γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
Τους παράγοντες μέσα από τους οποίους μπορεί να ενισχυθεί η αναπτυξιακή προοπτική στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια αναλύει η μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG.
Η Eurobank εξέδωσε σήμερα το τέταρτο τεύχος του έκτου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές. Στο τεύχος αυτό φιλοξενείται άρθρο του καθηγητή Νικόλαου Καραμούζη, Αν/τή Διευθύνοντος Συμβούλου και Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, και του Δρα Τάσου Αναστασάτου, Senior Economist της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank EFG, με τίτλο: «Η Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας: Πηγές, Προοπτικές και ο Ρόλος των Επενδύσεων και των Εξαγωγών».
Η ανάλυση εκκινεί από τη διαπίστωση ότι το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης θα επιφέρει μία σημαντική σε μέγεθος συρρίκνωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα και του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και τη διαρθρωτική, πτωτική, προσαρμογή της ιδιωτικής κατανάλωσης η οποία διογκώθηκε υπέρμετρα την τελευταία τριακονταετία. Συνεπώς, απαιτείται ένας συνολικός αναπροσανατολισμός του παραγωγικού δυναμικού της χώρας προς όφελος των επενδύσεων και των εξαγωγών ώστε να αποκατασταθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Αν δεν επιτευχθεί αυτό, και ανεξαρτήτως των λύσεων οι οποίες θα επιλεγούν για τη στήριξη της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, η ελληνική οικονομία θα καταδικαστεί σε μακροχρόνια στασιμότητα και η ίδια η δημοσιονομική εξυγίανση δεν θα είναι βιώσιμη. Οι συγγραφείς εκτιμούν τους ρυθμούς μεγέθυνσης των επενδύσεων και των εξαγωγών που απαιτούνται ώστε να αντισταθμιστεί η προβλεπόμενη στο Μνημόνιο συγκράτηση της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης και να επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ οι οποίοι διασφαλίζουν την πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Για την επόμενη πενταετία, οι ρυθμοί αυτοί είναι πολύ απαιτητικοί. Εάν οι αναγκαίες προσαρμογές κατανεμηθούν σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, μπορούν να είναι πιο βαθμιαίες αλλά και πιο δομικές. Η επίτευξη των επιδιωκόμενων ρυθμών είναι εφικτή αλλά προϋποθέτει ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του ρόλου του ιδιωτικού τομέα στην οικονομική δραστηριότητα. Δηλαδή, απαιτείται η υιοθέτηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, εξωστρεφούς, που θα στηρίζεται στην άνθιση του ιδιωτικού τομέα, των ιδιωτικών επενδύσεων και των επενδύσεων στις υποδομές, καθώς και τη διαμόρφωση ενός εξαιρετικά φιλικού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα.
Οι σημαντικοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου 1994 – 2007 στηρίχθηκαν στην ταχεία αύξηση της εγχώριας ζήτησης, ιδίως της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης. Αμφότερες τροφοδοτήθηκαν από την απρόσκοπτη πρόσβαση σε χαμηλού κόστους δανειακά κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές, που οφείλεται κυρίως στην ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, και την επακόλουθη σημαντική αύξηση των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων με μέσο ετήσιο ρυθμό 20%, 3 φορές ταχύτερα του ονομαστικού ΑΕΠ. Η υπερβάλλουσα εγχώρια ζήτηση επιδείνωσε το ανά μονάδα προϊόντος κόστος εργασίας, τον πληθωρισμό και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας με αποτέλεσμα τα μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα και την ταχεία συσσώρευση εξωτερικού χρέους.
Η μελέτη δείχνει επίσης, πως η διαδικασία αυτή ολοκλήρωσε τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό της Ελλάδας, από μία αγροτική οικονομία σε μία οικονομία των υπηρεσιών με κυρίαρχο το ρόλο του δημόσιου τομέα και της συνδεόμενης με αυτόν επιχειρηματικότητας. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη σταδιακή μεταβολή της σύστασης του ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια, με αύξηση των μεριδίων της κατανάλωσης στο ΑΕΠ και της συμβολής της στην ανάπτυξη και αντίστοιχη συρρίκνωση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Ενδεικτικά, το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ, από 55% το 1973, έφθασε το 2010 σχεδόν στο 75%, το υψηλότερο στην Ευρώπη των 27.
Η μελέτη εξετάζει τους συντελεστές εκείνους που κατά τις σημερινές συνθήκες μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης 3% ετησίως. Ο στόχος αυτός είναι κοντά στις εκτιμήσεις για το ρυθμό δυνητικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ώστε να διασφαλίζει την επίτευξη πραγματικής σύγκλισης αλλά με διατηρήσιμο τρόπο, χωρίς φαινόμενα υπερθέρμανσης και υψηλού πληθωρισμού. Ταυτόχρονα, επιτρέπει τη σταδιακή μείωση του λόγου Χρέος/ΑΕΠ σε διατηρήσιμα επίπεδα.
Σε ένα πρώτο βήμα, οι συγγραφείς υπολογίζουν τους ρυθμούς αύξησης επενδύσεων και εξαγωγών οι οποίοι είναι αναγκαίοι για να επιτευχθεί πραγματική ανάπτυξη 3% την επόμενη πενταετία, 2012-2016, λαμβανομένων υπόψιν των ρυθμών μεταβολής της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης, καθώς και των εισαγωγών, οι οποίοι προβλέπονται στο Μνημόνιο. Για το 2012, εφόσον οι επενδύσεις παραμείνουν σταθερές σε πραγματικούς όρους λόγω της αβεβαιότητας για τις προοπτικές της χώρας και της στενότητας ρευστότητας, για να επιτευχθεί ανάπτυξη 3% θα απαιτείτο αύξηση των εξαγωγών κατά 16,3% σε πραγματικούς όρους (17% ονομαστικά), ένα πολύ υψηλό ποσοστό. Για τα επόμενα έτη, εάν οι επενδύσεις αυξάνονται με ρυθμό ίσο με τη μέση ετήσια αύξηση των προβλέψεων του Μνημονίου για τα αντίστοιχα έτη, ήτοι 4,3% ετησίως, οι εξαγωγές πρέπει να αυξάνονται σε πραγματικούς όρους σε ποσοστά, από 9,6% το 2013 έως 6,7% το 2016. Το απαιτούμενο ποσοστό αύξησης βαίνει μειούμενο διότι εν τω μεταξύ αυξάνεται το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Σε ένα δεύτερο σενάριο, οι εξαγωγές αυξάνονται με ρυθμό ίσο με τη μέση ετήσια αύξηση των προβλέψεων του Μνημονίου για τα έτη 2013-2016, ήτοι 6,5% ετησίως σε πραγματικούς όρους. Σε αυτή την περίπτωση, για να επιτευχθεί ανάπτυξη 3% ετησίως, οι επενδύσεις πρέπει να αυξάνονται σε ποσοστά, από 10,8% το 2013 έως 4,5% το 2016 σε πραγματικούς όρους.
Είναι προφανές ότι οι αυξήσεις επενδύσεων και εξαγωγών που χρειάζονται για να επιτευχθεί ανάπτυξη 3% τα αμέσως επόμενα έτη είναι πολύ απαιτητικές, παρότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών συνιστούν μόλις το 21%, από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ27, και οι ιδιωτικές επενδύσεις βαίνουν μειούμενες για 14 συνεχή τρίμηνα. Για να δειχτεί αυτό, αρκεί να σημειωθεί ότι ακόμα και την περίοδο της έντονης ανάπτυξης, 2000-2008, ο μέσος ρυθμός πραγματικής αύξησης των επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν 4,1%, ενώ στην ΕΕ17 μόλις 2,2%. Την ίδια περίοδο, οι ελληνικές εξαγωγές αυξάνονταν κατά 3,8% κατά μέσο όρο ετησίως και αυτές των χωρών της ΕΕ27, που δεν ταλανίζονταν από τα ελληνικά διαρθρωτικά προβλήματα, κατά 6,4%. Ακόμα κι αν καταβληθούν μεγάλες προσπάθειες, ένα αρνητικό διεθνές κλίμα, η δυσπιστία για τις προοπτικές της χώρας ή δυσχέρειες στη χρηματοδότηση αρκούν για να εκτροχιαστεί η προσπάθεια. Τούτου δοθέντος, εξετάζουμε πιο μακροπρόθεσμα σενάρια, πιο βαθμιαίας και πιο δομικής προσαρμογής.
Υπολογίζουμε ότι με βάση τον επιδιωκόμενο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (3%), καθώς και τον εκτιμώμενο μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης (1,8%), η πραγματική σύγκλιση θα επιτευχθεί σε περίπου 24 έτη από το 2012. Η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα παρέμεινε το 2010 ίση με το 75% του ΑΕΠ έναντι 57,7% του μ.ο. στην Ευρωζώνη. Τουτέστιν, συγκρινόμενοι με τους υπόλοιπους ευρωπαίους, οι Έλληνες καταναλώνουν ωσάν το εισόδημά τους να ήταν 30% υψηλότερο από αυτό που πράγματι είναι. Είναι εύλογο να θεωρήσει κανείς ότι όσο θα προχωρεί η πραγματική σύγκλιση και ο αναπροσανατολισμός της παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας, η κατανάλωση θα πρέπει να προσεγγίσει ως ποσοστό του ΑΕΠ το μέσο όρο της Ευρωζώνης, ώστε να θεωρείται διατηρήσιμη με ευρωπαϊκά δεδομένα. Άρα, έως το 2036, η ιδιωτική κατανάλωση θα πρέπει να μειωθεί 17,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Με ετήσια πραγματική ανάπτυξη 3%, και μετά τις μειώσεις που θα υποστεί η ιδιωτική κατανάλωση μέχρι το 2012, αυτό εξυπονοεί μέσο πραγματικό ρυθμό αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα περίπου 2% ετησίως για την επόμενη 25ετία. Είναι εύλογο και οι εισαγωγές να μεταβάλλονται ισοποσοστιαία με την κατανάλωση, ήτοι πραγματική αύξηση 2% ετησίως. Επιπλέον, με βάση τις προβλέψεις του Μνημονίου για τις πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες, εκτιμούμε ότι, για να μην επαναληφθεί η δημοσιονομική εκτροπή, η δημόσια κατανάλωση πρέπει να συγκρατηθεί σε μέση ετήσια πραγματική αύξηση 2,1% έως το 2037.
Με δεδομένες τις μεταβολές ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης και εισαγωγών, υπολογίζονται οι συνδυασμοί των μεταβολών σε επενδύσεις και εξαγωγές οι οποίες εξασφαλίζουν ετήσια ανάπτυξη 3%. Στο θετικό σενάριο, οι εξαγωγές αυξάνουν με ετήσιο ρυθμό ίσο με τον προσδοκώμενο ρυθμό αύξησης της διεθνούς ζήτησης για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, ήτοι 4,2%. Αυτό αρκεί, μαζί με τη συγκράτηση των εισαγωγών σε αύξηση 2% ετησίως, ώστε το εμπορικό ισοζύγιο να γίνει ισχυρά πλεονασματικό (κατά 9 π.μ. του ΑΕΠ), να αντισταθμιστούν οι αναμενόμενες αρνητικές εξελίξεις των Ισοζυγίων Εισοδημάτων και Μεταβιβάσεων και να μειωθεί το εξωτερικό χρέος. Επιπλέον, με αυτή την αύξηση των εξαγωγών, για να επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης (3%) απαιτείται μέση ετήσια πραγματική αύξηση των επενδύσεων 4,1%. Αυτός ο ρυθμός είναι εξίσου εφικτός και θα διαμορφώσει τελικά (το 2037) το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ στο 18,9%, ποσοστό χαμηλότερο της περιόδου 2000-2010, αλλά διατηρήσιμο και ρεαλιστικό.
Με βάση τις επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών στο παρελθόν αυτός ο στόχος είναι εφικτός και μάλιστα υπολείπεται των επιδόσεων των εταίρων μας στην ΕΕ17. Ωστόσο, προϋποθέτει ότι οι θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι των χωρών-μελών της Ευρωζώνης θα εξαλειφθούν διατηρήσιμα μέσω συγκράτησης τιμών, μισθών και περιθωρίων κέρδους, ώστε να μην συσσωρεύεται πραγματική ανατίμηση και πλήττεται η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών. Επιπλέον, μια σειρά διαρθρωτικών και κλαδικών μεταβολών για την υπέρβαση των συσσωρευμένων στρεβλώσεων περιγράφονται ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη:
Πρώτον, αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, μέσω βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, των θεσμών και της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης και γραφειοκρατίας. Όλες οι διεθνείς μελέτες επιβεβαιώνουν τη συνεχή υποχώρηση των διεθνών ποιοτικών δεικτών ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της χώρας, γεγονός που αντανακλά κυρίως τη χαμηλή ελκυστικότητα και φιλικότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος. Η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω θεσμικών τομών δεν απαιτεί την αύξηση του αποθέματος των παραγωγικών συντελεστών, κεφαλαίου και εργασίας, αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης. Επιφέρει την αποτελεσματικότερη χρήση των συντελεστών της παραγωγής και επομένως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Δεύτερον, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα των προϊόντων και υπηρεσιών. Οι συγγραφείς δείχνουν ότι το τεχνολογικό περιεχόμενο και επομένως η προστιθέμενη αξία των ελληνικών προϊόντων παραμένουν χαμηλά, με αποτέλεσμα την απώλεια μεριδίων αγοράς λόγω και του αυξανόμενου ανταγωνισμού από αναδυόμενες οικονομίες χαμηλού κόστους. Είναι επιτακτική ανάγκη να επιδιωχθούν εξειδικεύσεις της οικονομίας σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας και έντασης τεχνολογίας, τόσο σε νέους τομείς όσο και σε νέα τμήματα των τομέων στους οποίους παραδοσιακά η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Όσο αποτελεσματικότερα γίνει αυτό, τόσο μικρότερο βάρος της προσαρμογής θα πέσει στους μισθούς.
Τρίτον, σε κλαδικό επίπεδο, ενεργός ενθάρρυνση της μετατόπισης της παραγωγής από τους τομείς των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών προς τους τομείς των εμπορεύσιμων. Η μελέτη δείχνει πως οι εξελίξεις της προηγούμενης περιόδου συμπαρέσυραν μία διόγκωση των τομέων μη εμπορεύσιμων, κυρίως υπηρεσιών οι οποίες προορίζονταν για την εξυπηρέτηση της εγχώριας αγοράς. Η χαμηλότερη παραγωγικότητα αυτών των τομέων, σε συνδυασμό με την ταχύτερη άνοδο μισθών, τιμών και περιθωρίων κέρδους, επιδείνωσε την απώλεια ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές.
Τέταρτον, αλλαγή στη φιλοσοφία αξιοποίησης των ευρωπαϊκών μεταβιβάσεων και ενισχύσεων και των αναπτυξιακών νόμων. Προτείνεται η εγκατάλειψη της λογικής των επιδοτήσεων, οι οποίες έχουν ιστορικά αποδειχτεί αναποτελεσματικές ως εργαλείο ενίσχυσης της ανάπτυξης, και η μεταβολή της φιλοσοφίας επιλογής προγραμμάτων προς χρηματοδότηση ώστε να προκρίνονται δράσεις οι οποίες ενισχύουν την συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια. Τα προηγούμενα έτη εισέρευσε στη χώρα πακτωλός χρημάτων. Οι συγγραφείς εκτιμούν ότι κατά την περίοδο 1981-2009 η χώρα εισέπραξε, σε σταθερές τιμές του 2010, €277,31 δις. ακαθάριστες μεταβιβάσεις από την Ε.Ε. και € 61,69 δις. δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Επίσης €20,3 δις. εθνικών πόρων εισέρευσαν μέσω των αναπτυξιακών νόμων και των επενδυτικών προγραμμάτων, των ενισχύσεων και των επιδοτήσεων. Τα κεφάλαια αυτά προορίζονταν για την ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού και τον εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση της οικονομικής δομής της χώρας. Αντ’ αυτού, κατευθύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην ενίσχυση των προσωπικών εισοδημάτων και της κατανάλωσης ως τμήμα μίας ευρύτερης διαδικασίας πελατειακής συναλλαγής Κράτους, πολιτών-ψηφοφόρων και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας. Προς επίρρωσιν αυτού του ισχυρισμού, οι καθαρές μεταβιβάσεις από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ (μετά την αφαίρεση των πληρωμών προς τον κοινοτικό προϋπολογισμό) μεταξύ 1981-2009, σε σταθερές τιμές 2010, ισούντο με €203,5 δις. Την αντίστοιχη περίοδο, το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2010 μεγεθύνθηκε μόλις κατά €97δις. (από €133δις. σε €230δις.). Ωστόσο, ακόμα και με αυτή τη στρεβλή χρήση, οι κοινοτικοί πόροι συνέβαλαν μεταξύ 2000-2009 περίπου το ήμισυ της σωρευτικής ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ (32,3%) ή το όλον της επιτευχθείσας σύγκλισης των πραγματικών κατά κεφαλήν εισοδημάτων έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Επιβάλλεται η χρήση των ευρωπαϊκών μεταβιβάσεων με αποκλειστικό στόχο την επέκταση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας, ειδάλλως δεν είναι σαφές πως θα αναπληρωθεί η συμβολή τους όταν το ΕΣΠΑ εκπνεύσει.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο αγροτικός τομέας και η αντιπαραγωγική χρήση της ΚΑΠ. Μετά από 50 χρόνια ευρωπαϊκών ενισχύσεων (ακαθάριστα ποσά αξίας €169 δις σε σταθερές τιμές 2010), το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, δασοκομία και αλιεία) στο ΑΕΠ μειώθηκε από 20% το 1960 και 15,6% το 1980 στο 4,8% το 2010, το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών αγροτικών προϊόντων μεταβλήθηκε, από πλεονασματικό πριν την έναρξη των προγραμμάτων ενίσχυσης, σε ελλειμματικό από το 1981 κι έκτοτε επιδεινωνόταν συνεχώς για να φτάσει το 2008 τα -€3δισ., και η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές των ελληνικών αγροτικών προϊόντων επιδεινώθηκε κατά 39% από το 2000 έως το 2010, όταν η αντίστοιχη επιδείνωση των προϊόντων της μεταποίησης ήταν μόνο 10%.
Πέμπτον, προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) και ξένων κεφαλαίων αλλά σε τομείς τεχνολογικής αιχμής, υποδομών και σε τομείς με εξαγωγικό προσανατολισμό. Οι ΑΞΕ στην Ελλάδα ανέκαθεν ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επιπροσθέτως όμως, η μελέτη δείχνει ότι την δεκαετία 2000-2010, όχι μόνο δεν αυξήθηκαν όπως στις άλλες χώρες της ΟΝΕ, αλλά αφορούσαν σχεδόν στο σύνολό τους υπηρεσίες εξυπηρέτησης της εγχώριας αγοράς και όχι εξαγωγικούς τομείς. Επίσης, σχεδόν στο σύνολό τους αφορούσαν εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων και όχι δημιουργία καινούριου παραγωγικού δυναμικού. Επιπλέον, κατά τα 2/3 τους πραγματοποιήθηκαν σε τομείς μέσης και χαμηλής τεχνολογίας. Η σημασία της προσέλκυσης ΑΞΕ μεγεθύνεται από την δυσκολία κινητοποίησης εγχώριων κεφαλαίων, τη στενότητα ρευστότητας και το υψηλό εγχώριο κόστος χρήματος που επέφερε η ελληνική κρίση. To πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσε να αποτελέσει την αιχμή της προσέλκυσης μεγάλων ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων σε συνεργασία με το επιχειρηματικό κεφάλαιο.
Καθρέφτης και κριτήριο της συντελούμενης προόδου σε όλα τα μέτωπα θα είναι ο βαθμός αύξησης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και η σημαντική ανάπτυξη των ιδιωτικών και ξένων επενδύσεων, συμπεραίνει η μελέτη του καθ. Ν. Καραμούζη και του δρα Τ. Αναστασάτου. Για το σκοπό αυτό προτείνονται άξονες βάσει των οποίων η οικονομική πολιτική μπορεί να υποβοηθήσει την προσπάθεια υπό τις παρούσες, ιδιαίτερα περιοριστικές για την άσκησή της συνθήκες.
www.bankingnews.gr
Η ανάλυση εκκινεί από τη διαπίστωση ότι το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης θα επιφέρει μία σημαντική σε μέγεθος συρρίκνωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα και του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και τη διαρθρωτική, πτωτική, προσαρμογή της ιδιωτικής κατανάλωσης η οποία διογκώθηκε υπέρμετρα την τελευταία τριακονταετία. Συνεπώς, απαιτείται ένας συνολικός αναπροσανατολισμός του παραγωγικού δυναμικού της χώρας προς όφελος των επενδύσεων και των εξαγωγών ώστε να αποκατασταθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Αν δεν επιτευχθεί αυτό, και ανεξαρτήτως των λύσεων οι οποίες θα επιλεγούν για τη στήριξη της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, η ελληνική οικονομία θα καταδικαστεί σε μακροχρόνια στασιμότητα και η ίδια η δημοσιονομική εξυγίανση δεν θα είναι βιώσιμη. Οι συγγραφείς εκτιμούν τους ρυθμούς μεγέθυνσης των επενδύσεων και των εξαγωγών που απαιτούνται ώστε να αντισταθμιστεί η προβλεπόμενη στο Μνημόνιο συγκράτηση της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης και να επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ οι οποίοι διασφαλίζουν την πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Για την επόμενη πενταετία, οι ρυθμοί αυτοί είναι πολύ απαιτητικοί. Εάν οι αναγκαίες προσαρμογές κατανεμηθούν σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, μπορούν να είναι πιο βαθμιαίες αλλά και πιο δομικές. Η επίτευξη των επιδιωκόμενων ρυθμών είναι εφικτή αλλά προϋποθέτει ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του ρόλου του ιδιωτικού τομέα στην οικονομική δραστηριότητα. Δηλαδή, απαιτείται η υιοθέτηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, εξωστρεφούς, που θα στηρίζεται στην άνθιση του ιδιωτικού τομέα, των ιδιωτικών επενδύσεων και των επενδύσεων στις υποδομές, καθώς και τη διαμόρφωση ενός εξαιρετικά φιλικού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα.
Οι σημαντικοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου 1994 – 2007 στηρίχθηκαν στην ταχεία αύξηση της εγχώριας ζήτησης, ιδίως της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης. Αμφότερες τροφοδοτήθηκαν από την απρόσκοπτη πρόσβαση σε χαμηλού κόστους δανειακά κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές, που οφείλεται κυρίως στην ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, και την επακόλουθη σημαντική αύξηση των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων με μέσο ετήσιο ρυθμό 20%, 3 φορές ταχύτερα του ονομαστικού ΑΕΠ. Η υπερβάλλουσα εγχώρια ζήτηση επιδείνωσε το ανά μονάδα προϊόντος κόστος εργασίας, τον πληθωρισμό και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας με αποτέλεσμα τα μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα και την ταχεία συσσώρευση εξωτερικού χρέους.
Η μελέτη δείχνει επίσης, πως η διαδικασία αυτή ολοκλήρωσε τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό της Ελλάδας, από μία αγροτική οικονομία σε μία οικονομία των υπηρεσιών με κυρίαρχο το ρόλο του δημόσιου τομέα και της συνδεόμενης με αυτόν επιχειρηματικότητας. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη σταδιακή μεταβολή της σύστασης του ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια, με αύξηση των μεριδίων της κατανάλωσης στο ΑΕΠ και της συμβολής της στην ανάπτυξη και αντίστοιχη συρρίκνωση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Ενδεικτικά, το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ, από 55% το 1973, έφθασε το 2010 σχεδόν στο 75%, το υψηλότερο στην Ευρώπη των 27.
Η μελέτη εξετάζει τους συντελεστές εκείνους που κατά τις σημερινές συνθήκες μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης 3% ετησίως. Ο στόχος αυτός είναι κοντά στις εκτιμήσεις για το ρυθμό δυνητικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ώστε να διασφαλίζει την επίτευξη πραγματικής σύγκλισης αλλά με διατηρήσιμο τρόπο, χωρίς φαινόμενα υπερθέρμανσης και υψηλού πληθωρισμού. Ταυτόχρονα, επιτρέπει τη σταδιακή μείωση του λόγου Χρέος/ΑΕΠ σε διατηρήσιμα επίπεδα.
Σε ένα πρώτο βήμα, οι συγγραφείς υπολογίζουν τους ρυθμούς αύξησης επενδύσεων και εξαγωγών οι οποίοι είναι αναγκαίοι για να επιτευχθεί πραγματική ανάπτυξη 3% την επόμενη πενταετία, 2012-2016, λαμβανομένων υπόψιν των ρυθμών μεταβολής της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης, καθώς και των εισαγωγών, οι οποίοι προβλέπονται στο Μνημόνιο. Για το 2012, εφόσον οι επενδύσεις παραμείνουν σταθερές σε πραγματικούς όρους λόγω της αβεβαιότητας για τις προοπτικές της χώρας και της στενότητας ρευστότητας, για να επιτευχθεί ανάπτυξη 3% θα απαιτείτο αύξηση των εξαγωγών κατά 16,3% σε πραγματικούς όρους (17% ονομαστικά), ένα πολύ υψηλό ποσοστό. Για τα επόμενα έτη, εάν οι επενδύσεις αυξάνονται με ρυθμό ίσο με τη μέση ετήσια αύξηση των προβλέψεων του Μνημονίου για τα αντίστοιχα έτη, ήτοι 4,3% ετησίως, οι εξαγωγές πρέπει να αυξάνονται σε πραγματικούς όρους σε ποσοστά, από 9,6% το 2013 έως 6,7% το 2016. Το απαιτούμενο ποσοστό αύξησης βαίνει μειούμενο διότι εν τω μεταξύ αυξάνεται το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Σε ένα δεύτερο σενάριο, οι εξαγωγές αυξάνονται με ρυθμό ίσο με τη μέση ετήσια αύξηση των προβλέψεων του Μνημονίου για τα έτη 2013-2016, ήτοι 6,5% ετησίως σε πραγματικούς όρους. Σε αυτή την περίπτωση, για να επιτευχθεί ανάπτυξη 3% ετησίως, οι επενδύσεις πρέπει να αυξάνονται σε ποσοστά, από 10,8% το 2013 έως 4,5% το 2016 σε πραγματικούς όρους.
Είναι προφανές ότι οι αυξήσεις επενδύσεων και εξαγωγών που χρειάζονται για να επιτευχθεί ανάπτυξη 3% τα αμέσως επόμενα έτη είναι πολύ απαιτητικές, παρότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών συνιστούν μόλις το 21%, από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ27, και οι ιδιωτικές επενδύσεις βαίνουν μειούμενες για 14 συνεχή τρίμηνα. Για να δειχτεί αυτό, αρκεί να σημειωθεί ότι ακόμα και την περίοδο της έντονης ανάπτυξης, 2000-2008, ο μέσος ρυθμός πραγματικής αύξησης των επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν 4,1%, ενώ στην ΕΕ17 μόλις 2,2%. Την ίδια περίοδο, οι ελληνικές εξαγωγές αυξάνονταν κατά 3,8% κατά μέσο όρο ετησίως και αυτές των χωρών της ΕΕ27, που δεν ταλανίζονταν από τα ελληνικά διαρθρωτικά προβλήματα, κατά 6,4%. Ακόμα κι αν καταβληθούν μεγάλες προσπάθειες, ένα αρνητικό διεθνές κλίμα, η δυσπιστία για τις προοπτικές της χώρας ή δυσχέρειες στη χρηματοδότηση αρκούν για να εκτροχιαστεί η προσπάθεια. Τούτου δοθέντος, εξετάζουμε πιο μακροπρόθεσμα σενάρια, πιο βαθμιαίας και πιο δομικής προσαρμογής.
Υπολογίζουμε ότι με βάση τον επιδιωκόμενο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (3%), καθώς και τον εκτιμώμενο μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης (1,8%), η πραγματική σύγκλιση θα επιτευχθεί σε περίπου 24 έτη από το 2012. Η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα παρέμεινε το 2010 ίση με το 75% του ΑΕΠ έναντι 57,7% του μ.ο. στην Ευρωζώνη. Τουτέστιν, συγκρινόμενοι με τους υπόλοιπους ευρωπαίους, οι Έλληνες καταναλώνουν ωσάν το εισόδημά τους να ήταν 30% υψηλότερο από αυτό που πράγματι είναι. Είναι εύλογο να θεωρήσει κανείς ότι όσο θα προχωρεί η πραγματική σύγκλιση και ο αναπροσανατολισμός της παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας, η κατανάλωση θα πρέπει να προσεγγίσει ως ποσοστό του ΑΕΠ το μέσο όρο της Ευρωζώνης, ώστε να θεωρείται διατηρήσιμη με ευρωπαϊκά δεδομένα. Άρα, έως το 2036, η ιδιωτική κατανάλωση θα πρέπει να μειωθεί 17,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Με ετήσια πραγματική ανάπτυξη 3%, και μετά τις μειώσεις που θα υποστεί η ιδιωτική κατανάλωση μέχρι το 2012, αυτό εξυπονοεί μέσο πραγματικό ρυθμό αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα περίπου 2% ετησίως για την επόμενη 25ετία. Είναι εύλογο και οι εισαγωγές να μεταβάλλονται ισοποσοστιαία με την κατανάλωση, ήτοι πραγματική αύξηση 2% ετησίως. Επιπλέον, με βάση τις προβλέψεις του Μνημονίου για τις πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες, εκτιμούμε ότι, για να μην επαναληφθεί η δημοσιονομική εκτροπή, η δημόσια κατανάλωση πρέπει να συγκρατηθεί σε μέση ετήσια πραγματική αύξηση 2,1% έως το 2037.
Με δεδομένες τις μεταβολές ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης και εισαγωγών, υπολογίζονται οι συνδυασμοί των μεταβολών σε επενδύσεις και εξαγωγές οι οποίες εξασφαλίζουν ετήσια ανάπτυξη 3%. Στο θετικό σενάριο, οι εξαγωγές αυξάνουν με ετήσιο ρυθμό ίσο με τον προσδοκώμενο ρυθμό αύξησης της διεθνούς ζήτησης για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, ήτοι 4,2%. Αυτό αρκεί, μαζί με τη συγκράτηση των εισαγωγών σε αύξηση 2% ετησίως, ώστε το εμπορικό ισοζύγιο να γίνει ισχυρά πλεονασματικό (κατά 9 π.μ. του ΑΕΠ), να αντισταθμιστούν οι αναμενόμενες αρνητικές εξελίξεις των Ισοζυγίων Εισοδημάτων και Μεταβιβάσεων και να μειωθεί το εξωτερικό χρέος. Επιπλέον, με αυτή την αύξηση των εξαγωγών, για να επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης (3%) απαιτείται μέση ετήσια πραγματική αύξηση των επενδύσεων 4,1%. Αυτός ο ρυθμός είναι εξίσου εφικτός και θα διαμορφώσει τελικά (το 2037) το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ στο 18,9%, ποσοστό χαμηλότερο της περιόδου 2000-2010, αλλά διατηρήσιμο και ρεαλιστικό.
Με βάση τις επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών στο παρελθόν αυτός ο στόχος είναι εφικτός και μάλιστα υπολείπεται των επιδόσεων των εταίρων μας στην ΕΕ17. Ωστόσο, προϋποθέτει ότι οι θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι των χωρών-μελών της Ευρωζώνης θα εξαλειφθούν διατηρήσιμα μέσω συγκράτησης τιμών, μισθών και περιθωρίων κέρδους, ώστε να μην συσσωρεύεται πραγματική ανατίμηση και πλήττεται η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών. Επιπλέον, μια σειρά διαρθρωτικών και κλαδικών μεταβολών για την υπέρβαση των συσσωρευμένων στρεβλώσεων περιγράφονται ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη:
Πρώτον, αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, μέσω βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, των θεσμών και της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης και γραφειοκρατίας. Όλες οι διεθνείς μελέτες επιβεβαιώνουν τη συνεχή υποχώρηση των διεθνών ποιοτικών δεικτών ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της χώρας, γεγονός που αντανακλά κυρίως τη χαμηλή ελκυστικότητα και φιλικότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος. Η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω θεσμικών τομών δεν απαιτεί την αύξηση του αποθέματος των παραγωγικών συντελεστών, κεφαλαίου και εργασίας, αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης. Επιφέρει την αποτελεσματικότερη χρήση των συντελεστών της παραγωγής και επομένως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Δεύτερον, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα των προϊόντων και υπηρεσιών. Οι συγγραφείς δείχνουν ότι το τεχνολογικό περιεχόμενο και επομένως η προστιθέμενη αξία των ελληνικών προϊόντων παραμένουν χαμηλά, με αποτέλεσμα την απώλεια μεριδίων αγοράς λόγω και του αυξανόμενου ανταγωνισμού από αναδυόμενες οικονομίες χαμηλού κόστους. Είναι επιτακτική ανάγκη να επιδιωχθούν εξειδικεύσεις της οικονομίας σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας και έντασης τεχνολογίας, τόσο σε νέους τομείς όσο και σε νέα τμήματα των τομέων στους οποίους παραδοσιακά η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Όσο αποτελεσματικότερα γίνει αυτό, τόσο μικρότερο βάρος της προσαρμογής θα πέσει στους μισθούς.
Τρίτον, σε κλαδικό επίπεδο, ενεργός ενθάρρυνση της μετατόπισης της παραγωγής από τους τομείς των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών προς τους τομείς των εμπορεύσιμων. Η μελέτη δείχνει πως οι εξελίξεις της προηγούμενης περιόδου συμπαρέσυραν μία διόγκωση των τομέων μη εμπορεύσιμων, κυρίως υπηρεσιών οι οποίες προορίζονταν για την εξυπηρέτηση της εγχώριας αγοράς. Η χαμηλότερη παραγωγικότητα αυτών των τομέων, σε συνδυασμό με την ταχύτερη άνοδο μισθών, τιμών και περιθωρίων κέρδους, επιδείνωσε την απώλεια ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές.
Τέταρτον, αλλαγή στη φιλοσοφία αξιοποίησης των ευρωπαϊκών μεταβιβάσεων και ενισχύσεων και των αναπτυξιακών νόμων. Προτείνεται η εγκατάλειψη της λογικής των επιδοτήσεων, οι οποίες έχουν ιστορικά αποδειχτεί αναποτελεσματικές ως εργαλείο ενίσχυσης της ανάπτυξης, και η μεταβολή της φιλοσοφίας επιλογής προγραμμάτων προς χρηματοδότηση ώστε να προκρίνονται δράσεις οι οποίες ενισχύουν την συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια. Τα προηγούμενα έτη εισέρευσε στη χώρα πακτωλός χρημάτων. Οι συγγραφείς εκτιμούν ότι κατά την περίοδο 1981-2009 η χώρα εισέπραξε, σε σταθερές τιμές του 2010, €277,31 δις. ακαθάριστες μεταβιβάσεις από την Ε.Ε. και € 61,69 δις. δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Επίσης €20,3 δις. εθνικών πόρων εισέρευσαν μέσω των αναπτυξιακών νόμων και των επενδυτικών προγραμμάτων, των ενισχύσεων και των επιδοτήσεων. Τα κεφάλαια αυτά προορίζονταν για την ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού και τον εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση της οικονομικής δομής της χώρας. Αντ’ αυτού, κατευθύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην ενίσχυση των προσωπικών εισοδημάτων και της κατανάλωσης ως τμήμα μίας ευρύτερης διαδικασίας πελατειακής συναλλαγής Κράτους, πολιτών-ψηφοφόρων και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας. Προς επίρρωσιν αυτού του ισχυρισμού, οι καθαρές μεταβιβάσεις από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ (μετά την αφαίρεση των πληρωμών προς τον κοινοτικό προϋπολογισμό) μεταξύ 1981-2009, σε σταθερές τιμές 2010, ισούντο με €203,5 δις. Την αντίστοιχη περίοδο, το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2010 μεγεθύνθηκε μόλις κατά €97δις. (από €133δις. σε €230δις.). Ωστόσο, ακόμα και με αυτή τη στρεβλή χρήση, οι κοινοτικοί πόροι συνέβαλαν μεταξύ 2000-2009 περίπου το ήμισυ της σωρευτικής ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ (32,3%) ή το όλον της επιτευχθείσας σύγκλισης των πραγματικών κατά κεφαλήν εισοδημάτων έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Επιβάλλεται η χρήση των ευρωπαϊκών μεταβιβάσεων με αποκλειστικό στόχο την επέκταση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας, ειδάλλως δεν είναι σαφές πως θα αναπληρωθεί η συμβολή τους όταν το ΕΣΠΑ εκπνεύσει.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο αγροτικός τομέας και η αντιπαραγωγική χρήση της ΚΑΠ. Μετά από 50 χρόνια ευρωπαϊκών ενισχύσεων (ακαθάριστα ποσά αξίας €169 δις σε σταθερές τιμές 2010), το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, δασοκομία και αλιεία) στο ΑΕΠ μειώθηκε από 20% το 1960 και 15,6% το 1980 στο 4,8% το 2010, το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών αγροτικών προϊόντων μεταβλήθηκε, από πλεονασματικό πριν την έναρξη των προγραμμάτων ενίσχυσης, σε ελλειμματικό από το 1981 κι έκτοτε επιδεινωνόταν συνεχώς για να φτάσει το 2008 τα -€3δισ., και η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές των ελληνικών αγροτικών προϊόντων επιδεινώθηκε κατά 39% από το 2000 έως το 2010, όταν η αντίστοιχη επιδείνωση των προϊόντων της μεταποίησης ήταν μόνο 10%.
Πέμπτον, προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) και ξένων κεφαλαίων αλλά σε τομείς τεχνολογικής αιχμής, υποδομών και σε τομείς με εξαγωγικό προσανατολισμό. Οι ΑΞΕ στην Ελλάδα ανέκαθεν ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επιπροσθέτως όμως, η μελέτη δείχνει ότι την δεκαετία 2000-2010, όχι μόνο δεν αυξήθηκαν όπως στις άλλες χώρες της ΟΝΕ, αλλά αφορούσαν σχεδόν στο σύνολό τους υπηρεσίες εξυπηρέτησης της εγχώριας αγοράς και όχι εξαγωγικούς τομείς. Επίσης, σχεδόν στο σύνολό τους αφορούσαν εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων και όχι δημιουργία καινούριου παραγωγικού δυναμικού. Επιπλέον, κατά τα 2/3 τους πραγματοποιήθηκαν σε τομείς μέσης και χαμηλής τεχνολογίας. Η σημασία της προσέλκυσης ΑΞΕ μεγεθύνεται από την δυσκολία κινητοποίησης εγχώριων κεφαλαίων, τη στενότητα ρευστότητας και το υψηλό εγχώριο κόστος χρήματος που επέφερε η ελληνική κρίση. To πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσε να αποτελέσει την αιχμή της προσέλκυσης μεγάλων ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων σε συνεργασία με το επιχειρηματικό κεφάλαιο.
Καθρέφτης και κριτήριο της συντελούμενης προόδου σε όλα τα μέτωπα θα είναι ο βαθμός αύξησης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και η σημαντική ανάπτυξη των ιδιωτικών και ξένων επενδύσεων, συμπεραίνει η μελέτη του καθ. Ν. Καραμούζη και του δρα Τ. Αναστασάτου. Για το σκοπό αυτό προτείνονται άξονες βάσει των οποίων η οικονομική πολιτική μπορεί να υποβοηθήσει την προσπάθεια υπό τις παρούσες, ιδιαίτερα περιοριστικές για την άσκησή της συνθήκες.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών