Η ποσοτική χαλάρωση θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία της ζώνης του ευρώ, σημειώνεται
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ θα έχει περιορισμένο θετικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία της ζώνης του ευρώ, σύμφωνα με τον αναλυτής της Royal Bank of Scotland (RBS), Alberto Gallo.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του στους βρετανικούς «Financial Times», την περασμένη εβδομάδα οι επενδυτές ανέμεναν από τον διοικητή της ΕΚΤ, Mario Draghi, να βγάλει έναν λαγό από το καπέλο του, όμως διερωτάται αν υπάρχει πιθανότητα να μην υπάρχει καθόλου λαγός.
Εναντίον του «μπαζούκα» της ΕΚΤ ορθώνεται ένας στερεός τοίχος από εμπόδια, με πρώτο ένα στρεβλό τραπεζικό σύστημα, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει 1 τρισ. ευρώ κόκκινα δάνεια, με ισολογισμούς ακόμη τρεις φορές μεγαλύτερους από την οικονομία της ζώνης του ευρώ.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη εταιρικών επενδύσεων, που εξακολουθούν να επηρεάζονται από τα χαμηλά επιτόκια.
Το τρίτο είναι οι ρηχές κεφαλαιαγορές, ένα εμπόδιο κατά της ρευστότητας της ΕΚΤ που υποχωρεί για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που ευθύνονται για το 80% της δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική τόνωσης της οικονομίας είναι απαραίτητη, όχι όμως αρκετή, όπως είπε νωρίτερα το 2015 ο ίδιος ο Draghi.
Για να είμαστε δίκαιη, σημειώνει η Royal Bank of Scotland, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είχε μια επιτυχία μέχρι τώρα: έχει οδηγήσει στην υποτίμηση του ευρώ και έχει υποστηρίξει τις εξαγωγές, τόσο στη Γερμανία όσο και την περιφέρεια.
Όμως, η υποτίμηση του νομίσματος είναι προσωρινή και εξαρτάται από τις αντιδράσεις άλλων κεντρικών τραπεζών.
Μπορείς να κερδίσεις μια μάχη, όμως η νίκη ενός νομισματικού πολέμου είναι άλλη ιστορία, σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Αν οι εξαγωγές δεν είναι επαρκείς, τότε τα άλλα κανάλια μετάδοσης του QE παραμένουν «κατεστραμμένα».
Πρώτον, οι τράπεζες της Ευρωζώνης δεν δανείζουν.
Ο όγκος των δανείων σε μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες είναι σταθερός φέτος, ύστερα από το άλμα κατά το πρώτο τρίμηνο, καθώς οι τράπεζες ακόμη διακρατούν κόκκινα δάνεια άνω του 1 τρισ. ευρώ στους ισολογισμούς τους (10% του ΑΕΠ).
Η αναδιάρθρωση ή πώληση αυτών των δανείων είναι δύσκολη, εξαιτίας του ανεπαρκούς πτωχευτικού πλαισίου, ενώ η πρόοδος για την ανάπτυξη εναλλακτικών τραπεζών (το σχέδιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών – Capital Markets Union) παραμένει αργή.
Τέλος και σε αντίθεση με ό,τι είπε ο Mario Draghi στη συνέντευξη Τύπου την περασμένη εβδομάδα, τα χαμηλά επιτόκια υποστηρίζουν τις τράπεζες με ένα εφάπαξ κέρδος στα κρατικά ομόλογα και άλλες εγγυήσεις που διακρατούν, όμως επίσης διαβρώνουν την κερδοφορία και τα κεφάλαια με την πάροδο του χρόνου, όπως άλλωστε υπογράμμισε πρόσφατα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.
Επίσης, το πιο σημαντικό κομμάτι του παζλ που λείπει, είναι οι εταιρικές επενδύσεις, που έχουν υποχωρήσει κατά 20% από την κρίση.
Γιατί δεν επενδύουν οι επιχειρήσεις; Διότι οι επενδυτικές αποφάσεις δεν γίνονται με βάση τα επιτόκια.
Η Ιρλανδία και η Ισπανία είναι οι δύο εξαιρέσεις, όπου οι επενδύσεις έχουν επιστρέψει εξαιτίας των πρωτοβουλιών και των μεταρρυθμίσεων που έχουν ληφθεί.
Τρεις τρόποι υπάρχουν για να είναι αποτελεσματικό το QE, σημειώνει η Royal Bank of Scotland.
O πρώτος είναι να αυξηθούν τα μέτρα νομισματικής τόνωσης με δημόσιες επενδύσεις.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν στη διάθεσή τους λίγα δημοσιονομικά πυρομαχικά για μεγάλης κλίμακας πολιτική.
Ένα αξιόπιστο συντονισμένο σχέδιο θα μπορούσε να παράσχει το σωστό αποτέλεσμα ώστε να δώσει ώθηση στις ιδιωτικές επενδύσεις, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η δεύτερη επιλογή είναι να εμβαθύνει τις κεφαλαιοαγορές της Ευρώπης ώστε η ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας να μπορεί να ρέει προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ευρώπης και η τρίτη λύση είναι να προσελκυστούν ιδιωτικές επενδύσεις με ένα συνδυασμό μεταρρυθμίσεων και χαμηλής φορολογίας.
Αυτό έχει αποδώσει τόσο στην Ιρλανδία όσο και την Ισπανία.
Όπως και στις δημόσιες επενδύσεις, ένα επιτυχημένο πρόγραμμα πρέπει να είναι σαφές και μακράς διάρκειας.
Όπου οι πρωτοβουλίες υπήρξαν περίπλοκες και άλλαζαν συχνά, όπως στην Ιταλία, απέτυχαν να αποδώσουν.
Με την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν μια μοναδική ευκαιρία να αναβιώσουν τις οικονομίες τους: ποτέ στην ιστορία οι επενδυτές δεν ανυπομονούσαν να βρουν αποδόσεις και να φύγουν από ασφαλή assets.
Εν τη απουσία επιπλέον μέτρων, οι κινήσεις της ΕΚΤ μπορεί να καταστούν μη αποτελεσματικές.
Ένα μείγμα πολιτικής βασισμένο μόνο στο QE είναι μη βιώσιμο και υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε παγίδα.
Η ΕΚΤ έχει αυξήσει το όριο ταχύτητας, τώρα είναι οι κυβερνήσεις εκείνες που πρέπει να ανοίξουν τον δρόμο των κεφαλαιαγορών και των επενδύσεων…
Μεταφραστική επιμέλεια: Ελένη Κάτσουρα
www.bankingnews.gr
Όπως αναφέρει σε άρθρο του στους βρετανικούς «Financial Times», την περασμένη εβδομάδα οι επενδυτές ανέμεναν από τον διοικητή της ΕΚΤ, Mario Draghi, να βγάλει έναν λαγό από το καπέλο του, όμως διερωτάται αν υπάρχει πιθανότητα να μην υπάρχει καθόλου λαγός.
Εναντίον του «μπαζούκα» της ΕΚΤ ορθώνεται ένας στερεός τοίχος από εμπόδια, με πρώτο ένα στρεβλό τραπεζικό σύστημα, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει 1 τρισ. ευρώ κόκκινα δάνεια, με ισολογισμούς ακόμη τρεις φορές μεγαλύτερους από την οικονομία της ζώνης του ευρώ.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη εταιρικών επενδύσεων, που εξακολουθούν να επηρεάζονται από τα χαμηλά επιτόκια.
Το τρίτο είναι οι ρηχές κεφαλαιαγορές, ένα εμπόδιο κατά της ρευστότητας της ΕΚΤ που υποχωρεί για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που ευθύνονται για το 80% της δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική τόνωσης της οικονομίας είναι απαραίτητη, όχι όμως αρκετή, όπως είπε νωρίτερα το 2015 ο ίδιος ο Draghi.
Για να είμαστε δίκαιη, σημειώνει η Royal Bank of Scotland, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είχε μια επιτυχία μέχρι τώρα: έχει οδηγήσει στην υποτίμηση του ευρώ και έχει υποστηρίξει τις εξαγωγές, τόσο στη Γερμανία όσο και την περιφέρεια.
Όμως, η υποτίμηση του νομίσματος είναι προσωρινή και εξαρτάται από τις αντιδράσεις άλλων κεντρικών τραπεζών.
Μπορείς να κερδίσεις μια μάχη, όμως η νίκη ενός νομισματικού πολέμου είναι άλλη ιστορία, σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Αν οι εξαγωγές δεν είναι επαρκείς, τότε τα άλλα κανάλια μετάδοσης του QE παραμένουν «κατεστραμμένα».
Πρώτον, οι τράπεζες της Ευρωζώνης δεν δανείζουν.
Ο όγκος των δανείων σε μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες είναι σταθερός φέτος, ύστερα από το άλμα κατά το πρώτο τρίμηνο, καθώς οι τράπεζες ακόμη διακρατούν κόκκινα δάνεια άνω του 1 τρισ. ευρώ στους ισολογισμούς τους (10% του ΑΕΠ).
Η αναδιάρθρωση ή πώληση αυτών των δανείων είναι δύσκολη, εξαιτίας του ανεπαρκούς πτωχευτικού πλαισίου, ενώ η πρόοδος για την ανάπτυξη εναλλακτικών τραπεζών (το σχέδιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών – Capital Markets Union) παραμένει αργή.
Τέλος και σε αντίθεση με ό,τι είπε ο Mario Draghi στη συνέντευξη Τύπου την περασμένη εβδομάδα, τα χαμηλά επιτόκια υποστηρίζουν τις τράπεζες με ένα εφάπαξ κέρδος στα κρατικά ομόλογα και άλλες εγγυήσεις που διακρατούν, όμως επίσης διαβρώνουν την κερδοφορία και τα κεφάλαια με την πάροδο του χρόνου, όπως άλλωστε υπογράμμισε πρόσφατα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.
Επίσης, το πιο σημαντικό κομμάτι του παζλ που λείπει, είναι οι εταιρικές επενδύσεις, που έχουν υποχωρήσει κατά 20% από την κρίση.
Γιατί δεν επενδύουν οι επιχειρήσεις; Διότι οι επενδυτικές αποφάσεις δεν γίνονται με βάση τα επιτόκια.
Η Ιρλανδία και η Ισπανία είναι οι δύο εξαιρέσεις, όπου οι επενδύσεις έχουν επιστρέψει εξαιτίας των πρωτοβουλιών και των μεταρρυθμίσεων που έχουν ληφθεί.
Τρεις τρόποι υπάρχουν για να είναι αποτελεσματικό το QE, σημειώνει η Royal Bank of Scotland.
O πρώτος είναι να αυξηθούν τα μέτρα νομισματικής τόνωσης με δημόσιες επενδύσεις.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν στη διάθεσή τους λίγα δημοσιονομικά πυρομαχικά για μεγάλης κλίμακας πολιτική.
Ένα αξιόπιστο συντονισμένο σχέδιο θα μπορούσε να παράσχει το σωστό αποτέλεσμα ώστε να δώσει ώθηση στις ιδιωτικές επενδύσεις, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η δεύτερη επιλογή είναι να εμβαθύνει τις κεφαλαιοαγορές της Ευρώπης ώστε η ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας να μπορεί να ρέει προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ευρώπης και η τρίτη λύση είναι να προσελκυστούν ιδιωτικές επενδύσεις με ένα συνδυασμό μεταρρυθμίσεων και χαμηλής φορολογίας.
Αυτό έχει αποδώσει τόσο στην Ιρλανδία όσο και την Ισπανία.
Όπως και στις δημόσιες επενδύσεις, ένα επιτυχημένο πρόγραμμα πρέπει να είναι σαφές και μακράς διάρκειας.
Όπου οι πρωτοβουλίες υπήρξαν περίπλοκες και άλλαζαν συχνά, όπως στην Ιταλία, απέτυχαν να αποδώσουν.
Με την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν μια μοναδική ευκαιρία να αναβιώσουν τις οικονομίες τους: ποτέ στην ιστορία οι επενδυτές δεν ανυπομονούσαν να βρουν αποδόσεις και να φύγουν από ασφαλή assets.
Εν τη απουσία επιπλέον μέτρων, οι κινήσεις της ΕΚΤ μπορεί να καταστούν μη αποτελεσματικές.
Ένα μείγμα πολιτικής βασισμένο μόνο στο QE είναι μη βιώσιμο και υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε παγίδα.
Η ΕΚΤ έχει αυξήσει το όριο ταχύτητας, τώρα είναι οι κυβερνήσεις εκείνες που πρέπει να ανοίξουν τον δρόμο των κεφαλαιαγορών και των επενδύσεων…
Μεταφραστική επιμέλεια: Ελένη Κάτσουρα
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών