Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

DBRS: Επιβεβαιώνει σε «Α» την αξιολόγηση της Ιρλανδίας - Σταθερό το outlook

DBRS: Επιβεβαιώνει σε «Α» την αξιολόγηση της Ιρλανδίας  - Σταθερό το outlook
Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας σε «Α»
Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας σε «Α» (υψηλή), ενώ παράλληλα το outlook παρέμεινε σταθερό, διατηρώντας αμετάβλητη στη ουσία την αξιολόγηση της χώρας.
Η αξιολόγηση αντικατοπτρίζει την άποψη της DBRS ότι ενώ η ιρλανδική οικονομία αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό και το δημόσιο χρέος συνεχίζει να βελτιώνεται, οι εξωτερικές εξελίξεις εξακολουθούν να δημιουργούν κινδύνους.
Το βασικό ΑΕΠ, το οποίο διογκώθηκε από τη δραστηριότητα των πολυεθνικών εταιρειών κατά το γ΄ 3μηνο του 2017, αναμένοταν να αυξηθεί κατά 7,3% το 2017. Εξαιρώντας ορισμένες από τις στρεβλώσεις, η εγχώρια δραστηριότητα εξακολουθεί να είναι ισχυρή και αυξήθηκε κατά 4,9% σε ετήσια βάση το γ΄ 3μηνο του 2017.
Η ισχυρή οικονομία και τα χρόνια που συρρικνώθηκαν οι δαπάνες, μείωσαν το δημοσιονομικό έλλειμμα σε εκτιμώμενο 0,4% του ΑΕΠ το 2017 και μείωσαν το ακαθάριστο δημόσιο χρέος στο 69,9% του ΑΕΠ.
Παρά τα βελτιωμένα στοιχεία, παραμένει σε γενικές γραμμές ασαφές το αποτέλεσμα των πρόσφατων αλλαγών στη φορολογική νομοθεσία των ΗΠΑ ή το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Brexit για την Ιρλανδία.
Η αξιολόγηση Α (υψηλή) υποστηρίζεται από το άνοιγμα της Ιρλανδίας στο εμπόριο και τις επενδύσεις, την ευελιξία στην αγορά εργασία, το νέο και αρκετά μορφωμένο εργατικό δυναμικό και την πρόσβαση της χώρας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η θεσμική δύναμη της χώρας και το ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον της ενθαρρύνουν τις επενδύσεις.
Αυτά τα πιστωτικά βασικά στοιχεία, υποστηρίζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξής της.
Τα πλεονεκτήματα της χώρας αντιμετωπίζουν προκλήσεις , όπως η έκθεση στις εξωτερικές εξελίξεις, οι μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές πιέσεις, το υψηλό δημόσιο χρέος και η ποιότητα ενεργητικού στο τραπεζικό σύστημα.
Σε εναλλακτικούς δείκτες, όπως το χρέος στην πληρωμή τόκων ή το χρέος στα έσοδα, το χρέος της Ιρλανδίας μετράται μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη.
Οι δυνητικές δυσμενείς εξωτερικές εξελίξεις, κυρίως οι προσπάθειες της Ιρλανδίας για το Brexit και η αβεβαιότητα σχετικά με τη φορολογική και εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, θα είναι προκλήσεις που θα έχουν αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας.
Ανεξάρτητα από τη στατιστική πολυπλοκότητα που συνδέεται με την αναθεώρηση του ΑΕΠ το 2016, ένα ευρύ φάσμα δεικτών υποδηλώνει ότι η ιρλανδική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό.
Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα Εθνικά Στοιχεία της Ιρλανδίας, η παραγωγή αυξήθηκε κατά 26% το 2015, η οποία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην φορολόγηση της πνευματικής ιδιοκτησίας σε πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ιρλανδία.
Υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι αυτή η κίνηση δεν αντανακλά πλήρως το ρυθμό της υποκείμενης οικονομικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, η οικονομία έχει επωφεληθεί από την έντονη αύξηση της απασχόλησης και από τις βελτιωμένες επενδύσεις στον τομέα των κατασκευών, λόγω της αυξημένης ζήτησης. Αυτοί οι βασικοί εγχώριοι παράγοντες θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την οικονομία και η DBRS αναμένει αύξηση της τάξης του 3-4% τα επόμενα χρόνια.
Ταυτόχρονα, η Ιρλανδία εκτίθεται σε ενδεχόμενες αρνητικές εξωτερικές εξελίξεις.
Η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι δυνητικά αρνητική για την ιρλανδική οικονομία.
Ανάλογα με την τελική συμφωνία, η Ιρλανδία θα μπορούσε να επηρεαστεί δυσμενώς μέσω εμπορικών και επενδυτικών διαύλων.
Οι συνολικές επιπτώσεις του Brexit στην ιρλανδική οικονομία έχουν μέχρι στιγμής υποχωρήσει και η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων του Brexit που έληξε τον Δεκέμβριο του 2017, φάνηκε να αποκλείει την επιβολή ενός ιστορικά ευαίσθητου σκληρού συνόρου με τη Βόρεια Ιρλανδία.
Ωστόσο, η ένταση και η διάρκεια του «σοκ» από το Brexit, θα καθοριστεί τελικά από τη φύση της συμφωνίας, η οποία παραμένει ασαφής.
Η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι πολυεθνικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ιρλανδία θα ανταποκριθούν στην αλλαγή της εμπορικής και φορολογικής πολιτικής των ΗΠΑ, θέτει έναν δεύτερο εξωτερικό κίνδυνο.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει δείξει προτίμηση στην έξοδο ή την επαναδιαπραγμάτευση των υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών και παραμένει ασαφές ποια θα είναι η μελλοντική μετατόπιση της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ για την ιρλανδική οικονομία.
Επιπλέον, οι αλλαγές που επήλθαν πρόσφατα στη φορολογική πολιτική των ΗΠΑ δημιουργούν ένα απρόβλεπτο περιβάλλον για τη δραστηριότητα των πολυεθνικών εταιρειών.
Τα νέα φορολογικά κίνητρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση των μελλοντικών επενδύσεων στην Ιρλανδία.
Μετά από χρόνια δημοσιονομικής σφικτής πολιτικής, η κατάσταση δείχνει σχεδόν ισορροπημένη.
Η τελευταία πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετρά το έλλειμμα του 2017 στο 0,4% του ΑΕΠ, μια μέτρια βελτίωση από το έλλειμμα 0,7% το 2016 και μια σημαντική βελτίωση στο έλλειμμα 1,9% το 2015.
Η δημοσιονομική πρόοδος αντανακλά τον έλεγχο των δαπανών και τις υπερβολικές επιδόσεις από την είσπραξη φόρων.
Η μετεγκατάσταση από πολυεθνικές στην Ιρλανδία το 2015 οδήγησε σε απότομη αύξηση από εταιρικά έσοδα, γεγονός που συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του ελλείμματος.
Η φορολογία των επιχειρήσεων στην Ιρλανδία αντιπροσωπεύει το 16% των συνολικών φορολογικών εσόδων, από 11% το 2014, και είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη σε μια σειρά μεγάλων εταιρειών.
Αυτό δικαιολογεί κραδασμούς στη φορολογική βάση για τις εταιρείες, εάν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις αποφασίσουν να μετατοπίσουν υπηρεσίες, να μετακινήσουν άυλα περιουσιακά στοιχεία ή να αποκτήσουν κέρδη εκτός της Ιρλανδίας.
Ωστόσο, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Ιρλανδία για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων το σταθερό νομικό και πολιτικό σύστημα, η πρόσβαση στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και το εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης - οι οποίες συμβάλλουν στη μείωση των κινήτρων για τις πολυεθνικές να εγκαταλείψουν την Ιρλανδία και να περιορίσουν τον κίνδυνο που συνδέεται με κινδύνους για τη φορολογική βάση των εταιρειών.
Σύμφωνα με το προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η Ιρλανδία θα μειώσει το διαρθρωτικό της έλλειμμα στο 0,5% του ΑΕΠ το 2018.
Αν και τα δημόσια οικονομικά βελτιώνονται, το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό και ευάλωτο στις δυσμενείς διαταραχές.
Το γενικό δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σε 69,9% το 2017, το οποίο είναι συγκρατημένο σε σύγκριση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Ο λόγος αυτός αναδιαμορφώνεται από τα στοιχεία του ΑΕΠ της Ιρλανδίας.
Το χρέος ως μέρος των συνολικών εσόδων ήταν 285% από το τρίτο τρίμηνο του 2017, μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη.
Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση και η διαχείριση του χρέους της χώρας αντανακλά τους ποιοτικούς θεσμούς και το σταθερό πολιτικό περιβάλλον.
Η Ιρλανδία ακολουθεί πιστά τους Παγκόσμιους Δείκτες Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας και οι κυβερνήσεις κατά την τελευταία δεκαετία έχουν επιδείξει συνέπεια.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2016, ο Fine Gael σχημάτισε μειοψηφική κυβέρνηση μετά την επίτευξη συμφωνίας εμπιστοσύνης με το κόμμα της αντιπολίτευσης Fianna Fáil σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική.
Παρά το γεγονός ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην αναδιάρθρωση του ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος, το υπόλοιπο υψηλό επίπεδο των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων σε όλο το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για τον τομέα.
Η τραπεζική κρίση στην Ιρλανδία άφησε μεγάλο όγκο απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων σε τραπεζικούς ισολογισμούς.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του τραπεζικού τομέα ως μέρος των συνολικών δανείων, τα οποία μειώθηκαν σύμφωνα με το ΔΝΤ από 25,7% το 2013 σε 12,8% από το δεύτερο τρίμηνο του 2017, παραμένουν σαφώς πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ γύρω στο 5%. Παρά το μεγάλο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες είναι κερδοφόρες με υψηλότερα επίπεδα κεφαλαίου και βελτιωμένα προφίλ χρηματοδότησης.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης