, το προαναφερθέν μέγεθος είναι αρκετά χαμηλότερο (68,3% σε σχέση με 82,9%, 79,4% και 84,6% αντίστοιχα).
Η ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να αποτελέσει έναν από τους κυρίαρχους στόχους της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
Η δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου (και η άρση των στρεβλώσεων) μέσω του οποίο θα αυξηθούν τα κίνητρα για επενδυτικές δαπάνες σε τομείς που παρουσιάζουν το επονομαζόμενο συγκριτικό πλεονέκτημα (π.χ. τουρισμός, ποιοτικά αγροτικά προϊόντα) μπορεί να δώσει αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική οικονομία με ευεργετικές συνέπειες τόσο στα εισοδήματα των νοικοκυριών (π.χ. μισθοί) και των επιχειρήσεων (π.χ. κέρδη) όσο και στην απασχόληση.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος κατέγραψε περαιτέρω επιδείνωση το Μάιο 2015 (91,4 από 92,7 μονάδες δείκτη τον Απρίλιο) αντικατοπτρίζοντας σε μεγάλο βαθμό το κλίμα αβεβαιότητας και έλλειψης εμπιστοσύνης που επικρατεί σήμερα στην ελληνική οικονομία.
Η συγκεκριμένη τιμή είναι η χαμηλότερη που έχει λάβει ο εν λόγω δείκτης κατά τη διάρκεια των τελευταίων 17 μηνών.
Σε ότι αφορά τους επί μέρους δείκτες εμπιστοσύνης παρατηρούμε τα εξής: στη βιομηχανία καταγράφηκε αύξηση 2 μονάδων δείκτη (από -15 στις -13), στις υπηρεσίες μείωση -5,7 (από -4,4 στις -43,6), στους καταναλωτές μείωση -3,1 (από -40,5 στις -43,6), στο λιανικό εμπόριο αύξηση 0,8 (από -0,6 στις 0,2) και στις κατασκευές μείωση -2,6 (από -41,9 στις -44,5).
Οι προαναφερθέντες δείκτες αποτελούν προσεγγίσεις των προσδοκιών που διαμορφώνονται από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για την πορεία της οικονομίας, τόσο σε μικροοικονομικό όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Σύμφωνα με βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας οι προσδοκίες (expectations) διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις-επιλογές (choice) που λαμβάνουν οι φορείς του οικονομικού συστήματος στο παρόν.
Συνεπώς, τα παραπάνω στοιχεία δύναται να θεωρηθούν ως ενδείξεις για περαιτέρω επιβράδυνση ή στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας στο 2ο τρίμηνο 2015.
Αμετάβλητο παρέμεινε το ποσοστό ανεργίας το Μάρτιο 2015 (25,61% από 25,59% το Φεβρουάριο).
Σε ετήσια βάση η απασχόληση αυξήθηκε κατά 14,06 χιλ άτομα, η ανεργία μειώθηκε κατά -79,39 χιλ άτομα και ως εκ τούτου το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά -65,34 χιλ άτομα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής στατιστικής αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 25,61% το Μάρτιο 2015 από 25,59% το Φεβρουάριο.
Η ετήσια μεταβολή της εν λόγω μεταβλητής διαμορφώθηκε στις -1,31 ποσοστιαίες μονάδες και ήταν η χαμηλότερη (σε απόλυτους όρους) κατά τη διάρκεια των τελευταίων 9 μηνών.
Τους τελευταίους 4 μήνες (με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, δηλαδή Δεκέμβριος-Μάρτιος) η πτωτική πορεία του ποσοστού ανεργίας εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης και το γεγονός αυτό κρίνεται ως ανησυχητικό για την πορεία της αγοράς εργασίας.
Ο κύριος εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της Markit για τη μεταποίηση (Purchasing Managers’ Index - PMI) στην Ελλάδα έκλεισε στις 48,0 μονάδες το Μάιο, υποδεικνύοντας συρρίκνωση του τομέα παραγωγής αγαθών για ένατο συνεχή μήνα.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ο μεταποιητικός τομέας στην Ελλάδα εξακολούθησε να συρρικνώνεται κατά τη διάρκεια του Μαΐου, μολονότι με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα.
Συγκεκριμένα, ο δείκτη υπευθύνων προμηθειών της Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα έκλεισε στις 48,0 μονάδες το Μάιο από το χαμηλό 22 μηνών των των 46,5 μονάδων τον Απρίλιο (Σχήμα 7).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η τιμή του εν λόγω δείκτη βρίσκεται για ένατο συνεχή μήνα κάτω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50,0 μονάδων, το οποίο διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση.
Η πτωτική τάση του μεταποιητικού τομέα συνεχίστηκε κυρίως λόγω της πτώσης των νέων παραγγελιών από την εγχώρια και τη διεθνή αγορά, γεγονός το οποίο οδήγησε σε μείωση της παραγωγής.
Μεταξύ των χωρών στη ζώνη του ευρώ, κάτω από το όριο των 50,0 μονάδων υποδεικνύοντας συρρίκνωση στη μεταποιητική δραστηριότητα εξακολουθεί να βρίσκεται η Γαλλία (49,4), ενώ η Αυστρία, η οποία κατά τον Απρίλιο ξεπέρασε τις 50,0 μονάδες, σημείωσε εκ νέου βελτίωση του τομέα της μεταποίησης στις 50,3 μονάδες (υψηλό 9 μηνών).
Για το σύνολο της Ευρωζώνης ο δείκτης μεταποίησης αυξήθηκε οριακά στις 52,2 μονάδες το Μάιο από τις 52,0 μονάδες τον Απρίλιο, με την Ισπανία (55,8), την Ολλανδία (55,5) και την Ιταλία (54,8) να σημειώνουν τις υψηλότερες συγκριτικά τιμές (Σχήμα 8).
Πιο συγκεκριμένα για το δείκτη της Ελλάδας, η παραγωγή στα εργοστάσια μειώθηκε για πέμπτο συνεχή μήνα, μολονότι με βραδύτερο ρυθμό.
Οι τομείς με τη χαμηλότερη απόδοση ήταν ο τομέας παραγωγής επενδυτικών και ενδιάμεσων αγαθών.
Η μείωση των νέων παραγγελιών στον τομέα της μεταποίησης ήταν ο κύριος λόγος μείωσης της παραγωγής.
Επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην έρευνα τόνισαν πως η αβεβαιότητα και οι αντίξοες χρηματοοικονομικές συνθήκες επηρέασαν αρνητικά τη ζήτηση τόσο της εγχώριας αγοράς όσο και του εξωτερικού.
Η υποτίμηση του ευρώ και η αύξηση των τιμών ορισμένων υλικών οδήγησαν σε αύξηση των μέσων τιμών αγορών που κλήθηκαν να καταβάλλουν οι κατασκευαστές, με το ρυθμό αύξησης να καταγράφει υψηλό τεσσάρων ετών.
Οι κατασκευαστές, ωστόσο, απορρόφησαν και το Μάιο την αύξηση του κόστους εισροών μειώνοντας τις τιμές εκροών, μολονότι με μικρότερο ρυθμό από τον προηγούμενο μήνα.
Η υποχώρηση της παραγωγής στο μεταποιητικό τομέα επηρέασε αρνητικά και τις προσλήψεις προσωπικού. Το προσωπικό στα ελληνικά εργοστάσια κατέγραψε πτώση το Μάιο για δεύτερο συνεχή μήνα, με ελαφρά ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τον Απρίλιο.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης