Το πείραμα με τα αρνητικά επιτόκια αποτυγχάνει, τονίζει ο David Rosenberg της Gluskin Sheff
Σχεδόν 6,5 χρόνια μετά τη Μεγάλη Ύφεση, βρισκόμαστε τώρα εν μέσω της «Μεγάλης Ανατιμολόγησης».
Έτσι χαρακτηρίζει το τρέχον κύμα ξεπουλήματος στα διεθνή χρηματιστήρια ο επικεφαλής οικονομολόγος και στρατηγικός αναλυτής της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων Gluskin Sheff, David Rosenberg.
Το sell-off έχει οδηγήσει το δείκτη βαρόμετρο της Wall Street, S&P 500 να καταγράφει απώλειες 11% από τις αρχές του έτους.
Η συνεχιζόμενη σφαγή στο αργό και οι ροές κεφαλαίων προς το γιεν, το οποίο θεωρείται ευρέως ως ασφαλές νομισματικό καταφύγιο, αποτελούν σημάδια μίας αγοράς που η διάθεση για την ανάληψη ρίσκου απουσιάζει παντελώς.
Παρόλ' αυτά, αυτές οι πτωτικές αγορές εμφανίζονται σε μία στιγμή όπου ο αμερικανός καταναλωτής, αυτός που εκλαμβάνεται ως ο καταλύτης για την παγκόσμια ανάπτυξη, εξακολουθεί να φαίνεται ότι είναι σε καλή κατάσταση.
«Η Adidas μόλις ανακοίνωσε διπλάσιο ποσοστό στην αύξηση των λειτουργικών κερδών και των εσόδων της, αύξησε τις προβλέψεις της για τα κέρδη και τις πωλήσεις εντός του 2016 και οι επενδυτές χρησιμοποιούν τα αθλητικά τους παπούτσια και τρέχουν μακριά από το ρίσκο», σχολίασε εύστοχα ο Rosenberg.
Η αβεβαιότητα δεν περιορίζεται στους συμμετέχοντες στην αγορά, λέει ο ίδιος.
Επίσης κυριαρχεί στις κεντρικές τράπεζες.
«Εάν η Janet Yellen είναι τόσο μπερδεμένη, τότε γιατί δεν πρέπει να είμαστε όλοι μας;», γράφει ο Rosenberg, σχολιάζοντας την κατάθεση της επικεφαλής της Fed στη Γερουσία.
«Και η εκτίναξη των spreads, όπως και η συμπίεση των χρηματιστηρίων μαρτυρά μία βάση επενδυτών που όντως είναι πολύ μπερδεμένοι αυτή τη στιγμή».
Από την εποχή της οικονομικής κρίσης (η ακόμη και πιο πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αναλόγως του ποιον ρωτάς), τα sell-offs τέτοιας έντασης τυπικά έχουν πιέσει εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική να ξαναγεμίσουν το μπολ των αγορών, δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν θέση «επένδυσης».
Οι κεντρικοί τραπεζίτες εκτός των ΗΠΑ έχουν ξεκάθαρα προσπαθήσει να τονώσουν τις οικονομίες τους.
Οι πρόσφατες προσπάθειές τους όμως έχουν απογοητεύσει, κρίνοντας από την κίνηση της Κεντρικής Τράπεζας της Σουηδίας το πρωί της Πέμπτης 11 Φεβρουαρίου (μείωσε το κεντρικό της παρεμβατικό επιτόκιο στο -0,50%) ή του ιαπωνικού γιέν από την έναρξη της υιοθέτησης των αρνητικών επιτοκίων.
Τέτοιες εξελίξεις υποδεικνύουν ότι εκείνοι που συμμετέχουν στις αγορές αμφιβάλουν για την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, καθώς και για την πιθανότητα αναθέρμανσης της παγκόσμιας οικονομίας.
Προκειμένου να εξυγιανθεί αυτή η «αδιαθεσία» της αγοράς, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να δοκιμάσουν κάτι τολμηρό, σύμφωνα με τον Rosenberg, και τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι η απάντηση.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, τα βαρυτικά κύματα δεν είναι τα μόνα πράγματα που αποδεικνύουν αυτές τις ημέρες ότι ο Albert Einstein ήταν σωστός.
«Δεν είναι πλέον η περίοδος 2009-2014 όπου οι κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να τονώσουν τις αγορές.
Οι νόμοι των μειούμενων αποδόσεων έχουν ξεκάθαρα πλέον τεθεί σε εφαρμογή», επισημαίνει.
«Το τελευταίο πείραμα με τα αρνητικά επιτόκια αποτυγχάνει παταγωδώς, αλλά σε μία κλασική περίπτωση εφαρμογής του όρου του Albert Einstein για την παράνοια, οι ακαδημαϊκοί που κυβερνούν τις κεντρικές τράπεζες του κόσμου δεν δείχνουν κανένα σημάδι υποχώρησης από μία πολιτική που υπονομεύει το τραπεζικό σύστημα».
Αντίθετα, ο στρατηγικός αναλυτής θα προτιμούσε η νομισματική πολιτική να ενώσει τις δυνάμεις της με την χρηματοοικονομική πολιτική.
«Χρειαζόμαστε μία εντελώς νέα στρατηγική, που θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την πραγματική χρηματοποίηση του χρέους», σημειώνει, προτείνοντας το είδος «ρίψης βοήθειας από το ελικόπτερο» υπό τη μορφή χρημάτων που προηγουμένως είχαν προταθεί από άτομα όπως ο Ben Bernanke και ο Milton Friedman.
www.bankingnews.gr
Έτσι χαρακτηρίζει το τρέχον κύμα ξεπουλήματος στα διεθνή χρηματιστήρια ο επικεφαλής οικονομολόγος και στρατηγικός αναλυτής της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων Gluskin Sheff, David Rosenberg.
Το sell-off έχει οδηγήσει το δείκτη βαρόμετρο της Wall Street, S&P 500 να καταγράφει απώλειες 11% από τις αρχές του έτους.
Η συνεχιζόμενη σφαγή στο αργό και οι ροές κεφαλαίων προς το γιεν, το οποίο θεωρείται ευρέως ως ασφαλές νομισματικό καταφύγιο, αποτελούν σημάδια μίας αγοράς που η διάθεση για την ανάληψη ρίσκου απουσιάζει παντελώς.
Παρόλ' αυτά, αυτές οι πτωτικές αγορές εμφανίζονται σε μία στιγμή όπου ο αμερικανός καταναλωτής, αυτός που εκλαμβάνεται ως ο καταλύτης για την παγκόσμια ανάπτυξη, εξακολουθεί να φαίνεται ότι είναι σε καλή κατάσταση.
«Η Adidas μόλις ανακοίνωσε διπλάσιο ποσοστό στην αύξηση των λειτουργικών κερδών και των εσόδων της, αύξησε τις προβλέψεις της για τα κέρδη και τις πωλήσεις εντός του 2016 και οι επενδυτές χρησιμοποιούν τα αθλητικά τους παπούτσια και τρέχουν μακριά από το ρίσκο», σχολίασε εύστοχα ο Rosenberg.
Η αβεβαιότητα δεν περιορίζεται στους συμμετέχοντες στην αγορά, λέει ο ίδιος.
Επίσης κυριαρχεί στις κεντρικές τράπεζες.
«Εάν η Janet Yellen είναι τόσο μπερδεμένη, τότε γιατί δεν πρέπει να είμαστε όλοι μας;», γράφει ο Rosenberg, σχολιάζοντας την κατάθεση της επικεφαλής της Fed στη Γερουσία.
«Και η εκτίναξη των spreads, όπως και η συμπίεση των χρηματιστηρίων μαρτυρά μία βάση επενδυτών που όντως είναι πολύ μπερδεμένοι αυτή τη στιγμή».
Από την εποχή της οικονομικής κρίσης (η ακόμη και πιο πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αναλόγως του ποιον ρωτάς), τα sell-offs τέτοιας έντασης τυπικά έχουν πιέσει εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική να ξαναγεμίσουν το μπολ των αγορών, δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν θέση «επένδυσης».
Οι κεντρικοί τραπεζίτες εκτός των ΗΠΑ έχουν ξεκάθαρα προσπαθήσει να τονώσουν τις οικονομίες τους.
Οι πρόσφατες προσπάθειές τους όμως έχουν απογοητεύσει, κρίνοντας από την κίνηση της Κεντρικής Τράπεζας της Σουηδίας το πρωί της Πέμπτης 11 Φεβρουαρίου (μείωσε το κεντρικό της παρεμβατικό επιτόκιο στο -0,50%) ή του ιαπωνικού γιέν από την έναρξη της υιοθέτησης των αρνητικών επιτοκίων.
Τέτοιες εξελίξεις υποδεικνύουν ότι εκείνοι που συμμετέχουν στις αγορές αμφιβάλουν για την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, καθώς και για την πιθανότητα αναθέρμανσης της παγκόσμιας οικονομίας.
Προκειμένου να εξυγιανθεί αυτή η «αδιαθεσία» της αγοράς, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να δοκιμάσουν κάτι τολμηρό, σύμφωνα με τον Rosenberg, και τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι η απάντηση.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, τα βαρυτικά κύματα δεν είναι τα μόνα πράγματα που αποδεικνύουν αυτές τις ημέρες ότι ο Albert Einstein ήταν σωστός.
«Δεν είναι πλέον η περίοδος 2009-2014 όπου οι κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να τονώσουν τις αγορές.
Οι νόμοι των μειούμενων αποδόσεων έχουν ξεκάθαρα πλέον τεθεί σε εφαρμογή», επισημαίνει.
«Το τελευταίο πείραμα με τα αρνητικά επιτόκια αποτυγχάνει παταγωδώς, αλλά σε μία κλασική περίπτωση εφαρμογής του όρου του Albert Einstein για την παράνοια, οι ακαδημαϊκοί που κυβερνούν τις κεντρικές τράπεζες του κόσμου δεν δείχνουν κανένα σημάδι υποχώρησης από μία πολιτική που υπονομεύει το τραπεζικό σύστημα».
Αντίθετα, ο στρατηγικός αναλυτής θα προτιμούσε η νομισματική πολιτική να ενώσει τις δυνάμεις της με την χρηματοοικονομική πολιτική.
«Χρειαζόμαστε μία εντελώς νέα στρατηγική, που θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την πραγματική χρηματοποίηση του χρέους», σημειώνει, προτείνοντας το είδος «ρίψης βοήθειας από το ελικόπτερο» υπό τη μορφή χρημάτων που προηγουμένως είχαν προταθεί από άτομα όπως ο Ben Bernanke και ο Milton Friedman.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών