Η ριζική στροφή προς την εφαρμογή των πιο ακραίων πολιτικών, τις οποίες υποστηρίζουν τα κινήματα κατά του κατεστημένου, περιορίζεται από το ίδιο το σύστημα - Οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να προχωρήσουν πλέον μόνες τους
Την άποψή του για το πολιτικό τοπίο λόγω των αποτυχημένων πολιτικών των κεντρικών τραπεζών να τονώσουν την ανάπτυξη καταθέτει με άρθρο του στο Bloomberg ο σύμβουλος της Allianz, Mohamed El-Erian, επισημαίνοντας ότι σε αυτό το τοπίο κερδίζουν έδαφος τα κινήματα κατά του κατεστημένου, τα οποία όμως βρίσκονται τελικά να περιορίζονται και να «συμμορφώνονται» από το ίδιο το σύστημα.
Όπως τονίζει ο γνωστός αναλυτής των αγορών και άλλοτε ηγετικό στέλεχος στην Pimco, είτε μέσω σημάτων από τη Σύνοδο του G7 είτε από το αποτέλεσμα του τελευταίου γύρου των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων σχετικά με την Ελλάδα, οι αξιωματούχοι των προηγμένων χωρών όλο και περισσότερο αναγνωρίζουν ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες τους απαιτούν μια νέα απάντηση που θα πάρει τη σκυτάλη από την υπερβολική χρήση βραχυπρόθεσμων εργαλείων.
Αυτή η αναγνώριση ήταν πάρα πολύ καιρό στα σκαριά και, αν κρίνουμε από τη λυπηρή έλλειψη αξιόπιστων και λεπτομερών σχεδίων δράσης, εξακολουθεί να χρειάζεται χρόνο για να μεταφραστεί σε πρόοδο στην πράξη.
Στασιμότητα
Πριν από τη συνάντηση της G-7 στην Ιαπωνία, αρκετές χώρες έδειχναν ότι καταλαβαίνουν πως οι ατομικές και συλλογικές πολιτικές τους χρειάζεται να εξελιχθούν.
Η Γερμανία προειδοποίησε ενάντια στη συνεχιζόμενη υπερβολική εξάρτηση από τις κεντρικές τράπεζες, τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Ο Καναδάς και η Ιαπωνία προέτρεψαν μια πιο επιθετική και ευφάνταστη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Και οι ΗΠΑ προειδοποίησαν την Ιαπωνία να αντισταθεί στον πειρασμό να παρέμβει για να υποτιμήσει το γιεν.
Νωρίτερα εντός της προηγούμενης εβδομάδας, οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται μεγαλύτερη έμφαση στην ελάφρυνση του χρέους για την εν λόγω πολιορκούμενη οικονομία.
Σε τηλεδιάσκεψη με δημοσιογράφους την Τετάρτη 25 Μαΐου, στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας, είπε ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ όλων των φορέων που διακρατούν το ελληνικό χρέος πως είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο» και χρειάζεται ανακούφιση.
Επιπλέον, ο αξιωματούχος είπε ότι όλες οι μεριές «αποδέχονται τη μεθοδολογία που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη βαθμονόμηση της απαραίτητης μείωσης του χρέους.
Δέχονται τους στόχους όσον αφορά τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες στο άμεσο μέλλον και σε μακροπρόθεσμη βάση.
Δέχονται ακόμη και τις χρονικές περιόδους, ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το χρέος πρέπει να καλυφθεί μέχρι το 2060».
Αυτές οι σημαντικές εξελίξεις αντανακλούν μια σημαντική αλλαγή στη νοοτροπία, που μετατοπίζονται πιο αποφασιστικά προς το να εξετάσουν τις διαρθρωτικές και κοσμικές συνθήκες, και μακριά από την υπερβολική έμφαση στους κυκλικούς παράγοντες.
Αυτή η μετατόπιση οδηγείται από τρεις εξελίξεις:
* Τη συνεχή απογοητευτική οικονομική ανάπτυξη, παρά τις έκτακτες πολιτικές τόνωσης της νομισματικής πολιτικής και, στην περίπτωση της Ελλάδας, τα πακέτα διάσωσης.
* Την τεράστια ανησυχία ότι τα οφέλη από την αντισυμβατική συμμετοχή της κεντρικής τράπεζας αντισταθμίζονται από τον αυξανόμενο κίνδυνο παράπλευρων ζημιών και απρόβλεπτων συνεπειών.
* Την αναγνώριση ότι το πολιτικό πλαίσιο γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, καθώς τα αντισυμβατικά κινήματα κερδίζουν έδαφος, εν μέσω της αυξανόμενης λαϊκής δυσπιστίας για την «ελίτ» τόσο στην κυβέρνηση όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Τέτοια σκέψη θα έπρεπε, ει δυνατόν, να οδηγήσει στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων υπέρ του της ανάπτυξης, σε φορολογική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με μειωμένη δημοσιονομική λιτότητα, σε ελάφρυνση χρέους για τμήματα αυτού με υπερβολική επιβάρυνση και αποτελεσματικότερο παγκόσμιο συντονισμό των πολιτικών.
Παρόλ' αυτά, η μετάφραση της μεγαλύτερης συλλογικής συνείδησης σε αξιόπιστες δράσεις παραμένει απογοητευτικά αποσπασματική.
Πάρτε την περίπτωση της Ελλάδας.
Παρά την καθυστερημένη αναγνώριση της πραγματικότητας από τους υρωπαίους πιστωτές ότι η ελάφρυνση του χρέους είναι μια αναγκαία (αν και όχι επαρκής) προϋπόθεση για να έχει η Ελλάδα ρεαλιστικές πιθανότητες αποκατάστασης της διαρκούς οικονομικής και χρηματοπιστωτικής βιωσιμότητας, η αναγνώριση αυτή δεν έχει μετατραπεί σε σαφή δράση.
«Βασικά, πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι το πακέτο των μέτρων που η Ευρώπη είναι πρόθυμη να δεσμευτεί ότι θα λάβει είναι συνεπές με αυτό που νομίζουμε ότι είναι απαραίτητο για την ελάφρυνση του χρέους», δήλωσε ο αξιωματούχος του ΔΝΤ, ο οποίος περιέγραψε τις διαπραγματεύσεις την Τετάρτη.
«Δεν το έχουμε ακόμη αυτό», συμπλήρωσε.
Ως αποτέλεσμα, το Ταμείο δεν είναι πρόθυμο να στηρίξει με δάνεια τη συμβιβαστική συμφωνία σχετικά με Ελλάδα που επετεύχθη στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.
Εν τω μεταξύ, ούτε η G-7 θα εφαρμόσει μια πολύ διαφορετική πολιτική στάση.
Ως αποτέλεσμα, το κρίσιμο στάδιο της μετάβασης από τα καθησυχαστικά λόγια στη λήψη πραγματικών αποτελεσματικών μέτρων θα αποτύχει και πάλι να μετουσιωθεί σε πράξη.
Όμως, η γενικότερη συνειδητοποίηση είναι ένα κρίσιμο συστατικό των διαρκών προσαρμογών νοοτροπίας και των σχετικών διορθώσεων, ώστε να υπάρχει ελπίδα ότι οι προηγμένες οικονομίες πλησιάζουν όλο και περισσότερο στο να θέσουν σε δράση μία πολυπόθητη ολοκληρωμένη πολιτική απάντηση.
Έτσι, αν όχι αυτή τη φορά, ίσως την επόμενη φορά.
Πάντως, ο χρόνος δεν είναι με το μέρος τους.
Μια ανησυχητική πτυχή των διαρθρωτικών προβλημάτων για την ανάπτυξη είναι ότι όσο περισσότερο παραμένουν άλυτα, τόσο βαθύτερα ενσωματώνονται στο σύστημα.
Η σημερινή υστέρηση ανάπτυξης θα είναι δυσκολότερο να ανακτηθεί, ακόμη περισσότερο καθώς η αναπτυξιακή δυναμική του μέλλοντος υπονομεύεται.
Αυτό, με τη σειρά του, διαβρώνει την ισχύ οποιασδήποτε πολιτικής απάντησης.
Αυτές οι ανησυχητικές οικονομικές συνέπειες ενισχύονται από τις ρευστές πολιτικές συνθήκες.
Τα κινήματα κατά του κατεστημένου επωφελούνται από την πρόσφατη ιστορία ανεπαρκούς ανάπτυξης, της οποίας των οποίων τα περιορισμένα οφέλη αγγίζουν μόνο ένα μικρό (και ήδη σε καλύτερη μοίρα) τμήμα του πληθυσμού.
Καθώς το σύστημα περιμένει δράσεις πολιτικής, η πολιτική είναι πιθανό να διαβρώσει περαιτέρω τη στήριξη για τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα και ταυτόχρονα να μειώσει την πιθανότητα για τη χάραξη εποικοδομητικής διακομματικής πολιτικής.
Εν τω μεταξύ, η εναλλακτική λύση (μια ριζική στροφή προς την εφαρμογή των πιο ακραίων πολιτικών που υποστηρίζουν τα κινήματα κατά του κατεστημένου) είναι πιθανόν να περιορίζεται από τους ελέγχους και τις ισορροπίες στο σύστημα. Πράγματι, η εμπειρία του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα παρέχει μια ζωντανή απεικόνιση τους περιοριστικού αποτελέσματος αυτών των θεσμικών δικλείδων ασφαλείας.
Θα πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στις προηγμένες οικονομίες για την προθυμία τους να ενσωματώσουν μια μεγαλύτερη δόση των διαρθρωτικών και κοσμικών πτυχών στις οικονομικές τους συζητήσεις.
Αλλά κάθε τρίμηνο που περιμένουν να θεσπίσουν αξιόπιστα και ολοκληρωμένα μέτρα αυξάνει τη δυσκολία της απομάκρυνσης των εμποδίων για την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και να κάνει το πολιτικό πλαίσιο ακόμη πιο περίπλοκο.
(Πρώτη Ενημέρωση: 23:50, Δευτέρα 31 Μαΐου)
www.bankingnews.gr
Όπως τονίζει ο γνωστός αναλυτής των αγορών και άλλοτε ηγετικό στέλεχος στην Pimco, είτε μέσω σημάτων από τη Σύνοδο του G7 είτε από το αποτέλεσμα του τελευταίου γύρου των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων σχετικά με την Ελλάδα, οι αξιωματούχοι των προηγμένων χωρών όλο και περισσότερο αναγνωρίζουν ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες τους απαιτούν μια νέα απάντηση που θα πάρει τη σκυτάλη από την υπερβολική χρήση βραχυπρόθεσμων εργαλείων.
Αυτή η αναγνώριση ήταν πάρα πολύ καιρό στα σκαριά και, αν κρίνουμε από τη λυπηρή έλλειψη αξιόπιστων και λεπτομερών σχεδίων δράσης, εξακολουθεί να χρειάζεται χρόνο για να μεταφραστεί σε πρόοδο στην πράξη.
Στασιμότητα
Πριν από τη συνάντηση της G-7 στην Ιαπωνία, αρκετές χώρες έδειχναν ότι καταλαβαίνουν πως οι ατομικές και συλλογικές πολιτικές τους χρειάζεται να εξελιχθούν.
Η Γερμανία προειδοποίησε ενάντια στη συνεχιζόμενη υπερβολική εξάρτηση από τις κεντρικές τράπεζες, τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Ο Καναδάς και η Ιαπωνία προέτρεψαν μια πιο επιθετική και ευφάνταστη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Και οι ΗΠΑ προειδοποίησαν την Ιαπωνία να αντισταθεί στον πειρασμό να παρέμβει για να υποτιμήσει το γιεν.
Νωρίτερα εντός της προηγούμενης εβδομάδας, οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται μεγαλύτερη έμφαση στην ελάφρυνση του χρέους για την εν λόγω πολιορκούμενη οικονομία.
Σε τηλεδιάσκεψη με δημοσιογράφους την Τετάρτη 25 Μαΐου, στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας, είπε ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ όλων των φορέων που διακρατούν το ελληνικό χρέος πως είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο» και χρειάζεται ανακούφιση.
Επιπλέον, ο αξιωματούχος είπε ότι όλες οι μεριές «αποδέχονται τη μεθοδολογία που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη βαθμονόμηση της απαραίτητης μείωσης του χρέους.
Δέχονται τους στόχους όσον αφορά τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες στο άμεσο μέλλον και σε μακροπρόθεσμη βάση.
Δέχονται ακόμη και τις χρονικές περιόδους, ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το χρέος πρέπει να καλυφθεί μέχρι το 2060».
Αυτές οι σημαντικές εξελίξεις αντανακλούν μια σημαντική αλλαγή στη νοοτροπία, που μετατοπίζονται πιο αποφασιστικά προς το να εξετάσουν τις διαρθρωτικές και κοσμικές συνθήκες, και μακριά από την υπερβολική έμφαση στους κυκλικούς παράγοντες.
Αυτή η μετατόπιση οδηγείται από τρεις εξελίξεις:
* Τη συνεχή απογοητευτική οικονομική ανάπτυξη, παρά τις έκτακτες πολιτικές τόνωσης της νομισματικής πολιτικής και, στην περίπτωση της Ελλάδας, τα πακέτα διάσωσης.
* Την τεράστια ανησυχία ότι τα οφέλη από την αντισυμβατική συμμετοχή της κεντρικής τράπεζας αντισταθμίζονται από τον αυξανόμενο κίνδυνο παράπλευρων ζημιών και απρόβλεπτων συνεπειών.
* Την αναγνώριση ότι το πολιτικό πλαίσιο γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, καθώς τα αντισυμβατικά κινήματα κερδίζουν έδαφος, εν μέσω της αυξανόμενης λαϊκής δυσπιστίας για την «ελίτ» τόσο στην κυβέρνηση όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Τέτοια σκέψη θα έπρεπε, ει δυνατόν, να οδηγήσει στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων υπέρ του της ανάπτυξης, σε φορολογική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με μειωμένη δημοσιονομική λιτότητα, σε ελάφρυνση χρέους για τμήματα αυτού με υπερβολική επιβάρυνση και αποτελεσματικότερο παγκόσμιο συντονισμό των πολιτικών.
Παρόλ' αυτά, η μετάφραση της μεγαλύτερης συλλογικής συνείδησης σε αξιόπιστες δράσεις παραμένει απογοητευτικά αποσπασματική.
Πάρτε την περίπτωση της Ελλάδας.
Παρά την καθυστερημένη αναγνώριση της πραγματικότητας από τους υρωπαίους πιστωτές ότι η ελάφρυνση του χρέους είναι μια αναγκαία (αν και όχι επαρκής) προϋπόθεση για να έχει η Ελλάδα ρεαλιστικές πιθανότητες αποκατάστασης της διαρκούς οικονομικής και χρηματοπιστωτικής βιωσιμότητας, η αναγνώριση αυτή δεν έχει μετατραπεί σε σαφή δράση.
«Βασικά, πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι το πακέτο των μέτρων που η Ευρώπη είναι πρόθυμη να δεσμευτεί ότι θα λάβει είναι συνεπές με αυτό που νομίζουμε ότι είναι απαραίτητο για την ελάφρυνση του χρέους», δήλωσε ο αξιωματούχος του ΔΝΤ, ο οποίος περιέγραψε τις διαπραγματεύσεις την Τετάρτη.
«Δεν το έχουμε ακόμη αυτό», συμπλήρωσε.
Ως αποτέλεσμα, το Ταμείο δεν είναι πρόθυμο να στηρίξει με δάνεια τη συμβιβαστική συμφωνία σχετικά με Ελλάδα που επετεύχθη στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.
Εν τω μεταξύ, ούτε η G-7 θα εφαρμόσει μια πολύ διαφορετική πολιτική στάση.
Ως αποτέλεσμα, το κρίσιμο στάδιο της μετάβασης από τα καθησυχαστικά λόγια στη λήψη πραγματικών αποτελεσματικών μέτρων θα αποτύχει και πάλι να μετουσιωθεί σε πράξη.
Όμως, η γενικότερη συνειδητοποίηση είναι ένα κρίσιμο συστατικό των διαρκών προσαρμογών νοοτροπίας και των σχετικών διορθώσεων, ώστε να υπάρχει ελπίδα ότι οι προηγμένες οικονομίες πλησιάζουν όλο και περισσότερο στο να θέσουν σε δράση μία πολυπόθητη ολοκληρωμένη πολιτική απάντηση.
Έτσι, αν όχι αυτή τη φορά, ίσως την επόμενη φορά.
Πάντως, ο χρόνος δεν είναι με το μέρος τους.
Μια ανησυχητική πτυχή των διαρθρωτικών προβλημάτων για την ανάπτυξη είναι ότι όσο περισσότερο παραμένουν άλυτα, τόσο βαθύτερα ενσωματώνονται στο σύστημα.
Η σημερινή υστέρηση ανάπτυξης θα είναι δυσκολότερο να ανακτηθεί, ακόμη περισσότερο καθώς η αναπτυξιακή δυναμική του μέλλοντος υπονομεύεται.
Αυτό, με τη σειρά του, διαβρώνει την ισχύ οποιασδήποτε πολιτικής απάντησης.
Αυτές οι ανησυχητικές οικονομικές συνέπειες ενισχύονται από τις ρευστές πολιτικές συνθήκες.
Τα κινήματα κατά του κατεστημένου επωφελούνται από την πρόσφατη ιστορία ανεπαρκούς ανάπτυξης, της οποίας των οποίων τα περιορισμένα οφέλη αγγίζουν μόνο ένα μικρό (και ήδη σε καλύτερη μοίρα) τμήμα του πληθυσμού.
Καθώς το σύστημα περιμένει δράσεις πολιτικής, η πολιτική είναι πιθανό να διαβρώσει περαιτέρω τη στήριξη για τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα και ταυτόχρονα να μειώσει την πιθανότητα για τη χάραξη εποικοδομητικής διακομματικής πολιτικής.
Εν τω μεταξύ, η εναλλακτική λύση (μια ριζική στροφή προς την εφαρμογή των πιο ακραίων πολιτικών που υποστηρίζουν τα κινήματα κατά του κατεστημένου) είναι πιθανόν να περιορίζεται από τους ελέγχους και τις ισορροπίες στο σύστημα. Πράγματι, η εμπειρία του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα παρέχει μια ζωντανή απεικόνιση τους περιοριστικού αποτελέσματος αυτών των θεσμικών δικλείδων ασφαλείας.
Θα πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στις προηγμένες οικονομίες για την προθυμία τους να ενσωματώσουν μια μεγαλύτερη δόση των διαρθρωτικών και κοσμικών πτυχών στις οικονομικές τους συζητήσεις.
Αλλά κάθε τρίμηνο που περιμένουν να θεσπίσουν αξιόπιστα και ολοκληρωμένα μέτρα αυξάνει τη δυσκολία της απομάκρυνσης των εμποδίων για την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και να κάνει το πολιτικό πλαίσιο ακόμη πιο περίπλοκο.
(Πρώτη Ενημέρωση: 23:50, Δευτέρα 31 Μαΐου)
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών