O Minne επικρίνει το Ταμείο για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ελληνικό ζήτημα
Το βασικό ζητούμενο στην Ελλάδα δεν είναι η μείωση του δημοσίου χρέους αλλά η τόνωση της ανάπτυξης, τονίζει σε ανάλυσή του για τις διαπραγματεύσεις Ελλάδας - θεσμών ο Geoffrey Minne, οικονομολόγος στην ολλανδική τράπεζα ING.
Σε άρθρο που δημοσιεύεται στη βελγική εφημερίδα L' Echo, me τίτλο «Το ΔΝΤ παίζει τον πυρομανή πυροσβέστη στην Ελλάδα», ο Minne επικρίνει το Ταμείο για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ελληνικό ζήτημα, επισημαίνοντας ότι από τη μία πλευρά έχει δίκιο να θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο, από την άλλη όμως δεν ήταν σκόπιμο να τεθεί στην παρούσα φάση το θέμα της μείωσής του επί τάπητος.
Ειδικότερα σημειώνει ότι προβάλλοντας ως απόλυτη προτεραιότητα το θέμα της απομείωσης του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ παίζει με τη φωτιά για τρεις λόγους:
α) βγάζοντας συμπεράσματα πριν από την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, παίρνει το ρίσκο απουσίας αντικειμενικότητας και πρόκλησης καθυστερήσεων, τη στιγμή μάλιστα που φαίνεται ότι η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες,
β) το σχέδιο διάσωσης που συμφωνήθηκε το 2015 θα μπορούσε να καλύψει τις αποπληρωμές μέχρι το 2021 και αυτό χωρίς να υπολογιστούν τα ενδεχόμενα έσοδα από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, και
γ) αυτό που επείγει στο άμεσο μέλλον δεν είναι τόσο μία μείωση του χρέους όσο η ανάκαμψη της οικονομίας, μια και η βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους εξαρτάται αναμφισβήτητα από την επανάκτηση της εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα, την αύξηση της παραγωγής και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Το σημείο εστίασης θα έπρεπε να είναι, επομένως, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, όχι η μάχη ενάντια σε ένα υπερβολικά υψηλό χρέος, αλλά η μάχη απέναντι σε μία υποτονική ανάκαμψη. Στην Ελλάδα, συνεχίζει ο συντάκτης, η ανάκαμψη παραμένει μέχρι σήμερα περιορισμένη και είναι απαραίτητες οι μεταρρυθμίσεις, αφού, για παράδειγμα, οι διαδικασίες για να ξεκινήσει μία νέα επιχείρηση ή για την κήρυξη πτώχευσης απαιτούν κατά μέσο όρο 3 ή 4 φορές περισσότερο χρόνο από ό,τι στο Βέλγιο, ενώ εξακολουθεί να υφίσταται ένας μεγάλος αριθμός δημοσίων επιχειρήσεων σε τομείς όπως αυτός της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου ή των μεταφορών. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας φαίνεται πως είναι απολύτως απαραίτητος, είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση είτε όχι, είτε εντός είτε εκτός της ευρωζώνης, υπογραμμίζει ο συντάκτης.
Ολοκληρώνοντας, σημειώνει ότι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τελικά καμία απόφαση σχετικά με τη μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους δεν ελήφθη, ενώ αναφέρει ότι αυτό που είχε ως αποτέλεσμα η δημοσίευση του ΔΝΤ ήταν η ενίσχυση της θέσης ορισμένων ευρωσκεπτικιστών, προσθέτοντας ότι υπάρχει ο κίνδυνος αυτού του είδους η συζήτηση να οδηγήσει σε ένα νέο σχέδιο διάσωσης, καθώς και σε απλουστευτικούς συνειρμούς από ορισμένα λαϊκιστικά κόμματα.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας που διανύουμε, καταλήγει, όπου τα δύο τρίτα των πολιτών της ευρωζώνης θα κληθούν σύντομα στις κάλπες, ενώ όσον αφορά την Ελλάδα, χρειάζεται υπομονή και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εταίρων, αλλά και στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας, και αυτή τη φορά το ΔΝΤ θα έπρεπε να προσπαθήσει να δει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο.
www.bankingnews.gr
Σε άρθρο που δημοσιεύεται στη βελγική εφημερίδα L' Echo, me τίτλο «Το ΔΝΤ παίζει τον πυρομανή πυροσβέστη στην Ελλάδα», ο Minne επικρίνει το Ταμείο για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ελληνικό ζήτημα, επισημαίνοντας ότι από τη μία πλευρά έχει δίκιο να θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο, από την άλλη όμως δεν ήταν σκόπιμο να τεθεί στην παρούσα φάση το θέμα της μείωσής του επί τάπητος.
Ειδικότερα σημειώνει ότι προβάλλοντας ως απόλυτη προτεραιότητα το θέμα της απομείωσης του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ παίζει με τη φωτιά για τρεις λόγους:
α) βγάζοντας συμπεράσματα πριν από την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, παίρνει το ρίσκο απουσίας αντικειμενικότητας και πρόκλησης καθυστερήσεων, τη στιγμή μάλιστα που φαίνεται ότι η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες,
β) το σχέδιο διάσωσης που συμφωνήθηκε το 2015 θα μπορούσε να καλύψει τις αποπληρωμές μέχρι το 2021 και αυτό χωρίς να υπολογιστούν τα ενδεχόμενα έσοδα από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, και
γ) αυτό που επείγει στο άμεσο μέλλον δεν είναι τόσο μία μείωση του χρέους όσο η ανάκαμψη της οικονομίας, μια και η βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους εξαρτάται αναμφισβήτητα από την επανάκτηση της εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα, την αύξηση της παραγωγής και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Το σημείο εστίασης θα έπρεπε να είναι, επομένως, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, όχι η μάχη ενάντια σε ένα υπερβολικά υψηλό χρέος, αλλά η μάχη απέναντι σε μία υποτονική ανάκαμψη. Στην Ελλάδα, συνεχίζει ο συντάκτης, η ανάκαμψη παραμένει μέχρι σήμερα περιορισμένη και είναι απαραίτητες οι μεταρρυθμίσεις, αφού, για παράδειγμα, οι διαδικασίες για να ξεκινήσει μία νέα επιχείρηση ή για την κήρυξη πτώχευσης απαιτούν κατά μέσο όρο 3 ή 4 φορές περισσότερο χρόνο από ό,τι στο Βέλγιο, ενώ εξακολουθεί να υφίσταται ένας μεγάλος αριθμός δημοσίων επιχειρήσεων σε τομείς όπως αυτός της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου ή των μεταφορών. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας φαίνεται πως είναι απολύτως απαραίτητος, είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση είτε όχι, είτε εντός είτε εκτός της ευρωζώνης, υπογραμμίζει ο συντάκτης.
Ολοκληρώνοντας, σημειώνει ότι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τελικά καμία απόφαση σχετικά με τη μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους δεν ελήφθη, ενώ αναφέρει ότι αυτό που είχε ως αποτέλεσμα η δημοσίευση του ΔΝΤ ήταν η ενίσχυση της θέσης ορισμένων ευρωσκεπτικιστών, προσθέτοντας ότι υπάρχει ο κίνδυνος αυτού του είδους η συζήτηση να οδηγήσει σε ένα νέο σχέδιο διάσωσης, καθώς και σε απλουστευτικούς συνειρμούς από ορισμένα λαϊκιστικά κόμματα.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας που διανύουμε, καταλήγει, όπου τα δύο τρίτα των πολιτών της ευρωζώνης θα κληθούν σύντομα στις κάλπες, ενώ όσον αφορά την Ελλάδα, χρειάζεται υπομονή και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εταίρων, αλλά και στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας, και αυτή τη φορά το ΔΝΤ θα έπρεπε να προσπαθήσει να δει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών