Η άλυτη κρίση χρέους ύψους 340 δισ. δολ. εξακολουθεί να εγκυμονεί κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα - Όσο περισσότερο αναβάλλεται η διαγραφή, τόσο μεγαλύτερη τελικά θα είναι
Στο τέλος του 2015, το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα βρισκόταν στο 176% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας βρισκόταν στο 248% του ΑΕΠ.
Καμία κυβέρνηση δεν θα αποπληρώσει ποτέ ό,τι χρωστάει.
Οι διαγραφές και η νομισματοποίηση είναι αναπόφευκτη, τοποθετώντας και τις δύο χώρες σε μία θέσης παγκόσμιας «εμπροσθοφυλακής».
Αυτό επισημαίνει σε άρθρο του στο Project Syndicate ο πρόεδρος του αμερικανικού think tank, Institute for New Economic Thinking (INET - Ινστιτούτο για τη Νέα Οικονομική Σκέψη), Adair Turner.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι με το συνολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σε όλο τον κόσμο να είναι στο 215% του παγκόσμιου ΑΕΠ και να αυξάνεται τα εργαλεία από τα οποία η Ελλάδα και η Ιαπωνία εξαρτώνται είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εφαρμοστούν και αλλού.
Από το 2010, οι επίσημες συζητήσεις για το ελληνικό χρέος έχουν κινηθεί σπασμωδικά από το πεδίο της φαντασίας στη σταδιακή «ανατολή» της πραγματικότητας.
Το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας που ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά υπέθετε ότι η μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς οποιαδήποτε διαγραφή χρέους.
Μετά από μια τεράστια αναδιάρθρωση του χρέους που διακρατούσαν ιδιώτες το 2011, η αναλογία προβλεπόταν ότι θα φτάσει στο 124% μέχρι το 2020, ένας στόχος που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πίστευε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί, «αλλά όχι με μεγάλη πιθανότητα».
Σήμερα, το ΔΝΤ πιστεύει ότι ένα χρέος της τάξης του 173% του ΑΕΠ είναι δυνατό μέχρι το 2020, αλλά μόνο αν οι επίσημοι ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας χορηγήσουν μία σημαντική περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Οι προοπτικές για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας έχουν επιδεινωθεί επειδή οι αρχές της ευρωζώνης αρνήθηκαν να δεχτούν σημαντική διαγραφή του χρέους.
Το 2010 το πρόγραμμα δέσμευε την Ελλάδα να μετατρέψει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (πέρνα της εξυπηρέτησης του χρέους) της τάξης του 5% του ΑΕΠ σε πλεόνασμα 6%.
Αλλά η λιτότητα που απαιτείτο για να επιτευχθεί αυτή η αναδιάρθρωση χρέους δημιούργησε μια βαθιά ύφεση και αύξηση του λόγου του χρέους/ΑΕΠ.
Τώρα η ευρωζώνη απαιτεί από την Ελλάδα να γυρίσει το πρωτογενές έλλειμμα ύψους 1% του ΑΕΠ του 2015 σε πλεόνασμα 3,5% και να διατηρήσει αυτό το στόχο δημοσιονομικής πολιτικής για τις επόμενες δεκαετίες.
Όμως, όπως σωστά σημειώνει το ΔΝΤ, αυτός ο στόχος είναι εξωφρενικά εξωπραγματικός και η επιδίωξή του θα αποδειχθεί αυτοκαταστροφική.
Αν οι ταλαντούχοι νέοι Έλληνες πρέπει να χρηματοδοτήσουν τα διαρκή πλεονάσματα για την αποπληρωμή προηγούμενων χρεών, μπορούν κυριολεκτικά να απομακρυνθούν από τα χρέη της Ελλάδας με το να μετακινηθούν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ουσιαστικά «παίρνοντας» μαζί τους τα φορολογικά έσοδα.
Το ΔΝΤ προτείνει τώρα έναν πιο ρεαλιστικό στόχο 1,5% για το πλεόνασμα, αλλά αυτό θα μπορούσε να θέσει το δείκτη χρέους σε βιώσιμη πορεία μόνο αν συνδυαστεί με μια σημαντική διαγραφή.
Ωστόσο, η επίσημη θέση των ηγετών της ευρωζώνης είναι ότι αποκλείεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Αυτοί συζητούν να εξετάσουν μόνο την παράταση των προθεσμιών λήξης τους χρέους και μείωση των επιτοκίων σε κάποια μελλοντική ημερομηνία.
Αν κινηθούν στο όριο, τέτοιες προσαρμογές μπορεί να κάνουν οποιοδήποτε χρέος εξυπηρετήσιμο.
Έπειτα απ' όλα, ένα αέναο χρέος χωρίς τόκους δεν αποτελεί καν επιβάρυνση, ενώ εξακολουθεί να επιτρέπει στους πολιτικούς να συντηρούν την φανταστική εικόνα ότι το χρέος δεν είχε έχει διαγραφεί.
Αλλά οι παρατάσεις των προθεσμιών λήξης και οι μειώσεις επιτοκίων που έχουν δοθεί μέχρι στιγμής ήταν πολύ μικρότερες από ό,τι χρειάζεται για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Έχει έρθει η ώρα για ειλικρίνεια:
Μια σημαντική διαγραφή είναι αναπόφευκτη και όσο περισσότερο αναβάλλεται τόσο μεγαλύτερη τελικά θα είναι.
Η άλυτη κρίση χρέους στην Ελλάδα εξακολουθεί να εγκυμονεί κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά τα 340 δισ. δολ. του δημόσιου χρέους της ωχριούν μπροστά στα 10 τρισ. δολ. της Ιαπωνίας.
Και ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού χρέους οφείλεται σήμερα σε επίσημους θεσμούς, τα ιαπωνικά κρατικά ομόλογα διακρατώνται σε ιδιωτικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια σε όλο τον κόσμο.
Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, ωστόσο, η νομισματοποίηση του χρέους, και όχι μία ρητή διαγραφή, θα ανοίξει το δρόμο προς τη βιωσιμότητα.
Όπως και με την Ελλάδα, οι επίσημες δημοσιονομικές προβλέψεις για την Ιαπωνία έχουν αποδειχθεί σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Το 2010 το ΔΝΤ περιέγραψε πώς η Ιαπωνία θα μπορούσε να μειώσει τον καθαρό δανεισμό της (με εξαίρεση τα κρατικά ομόλογα, που κατέχουν οι οιονεί κυβερνητικές οργανώσεις) σε ένα «βιώσιμο» 80% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, εάν μετέτρεπε το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα εκείνου του έτους από 6,5% του ΑΕΠ σε ένα πλεόνασμα 6,4% μέχρι το 2020 και διατηρούσε αυτό το πλεόνασμα καθ' όλη τη μετέπειτα δεκαετία.
Αλλά σχεδόν καμία πρόοδος προς την επίτευξη αυτού του στόχου δεν έχει επιτευχθεί από το 2014.
Αντ' αυτού, το νέο σενάριο προβλέπει ότι το φετινό έλλειμμα 6% θα πρέπει να γυρίσει σε πλεόνασμα 5,6% το 2020.
Στην πραγματικότητα, η δημοσιονομική σύσφιξη σε οτιδήποτε πλησιάζει αυτή την κλίμακα θα παράγει μια βαθιά ύφεση και αύξηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, η ιαπωνική κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει το σχέδιό της για αύξηση των φόρων επί των πωλήσεων το 2017 και το ΔΝΤ έχει παύσει τη δημοσίευση κάθε σεναρίου στο οποίο το χρέος πέφτει σε κάποιο προκαθορισμένο «βιώσιμο» επίπεδο.
Οι τελευταίες προβλέψεις του Ταμείου δείχνουν ένα πρωτογενές έλλειμμα για το 2020 που θα εξακολουθήσει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ.
Αλλά το χρέος που οφείλεται από την ιαπωνική κυβέρνηση σε ιδιώτες επενδυτές είναι σε ελεύθερη πτώση.
Από το καθαρό χρέος της Ιαπωνίας που ανέρχεται στο 130% του ΑΕΠ, περίπου το μισό (66% του ΑΕΠ) οφείλεται στην Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία μα τη σειρά της ανήκει στην κυβέρνηση.
Και με την BoJ να αγοράζει δημόσιο χρέος με ρυθμό 80 τρισ. γιεν (746 δισ. δολ.) ανά έτος, ενώ η κυβέρνηση εκδίδει ομόλογα αξίας μικρότερης των 40 τρισ. γιεν ετησίως, το καθαρό χρέος όλου του δημόσιου τομέα της Ιαπωνίας θα μειωθεί στο 28% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2018 και θα μπορούσε να φθάσει στο μηδέν κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 2020.
Ωστόσο, το τρέχον σενάριο επιστημονικής φαντασίας είναι ότι όλο το χρέος τελικά θα ξαναπουληθεί στον ιδιωτικό τομέα, καθιστώντας το έτσι και πάλι μία πραγματική ευθύνη του δημοσίου που υα πρέπει να αποπληρωθεί από μελλοντικά δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Και αν οι ιαπωνικές εταιρείες και τα νοικοκυριά πιστεύουν αυτό το σενάριο, θα πρέπει λογικά να απαντήσουν με αποταμίευση ώστε να πληρώσουν τους μελλοντικούς φόρους, αντισταθμίζοντας έτσι την τονωτική επίδραση των σημερινών δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Ο ρεαλισμός θα ήταν μια καλύτερη βάση για την όποια πολιτική, με τη μετατροπή μερικών εκ των ομολόγων που κατέχει η BoJ σε ένα αέναο άτοκο δάνειο προς την κυβέρνηση.
Οι αυστηροί περιορισμοί σχετικά με το μέγεθος της εν λόγω νομισματοποίησης θα είναι απαραίτητοι, αλλά η εναλλακτική λύση δεν είναι η μη νομισματοποίηση.
Είναι μία άτακτη de facto νομισματοποίηση, συνοδευόμενη από την άρνηση ότι οποιαδήποτε νομισματοποίηση λαμβάνει χώρα.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιαπωνία τα υπερβολικά χρέη θα μειωθούν με τρόπους που προηγουμένως θεωρούνταν αδιανόητοι.
Θα ήταν πολύ καλύτερα αν τα χρέη δεν είχε επιτραπεί ποτέ να φτάσουν σε αυτά τα δυσθεώρητα ύψη, εάν η Ελλάδα δεν είχε ενταχθεί στην ευρωζώνη με ψευδή στοιχεία και αν η Ιαπωνία είχε χρησιμοποιήσει αρκετά επιθετική πολιτική για την τόνωση της ανάπτυξης και του πληθωρισμού πριν από 20 χρόνια.
Σε όλο τον κόσμο, ριζικά διαφορετικές πολιτικές απαιτούνται για να μπορέσουν οι οικονομίες να αναπτυχθούν χωρίς την υπερβολική δημιουργία χρέους που συνέβη πριν από το 2008.
Όμως, έχοντας επιτρέψει τη συγκέντρωση υπερβολικού χρέους, ο λογικός σχεδιασμός πολιτικής θα πρέπει να ξεκινήσει από την αναγνώριση του γεγονότος ότι πολλά χρέη, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, απλά δεν μπορούν να αποπληρωθούν.
www.bankingnews.gr
Καμία κυβέρνηση δεν θα αποπληρώσει ποτέ ό,τι χρωστάει.
Οι διαγραφές και η νομισματοποίηση είναι αναπόφευκτη, τοποθετώντας και τις δύο χώρες σε μία θέσης παγκόσμιας «εμπροσθοφυλακής».
Αυτό επισημαίνει σε άρθρο του στο Project Syndicate ο πρόεδρος του αμερικανικού think tank, Institute for New Economic Thinking (INET - Ινστιτούτο για τη Νέα Οικονομική Σκέψη), Adair Turner.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι με το συνολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σε όλο τον κόσμο να είναι στο 215% του παγκόσμιου ΑΕΠ και να αυξάνεται τα εργαλεία από τα οποία η Ελλάδα και η Ιαπωνία εξαρτώνται είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εφαρμοστούν και αλλού.
Από το 2010, οι επίσημες συζητήσεις για το ελληνικό χρέος έχουν κινηθεί σπασμωδικά από το πεδίο της φαντασίας στη σταδιακή «ανατολή» της πραγματικότητας.
Το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας που ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά υπέθετε ότι η μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς οποιαδήποτε διαγραφή χρέους.
Μετά από μια τεράστια αναδιάρθρωση του χρέους που διακρατούσαν ιδιώτες το 2011, η αναλογία προβλεπόταν ότι θα φτάσει στο 124% μέχρι το 2020, ένας στόχος που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πίστευε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί, «αλλά όχι με μεγάλη πιθανότητα».
Σήμερα, το ΔΝΤ πιστεύει ότι ένα χρέος της τάξης του 173% του ΑΕΠ είναι δυνατό μέχρι το 2020, αλλά μόνο αν οι επίσημοι ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας χορηγήσουν μία σημαντική περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Οι προοπτικές για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας έχουν επιδεινωθεί επειδή οι αρχές της ευρωζώνης αρνήθηκαν να δεχτούν σημαντική διαγραφή του χρέους.
