Η ακολουθούμενη πολιτική αρνητικών επιτοκίων δεν αποδεικνύεται από πουθενά όπου έχει εφαρμοστεί ότι συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη
Το 1/5 του παγκόσμιου ΑΕΠ βρίσκεται σε χώρες που ακολουθούν πολιτική αρνητικών επιτοκίων, όπως είναι η Ιαπωνία, η ΕΕ, η Δανία, η Σουηδία, η Ελβετία.
Η λογική των αρνητικών επιτοκίων διαρκώς διευρύνεται με την επιχειρηματολογία ότι συμβάλλουν στην παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη, σημειώνει σε ανάλυση που φιλοξενεί το zerohedge.
Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν έχει φανεί να επιβεβαιώνεται μέχρι στιγμής.
Η ιαπωνική οικονομία δεν παρουσιάζει καμία σημαντική βελτίωση παρά την πολιτική αρνητικών επιτοκίων που ακολουθεί εδώ και χρόνια, τα χρέη στην ΕΕ μετριούνται σε τρισεκατομμύρια, σε Δανία, Σουηδία και Ελβετία δεν επιτεύχθηκε καμία αύξηση στην κατανάλωση.
Τα αρνητικά επιτόκια κάνουν τους καταθέτες να φοβούνται.
Τους έχουν καταστρέψει τα συνταξιοδοτικά τους σχέδια καθώς είχαν ξεκινήσει τις αποταμιεύσεις τους με επιτόκια 3%, έκαναν τους υπολογισμούς τους με βάση αυτό και μετά από 10 χρόνια τα επιτόκια είναι 0% ανατρέποντάς τους τα πάντα.
Επιπλέον, τα αρνητικά επιτόκια αυξάνουν το λειτουργικό κόστος των τραπεζών, το οποίο έχει επίσης μετακυληθεί στους καταναλωτές κάνοντάς τους ακόμη πιο επιφυλακτικούς.
Η συνέχιση των αρνητικών επιτοκίων διατηρεί περιορισμένα τα περιθώρια κέρδους και η οικονομική κατάσταση των τραπεζών θα παραμείνει ιδιαίτερα εύθραυστη και αυτό θα ενταθεί.
Μοιάζει σαν η ΕΚΤ να έχει κηρύξει πόλεμο κατά των «καλών τραπεζών» της ευρωζώνης, δηλαδή των χιλιάδων μικρών τραπεζών, κυρίως στη Γερμανία, οι οποίες λειτουργούν όχι στη βάση του κέρδους αλλά του κοινού καλού ή της συνεργατικής τους βάσης (όπως είναι πχ η Sparkassen ή Volskbank).
Η ΕΚΤ και η ΕΕ αυξάνοντας, ουσιαστικά δια των κανονισμών που επιβάλουν, το κόστος λειτουργίας, εξωθούν τις μικρότερες τράπεζες τελικά σε συγχωνεύσεις και σε κλείσιμο πολλών υποκαταστημάτων και υπηρεσιών τους.
Με τον τρόπο αυτό, τράπεζες που ασχολούνται με την παραδοσιακή τραπεζική λειτουργία, δηλαδή το δανεισμό επιχειρήσεων για επενδύσεις, δέχονται τεράστια πίεση ενώ την ίδια ώρα αυτός ο τύπος QE έχει φέρει κέρδη σε εκείνα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εμπλέκονται κυρίως με κερδοσκοπικά παιχνίδια, τονίζει ο καθηγητής οικονομικών Richard Werner, ο δημιουργός της ποσοτικής χαλάρωσης.
Συνεπώς η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων είναι απολύτως συνεπής με το στόχο της εξώθησης εκτός πεδίου των μικρότερων τραπεζών και της ενίσχυσης των μεγάλων τραπεζικών ομίλων στις βιομηχανικές χώρες, αυξάνοντας την συγκέντρωση και τον έλεγχο του τραπεζικού τομέα.
Επιπλέον, η πολιτική αυτή χρησιμοποιείται και για την περαιτέρω δικαιολόγηση της κατάργησης του ρευστού.
Και όσο και αν ακούγεται σαν «θεωρία συνομωσίας», οι Financial Times σε άρθρο τους ήδη από το 2014 υποστήριζαν ότι η σταδιακή κατάργηση του ρευστού καθιστά πραγματικούς νικητές μόνο τις μεγάλες τράπεζες.
Καθώς, όπως υποστήριζαν, μια κοινωνία χωρίς ρευστό δεν καθιστά δυνατές πολιτικές όπως αυτή των αρνητικών επιτοκίων, αλλά μεταφέρει τον απόλυτο έλεγχο της παροχής χρήματος στην κεντρική τράπεζα κάθε χώρας, κυρίως μετατρέποντάς τον σε παγκόσμιο τραπεζίτη που ανταγωνίζεται άμεσα με τις ιδιωτικές τράπεζες για τις δημόσιες καταθέσεις.
www.bankingnews.gr
Η λογική των αρνητικών επιτοκίων διαρκώς διευρύνεται με την επιχειρηματολογία ότι συμβάλλουν στην παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη, σημειώνει σε ανάλυση που φιλοξενεί το zerohedge.
Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν έχει φανεί να επιβεβαιώνεται μέχρι στιγμής.
Η ιαπωνική οικονομία δεν παρουσιάζει καμία σημαντική βελτίωση παρά την πολιτική αρνητικών επιτοκίων που ακολουθεί εδώ και χρόνια, τα χρέη στην ΕΕ μετριούνται σε τρισεκατομμύρια, σε Δανία, Σουηδία και Ελβετία δεν επιτεύχθηκε καμία αύξηση στην κατανάλωση.
Τα αρνητικά επιτόκια κάνουν τους καταθέτες να φοβούνται.
Τους έχουν καταστρέψει τα συνταξιοδοτικά τους σχέδια καθώς είχαν ξεκινήσει τις αποταμιεύσεις τους με επιτόκια 3%, έκαναν τους υπολογισμούς τους με βάση αυτό και μετά από 10 χρόνια τα επιτόκια είναι 0% ανατρέποντάς τους τα πάντα.
Επιπλέον, τα αρνητικά επιτόκια αυξάνουν το λειτουργικό κόστος των τραπεζών, το οποίο έχει επίσης μετακυληθεί στους καταναλωτές κάνοντάς τους ακόμη πιο επιφυλακτικούς.
Η συνέχιση των αρνητικών επιτοκίων διατηρεί περιορισμένα τα περιθώρια κέρδους και η οικονομική κατάσταση των τραπεζών θα παραμείνει ιδιαίτερα εύθραυστη και αυτό θα ενταθεί.
Μοιάζει σαν η ΕΚΤ να έχει κηρύξει πόλεμο κατά των «καλών τραπεζών» της ευρωζώνης, δηλαδή των χιλιάδων μικρών τραπεζών, κυρίως στη Γερμανία, οι οποίες λειτουργούν όχι στη βάση του κέρδους αλλά του κοινού καλού ή της συνεργατικής τους βάσης (όπως είναι πχ η Sparkassen ή Volskbank).
Η ΕΚΤ και η ΕΕ αυξάνοντας, ουσιαστικά δια των κανονισμών που επιβάλουν, το κόστος λειτουργίας, εξωθούν τις μικρότερες τράπεζες τελικά σε συγχωνεύσεις και σε κλείσιμο πολλών υποκαταστημάτων και υπηρεσιών τους.
Με τον τρόπο αυτό, τράπεζες που ασχολούνται με την παραδοσιακή τραπεζική λειτουργία, δηλαδή το δανεισμό επιχειρήσεων για επενδύσεις, δέχονται τεράστια πίεση ενώ την ίδια ώρα αυτός ο τύπος QE έχει φέρει κέρδη σε εκείνα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εμπλέκονται κυρίως με κερδοσκοπικά παιχνίδια, τονίζει ο καθηγητής οικονομικών Richard Werner, ο δημιουργός της ποσοτικής χαλάρωσης.
Συνεπώς η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων είναι απολύτως συνεπής με το στόχο της εξώθησης εκτός πεδίου των μικρότερων τραπεζών και της ενίσχυσης των μεγάλων τραπεζικών ομίλων στις βιομηχανικές χώρες, αυξάνοντας την συγκέντρωση και τον έλεγχο του τραπεζικού τομέα.
Επιπλέον, η πολιτική αυτή χρησιμοποιείται και για την περαιτέρω δικαιολόγηση της κατάργησης του ρευστού.
Και όσο και αν ακούγεται σαν «θεωρία συνομωσίας», οι Financial Times σε άρθρο τους ήδη από το 2014 υποστήριζαν ότι η σταδιακή κατάργηση του ρευστού καθιστά πραγματικούς νικητές μόνο τις μεγάλες τράπεζες.
Καθώς, όπως υποστήριζαν, μια κοινωνία χωρίς ρευστό δεν καθιστά δυνατές πολιτικές όπως αυτή των αρνητικών επιτοκίων, αλλά μεταφέρει τον απόλυτο έλεγχο της παροχής χρήματος στην κεντρική τράπεζα κάθε χώρας, κυρίως μετατρέποντάς τον σε παγκόσμιο τραπεζίτη που ανταγωνίζεται άμεσα με τις ιδιωτικές τράπεζες για τις δημόσιες καταθέσεις.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών