Όσον αφορά τις μετοχές, η Goldman εμμένει στη θέση της ότι η ανοδική κίνηση των αμερικανικών μετοχών το 2016 θα είναι περιορισμένη, λόγω Fed
Στο 40% τοποθετούν οι αναλυτές της Goldman Sachs την πιθανότητα μιας νέας αύξησης επιτοκίων από τη Federal Reserve τον Ιούλιο του 2016.
Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, το ενδεχόμενο μιας αύξησης στη συνεδρίαση του Ιουνίου βρίσκεται εκτός ατζέντας, δεδομένων των αδύναμων στοιχείων για την αγορά εργασίας των ΗΠΑ, το επικείμενο δημοψήφισμα στη Βρετανία.
Όσον αφορά τις μετοχές, η Goldman εμμένει στη θέση της ότι η ανοδική κίνηση των αμερικανικών μετοχών το 2016 θα είναι περιορισμένη, λόγω Fed.
«Με την αγορά μετοχών να έχει αναρριχηθεί σε νέα υψηλά έτους, εκτιμούμε ότι το «Yellen Call» (δηλαδή η έκκληση για υψηλότερα επιτόκια), θα επιστρέψει στις αγορές μετά τη συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής της Fed (FOMC) τον Ιούνιο», τονίζουν οι αναλυτές.
Η Goldman Sachs προειδοποίησε ότι ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν οι επενδυτές οι οποίοι αγοράζουν μετοχές «εμφανίζεται αυξημένος», ενώ σημείωσε ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για «απελπισία».
Και αυτό επειδή ο S&P 500 διαπραγματεύεται κοντά σε επίπεδα ρεκόρ, οι αποτιμήσεις είναι υπερβολικές, η ανάπτυξη δεν διεκδικεί δάφνες και οι επενδυτές που αναζητούν αποδόσεις «αναγκάζονται να αναλάβουν μεγαλύτερο κίνδυνο, επενδύοντας σε μετοχές».
Όπως σημειώνει η Goldman Sachs, «ένα σημαντικό γεγονός που θα δώσει αφορμή για μία κίνηση προς χαμηλότερα επίπεδα μπορεί να σβήσει γρήγορα τις αποδόσεις που έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια αρκετών ετών».
Προσθέτει ακόμη ότι «από το 1950 οι περισσότερες μετοχικές αγορές είχαν αρκετές μεγάλες βουτιές άνω του 20%, από τις οποίες χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να ανακάμψουν.
Για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1970 ο δείκτης FTSE All-Share είχε μια υποχώρηση κατά 80% σε πραγματικούς όρους και ο DAX έχασε 69% κατά τη διάρκεια της τεχνολογικής φούσκας.
Μία από τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις σε όλες τις αγορές ήταν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, όταν οι περισσότερες παγκόσμιες αγορές μετοχών έχασαν περίπου το μισό της αξίας τους.
Επίσης, ο δείκτης TOPIX δεν έχει ακόμη ανακάμψει από τις μεγάλες βουτιές στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990».
Η εταιρεία επισημαίνει επίσης ότι οι μεγάλες υποχωρήσεις δεν είναι μόνο σχετικά συχνές, αλλά έχουν όλο και περισσότερο παγκόσμιο χαρακτήρα.
Κάτι το οποίο αποτελεί κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες αποτιμήσεις κοντά σε ύψη ρεκόρ.
Οι αυξημένες αποτιμήσεις των μετοχών έχουν την τάση να αυξάνουν τον κίνδυνο υποχωρήσεων για τον απλούστατο λόγο ότι υπάρχουν μικρότερα «μαξιλάρια» μέσω της αποτίμησης για την απορρόφηση απρόβλεπτων αρνητικών γεγονότων.
Και ενώ οι υψηλές αποτιμήσεις των μετοχών από μόνες τους δεν είναι ένας λόγος για την αποκομιδή κερδών, ιδίως αν αυτές αντανακλούν τις σταθερές μακροοικονομικές συνθήκες και αν η μεταβλητότητα είναι χαμηλή, πιστεύουμε ότι οι υψηλές αποτιμήσεις καθιστούν τις μετοχές πιο ευάλωτες.
Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, το ενδεχόμενο μιας αύξησης στη συνεδρίαση του Ιουνίου βρίσκεται εκτός ατζέντας, δεδομένων των αδύναμων στοιχείων για την αγορά εργασίας των ΗΠΑ, το επικείμενο δημοψήφισμα στη Βρετανία.
Όσον αφορά τις μετοχές, η Goldman εμμένει στη θέση της ότι η ανοδική κίνηση των αμερικανικών μετοχών το 2016 θα είναι περιορισμένη, λόγω Fed.
«Με την αγορά μετοχών να έχει αναρριχηθεί σε νέα υψηλά έτους, εκτιμούμε ότι το «Yellen Call» (δηλαδή η έκκληση για υψηλότερα επιτόκια), θα επιστρέψει στις αγορές μετά τη συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής της Fed (FOMC) τον Ιούνιο», τονίζουν οι αναλυτές.
Η Goldman Sachs προειδοποίησε ότι ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν οι επενδυτές οι οποίοι αγοράζουν μετοχές «εμφανίζεται αυξημένος», ενώ σημείωσε ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για «απελπισία».
Και αυτό επειδή ο S&P 500 διαπραγματεύεται κοντά σε επίπεδα ρεκόρ, οι αποτιμήσεις είναι υπερβολικές, η ανάπτυξη δεν διεκδικεί δάφνες και οι επενδυτές που αναζητούν αποδόσεις «αναγκάζονται να αναλάβουν μεγαλύτερο κίνδυνο, επενδύοντας σε μετοχές».
Όπως σημειώνει η Goldman Sachs, «ένα σημαντικό γεγονός που θα δώσει αφορμή για μία κίνηση προς χαμηλότερα επίπεδα μπορεί να σβήσει γρήγορα τις αποδόσεις που έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια αρκετών ετών».
Προσθέτει ακόμη ότι «από το 1950 οι περισσότερες μετοχικές αγορές είχαν αρκετές μεγάλες βουτιές άνω του 20%, από τις οποίες χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να ανακάμψουν.
Για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1970 ο δείκτης FTSE All-Share είχε μια υποχώρηση κατά 80% σε πραγματικούς όρους και ο DAX έχασε 69% κατά τη διάρκεια της τεχνολογικής φούσκας.
Μία από τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις σε όλες τις αγορές ήταν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, όταν οι περισσότερες παγκόσμιες αγορές μετοχών έχασαν περίπου το μισό της αξίας τους.
Επίσης, ο δείκτης TOPIX δεν έχει ακόμη ανακάμψει από τις μεγάλες βουτιές στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990».
Η εταιρεία επισημαίνει επίσης ότι οι μεγάλες υποχωρήσεις δεν είναι μόνο σχετικά συχνές, αλλά έχουν όλο και περισσότερο παγκόσμιο χαρακτήρα.
Κάτι το οποίο αποτελεί κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες αποτιμήσεις κοντά σε ύψη ρεκόρ.
Οι αυξημένες αποτιμήσεις των μετοχών έχουν την τάση να αυξάνουν τον κίνδυνο υποχωρήσεων για τον απλούστατο λόγο ότι υπάρχουν μικρότερα «μαξιλάρια» μέσω της αποτίμησης για την απορρόφηση απρόβλεπτων αρνητικών γεγονότων.
Και ενώ οι υψηλές αποτιμήσεις των μετοχών από μόνες τους δεν είναι ένας λόγος για την αποκομιδή κερδών, ιδίως αν αυτές αντανακλούν τις σταθερές μακροοικονομικές συνθήκες και αν η μεταβλητότητα είναι χαμηλή, πιστεύουμε ότι οι υψηλές αποτιμήσεις καθιστούν τις μετοχές πιο ευάλωτες.
Σχόλια αναγνωστών