Η υποβάθμιση της Ιταλίας από τον οίκο DBRS θα έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση του κόστους δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις προβληματικές ιταλικές τράπεζες
Σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ιταλίας σε BBB (high) από A (low) προχώρησε σήμερα, Παρασκευή 13 Ιανουαρίου, ο διεθνής οίκος αξιολογήσεων DBRS.
Σύμφωνα με τον DBRS, η απόφαση για υποβάθμιση αντικατοπτρίζει έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως η αβεβαιότητα για το αν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να υποστηριχθούν πολιτικά, αλλά και η συνεχιζόμενη αδυναμία του τραπεζικού συστήματος, εν μέσω περιόδου εύθραυστης ανάπτυξης.
Ο DBRS θεωρεί ότι, μετά το δημοψήφισμα, στο οποίο ο ιταλικός λαός απέρριψε τις συνταγματικές αλλαγές που θα μπορούσαν να προσφέρουν κυβερνητική σταθερότητα, και την επακόλουθη παραίτηση του πρωθυπουργού Matteo Renzi, η νέα κυβέρνηση έχει λιγότερα περιθώρια για πρόσθετα μέτρα, κάτι που, ως αποτέλεσμα, περιορίζει τις οικονομικές προοπτικές για τη χώρα.
Επιπλέον, παρά τα πρόσφατα σχέδια για στήριξη των τραπεζών, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) παραμένει πολύ υψηλό, επηρεάζοντας την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να λειτουργεί ως ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός για τη στήριξη της οικονομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χαμηλή ανάπτυξη έχει οδηγήσει σε παρατεταμένη καθυστέρηση στη μείωση του πολύ υψηλού δείκτη δημόσιου χρέους, αφήνοντας τη χώρα περισσότερο εκτεθειμένη σε δυσμενείς διαταραχές, τονίζει ο οίκος.
Σύμφωνα με τον οίκο, η επιδείνωση των τομέων της «Νομισματικής Πολιτικής και Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας» και του «Πολιτικού Περιβάλλοντος» ήταν το κλειδί για την υποβάθμιση της χώρας.
Η σταθερή τάση αντανακλά την άποψη του DBRS είναι ότι οι προκλήσεις της Ιταλίας είναι ανάλογες με την αξιολόγηση BBB (high) και με βάση την ισχυρή δέσμευση της χώρας για δημοσιονομική εξυγίανση και των αποδείξεων ορισμένης, αν και πολύ μικρής, οικονομικής ανάκαμψης.
Αναλυτικότερα, ο DBRS εκτιμά πως η νέα προσωρινή κυβέρνηση, αν και υποστηρίζεται σε κάποιο βαθμό με την ίδια πλειοψηφία, όπως η κυβέρνηση Renzi, μπορεί να έχει λιγότερο χώρο να καταγράψει πρόοδο με τα μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης, καθώς εντολή που έχει είναι να διευκολύνει την κοινοβουλευτική συζήτηση για τον εκλογικό νόμο, πριν τις πολιτικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για το 2018.
Επιπλέον, ο κίνδυνος των πρόωρων εκλογών ελλοχεύει, ειδικά μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για τον εκλογικό νόμο, που αναμένεται στα τέλη Ιανουαρίου 2017.
Η απόφαση αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει τη διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου του πρωθυπουργού Gentiloni.
Τα πολιτικά κόμματα θα μπορούσαν να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση για πρόωρες εκλογές κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, πίεση που θα «πατήσει» πάνω και στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου του 2016.
Πέραν τούτων, υπάρχει έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τη διεξαγωγή των εκλογών.
Ο DBRS «βλέπει» ως πιθανότερη ημερομηνία διεξαγωγής του το φθινόπωρο του 2017, καθώς οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις για τον εκλογικό νόμο θα χρειαστούν χρόνο.
Σύμφωνα με τον οίκο, η επόμενη εκλογική νομοθεσία είναι πιθανό να έχουν υψηλότερο αναλογικό χαρακτήρα, κάτι που θα αυξήσει τις πιθανότητες να προκύψει κυβέρνηση συνασπισμού των συστημικών κομμάτων και θα μειώσει τις εκλογικές πιθανότητες των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων.
Εντούτοις, προειδοποιεί ο DBRS, η υποστήριξη για τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μπορούσε να αυξηθεί εάν οι οικονομικές συνθήκες δε βελτιωθούν, ειδικά για τους νέους και τους μακροχρόνια ανέργους.
Ως προς τον τραπεζικό τομέα της Ιταλίας, ο DBRS επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η αβεβαιότητα σχετικά με την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών εξακολουθεί να επηρεάζει αφενός την επενδυτική όρεξη για τραπεζικά κεφάλαια και αφετέρου την ικανότητα των τραπεζών να ενεργούν ως ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός για τη στήριξη της οικονομίας μέσω των πιστωτικών καναλιών.
Παρά το γεγονός ότι η ιταλική κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή διάφορα μέτρα για τη διευκόλυνση της διάθεσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), αυτά [τα μέτρα] είχαν μέχρι τώρα περιορισμένη αποτελεσματικότητα και η αδυναμία του τραπεζικού τομέα παραμένει παράγοντας της αξιολόγησης.
Επιπλέον, ενώ η απόφαση για τη δημιουργία ενός ταμείου 20 δισ. ευρώ (1,2% του ΑΕΠ) για τη στήριξη προβληματικών τραπεζών είναι μια καλή αρχή, δεν καταργεί εντελώς την αβεβαιότητα σχετικά με την ευπάθεια του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, ούτε ανοίγει με σαφήνεια τον δρόμο για μια σημαντική μείωση του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ο οίκος επισημαίνει ότι κατά την τελευταία δεκαετία, η οικονομική ανάπτυξη της Ιταλίας είναι γενικά επίπεδη και κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Η δυνητική ανάπτυξη παραμένει αδύναμη.
Η ανάγκη για βελτίωση της απόδοσης της ανάπτυξης είναι μια θεμελιώδης πρόκληση που επηρεάζει την βαθμολογία της χώρας, τονίζει ο DBRS, επισημαίνοντας ότι η συνολική αύξηση της παραγωγικότητας των συντελεστών ήταν εύθραυστη και τα εταιρικά κέρδη αδύναμα.
Η αδύναμη ανάπτυξη και η αδύναμη ανταγωνιστικότητα είναι πιθανόν το αποτέλεσμα της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου, των χαμηλών ποσοστών απασχόλησης και της χαμηλής επένδυσης στην εκπαίδευση, την έρευνα και την ανάπτυξη.
Τέλος, ένας τρίτος ουσιαστικός παράγοντας για την υποβάθμιση της χώρας είναι, σύμφωνα με τον οίκο, το αυξημένο επίπεδο του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, που εξακολουθεί να περιορίζει τη δημοσιονομική ευελιξία και να εμποδίζει την οικονομική δραστηριότητα.
Από το 2008, το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, η κυβέρνηση προβλέπει μείωση του δημόσιου χρέους το 2017, αλλά μετά την απόφασή της να στηρίξει τις τράπεζες, το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να παραβιάσει το 133,0% του ΑΕΠ αντί να μειωθεί σε 132,6%.
Αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα αναβάλει περαιτέρω τη μείωση κατά ένα έτος έως το 2018.
Αυτό το υψηλό επίπεδο του χρέους καθιστά τη χώρα περισσότερο εκτεθειμένη σε κραδασμούς, υπογραμμίζει ο DBRS.
Τι σημαίνει η υποβάθμιση της Ιταλίας από τον DBRS
Η υποβάθμιση της Ιταλίας από τον οίκο DBRS θα έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση του κόστους δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις προβληματικές ιταλικές τράπεζες.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει την έκπτωση στα ομόλογα που χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις, κάτι που θα αυξήσει άμεσα τα κόστη για τις ιταλικές τράπεζες που δανείζονται από το ευρωσύστημα.
Να σημειωθεί πως μπορεί ο καναδικός DBRS να συνιστά έναν μικρότερο οίκο σε σχέση με τους τρεις ισχυρούς (S&P, Fitch, Moοdy's), ωστόσο οι αξιολογήσεις του χρήζουν πλέον αυξημένης προσοχής.
Υπενθυμίζεται άλλωστε πως επί ευρωπαϊκού εδάφους η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τις αξιολογήσεις του DBRS, κατά τη διαδικασία καθορισμού των όρων και των κριτηρίων για την αποδοχή εγγυήσεων (collaterals).
Ο καναδικός οίκος ανέβαλε στις αρχές του Νοεμβρίου την επαναξιολόγηση της Ιταλίας για μετά το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Οι Ιταλοί απέρριψαν τις προτεινόμενες αλλαγές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του πρωθυπουργού Matteo Renzi και την ανάληψη πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Paolo Gentiloni.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τον DBRS, η απόφαση για υποβάθμιση αντικατοπτρίζει έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως η αβεβαιότητα για το αν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να υποστηριχθούν πολιτικά, αλλά και η συνεχιζόμενη αδυναμία του τραπεζικού συστήματος, εν μέσω περιόδου εύθραυστης ανάπτυξης.
Ο DBRS θεωρεί ότι, μετά το δημοψήφισμα, στο οποίο ο ιταλικός λαός απέρριψε τις συνταγματικές αλλαγές που θα μπορούσαν να προσφέρουν κυβερνητική σταθερότητα, και την επακόλουθη παραίτηση του πρωθυπουργού Matteo Renzi, η νέα κυβέρνηση έχει λιγότερα περιθώρια για πρόσθετα μέτρα, κάτι που, ως αποτέλεσμα, περιορίζει τις οικονομικές προοπτικές για τη χώρα.
Επιπλέον, παρά τα πρόσφατα σχέδια για στήριξη των τραπεζών, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) παραμένει πολύ υψηλό, επηρεάζοντας την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να λειτουργεί ως ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός για τη στήριξη της οικονομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χαμηλή ανάπτυξη έχει οδηγήσει σε παρατεταμένη καθυστέρηση στη μείωση του πολύ υψηλού δείκτη δημόσιου χρέους, αφήνοντας τη χώρα περισσότερο εκτεθειμένη σε δυσμενείς διαταραχές, τονίζει ο οίκος.
Σύμφωνα με τον οίκο, η επιδείνωση των τομέων της «Νομισματικής Πολιτικής και Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας» και του «Πολιτικού Περιβάλλοντος» ήταν το κλειδί για την υποβάθμιση της χώρας.
Η σταθερή τάση αντανακλά την άποψη του DBRS είναι ότι οι προκλήσεις της Ιταλίας είναι ανάλογες με την αξιολόγηση BBB (high) και με βάση την ισχυρή δέσμευση της χώρας για δημοσιονομική εξυγίανση και των αποδείξεων ορισμένης, αν και πολύ μικρής, οικονομικής ανάκαμψης.
Αναλυτικότερα, ο DBRS εκτιμά πως η νέα προσωρινή κυβέρνηση, αν και υποστηρίζεται σε κάποιο βαθμό με την ίδια πλειοψηφία, όπως η κυβέρνηση Renzi, μπορεί να έχει λιγότερο χώρο να καταγράψει πρόοδο με τα μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης, καθώς εντολή που έχει είναι να διευκολύνει την κοινοβουλευτική συζήτηση για τον εκλογικό νόμο, πριν τις πολιτικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για το 2018.
Επιπλέον, ο κίνδυνος των πρόωρων εκλογών ελλοχεύει, ειδικά μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για τον εκλογικό νόμο, που αναμένεται στα τέλη Ιανουαρίου 2017.
Η απόφαση αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει τη διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου του πρωθυπουργού Gentiloni.
Τα πολιτικά κόμματα θα μπορούσαν να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση για πρόωρες εκλογές κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, πίεση που θα «πατήσει» πάνω και στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου του 2016.
Πέραν τούτων, υπάρχει έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τη διεξαγωγή των εκλογών.
Ο DBRS «βλέπει» ως πιθανότερη ημερομηνία διεξαγωγής του το φθινόπωρο του 2017, καθώς οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις για τον εκλογικό νόμο θα χρειαστούν χρόνο.
Σύμφωνα με τον οίκο, η επόμενη εκλογική νομοθεσία είναι πιθανό να έχουν υψηλότερο αναλογικό χαρακτήρα, κάτι που θα αυξήσει τις πιθανότητες να προκύψει κυβέρνηση συνασπισμού των συστημικών κομμάτων και θα μειώσει τις εκλογικές πιθανότητες των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων.
Εντούτοις, προειδοποιεί ο DBRS, η υποστήριξη για τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μπορούσε να αυξηθεί εάν οι οικονομικές συνθήκες δε βελτιωθούν, ειδικά για τους νέους και τους μακροχρόνια ανέργους.
Ως προς τον τραπεζικό τομέα της Ιταλίας, ο DBRS επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η αβεβαιότητα σχετικά με την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών εξακολουθεί να επηρεάζει αφενός την επενδυτική όρεξη για τραπεζικά κεφάλαια και αφετέρου την ικανότητα των τραπεζών να ενεργούν ως ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός για τη στήριξη της οικονομίας μέσω των πιστωτικών καναλιών.
Παρά το γεγονός ότι η ιταλική κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή διάφορα μέτρα για τη διευκόλυνση της διάθεσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), αυτά [τα μέτρα] είχαν μέχρι τώρα περιορισμένη αποτελεσματικότητα και η αδυναμία του τραπεζικού τομέα παραμένει παράγοντας της αξιολόγησης.
Επιπλέον, ενώ η απόφαση για τη δημιουργία ενός ταμείου 20 δισ. ευρώ (1,2% του ΑΕΠ) για τη στήριξη προβληματικών τραπεζών είναι μια καλή αρχή, δεν καταργεί εντελώς την αβεβαιότητα σχετικά με την ευπάθεια του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, ούτε ανοίγει με σαφήνεια τον δρόμο για μια σημαντική μείωση του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ο οίκος επισημαίνει ότι κατά την τελευταία δεκαετία, η οικονομική ανάπτυξη της Ιταλίας είναι γενικά επίπεδη και κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Η δυνητική ανάπτυξη παραμένει αδύναμη.
Η ανάγκη για βελτίωση της απόδοσης της ανάπτυξης είναι μια θεμελιώδης πρόκληση που επηρεάζει την βαθμολογία της χώρας, τονίζει ο DBRS, επισημαίνοντας ότι η συνολική αύξηση της παραγωγικότητας των συντελεστών ήταν εύθραυστη και τα εταιρικά κέρδη αδύναμα.
Η αδύναμη ανάπτυξη και η αδύναμη ανταγωνιστικότητα είναι πιθανόν το αποτέλεσμα της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου, των χαμηλών ποσοστών απασχόλησης και της χαμηλής επένδυσης στην εκπαίδευση, την έρευνα και την ανάπτυξη.
Τέλος, ένας τρίτος ουσιαστικός παράγοντας για την υποβάθμιση της χώρας είναι, σύμφωνα με τον οίκο, το αυξημένο επίπεδο του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, που εξακολουθεί να περιορίζει τη δημοσιονομική ευελιξία και να εμποδίζει την οικονομική δραστηριότητα.
Από το 2008, το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, η κυβέρνηση προβλέπει μείωση του δημόσιου χρέους το 2017, αλλά μετά την απόφασή της να στηρίξει τις τράπεζες, το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να παραβιάσει το 133,0% του ΑΕΠ αντί να μειωθεί σε 132,6%.
Αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα αναβάλει περαιτέρω τη μείωση κατά ένα έτος έως το 2018.
Αυτό το υψηλό επίπεδο του χρέους καθιστά τη χώρα περισσότερο εκτεθειμένη σε κραδασμούς, υπογραμμίζει ο DBRS.
Τι σημαίνει η υποβάθμιση της Ιταλίας από τον DBRS
Η υποβάθμιση της Ιταλίας από τον οίκο DBRS θα έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση του κόστους δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις προβληματικές ιταλικές τράπεζες.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει την έκπτωση στα ομόλογα που χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις, κάτι που θα αυξήσει άμεσα τα κόστη για τις ιταλικές τράπεζες που δανείζονται από το ευρωσύστημα.
Να σημειωθεί πως μπορεί ο καναδικός DBRS να συνιστά έναν μικρότερο οίκο σε σχέση με τους τρεις ισχυρούς (S&P, Fitch, Moοdy's), ωστόσο οι αξιολογήσεις του χρήζουν πλέον αυξημένης προσοχής.
Υπενθυμίζεται άλλωστε πως επί ευρωπαϊκού εδάφους η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τις αξιολογήσεις του DBRS, κατά τη διαδικασία καθορισμού των όρων και των κριτηρίων για την αποδοχή εγγυήσεων (collaterals).
Ο καναδικός οίκος ανέβαλε στις αρχές του Νοεμβρίου την επαναξιολόγηση της Ιταλίας για μετά το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Οι Ιταλοί απέρριψαν τις προτεινόμενες αλλαγές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του πρωθυπουργού Matteo Renzi και την ανάληψη πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Paolo Gentiloni.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών