Το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους είναι θεωρητικά βιώσιμο εάν το πρόγραμμα παραμένει σε καλό δρόμο, για τουλάχιστον ένα χρόνο
Βιώσιμο βραχυπρόθεσμα, αλλά όχι πειστικό με τη σημερινή του μορφή, χαρακτηρίζει το τρίτο πακέτο στήριξης της Ελλάδας η Wood, επισημαίνοντας ότι βασίζεται σε πιο ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές από ότι τα προηγούμενα πακέτα.
Στην τελευταία ανάλυσή της με τίτλο «Better, but not fixed» (Καλύτερα, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα) που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η Wood επισημαίνει ότι το τρίτο διεθνές σχέδιο διάσωσης για την Ελλάδα βασίζεται σε πιο ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές από τα προηγούμενα πακέτα, ενώ το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους είναι θεωρητικά βιώσιμο εάν το πρόγραμμα παραμένει σε καλό δρόμο, για τουλάχιστον ένα χρόνο.
Ωστόσο, οι συνθήκες είναι δύσκολες: η σωρευτική δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 4,2% του ΑΕΠ την περίοδο 2015/2017 είναι πιθανό να προκαλέσει απώλειες στο παραγόμενο προϊόν ύψους 6 δισ. ευρώ (3% του ονομαστικού ΑΕΠ).
Ακόμη και αν σχηματιστεί φιλοευρωπαϊκός κυβερνήτικός συνασπισμός μετα τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, το πρόγραμμα είναι πολύ φιλόδοξο για να πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου για τα προγραμματισμένα τρία χρόνια.
Παράλληλα, οι μακροπρόθεσμες επιδόσεις δεν θα πρέπει να είναι τόσο άσχημες όσο αρχικά αναμενόταν, αλλά το ριμπάουντ της οικονομίας είναι απίθανο να είναι τόσο καλό όσο ήλπιζαν οι αναλυτές.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 2,3% το 2015 και κατά 1,3% το 2016, ενώ θα αυξηθεί κατά 2,7% το 2017.
Η Wood πιστεύει ότι φέτος το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά «μόνο» 0,3%, εξαιτίας της αύξησης της εγχώριας δαπάνης και την ενίσχυση των καθαρών εξαγωγών.
Ωστόσο, μετά την επιβολή των αυξήσεων στη φορολογία, όπως ορίζει το σχέδιο διάσωσης, η κατανάλωση είναι πιθανό να βυθιστεί και να παραμείνουν σε μέτρια επίπεδα οι επενδύσεις.
Η Wood αναμένει το ΑΕΠ να μειωθεί κατά 1,6% το επόμενο έτος και να αυξηθεί κατά 1,8% το 2017.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να διατηρηθεί η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης που παρατηρείται από το 2013, η οποία όμως έχει έρθει σε βάρος των αποταμιεύσεων: το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών μειώθηκε κατά -8,1% το πρώτο τρίμηνο του 2015.
Η εξαγωγική ικανότητα έχει βελτιωθεί σε σχέση με την προ της κρίσης επίπεδα - συγκρίσιμη με αυτό που έχουν επιτύχει η Ισπανία και η Πολωνία.
Ωστόσο, το σημείο εκκίνησης ήταν πολύ χαμηλό και, ως εκ τούτου, τα εφικτά οφέλη με τη μορφή της δημιουργίας θέσεων εργασίας, τις αποδοχές και το ΑΕΠ στο δυναμικό βραχυχρόνια είναι περιορισμένα.
Η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται, αλλά δεν αρκεί για να ενισχύσει το δυνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ πολύ πάνω από το μηδέν.
Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά ορισμένες από τις μεγαλύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες της στα τελευταία πέντε χρόνια: μικρότερο έλλειμμα του προϋπολογισμού, χαμηλότερο εργατικό κόστος και ένα μικρό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι τα πιο εμφανή αποτελέσματα.
Ωστόσο, ο δυνητικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παραμένει στο μηδέν τουλάχιστον έως 2017E.
Και αυτό γιατί:
Πρώτον, το κόστος εργασίας είναι χαμηλότερο από ό, τι πριν, αλλά εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από ό, τι στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Δεύτερον, οι δείκτες φορολόγησης δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί με τις επιχειρήσεις να χάνουν έδαφος σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Τρίτον, οι διαρθρωτικές προκλήσεις παραμένουν με τη μορφή των εμποδίων στις μεταφορές, στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ θα πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά το τρίτο πακέτο διάσωσης.
Η υψηλότερη απορρόφηση των κεφαλαίων της ΕΕ θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά στη δυνητική ανάπτυξη - τουλάχιστον αυτό έχει αποδειχθεί κατά την ευρωπαϊκή εμπειρία - αλλά, προκειμένου να γίνει χρειάζεται ένα σαφές και ισχυρό όραμα.
... Έτσι, αν η Ελλάδα εισέλθει σε ένα ενάρετο κύκλο ή όχι εξαρτάται από το αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης του χρέους
Η επέκταση στις διάρκειες και η μείωση του επιτοκίου καθαυτή στην καλύτερη περίπτωση σημαίνει ότι, ακόμη και με πλήρη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους το χρέος προς το ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται στο 188%.
Ακόμη και αν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μειωθεί περαιτέρω και, ως εκ τούτου, «είναι πιο βιώσιμο», οι φορολογούμενοι είναι απίθανο να αισθανθούν πραγματικά τις θετικές συνέπειες, εξαιτίας της συνεχούς δημοσιονομικής εξυγίανσης και της μέτριας οικονομικής ανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Wood βλέπει δύο εφικτές και επιθυμητές λύσεις.
Επιλογή πρώτη: ακόμη και αν υπάρξει αναδιάρθρωση του χρέους, η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης θα πρέπει να επεκταθεί σε περισσότερα έτη.
Επιλογή δεύτερη: ένα ονομαστικό κούρεμα του δημόσιου χρέους κατά 100 δισ ευρώ να τεθεί σε ισχύ τον 2017-18.
Στην τελευταία ανάλυσή της με τίτλο «Better, but not fixed» (Καλύτερα, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα) που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η Wood επισημαίνει ότι το τρίτο διεθνές σχέδιο διάσωσης για την Ελλάδα βασίζεται σε πιο ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές από τα προηγούμενα πακέτα, ενώ το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους είναι θεωρητικά βιώσιμο εάν το πρόγραμμα παραμένει σε καλό δρόμο, για τουλάχιστον ένα χρόνο.
Ωστόσο, οι συνθήκες είναι δύσκολες: η σωρευτική δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 4,2% του ΑΕΠ την περίοδο 2015/2017 είναι πιθανό να προκαλέσει απώλειες στο παραγόμενο προϊόν ύψους 6 δισ. ευρώ (3% του ονομαστικού ΑΕΠ).
Ακόμη και αν σχηματιστεί φιλοευρωπαϊκός κυβερνήτικός συνασπισμός μετα τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, το πρόγραμμα είναι πολύ φιλόδοξο για να πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου για τα προγραμματισμένα τρία χρόνια.
Παράλληλα, οι μακροπρόθεσμες επιδόσεις δεν θα πρέπει να είναι τόσο άσχημες όσο αρχικά αναμενόταν, αλλά το ριμπάουντ της οικονομίας είναι απίθανο να είναι τόσο καλό όσο ήλπιζαν οι αναλυτές.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 2,3% το 2015 και κατά 1,3% το 2016, ενώ θα αυξηθεί κατά 2,7% το 2017.
Η Wood πιστεύει ότι φέτος το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά «μόνο» 0,3%, εξαιτίας της αύξησης της εγχώριας δαπάνης και την ενίσχυση των καθαρών εξαγωγών.
Ωστόσο, μετά την επιβολή των αυξήσεων στη φορολογία, όπως ορίζει το σχέδιο διάσωσης, η κατανάλωση είναι πιθανό να βυθιστεί και να παραμείνουν σε μέτρια επίπεδα οι επενδύσεις.
Η Wood αναμένει το ΑΕΠ να μειωθεί κατά 1,6% το επόμενο έτος και να αυξηθεί κατά 1,8% το 2017.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να διατηρηθεί η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης που παρατηρείται από το 2013, η οποία όμως έχει έρθει σε βάρος των αποταμιεύσεων: το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών μειώθηκε κατά -8,1% το πρώτο τρίμηνο του 2015.
Η εξαγωγική ικανότητα έχει βελτιωθεί σε σχέση με την προ της κρίσης επίπεδα - συγκρίσιμη με αυτό που έχουν επιτύχει η Ισπανία και η Πολωνία.
Ωστόσο, το σημείο εκκίνησης ήταν πολύ χαμηλό και, ως εκ τούτου, τα εφικτά οφέλη με τη μορφή της δημιουργίας θέσεων εργασίας, τις αποδοχές και το ΑΕΠ στο δυναμικό βραχυχρόνια είναι περιορισμένα.
Η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται, αλλά δεν αρκεί για να ενισχύσει το δυνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ πολύ πάνω από το μηδέν.
Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά ορισμένες από τις μεγαλύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες της στα τελευταία πέντε χρόνια: μικρότερο έλλειμμα του προϋπολογισμού, χαμηλότερο εργατικό κόστος και ένα μικρό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι τα πιο εμφανή αποτελέσματα.
Ωστόσο, ο δυνητικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παραμένει στο μηδέν τουλάχιστον έως 2017E.
Και αυτό γιατί:
Πρώτον, το κόστος εργασίας είναι χαμηλότερο από ό, τι πριν, αλλά εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από ό, τι στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Δεύτερον, οι δείκτες φορολόγησης δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί με τις επιχειρήσεις να χάνουν έδαφος σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Τρίτον, οι διαρθρωτικές προκλήσεις παραμένουν με τη μορφή των εμποδίων στις μεταφορές, στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ θα πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά το τρίτο πακέτο διάσωσης.
Η υψηλότερη απορρόφηση των κεφαλαίων της ΕΕ θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά στη δυνητική ανάπτυξη - τουλάχιστον αυτό έχει αποδειχθεί κατά την ευρωπαϊκή εμπειρία - αλλά, προκειμένου να γίνει χρειάζεται ένα σαφές και ισχυρό όραμα.
... Έτσι, αν η Ελλάδα εισέλθει σε ένα ενάρετο κύκλο ή όχι εξαρτάται από το αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης του χρέους
Η επέκταση στις διάρκειες και η μείωση του επιτοκίου καθαυτή στην καλύτερη περίπτωση σημαίνει ότι, ακόμη και με πλήρη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους το χρέος προς το ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται στο 188%.
Ακόμη και αν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μειωθεί περαιτέρω και, ως εκ τούτου, «είναι πιο βιώσιμο», οι φορολογούμενοι είναι απίθανο να αισθανθούν πραγματικά τις θετικές συνέπειες, εξαιτίας της συνεχούς δημοσιονομικής εξυγίανσης και της μέτριας οικονομικής ανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Wood βλέπει δύο εφικτές και επιθυμητές λύσεις.
Επιλογή πρώτη: ακόμη και αν υπάρξει αναδιάρθρωση του χρέους, η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης θα πρέπει να επεκταθεί σε περισσότερα έτη.
Επιλογή δεύτερη: ένα ονομαστικό κούρεμα του δημόσιου χρέους κατά 100 δισ ευρώ να τεθεί σε ισχύ τον 2017-18.
Σχόλια αναγνωστών