Το 2010 το πρόγραμμα δέσμευε την Ελλάδα να μετατρέψει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (πέρνα της εξυπηρέτησης του χρέους) της τάξης του 5% του ΑΕΠ σε πλεόνασμα 6%.
Αλλά η λιτότητα που απαιτείτο για να επιτευχθεί αυτή η αναδιάρθρωση χρέους δημιούργησε μια βαθιά ύφεση και αύξηση του λόγου του χρέους/ΑΕΠ.
Τώρα η ευρωζώνη απαιτεί από την Ελλάδα να γυρίσει το πρωτογενές έλλειμμα ύψους 1% του ΑΕΠ του 2015 σε πλεόνασμα 3,5% και να διατηρήσει αυτό το στόχο δημοσιονομικής πολιτικής για τις επόμενες δεκαετίες.
Όμως, όπως σωστά σημειώνει το ΔΝΤ, αυτός ο στόχος είναι εξωφρενικά εξωπραγματικός και η επιδίωξή του θα αποδειχθεί αυτοκαταστροφική.
Αν οι ταλαντούχοι νέοι Έλληνες πρέπει να χρηματοδοτήσουν τα διαρκή πλεονάσματα για την αποπληρωμή προηγούμενων χρεών, μπορούν κυριολεκτικά να απομακρυνθούν από τα χρέη της Ελλάδας με το να μετακινηθούν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ουσιαστικά «παίρνοντας» μαζί τους τα φορολογικά έσοδα.
Το ΔΝΤ προτείνει τώρα έναν πιο ρεαλιστικό στόχο 1,5% για το πλεόνασμα, αλλά αυτό θα μπορούσε να θέσει το δείκτη χρέους σε βιώσιμη πορεία μόνο αν συνδυαστεί με μια σημαντική διαγραφή.
Ωστόσο, η επίσημη θέση των ηγετών της ευρωζώνης είναι ότι αποκλείεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Αυτοί συζητούν να εξετάσουν μόνο την παράταση των προθεσμιών λήξης τους χρέους και μείωση των επιτοκίων σε κάποια μελλοντική ημερομηνία.
Αν κινηθούν στο όριο, τέτοιες προσαρμογές μπορεί να κάνουν οποιοδήποτε χρέος εξυπηρετήσιμο.
Έπειτα απ' όλα, ένα αέναο χρέος χωρίς τόκους δεν αποτελεί καν επιβάρυνση, ενώ εξακολουθεί να επιτρέπει στους πολιτικούς να συντηρούν την φανταστική εικόνα ότι το χρέος δεν είχε έχει διαγραφεί.
Αλλά οι παρατάσεις των προθεσμιών λήξης και οι μειώσεις επιτοκίων που έχουν δοθεί μέχρι στιγμής ήταν πολύ μικρότερες από ό,τι χρειάζεται για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Έχει έρθει η ώρα για ειλικρίνεια:
Μια σημαντική διαγραφή είναι αναπόφευκτη και όσο περισσότερο αναβάλλεται τόσο μεγαλύτερη τελικά θα είναι.
Η άλυτη κρίση χρέους στην Ελλάδα εξακολουθεί να εγκυμονεί κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά τα 340 δισ. δολ. του δημόσιου χρέους της ωχριούν μπροστά στα 10 τρισ. δολ. της Ιαπωνίας.
Και ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού χρέους οφείλεται σήμερα σε επίσημους θεσμούς, τα ιαπωνικά κρατικά ομόλογα διακρατώνται σε ιδιωτικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια σε όλο τον κόσμο.
Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, ωστόσο, η νομισματοποίηση του χρέους, και όχι μία ρητή διαγραφή, θα ανοίξει το δρόμο προς τη βιωσιμότητα.
Όπως και με την Ελλάδα, οι επίσημες δημοσιονομικές προβλέψεις για την Ιαπωνία έχουν αποδειχθεί σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Το 2010 το ΔΝΤ περιέγραψε πώς η Ιαπωνία θα μπορούσε να μειώσει τον καθαρό δανεισμό της (με εξαίρεση τα κρατικά ομόλογα, που κατέχουν οι οιονεί κυβερνητικές οργανώσεις) σε ένα «βιώσιμο» 80% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, εάν μετέτρεπε το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα εκείνου του έτους από 6,5% του ΑΕΠ σε ένα πλεόνασμα 6,4% μέχρι το 2020 και διατηρούσε αυτό το πλεόνασμα καθ' όλη τη μετέπειτα δεκαετία.
Αλλά σχεδόν καμία πρόοδος προς την επίτευξη αυτού του στόχου δεν έχει επιτευχθεί από το 2014.
Αντ' αυτού, το νέο σενάριο προβλέπει ότι το φετινό έλλειμμα 6% θα πρέπει να γυρίσει σε πλεόνασμα 5,6% το 2020.
Στην πραγματικότητα, η δημοσιονομική σύσφιξη σε οτιδήποτε πλησιάζει αυτή την κλίμακα θα παράγει μια βαθιά ύφεση και αύξηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, η ιαπωνική κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει το σχέδιό της για αύξηση των φόρων επί των πωλήσεων το 2017 και το ΔΝΤ έχει παύσει τη δημοσίευση κάθε σεναρίου στο οποίο το χρέος πέφτει σε κάποιο προκαθορισμένο «βιώσιμο» επίπεδο.
Οι τελευταίες προβλέψεις του Ταμείου δείχνουν ένα πρωτογενές έλλειμμα για το 2020 που θα εξακολουθήσει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ.
Αλλά το χρέος που οφείλεται από την ιαπωνική κυβέρνηση σε ιδιώτες επενδυτές είναι σε ελεύθερη πτώση.
Από το καθαρό χρέος της Ιαπωνίας που ανέρχεται στο 130% του ΑΕΠ, περίπου το μισό (66% του ΑΕΠ) οφείλεται στην Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία μα τη σειρά της ανήκει στην κυβέρνηση.
Και με την BoJ να αγοράζει δημόσιο χρέος με ρυθμό 80 τρισ. γιεν (746 δισ. δολ.) ανά έτος, ενώ η κυβέρνηση εκδίδει ομόλογα αξίας μικρότερης των 40 τρισ. γιεν ετησίως, το καθαρό χρέος όλου του δημόσιου τομέα της Ιαπωνίας θα μειωθεί στο 28% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2018 και θα μπορούσε να φθάσει στο μηδέν κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 2020.
Ωστόσο, το τρέχον σενάριο επιστημονικής φαντασίας είναι ότι όλο το χρέος τελικά θα ξαναπουληθεί στον ιδιωτικό τομέα, καθιστώντας το έτσι και πάλι μία πραγματική ευθύνη του δημοσίου που υα πρέπει να αποπληρωθεί από μελλοντικά δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Και αν οι ιαπωνικές εταιρείες και τα νοικοκυριά πιστεύουν αυτό το σενάριο, θα πρέπει λογικά να απαντήσουν με αποταμίευση ώστε να πληρώσουν τους μελλοντικούς φόρους, αντισταθμίζοντας έτσι την τονωτική επίδραση των σημερινών δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Ο ρεαλισμός θα ήταν μια καλύτερη βάση για την όποια πολιτική, με τη μετατροπή μερικών εκ των ομολόγων που κατέχει η BoJ σε ένα αέναο άτοκο δάνειο προς την κυβέρνηση.
Οι αυστηροί περιορισμοί σχετικά με το μέγεθος της εν λόγω νομισματοποίησης θα είναι απαραίτητοι, αλλά η εναλλακτική λύση δεν είναι η μη νομισματοποίηση.
Είναι μία άτακτη de facto νομισματοποίηση, συνοδευόμενη από την άρνηση ότι οποιαδήποτε νομισματοποίηση λαμβάνει χώρα.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιαπωνία τα υπερβολικά χρέη θα μειωθούν με τρόπους που προηγουμένως θεωρούνταν αδιανόητοι.
Θα ήταν πολύ καλύτερα αν τα χρέη δεν είχε επιτραπεί ποτέ να φτάσουν σε αυτά τα δυσθεώρητα ύψη, εάν η Ελλάδα δεν είχε ενταχθεί στην ευρωζώνη με ψευδή στοιχεία και αν η Ιαπωνία είχε χρησιμοποιήσει αρκετά επιθετική πολιτική για την τόνωση της ανάπτυξης και του πληθωρισμού πριν από 20 χρόνια.
Σε όλο τον κόσμο, ριζικά διαφορετικές πολιτικές απαιτούνται για να μπορέσουν οι οικονομίες να αναπτυχθούν χωρίς την υπερβολική δημιουργία χρέους που συνέβη πριν από το 2008.
Όμως, έχοντας επιτρέψει τη συγκέντρωση υπερβολικού χρέους, ο λογικός σχεδιασμός πολιτικής θα πρέπει να ξεκινήσει από την αναγνώριση του γεγονότος ότι πολλά χρέη, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, απλά δεν μπορούν να αποπληρωθούν.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών