Το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank
Παρά την στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία τρία έτη (2014: +0,4%, 2015: -0,2%, 2016: 0%), η λειτουργία της αγοράς εργασίας δείχνει σημάδια βελτίωσης, όπως αποτυπώνεται στην μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες την τελευταία τριετία (23,5% το 2016, από 27,5% το 2013).
Το 2016, ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε για τρίτο συνεχές έτος κατά 1,7%, ενώ παράλληλα, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά -5,5%.
H μείωση του ποσοστού ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης βοήθησαν στη συγκράτηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό (αύξηση κατά 0,2%) το 2016 από -1,9% το 2015.
Η αύξηση αυτή, έστω και μικρή, είναι η πρώτη μετά από σειρά ετών αλλά δεν αρκεί για να αποκατασταθεί το χαμένο έδαφος για τους μισθωτούς.
Συγκεκριμένα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, η σωρευτική μείωση των αποδοχών στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της Ζώνης του Ευρώ που ακολούθησαν πρόγραμμα προσαρμογής.
Η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης στις χώρες αυτές - οι οποίες δεν διαθέτουν την ευχέρεια της άσκησης ανεξάρτητης συναλλαγματικής πολιτικής - είναι ορατή στο Γράφημα.
Η καθίζηση των αμοιβών σε άλλες χώρες δεν έλαβε όμως τις διαστάσεις που έλαβε στην Ελλάδα.
Αντιθέτως, η Ιρλανδία αναμένεται να επανέλθει το 2017 στο επίπεδο αμοιβών που επικρατούσαν στην αρχή της κρίσης.
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στον ιδιωτικό τομέα με σκοπό την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και η δημοσιονομική προσαρμογή στο σκέλος των δαπανών στο δημόσιο τομέα στην περίοδο 2009-2016 επέφεραν σημαντική μείωση στην αναλογία των εργαζομένων που ανήκουν σε εισοδηματικά κλιμάκια άνω των 1100 ευρώ μηνιαίως.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και της ΕΛΣΤΑΤ οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια άνω των 700 ευρώ και αυξήθηκαν εντυπωσιακά στα εισοδηματικά κλιμάκια κάτω των 700 ευρώ (Γράφημα 2) .
Εκτός από την εσωτερική υποτίμηση, την εξέλιξη αυτή προκάλεσε και η αύξηση των συμβάσεων μερικής απασχόλησης έναντι εκείνων της πλήρους απασχόλησης στην καθοδική φάση της ανεργίας από το Φθινόπωρο του 2013 και μετά.
Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα αυξήθηκαν έντονα στις εισοδηματικές κατηγορίες 800-1100 ευρώ και μειώθηκαν σε όλες τις κατηγορίες από 1100 και πάνω.
Η αναλογική μείωσή τους μάλιστα σε αυτήν την περιοχή είναι υψηλότερη από ότι για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και συνδέεται με τις ισχυρές οριζόντιες περικοπές στη διάρκεια κυρίως του πρώτου προγράμματος προσαρμογής.
Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν η αύξηση της αναλογίας των ατόμων που αμείβονται με λιγότερα από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου διαθεσίμου εισοδήματος στο σύνολο των νοικοκυριών (πρόκειται ουσιαστικά για το κατώφλι της σχετικής φτώχειας).
Το φαινόμενο αυτό είναι ορατό σε όλες τις χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής (Γράφημα 3).
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3, τη μεγαλύτερη μετακίνηση κάτω του ορίου σχετικής φτώχειας υπέστησαν κατά τάξη μεγέθους οι άνεργοι, οι μη οικονομικά ενεργοί και οι εργαζόμενοι.
Η αναλογία των συνταξιούχων που βρέθηκαν κάτω από το 60% του μέσου όρου μειώθηκε παρά τις περικοπές που υπέστησαν στις αποδοχές τους, επειδή οι τελευταίες ήσαν συγκριτικά μικρότερες έναντι των υπολοίπων κατηγοριών.
Στην ελληνική περίπτωση, η συγκριτικά μεγαλύτερη μετακίνηση των ανέργων και των μη οικονομικά ενεργών σε επίπεδα κάτω του ορίου σχετικής φτώχειας υποδηλώνει – εκτός από την ένταση της προσαρμογής – και το αναποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας για αυτές τις κατηγορίες.
Αμοιβές και παραγωγικότητα το 2017
www.bankingnews.gr
Το 2016, ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε για τρίτο συνεχές έτος κατά 1,7%, ενώ παράλληλα, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά -5,5%.
H μείωση του ποσοστού ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης βοήθησαν στη συγκράτηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό (αύξηση κατά 0,2%) το 2016 από -1,9% το 2015.
Η αύξηση αυτή, έστω και μικρή, είναι η πρώτη μετά από σειρά ετών αλλά δεν αρκεί για να αποκατασταθεί το χαμένο έδαφος για τους μισθωτούς.
Συγκεκριμένα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, η σωρευτική μείωση των αποδοχών στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της Ζώνης του Ευρώ που ακολούθησαν πρόγραμμα προσαρμογής.
Η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης στις χώρες αυτές - οι οποίες δεν διαθέτουν την ευχέρεια της άσκησης ανεξάρτητης συναλλαγματικής πολιτικής - είναι ορατή στο Γράφημα.
Η καθίζηση των αμοιβών σε άλλες χώρες δεν έλαβε όμως τις διαστάσεις που έλαβε στην Ελλάδα.
Αντιθέτως, η Ιρλανδία αναμένεται να επανέλθει το 2017 στο επίπεδο αμοιβών που επικρατούσαν στην αρχή της κρίσης.
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στον ιδιωτικό τομέα με σκοπό την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και η δημοσιονομική προσαρμογή στο σκέλος των δαπανών στο δημόσιο τομέα στην περίοδο 2009-2016 επέφεραν σημαντική μείωση στην αναλογία των εργαζομένων που ανήκουν σε εισοδηματικά κλιμάκια άνω των 1100 ευρώ μηνιαίως.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και της ΕΛΣΤΑΤ οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια άνω των 700 ευρώ και αυξήθηκαν εντυπωσιακά στα εισοδηματικά κλιμάκια κάτω των 700 ευρώ (Γράφημα 2) .
Εκτός από την εσωτερική υποτίμηση, την εξέλιξη αυτή προκάλεσε και η αύξηση των συμβάσεων μερικής απασχόλησης έναντι εκείνων της πλήρους απασχόλησης στην καθοδική φάση της ανεργίας από το Φθινόπωρο του 2013 και μετά.
Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα αυξήθηκαν έντονα στις εισοδηματικές κατηγορίες 800-1100 ευρώ και μειώθηκαν σε όλες τις κατηγορίες από 1100 και πάνω.
Η αναλογική μείωσή τους μάλιστα σε αυτήν την περιοχή είναι υψηλότερη από ότι για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και συνδέεται με τις ισχυρές οριζόντιες περικοπές στη διάρκεια κυρίως του πρώτου προγράμματος προσαρμογής.
Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν η αύξηση της αναλογίας των ατόμων που αμείβονται με λιγότερα από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου διαθεσίμου εισοδήματος στο σύνολο των νοικοκυριών (πρόκειται ουσιαστικά για το κατώφλι της σχετικής φτώχειας).
Το φαινόμενο αυτό είναι ορατό σε όλες τις χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής (Γράφημα 3).
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3, τη μεγαλύτερη μετακίνηση κάτω του ορίου σχετικής φτώχειας υπέστησαν κατά τάξη μεγέθους οι άνεργοι, οι μη οικονομικά ενεργοί και οι εργαζόμενοι.
Η αναλογία των συνταξιούχων που βρέθηκαν κάτω από το 60% του μέσου όρου μειώθηκε παρά τις περικοπές που υπέστησαν στις αποδοχές τους, επειδή οι τελευταίες ήσαν συγκριτικά μικρότερες έναντι των υπολοίπων κατηγοριών.
Στην ελληνική περίπτωση, η συγκριτικά μεγαλύτερη μετακίνηση των ανέργων και των μη οικονομικά ενεργών σε επίπεδα κάτω του ορίου σχετικής φτώχειας υποδηλώνει – εκτός από την ένταση της προσαρμογής – και το αναποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας για αυτές τις κατηγορίες.
Αμοιβές και παραγωγικότητα το 2017
Η μικρή αύξηση των αμοιβών το 2016 σε συνδυασμό με την πτώση της παραγωγικότητας κατά το ίδιο έτος οδήγησε σε αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος όπως παρατηρείται στο Γράφημα 4.
Η αύξηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας εκτιμάται ότι θα είναι περιορισμένη στα επόμενα έτη, καθώς φαίνεται ότι η ευαισθησία των αμοιβών στις μεταβολές του ποσοστού ανεργίας είναι πλέον χαμηλή δεδομένου:
(α) του μεγάλου ύψους του μη μισθολογικού κόστους μετά την αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών
(β) της αύξησης του αριθμού των συμβάσεων μερικής απασχόλησης σε σχέση με εκείνες πλήρους απασχόλησης και
(γ) του αργού ρυθμού ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας εξαιτίας του αποδυναμωμένου κεφαλαιουχικού και μηχανολογικού εξοπλισμού της χώρας μετά από σειρά ετών αποεπένδυσης.
Έτσι, παρά την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας από το 2013 και μετά, το μισθολογικό κόστος συνέχισε τη φθίνουσα πορεία του μέχρι και το 2015.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά αύξηση της αμοιβής εξαρτημένης εργασίας κατά 1,0% και 2,0% το 2017 και 2018 αντίστοιχα.
Η Αγορά Εργασίας το 2016
Όπως φαίνεται στο Γράφημα 5, ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε για τρίτο συνεχές έτος κατά 75 χιλ άτομα το 2016 (2,1%), ενώ παράλληλα, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 6,1%, έναντι 6% το 2015.
Επίσης, το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε ελαφρά στο 45,6% το 2016, από 44,5% το 2015, εξέλιξη που αποδίδεται στην αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων και τη μείωση του μη ενεργού πληθυσμού.
Η αύξηση της απασχόλησης το 2016 στήριξε σε κάποιο βαθμό και την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών αν και παραμένει υποτονική (αύξηση ιδιωτικής κατανάλωσης 1,4% το 2016), παρά το επιπλέον φορολογικό βάρος που επωμίσθηκαν.
Με βάση τα μηνιαία στοιχεία, παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης του αριθμού των ανέργων από τον Σεπτέμβριο του 2016 (Δεκ. 2016: -5,2% σε ετήσια βάση, Σεπ.2016: -7,0% σε ετήσια βάση), ενώ και το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στο 23,1% από τον Σεπτέμβριο μέχρι και το τέλος του προηγούμενου έτους.
Η αδυναμία περαιτέρω μείωσης του ποσοστού ανεργίας στο τέταρτο τρίμηνο του 2016 συνδέεται με την μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 1,1% σε ετήσια βάση.
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα συνδέονται σε μεγάλο βαθμό και με την αβεβαιότητα που επικρατεί.
Οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις δυσχεραίνουν τις εκτιμήσεις των καταναλωτών για την εξέλιξη της ανεργίας στο επόμενο 12-μηνο και τις προοπτικές απασχόλησης από την πλευρά των επιχειρηματιών για το επόμενο τρίμηνο.
Όπως φαίνεται στο Γράφημα 6, από την αρχή του έτους υπάρχει επιδείνωση αυτών των προοπτικών, με εξαίρεση την βελτίωση στον κλάδο της βιομηχανίας.
Όσον αφορά στις προοπτικές της αγοράς εργασίας από το 2017, προβλέπεται σταδιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας στο 20,3% το 2018, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ μέσω προσέλκυσης επενδύσεων θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη πτώση της ανεργίας.
Εθνικός Γενικός και Δομικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή Φεβρουάριος 2017
O εθνικός δείκτης τιμών καταναλωτή σημείωσε αύξηση 1,3% τον Φεβρουάριο του 2017, από 1,2% τον Ιανουάριο του 2017 και συνεχίζει να επηρεάζεται από τις αυξητικές, σε ετήσια βάση, τιμές της ενέργειας αλλά και την αύξηση της φορολογίας σε κατηγορίες προϊόντων.
Ειδικότερα, η επίπτωση του ενεργειακού κόστους στον δείκτη τιμών του καταναλωτή υπολογίζεται σε 2,6 εκατοστιαίες μονάδες τον Φεβρουάριο 2017.
Ο δομικός πληθωρισμός δηλαδή ο πληθωρισμός εξαιρουμένων των καυσίμων και των μη επεξεργασμένων φρούτων και λαχανικών παραμένει αρνητικός και μάλιστα επιδεινώθηκε στο -0,7%, από -0,6% τον Φεβρουάριο του 2017, αντανακλώντας την αδύναμη εγχώρια ζήτηση.
Η Βιομηχανική Παραγωγή τον Ιανουάριο 2017: Σημαντική αύξηση κατέγραψε ο Γενικός Δείκτης της Βιομηχανίας αυξήθηκε κατά 7,2% τον Ιανουάριο 2017, σε ετήσια βάση, έναντι μικρότερης αύξησης κατά 4,1% τον αντίστοιχο μήνα του 2016.
Τούτο οφείλεται στην αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος κατά 28,6% τον Ιανουάριο του 2017 από μικρότερη αύξηση 6,7% τον αντίστοιχο μήνα του 2016.
Η μεγάλη αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος τον Ιανουάριο σχετίζεται με την αυξημένη ζήτηση για ενέργεια ως αποτέλεσμα των κακών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στην αρχή του έτους τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά, η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε μεν τον Ιανουάριο του 2017, αλλά με μικρότερο ρυθμό έναντι του Ιανουαρίου 2016 ήτοι 1,1%, από 5,0%.
Ειδικότερα, από τους 24 κλάδους της μεταποίησης μόνο οι 10 σημείωσαν άνοδο, έναντι 13 κλάδων με ανοδική πορεία τον ίδιο μήνα του 2016.
Αξιοσημείωτη πτώση σημείωσαν οι κλάδοι παραγωγής ποτών και καπνού τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους κατά 25,3% και 29,3%, σε ετήσια βάση, από αύξηση κατά 18,6% και 31,3% αντίστοιχα, τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους.
Επίσης μικρή πτώση σημείωσε και ο κλάδος των τροφίμων κατά 3,3% από μικρότερη πτώση κατά 0,9% τον Ιανουάριο του προηγούμενου έτος.
Η πτώση της παραγωγής στον ευρύτερο κλάδο τροφίμων και ποτών τον Ιανουάριο 2017 ενδεχομένως σχετίζεται με την αύξηση των φόρων κατανάλωσης και την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης στα τσιγάρα τα προϊόντα καπνού και τον καφέ αντίστοιχα από 1/1/2017. Σημαντική πτώση παρουσίασαν και οι κλάδοι ένδυσης (-7,8%) και υπόδησης (-25,3%)
Αντίθετα όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 9, τη μεγαλύτερη άνοδο τον Ιανουάριο κατέγραψαν οι κλάδοι της παραγωγής βασικών μετάλλων, ηλεκτρονικών υπολογιστών, μηχανημάτων και μηχανοκίνητων οχημάτων, της βιομηχανίας τσιμέντου, και των φαρμάκων.
Όσον αφορά στις επιχειρηματικές προσδοκίες στη βιομηχανία, σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ (Δελτίο Φεβρουάριου 2017) ο σχετικός δείκτης ενισχύεται οριακά τον Φεβρουάριο στις 91,8 μονάδες, από 90,5 τον περασμένο μήνα.
Επιπλέον, οι θετικές προβλέψεις για την παραγωγή τους επόμενους μήνες βελτιώνονται αισθητά και το ισοζύγιο για τις εκτιμήσεις για τα αποθέματα εμφανίζει τάσεις διόγκωσής τους.
Ιδιωτική Κατασκευαστική Δραστηριότητα το 2016
Το 2016, η ιδιωτική κατασκευαστική δραστηριότητα σε όρους όγκου (χιλ. m3) μειώθηκε κατά 6,9%.
Τούτο οφείλεται κυρίως στην αρνητική επίδοση στο πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους. Ωστόσο, από τον Ιούλιο μέχρι και τον Νοέμβριο παρατηρήθηκε συνεχής άνοδος της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, που αποτυπώνεται στην αυξητική τάση του κινητού μέσου 6 μηνών.
Τον Δεκέμβριο του 2016, ο όγκος των ιδιωτικών οικοδομών που κατασκευάστηκαν μειώθηκε σημαντικά κατά 25,9%, σε ετήσια βάση, ενώ σε όρους αριθμού αδειών αυξήθηκε κατά 1,9%.
Ωστόσο, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων για τις ιδιωτικές κατασκευές τον Φεβρουάριο 2017 επιδεινώθηκαν στις 74 μονάδες από 77,5 μονάδες τον Ιανουάριο 2017, ενώ βελτιώθηκαν ελαφρώς και οι προβλέψεις για την απασχόληση στον κλάδο (-13 από -18 μονάδες).
ΕΚΤ
Η ΕΚΤ, στη συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου, διατήρησε αμετάβλητα τα βασικά της επιτόκια, με το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης να διαμορφώνεται στο 0,00%, το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 0,25% και το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο -0,40%.
Επιπλέον, δεν ανακοινώθηκε καμία αλλαγή στο μέγεθος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (€ 80 δισ. ανά μήνα έως τον Μάρτιο και € 60 δισ. από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του 2017), στον χρονικό ορίζοντα (λήξη: Δεκέμβριος 2017) και στα κριτήρια των τίτλων που γίνονται αποδεκτά.
Στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ σημείωσε ότι, «η οικονομική επέκταση θα συνεχίσει να εντείνεται και να διευρύνεται», με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ανάγκη για περαιτέρω τόνωση της οικονομίας.
Παράλληλα, παρουσιάσθηκαν οι προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της ΖτΕ.
Αισθητά αναθεωρημένες προς τα πάνω ήταν οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό για την περίοδο 2017-2019, έναντι των εκτιμήσεων του Δεκεμβρίου (βλ. Πίνακα 1).
Εντούτοις, η σημαντική ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων οφείλεται κυρίως στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου, ιδίως κατά το 2017. Αντιθέτως, ο δομικός πληθωρισμός (ΔΤΚ εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων) αναμένεται να διαμορφωθεί μόλις στο 1,1% το 2017 και να ανέλθει σταδιακά στο 1,5% το 2018 και στο 1,8% το 2019.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η κλιμάκωση του δομικού πληθωρισμού το 2018 και 2019 θα προέλθει κυρίως από την ενδυνάμωση της οικονομίας που, με τη σειρά της, θα μειώσει το παραγωγικό κενό, ωθώντας προς τα πάνω το κόστος εργασίας.
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για το 2017, αναθεωρήθηκε ελαφρώς και εκτιμάται στο 1,8%, στηριζόμενος στην αναμενόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου, καθώς και στη διατήρηση της εγχώριας ζήτησης σε ικανοποιητικό επίπεδο. Η εγχώρια ζήτηση έχει αποτελέσει την κινητήριο δύναμη της ανάκαμψης από τα μέσα του 2013, στηριζόμενη στη διασταλτική νομισματική πολιτική, ενώ αναμένεται να επωφεληθεί της συνεχιζόμενης βελτίωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας.
Αναφορικά με τους κινδύνους που περιβάλλουν τις προοπτικές ανάπτυξης της ΖτΕ, η ΕΚΤ εκτιμά ότι έχουν υποχωρήσει οι κίνδυνοι που προέρχονται από την ΖτΕ αλλά εξακολουθούν να παραμένουν εξωτερικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.
Αγορές ομολόγων – Η πορεία του προγράμματος QE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης (ΕΚΤ)
Οι αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ (Γράφημα 16) την εβδομάδα μέχρι τις 10 Μαρτίου στο πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), ανήλθαν στα € 1.419,4 δισ. με αποτέλεσμα ο μέσος εβδομαδιαίος όρος από την έναρξη του προγράμματος να υπολογίζεται στα €13,5 δισ.
Παράλληλα, στην ίδια περίοδο, η ΕΚΤ προχώρησε σε αγορές καλυμμένων ομολόγων, αξίας €656 εκατ. και Asset-backed securities αξίας € 257 εκατ. Επίσης, την περασμένη εβδομάδα η ΕΚΤ πραγματοποίησε αγορές εταιρικών και ασφαλιστικών ομολογιακών τίτλων αξίας € 2,1 δισ. ενώ από τις 8 Ιουνίου 2016 έχει συνολικά αγοράσει € 70,4 δισ.
Στην Ελληνική αγορά ομολόγων, το εύρος τιμών (αγορά) του 10ετούς ομολόγου λήξης 24 Φεβρ. 2027 διαμορφωνόταν στις 13 Μαρτίου μεταξύ 75,80-76,17 ήτοι απόδοση 7,17%-7,24%. Υπενθυμίζεται ότι στις 10.6.2014 το 10ετές ομόλογο είχε καταγράψει χαμηλό αποδόσεως 5,475% και στις 8.7.2015 υψηλό αποδόσεως 19,27%.
Η διαφορά απόδοσης μεταξύ του Ελληνικού 10ετούς και Γερμανικού ομολόγου (spread) διατηρήθηκε στις 674 μονάδες βάσης. Παράλληλα, η απόδοση του 10ετούς Γερμανικού ομολόγου, ως σημείο αναφοράς του κόστους δανεισμού της Ζώνης του Ευρώ, ανήλθε στο 0,45% (Γράφημα 17).
Το 10ετές ομόλογο της Πορτογαλίας στις 13 Μαρτίου κατέγραφε απόδοση 3,97%, της Ισπανίας 1,86% και της Ιταλίας 2,33%.
Η διαφορά απόδοσης του 10ετούς Πορτογαλικού ομολόγου σε σχέση με την αντίστοιχη του Γερμανικού, υποχώρησε σε εβδομαδιαία βάση στις 352 μ.β. ενώ του 10ετούς Ιταλικού ομολόγου ανήλθες στις 188 μ.β. ( Πίνακας 2). Στις ΗΠΑ, η απόδοση του 10-ετούς ομολόγου διαμορφωνόταν στο 2,59% στις 13 Μαρτίου 2017.
Τα διαγράμματα της έκθεσης:
Η αύξηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας εκτιμάται ότι θα είναι περιορισμένη στα επόμενα έτη, καθώς φαίνεται ότι η ευαισθησία των αμοιβών στις μεταβολές του ποσοστού ανεργίας είναι πλέον χαμηλή δεδομένου:
(α) του μεγάλου ύψους του μη μισθολογικού κόστους μετά την αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών
(β) της αύξησης του αριθμού των συμβάσεων μερικής απασχόλησης σε σχέση με εκείνες πλήρους απασχόλησης και
(γ) του αργού ρυθμού ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας εξαιτίας του αποδυναμωμένου κεφαλαιουχικού και μηχανολογικού εξοπλισμού της χώρας μετά από σειρά ετών αποεπένδυσης.
Έτσι, παρά την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας από το 2013 και μετά, το μισθολογικό κόστος συνέχισε τη φθίνουσα πορεία του μέχρι και το 2015.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά αύξηση της αμοιβής εξαρτημένης εργασίας κατά 1,0% και 2,0% το 2017 και 2018 αντίστοιχα.
Η Αγορά Εργασίας το 2016
Όπως φαίνεται στο Γράφημα 5, ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε για τρίτο συνεχές έτος κατά 75 χιλ άτομα το 2016 (2,1%), ενώ παράλληλα, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 6,1%, έναντι 6% το 2015.
Επίσης, το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε ελαφρά στο 45,6% το 2016, από 44,5% το 2015, εξέλιξη που αποδίδεται στην αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων και τη μείωση του μη ενεργού πληθυσμού.
Η αύξηση της απασχόλησης το 2016 στήριξε σε κάποιο βαθμό και την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών αν και παραμένει υποτονική (αύξηση ιδιωτικής κατανάλωσης 1,4% το 2016), παρά το επιπλέον φορολογικό βάρος που επωμίσθηκαν.
Με βάση τα μηνιαία στοιχεία, παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης του αριθμού των ανέργων από τον Σεπτέμβριο του 2016 (Δεκ. 2016: -5,2% σε ετήσια βάση, Σεπ.2016: -7,0% σε ετήσια βάση), ενώ και το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στο 23,1% από τον Σεπτέμβριο μέχρι και το τέλος του προηγούμενου έτους.
Η αδυναμία περαιτέρω μείωσης του ποσοστού ανεργίας στο τέταρτο τρίμηνο του 2016 συνδέεται με την μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 1,1% σε ετήσια βάση.
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα συνδέονται σε μεγάλο βαθμό και με την αβεβαιότητα που επικρατεί.
Οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις δυσχεραίνουν τις εκτιμήσεις των καταναλωτών για την εξέλιξη της ανεργίας στο επόμενο 12-μηνο και τις προοπτικές απασχόλησης από την πλευρά των επιχειρηματιών για το επόμενο τρίμηνο.
Όπως φαίνεται στο Γράφημα 6, από την αρχή του έτους υπάρχει επιδείνωση αυτών των προοπτικών, με εξαίρεση την βελτίωση στον κλάδο της βιομηχανίας.
Όσον αφορά στις προοπτικές της αγοράς εργασίας από το 2017, προβλέπεται σταδιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας στο 20,3% το 2018, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ μέσω προσέλκυσης επενδύσεων θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη πτώση της ανεργίας.
Εθνικός Γενικός και Δομικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή Φεβρουάριος 2017
O εθνικός δείκτης τιμών καταναλωτή σημείωσε αύξηση 1,3% τον Φεβρουάριο του 2017, από 1,2% τον Ιανουάριο του 2017 και συνεχίζει να επηρεάζεται από τις αυξητικές, σε ετήσια βάση, τιμές της ενέργειας αλλά και την αύξηση της φορολογίας σε κατηγορίες προϊόντων.
Ειδικότερα, η επίπτωση του ενεργειακού κόστους στον δείκτη τιμών του καταναλωτή υπολογίζεται σε 2,6 εκατοστιαίες μονάδες τον Φεβρουάριο 2017.
Ο δομικός πληθωρισμός δηλαδή ο πληθωρισμός εξαιρουμένων των καυσίμων και των μη επεξεργασμένων φρούτων και λαχανικών παραμένει αρνητικός και μάλιστα επιδεινώθηκε στο -0,7%, από -0,6% τον Φεβρουάριο του 2017, αντανακλώντας την αδύναμη εγχώρια ζήτηση.
Η Βιομηχανική Παραγωγή τον Ιανουάριο 2017: Σημαντική αύξηση κατέγραψε ο Γενικός Δείκτης της Βιομηχανίας αυξήθηκε κατά 7,2% τον Ιανουάριο 2017, σε ετήσια βάση, έναντι μικρότερης αύξησης κατά 4,1% τον αντίστοιχο μήνα του 2016.
Τούτο οφείλεται στην αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος κατά 28,6% τον Ιανουάριο του 2017 από μικρότερη αύξηση 6,7% τον αντίστοιχο μήνα του 2016.
Η μεγάλη αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος τον Ιανουάριο σχετίζεται με την αυξημένη ζήτηση για ενέργεια ως αποτέλεσμα των κακών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στην αρχή του έτους τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά, η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε μεν τον Ιανουάριο του 2017, αλλά με μικρότερο ρυθμό έναντι του Ιανουαρίου 2016 ήτοι 1,1%, από 5,0%.
Ειδικότερα, από τους 24 κλάδους της μεταποίησης μόνο οι 10 σημείωσαν άνοδο, έναντι 13 κλάδων με ανοδική πορεία τον ίδιο μήνα του 2016.
Αξιοσημείωτη πτώση σημείωσαν οι κλάδοι παραγωγής ποτών και καπνού τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους κατά 25,3% και 29,3%, σε ετήσια βάση, από αύξηση κατά 18,6% και 31,3% αντίστοιχα, τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους.
Επίσης μικρή πτώση σημείωσε και ο κλάδος των τροφίμων κατά 3,3% από μικρότερη πτώση κατά 0,9% τον Ιανουάριο του προηγούμενου έτος.
Η πτώση της παραγωγής στον ευρύτερο κλάδο τροφίμων και ποτών τον Ιανουάριο 2017 ενδεχομένως σχετίζεται με την αύξηση των φόρων κατανάλωσης και την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης στα τσιγάρα τα προϊόντα καπνού και τον καφέ αντίστοιχα από 1/1/2017. Σημαντική πτώση παρουσίασαν και οι κλάδοι ένδυσης (-7,8%) και υπόδησης (-25,3%)
Αντίθετα όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 9, τη μεγαλύτερη άνοδο τον Ιανουάριο κατέγραψαν οι κλάδοι της παραγωγής βασικών μετάλλων, ηλεκτρονικών υπολογιστών, μηχανημάτων και μηχανοκίνητων οχημάτων, της βιομηχανίας τσιμέντου, και των φαρμάκων.
Όσον αφορά στις επιχειρηματικές προσδοκίες στη βιομηχανία, σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ (Δελτίο Φεβρουάριου 2017) ο σχετικός δείκτης ενισχύεται οριακά τον Φεβρουάριο στις 91,8 μονάδες, από 90,5 τον περασμένο μήνα.
Επιπλέον, οι θετικές προβλέψεις για την παραγωγή τους επόμενους μήνες βελτιώνονται αισθητά και το ισοζύγιο για τις εκτιμήσεις για τα αποθέματα εμφανίζει τάσεις διόγκωσής τους.
Ιδιωτική Κατασκευαστική Δραστηριότητα το 2016
Το 2016, η ιδιωτική κατασκευαστική δραστηριότητα σε όρους όγκου (χιλ. m3) μειώθηκε κατά 6,9%.
Τούτο οφείλεται κυρίως στην αρνητική επίδοση στο πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους. Ωστόσο, από τον Ιούλιο μέχρι και τον Νοέμβριο παρατηρήθηκε συνεχής άνοδος της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, που αποτυπώνεται στην αυξητική τάση του κινητού μέσου 6 μηνών.
Τον Δεκέμβριο του 2016, ο όγκος των ιδιωτικών οικοδομών που κατασκευάστηκαν μειώθηκε σημαντικά κατά 25,9%, σε ετήσια βάση, ενώ σε όρους αριθμού αδειών αυξήθηκε κατά 1,9%.
Ωστόσο, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων για τις ιδιωτικές κατασκευές τον Φεβρουάριο 2017 επιδεινώθηκαν στις 74 μονάδες από 77,5 μονάδες τον Ιανουάριο 2017, ενώ βελτιώθηκαν ελαφρώς και οι προβλέψεις για την απασχόληση στον κλάδο (-13 από -18 μονάδες).
ΕΚΤ
Η ΕΚΤ, στη συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου, διατήρησε αμετάβλητα τα βασικά της επιτόκια, με το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης να διαμορφώνεται στο 0,00%, το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 0,25% και το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο -0,40%.
Επιπλέον, δεν ανακοινώθηκε καμία αλλαγή στο μέγεθος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (€ 80 δισ. ανά μήνα έως τον Μάρτιο και € 60 δισ. από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του 2017), στον χρονικό ορίζοντα (λήξη: Δεκέμβριος 2017) και στα κριτήρια των τίτλων που γίνονται αποδεκτά.
Στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ σημείωσε ότι, «η οικονομική επέκταση θα συνεχίσει να εντείνεται και να διευρύνεται», με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ανάγκη για περαιτέρω τόνωση της οικονομίας.
Παράλληλα, παρουσιάσθηκαν οι προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της ΖτΕ.
Αισθητά αναθεωρημένες προς τα πάνω ήταν οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό για την περίοδο 2017-2019, έναντι των εκτιμήσεων του Δεκεμβρίου (βλ. Πίνακα 1).
Εντούτοις, η σημαντική ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων οφείλεται κυρίως στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου, ιδίως κατά το 2017. Αντιθέτως, ο δομικός πληθωρισμός (ΔΤΚ εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων) αναμένεται να διαμορφωθεί μόλις στο 1,1% το 2017 και να ανέλθει σταδιακά στο 1,5% το 2018 και στο 1,8% το 2019.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η κλιμάκωση του δομικού πληθωρισμού το 2018 και 2019 θα προέλθει κυρίως από την ενδυνάμωση της οικονομίας που, με τη σειρά της, θα μειώσει το παραγωγικό κενό, ωθώντας προς τα πάνω το κόστος εργασίας.
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για το 2017, αναθεωρήθηκε ελαφρώς και εκτιμάται στο 1,8%, στηριζόμενος στην αναμενόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου, καθώς και στη διατήρηση της εγχώριας ζήτησης σε ικανοποιητικό επίπεδο. Η εγχώρια ζήτηση έχει αποτελέσει την κινητήριο δύναμη της ανάκαμψης από τα μέσα του 2013, στηριζόμενη στη διασταλτική νομισματική πολιτική, ενώ αναμένεται να επωφεληθεί της συνεχιζόμενης βελτίωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας.
Αναφορικά με τους κινδύνους που περιβάλλουν τις προοπτικές ανάπτυξης της ΖτΕ, η ΕΚΤ εκτιμά ότι έχουν υποχωρήσει οι κίνδυνοι που προέρχονται από την ΖτΕ αλλά εξακολουθούν να παραμένουν εξωτερικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.
Αγορές ομολόγων – Η πορεία του προγράμματος QE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης (ΕΚΤ)
Οι αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ (Γράφημα 16) την εβδομάδα μέχρι τις 10 Μαρτίου στο πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), ανήλθαν στα € 1.419,4 δισ. με αποτέλεσμα ο μέσος εβδομαδιαίος όρος από την έναρξη του προγράμματος να υπολογίζεται στα €13,5 δισ.
Παράλληλα, στην ίδια περίοδο, η ΕΚΤ προχώρησε σε αγορές καλυμμένων ομολόγων, αξίας €656 εκατ. και Asset-backed securities αξίας € 257 εκατ. Επίσης, την περασμένη εβδομάδα η ΕΚΤ πραγματοποίησε αγορές εταιρικών και ασφαλιστικών ομολογιακών τίτλων αξίας € 2,1 δισ. ενώ από τις 8 Ιουνίου 2016 έχει συνολικά αγοράσει € 70,4 δισ.
Στην Ελληνική αγορά ομολόγων, το εύρος τιμών (αγορά) του 10ετούς ομολόγου λήξης 24 Φεβρ. 2027 διαμορφωνόταν στις 13 Μαρτίου μεταξύ 75,80-76,17 ήτοι απόδοση 7,17%-7,24%. Υπενθυμίζεται ότι στις 10.6.2014 το 10ετές ομόλογο είχε καταγράψει χαμηλό αποδόσεως 5,475% και στις 8.7.2015 υψηλό αποδόσεως 19,27%.
Η διαφορά απόδοσης μεταξύ του Ελληνικού 10ετούς και Γερμανικού ομολόγου (spread) διατηρήθηκε στις 674 μονάδες βάσης. Παράλληλα, η απόδοση του 10ετούς Γερμανικού ομολόγου, ως σημείο αναφοράς του κόστους δανεισμού της Ζώνης του Ευρώ, ανήλθε στο 0,45% (Γράφημα 17).
Το 10ετές ομόλογο της Πορτογαλίας στις 13 Μαρτίου κατέγραφε απόδοση 3,97%, της Ισπανίας 1,86% και της Ιταλίας 2,33%.
Η διαφορά απόδοσης του 10ετούς Πορτογαλικού ομολόγου σε σχέση με την αντίστοιχη του Γερμανικού, υποχώρησε σε εβδομαδιαία βάση στις 352 μ.β. ενώ του 10ετούς Ιταλικού ομολόγου ανήλθες στις 188 μ.β. ( Πίνακας 2). Στις ΗΠΑ, η απόδοση του 10-ετούς ομολόγου διαμορφωνόταν στο 2,59% στις 13 Μαρτίου 2017.
Τα διαγράμματα της έκθεσης:
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών