Τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν αντιμετωπίστηκαν ακόμη και εάν ακόμη και οι Ευρωπαίο πιστωτές προωθούν το αφήγημα της «καθαρής εξόδου»
Ως «μαγική εικόνα» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η επίτευξη των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από την Ελλάδα, τα οποία είναι, άλλωστε, αποτελέσματα υψηλής φορολόγησης και σχεδόν μηδενικών επενδύσεων.
Ενα, όμως, από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα -για την εποχή μετά το πέρας του μνημονίου και όχι μόνο- είναι ότι οι εταίροι και πιστωτές της δεν κατορθώνουν να συμφωνήσουν σε θέματα που αποτελούν βασικές αρχές της οικονομίας.
Ταυτόχρονα όλοι εμφανίζονται πρόθυμοι να δεχθούν τον όρο «καθαρή έξοδος» για την Ελλάδα, προκειμένου να μην παραδεχθούν δημοσίως ότι και το τρίτο πρόγραμμα στήριξης έχει αποτύχει.
Στα παραπάνω συμπεράσματα, μεταξύ άλλων, καταλήγει ανάλυση του Brookings Institue, την οποία υπογράφει ο Θ. Πελαγίδης και στην οποία εξετάζει το τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα και ποια θα μπορούσε να είναι τα επόμενα βήματα.
Όπως αναφέρει στις 20 Απριλίου 2018 κορυφαία στελέχη των ΔΝΤ, ESM και ΕΚΤ αλλά και ορισμένοι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συναντήθηκαν για να συζητήσουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τη μεταμνημονιακή Ελλάδα (σ.σ: ο αναλυτής αναφέρεται στο περίφημο Washington Group).
Κατόπιν στις 27 Απριλίου, στο Eurogroup που έγινε στη Σόφια, συζητήθηκαν οι κανόνες που θα ισχύουν για την εποπτεία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης και τα επόμενα βήματα στα οποία θα συμμετέχει και ο επίσημος τομέας (OSI).
Σημειώνεται ότι το OSI είναι ένας τεχνικός όρος για τις περιπτώσεις αναδιάρθρωσης χρέους όπου συμμετέχει το δημόσιο.
Πριν, όμως, λάβει κάποιες αποφάσεις τόσο για τη μετά-μνημονιακή εποπτεία όσο και για το OSI, το Eurogroup διαβεβαίωσε τους δανειστές της Ελλάδας ότι πρώτα θα έχουν εκπληρωθεί μία σειρά προαπαιτουμένων τα οποία περιλαμβάνονται στο τρίτο, εν εξελίξει, πρόγραμμα.
Με δεδομένο ότι απομένουν 88 προαπαιτούμενα για να εκπληρωθούν, σίγουρα το πρόγραμμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ολοκληρωμένο και το χρονοδιάγραμμα είναι πολύ σφιχτό.
«Κόντρα» Τσακαλώτου - Τσίπρα για τη μετά-μνημονιακή επιτήρηση
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξή του στις 27 Απριλίου 2018 στους «Financial Times», παραδέχθηκε ότι στη μετά-μνημονιακή περίοδο που ξεκινά για την Ελλάδα στις 20 Αυγούστου 2018 «η εποπτεία από τις αποστολές της Ευρωζώνης θα είναι πιο συχνή από δύο φορές ετησίως, δηλαδή από αυτήν που ισχύει για τις υπόλοιπες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα.
Πιθανώς θα είναι τρεις ή τέσσερις οι ετήσιες αποστολές και όχι δύο».
Με άλλα λόγια, ως αντάλλαγμα για την ελάφρυνση του χρέους, η μετά-μνημονιακή εποπτεία θα είναι ισχυρή και κυρίως θα πραγματοποιείται προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι συνεχίζεται η μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Ο κ. Τσακαλώτος με τις δηλώσεις του δεν εξέφρασε τις ίδιες απόψεις με αυτές που εκφράζει ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μιλά για «καθαρή έξοδο», εννοώντας ότι για την περίοδο μετά τον Αύγουστο του 2018 δεν θα υπάρχουν υποχρεώσεις που θα επιβάλλουν οι δανειστές ή συγκεκριμένες συνθήκες με τις οποίες θα πρέπει να προσαρμοστεί η χώρα και η κυβέρνησή της.
Απαραίτητη μία συμφωνία μεταξύ των δανειστών – Οι επιλογές
Όντως, μία νέα υβριδική συμφωνία από τον ESM, την ΕΚΤ, την Κομισιόν και το ΔΝΤ προκειμένου να επιτηρηθεί η Ελλάδα μετά τον Αύγουστο του 2018 επείγει.
Είναι αναγκαία για να διασφαλίσει ότι είτε η νυν είτε η επόμενη κυβέρνηση (ή κυβερνήσεις) θα συμμορφωθούν με τους κανόνες.
Υπάρχει και κάτι άλλο που είναι βέβαιο: Αυτή τη φορά η φρασεολογία έχει αλλάξει.
Κανείς δεν θέλει να ακούσει ξανά λέξεις όπως «λιτότητα», «μνημόνιο», «νέο πρόγραμμα στήριξης» και επίσης δεν θέλουν να διαβάσουν ένα άρθρο γνώμης στο οποίο θα υποστηρίζεται πώς τα ακριβά προγράμματα καταρρέουν βλάπτοντας τους Ευρωπαίους φορολογούμενους .
Για το επόμενο διάστημα, αυτό το νέο σαιξπηρικό δράμα, περιλαμβάνει δύο εναλλακτικές λύσεις, ο οποίες, όμως, για μία ακόμη φορά θέτουν την Ελλάδα μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης ή μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Το τελευταίο «εφεύρημα» φέρει το όνομα «Γαλλικό κλειδί» και συνδέει τον μελλοντικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με τις δόσεις αποπληρωμής του χρέους.
Το άλλο είναι πιο σκληρό και συνδέει τη σταδιακή ελάφρυνση του χρέους με συγκεκριμένα μέτρα, δηλαδή με περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
Όλα δείχνουν ότι η δεύτερη επιλογή είναι η πιο πιθανή (σ.σ.: ελάφρυνση αλλά με εποπτεία και εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων).
Ευρωεκλογές – ΔΝΤ και ΣΥΡΙΖΑ
Την ίδια ώρα το ΔΝΤ πιέζει για πιο εμπροσθοβαρή και μη συμβατική ελάφρυνση χρέους, καθώς αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τόσο την πρόταση Κομισιόν-Γαλλίας όσο και την πρόταση Γερμανίας-Ολλανδίας για ελάφρυνση χρέους υπό προϋποθέσεις.
Αυτή τη φορά, όμως, πρέπει να βρεθεί μία λύση ώστε όλοι να είναι έως ένα βαθμό ευχαριστημένοι και αυτό θα πρέπει να συμβεί για τρεις λόγους:
- Οι Ευρωεκλογές γίνονται τον Μάιο του 2019 και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θέλουν να διαβεβαιώσουν τους ψηφοφόρους ότι το ελληνικό πρόγραμμα πέτυχε.
- Η ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να δείξει στους ψηφοφόρους ότι η έξοδος στις αγορές είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί –δηλαδή να υπάρξει «καθαρή έξοδος»- και ότι έχει φθάσει η ώρα η Ελλάδα να αφήσει πίσω της τη λιτότητα (μάλιστα η κυβέρνηση προετοιμάζει ένα… πάρτι στην Πλατεία Συντάγματος, προκειμένου να γιορτάσει την «έξοδο στις αγορές», σε μία απόδειξη ότι ο λαϊκισμός στην Ελλάδα έχει και χιούμορ).
- Το ΔΝΤ θέλει να πείσει την υφήλιο ότι πάντα θα μπορεί να διαδραματίζει έναν εποικοδομητικό και κρίσιμο ρόλο, έστω και ως «παρατηρητής».
Η έξοδος στις αγορές και η εικόνα της οικονομίας
Η επιλογή μίας προληπτικής πιστωτικής γραμμής για τη χώρα έχει, πλέον, αποκλειστεί εντελώς.
Άλλωστε για να εγκριθεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε να «περάσει» από αρκετά εθνικά κοινοβούλια χωρών της Ευρωζώνης, κάτι που επί του παρόντος μοιάζει απίθανο.
Θα έμοιαζε, επίσης, ως παραδοχή ότι και το τρίτο πρόγραμμα στήριξης απέτυχε.
Είναι δεδομένο ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι επιθυμούν να υπάρξουν κινήσεις μίας καθαρής εξόδου, αλλά ακόμη αναζητείται είναι να βρεθεί εκείνη η μαγική φόρμουλα προκειμένου να γεφυρωθούν οι διαφορές μεταξύ των πιστωτών, σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες παραμέτρους.
Αυτές οι διαφορές αφορούν συμφωνία για τον ρυθμό ανάπτυξης (σε μακροχρόνιο ορίζοντα) και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, παράμετροι που θα καθορίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Είναι μέγιστης σημασίας η συμφωνία να στείλει το μήνυμα στις αγορές ότι το επίπεδο της ελάφρυνσης του χρέους θα είναι τέτοιο ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να δανειστεί με λογικά επιτόκια, τα οποία δεν θα της δημιουργήσουν νέα προβλήματα με το χρέος της μελλοντικά.
Οι προοπτικές της οικονομίας
Στην τελευταία έκθεσή του World Economic Outlook το ΔΝΤ υποβάθμισε την εκτίμηση για την ανάπτυξη της Ελλάδας.
Αναμένει, πλέον, ρυθμό ανάπτυξης 2% για το 2018 (από 2,6% πριν).
Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα φθάσει στο 0,7% το 2018, από 1,3% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.
Οι εκτιμήσεις για τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης έως το 2022 είναι κοντά στο 2%.
Είναι ολοφάνερο ότι η ελληνική οικονομία, παρά τα δέκα χρόνια ύφεσης, δεν μπορεί να αναπτυχθεί με ικανοποιητικό ρυθμό.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα αναιμικοί και σίγουρα δεν είναι ικανοποιητικοί για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερα εισοδήματα και να καταστήσουν, μακροπρόθεσμα, βιώσιμο το χρέος.
Την προηγούμενη εβδομάδα ο Paul Thomsen, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ, παραδέχθηκε ότι η υπέρ-φορολόγηση έχει πλήξει την ανάπτυξη.
Την ίδια ώρα, όμως, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Christine Lagarde υποστήριξε ότι οι δημόσιες δαπάνες έχουν μειωθεί δραματικά προκειμένου να επιτευχθούν (και να ξεπεραστούν) οι στόχοι του προγράμματος.
Μάλιστα υποστήριξε ότι γι’ αυτό δεν είναι υπεύθυνο το ΔΝΤ, αλλά αποτέλεσε επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης.
Τελικά, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, πώς γίνεται η Ελλάδα να ήταν υπό ισχυρή εποπτεία για τρία χρόνια και ταυτόχρονα η ελληνική κυβέρνηση να απολαμβάνει και κάποια ελευθερία στη δημοσιονομική πολιτική (η οποία, βέβαια, για μία ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση παραμένει λιτότητα).
Ας μην ξεχνά κανείς ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 και το 2017 εκτινάχθηκαν στο 4% και στο 4,2% αντίστοιχα, εξαιτίας των δυσβάσταχτων φόρων και της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών.
Επιπρόσθετα το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας για το διάστημα Ιανουάριος – Μάρτιος 2018 ήταν 2,3 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 1,2 δισ. ευρώ άνω των εκτιμήσεων, εξαιτίας, κατά ένα μέρος, των χαμηλότερων δημόσιων δαπανών.
Όμως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων τον Φεβρουάριο 2018 αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ.
Αυτό μας οδηγεί στην καρδιά του προβλήματος που θεσμοί και πιστωτές μοιάζουν (ή προσποιούνται) ότι αγνοούν: τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα οδηγούν σε χρεοκοπία την ιδιωτική οικονομία και πλήττουν τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ύψους δύο δις. ευρώ το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2018, ενισχύει περαιτέρω την παραπάνω άποψη.
Οι επενδύσεις είναι εξαιρετικά χαμηλές –μόλις στο 11% του ΑΕΠ- και μάλιστα οι χαμηλότερες στην Ευρωζώνη.
Αποτέλεσμα είναι η παραγωγικότητα να επιδεινώνεται.
Αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι ίσως περισσότερο «οικονομική διαχείριση» για το προφίλ του χρέους.
Πιο σημαντικό είναι κάποιος να εξετάσει τη βάρος χρέους μπορεί η χώρα να αντέξει, με δεδομένη την κατάστασή της, λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα για νέες επενδύσεις.
Επίσης κανείς δεν μιλά για το βάρος που έχουν σηκώσει οι φορολογούμενοι αλλά και για το ποιες είναι οι επενδυτικές προοπτικές της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκ νέου, η Ελλάδα είναι μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης καθώς ταλαιπωρείται από αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι είτε θα απενεργοποιήσουν είτε θα διαγράψουν τα πρόσκαιρα οφέλη από την αναδιάρθρωση του χρέους της.
Για να υπάρξει μία πραγματικά καθαρή έξοδος, τότε θα πρέπει να ληφθούν πραγματικά μέτρα μείωσης της υψηλής φορολογίας και της από-επένδυσης, οι οποίες πλήττουν την πραγματική οικονομία προκειμένου να επιτευχθούν μη ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα στο 4,2% του ΑΕΠ.
Όμως αυτά τα μέτρα δεν έχουν την στήριξη των βασικών πρωταγωνιστών της Ευρωζώνης, όπως απέδειξε και ένα tweet του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Valdis Dobrovskis στις 23 Απριλίου 2018.
Για να καταλήξουμε ένα χρέος καθίσταται βιώσιμο μόνο όταν η ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ είναι ισχυρή.
Αυτό επιτυγχάνεται με υψηλό ρυθμό επενδύσεων και χαμηλή φορολόγηση.
Μόνο εάν ισχύουν τα παραπάνω τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι μία φυσιολογική συνέπεια της ανάπτυξης.
Πρόκειται για απλά οικονομικά.
www.bankingnews.gr
Ενα, όμως, από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα -για την εποχή μετά το πέρας του μνημονίου και όχι μόνο- είναι ότι οι εταίροι και πιστωτές της δεν κατορθώνουν να συμφωνήσουν σε θέματα που αποτελούν βασικές αρχές της οικονομίας.
Ταυτόχρονα όλοι εμφανίζονται πρόθυμοι να δεχθούν τον όρο «καθαρή έξοδος» για την Ελλάδα, προκειμένου να μην παραδεχθούν δημοσίως ότι και το τρίτο πρόγραμμα στήριξης έχει αποτύχει.
Στα παραπάνω συμπεράσματα, μεταξύ άλλων, καταλήγει ανάλυση του Brookings Institue, την οποία υπογράφει ο Θ. Πελαγίδης και στην οποία εξετάζει το τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα και ποια θα μπορούσε να είναι τα επόμενα βήματα.
Όπως αναφέρει στις 20 Απριλίου 2018 κορυφαία στελέχη των ΔΝΤ, ESM και ΕΚΤ αλλά και ορισμένοι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συναντήθηκαν για να συζητήσουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τη μεταμνημονιακή Ελλάδα (σ.σ: ο αναλυτής αναφέρεται στο περίφημο Washington Group).
Κατόπιν στις 27 Απριλίου, στο Eurogroup που έγινε στη Σόφια, συζητήθηκαν οι κανόνες που θα ισχύουν για την εποπτεία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης και τα επόμενα βήματα στα οποία θα συμμετέχει και ο επίσημος τομέας (OSI).
Σημειώνεται ότι το OSI είναι ένας τεχνικός όρος για τις περιπτώσεις αναδιάρθρωσης χρέους όπου συμμετέχει το δημόσιο.
Πριν, όμως, λάβει κάποιες αποφάσεις τόσο για τη μετά-μνημονιακή εποπτεία όσο και για το OSI, το Eurogroup διαβεβαίωσε τους δανειστές της Ελλάδας ότι πρώτα θα έχουν εκπληρωθεί μία σειρά προαπαιτουμένων τα οποία περιλαμβάνονται στο τρίτο, εν εξελίξει, πρόγραμμα.
Με δεδομένο ότι απομένουν 88 προαπαιτούμενα για να εκπληρωθούν, σίγουρα το πρόγραμμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ολοκληρωμένο και το χρονοδιάγραμμα είναι πολύ σφιχτό.
«Κόντρα» Τσακαλώτου - Τσίπρα για τη μετά-μνημονιακή επιτήρηση
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξή του στις 27 Απριλίου 2018 στους «Financial Times», παραδέχθηκε ότι στη μετά-μνημονιακή περίοδο που ξεκινά για την Ελλάδα στις 20 Αυγούστου 2018 «η εποπτεία από τις αποστολές της Ευρωζώνης θα είναι πιο συχνή από δύο φορές ετησίως, δηλαδή από αυτήν που ισχύει για τις υπόλοιπες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα.
Πιθανώς θα είναι τρεις ή τέσσερις οι ετήσιες αποστολές και όχι δύο».
Με άλλα λόγια, ως αντάλλαγμα για την ελάφρυνση του χρέους, η μετά-μνημονιακή εποπτεία θα είναι ισχυρή και κυρίως θα πραγματοποιείται προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι συνεχίζεται η μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Ο κ. Τσακαλώτος με τις δηλώσεις του δεν εξέφρασε τις ίδιες απόψεις με αυτές που εκφράζει ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μιλά για «καθαρή έξοδο», εννοώντας ότι για την περίοδο μετά τον Αύγουστο του 2018 δεν θα υπάρχουν υποχρεώσεις που θα επιβάλλουν οι δανειστές ή συγκεκριμένες συνθήκες με τις οποίες θα πρέπει να προσαρμοστεί η χώρα και η κυβέρνησή της.
Απαραίτητη μία συμφωνία μεταξύ των δανειστών – Οι επιλογές
Όντως, μία νέα υβριδική συμφωνία από τον ESM, την ΕΚΤ, την Κομισιόν και το ΔΝΤ προκειμένου να επιτηρηθεί η Ελλάδα μετά τον Αύγουστο του 2018 επείγει.
Είναι αναγκαία για να διασφαλίσει ότι είτε η νυν είτε η επόμενη κυβέρνηση (ή κυβερνήσεις) θα συμμορφωθούν με τους κανόνες.
Υπάρχει και κάτι άλλο που είναι βέβαιο: Αυτή τη φορά η φρασεολογία έχει αλλάξει.
Κανείς δεν θέλει να ακούσει ξανά λέξεις όπως «λιτότητα», «μνημόνιο», «νέο πρόγραμμα στήριξης» και επίσης δεν θέλουν να διαβάσουν ένα άρθρο γνώμης στο οποίο θα υποστηρίζεται πώς τα ακριβά προγράμματα καταρρέουν βλάπτοντας τους Ευρωπαίους φορολογούμενους .
Για το επόμενο διάστημα, αυτό το νέο σαιξπηρικό δράμα, περιλαμβάνει δύο εναλλακτικές λύσεις, ο οποίες, όμως, για μία ακόμη φορά θέτουν την Ελλάδα μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης ή μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Το τελευταίο «εφεύρημα» φέρει το όνομα «Γαλλικό κλειδί» και συνδέει τον μελλοντικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με τις δόσεις αποπληρωμής του χρέους.
Το άλλο είναι πιο σκληρό και συνδέει τη σταδιακή ελάφρυνση του χρέους με συγκεκριμένα μέτρα, δηλαδή με περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
Όλα δείχνουν ότι η δεύτερη επιλογή είναι η πιο πιθανή (σ.σ.: ελάφρυνση αλλά με εποπτεία και εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων).
Ευρωεκλογές – ΔΝΤ και ΣΥΡΙΖΑ
Την ίδια ώρα το ΔΝΤ πιέζει για πιο εμπροσθοβαρή και μη συμβατική ελάφρυνση χρέους, καθώς αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τόσο την πρόταση Κομισιόν-Γαλλίας όσο και την πρόταση Γερμανίας-Ολλανδίας για ελάφρυνση χρέους υπό προϋποθέσεις.
Αυτή τη φορά, όμως, πρέπει να βρεθεί μία λύση ώστε όλοι να είναι έως ένα βαθμό ευχαριστημένοι και αυτό θα πρέπει να συμβεί για τρεις λόγους:
- Οι Ευρωεκλογές γίνονται τον Μάιο του 2019 και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θέλουν να διαβεβαιώσουν τους ψηφοφόρους ότι το ελληνικό πρόγραμμα πέτυχε.
- Η ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να δείξει στους ψηφοφόρους ότι η έξοδος στις αγορές είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί –δηλαδή να υπάρξει «καθαρή έξοδος»- και ότι έχει φθάσει η ώρα η Ελλάδα να αφήσει πίσω της τη λιτότητα (μάλιστα η κυβέρνηση προετοιμάζει ένα… πάρτι στην Πλατεία Συντάγματος, προκειμένου να γιορτάσει την «έξοδο στις αγορές», σε μία απόδειξη ότι ο λαϊκισμός στην Ελλάδα έχει και χιούμορ).
- Το ΔΝΤ θέλει να πείσει την υφήλιο ότι πάντα θα μπορεί να διαδραματίζει έναν εποικοδομητικό και κρίσιμο ρόλο, έστω και ως «παρατηρητής».
Η έξοδος στις αγορές και η εικόνα της οικονομίας
Η επιλογή μίας προληπτικής πιστωτικής γραμμής για τη χώρα έχει, πλέον, αποκλειστεί εντελώς.
Άλλωστε για να εγκριθεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε να «περάσει» από αρκετά εθνικά κοινοβούλια χωρών της Ευρωζώνης, κάτι που επί του παρόντος μοιάζει απίθανο.
Θα έμοιαζε, επίσης, ως παραδοχή ότι και το τρίτο πρόγραμμα στήριξης απέτυχε.
Είναι δεδομένο ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι επιθυμούν να υπάρξουν κινήσεις μίας καθαρής εξόδου, αλλά ακόμη αναζητείται είναι να βρεθεί εκείνη η μαγική φόρμουλα προκειμένου να γεφυρωθούν οι διαφορές μεταξύ των πιστωτών, σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες παραμέτρους.
Αυτές οι διαφορές αφορούν συμφωνία για τον ρυθμό ανάπτυξης (σε μακροχρόνιο ορίζοντα) και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, παράμετροι που θα καθορίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Είναι μέγιστης σημασίας η συμφωνία να στείλει το μήνυμα στις αγορές ότι το επίπεδο της ελάφρυνσης του χρέους θα είναι τέτοιο ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να δανειστεί με λογικά επιτόκια, τα οποία δεν θα της δημιουργήσουν νέα προβλήματα με το χρέος της μελλοντικά.
Οι προοπτικές της οικονομίας
Στην τελευταία έκθεσή του World Economic Outlook το ΔΝΤ υποβάθμισε την εκτίμηση για την ανάπτυξη της Ελλάδας.
Αναμένει, πλέον, ρυθμό ανάπτυξης 2% για το 2018 (από 2,6% πριν).
Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα φθάσει στο 0,7% το 2018, από 1,3% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.
Οι εκτιμήσεις για τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης έως το 2022 είναι κοντά στο 2%.
Είναι ολοφάνερο ότι η ελληνική οικονομία, παρά τα δέκα χρόνια ύφεσης, δεν μπορεί να αναπτυχθεί με ικανοποιητικό ρυθμό.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα αναιμικοί και σίγουρα δεν είναι ικανοποιητικοί για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερα εισοδήματα και να καταστήσουν, μακροπρόθεσμα, βιώσιμο το χρέος.
Την προηγούμενη εβδομάδα ο Paul Thomsen, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ, παραδέχθηκε ότι η υπέρ-φορολόγηση έχει πλήξει την ανάπτυξη.
Την ίδια ώρα, όμως, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Christine Lagarde υποστήριξε ότι οι δημόσιες δαπάνες έχουν μειωθεί δραματικά προκειμένου να επιτευχθούν (και να ξεπεραστούν) οι στόχοι του προγράμματος.
Μάλιστα υποστήριξε ότι γι’ αυτό δεν είναι υπεύθυνο το ΔΝΤ, αλλά αποτέλεσε επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης.
Τελικά, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, πώς γίνεται η Ελλάδα να ήταν υπό ισχυρή εποπτεία για τρία χρόνια και ταυτόχρονα η ελληνική κυβέρνηση να απολαμβάνει και κάποια ελευθερία στη δημοσιονομική πολιτική (η οποία, βέβαια, για μία ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση παραμένει λιτότητα).
Ας μην ξεχνά κανείς ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 και το 2017 εκτινάχθηκαν στο 4% και στο 4,2% αντίστοιχα, εξαιτίας των δυσβάσταχτων φόρων και της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών.
Επιπρόσθετα το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας για το διάστημα Ιανουάριος – Μάρτιος 2018 ήταν 2,3 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 1,2 δισ. ευρώ άνω των εκτιμήσεων, εξαιτίας, κατά ένα μέρος, των χαμηλότερων δημόσιων δαπανών.
Όμως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων τον Φεβρουάριο 2018 αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ.
Αυτό μας οδηγεί στην καρδιά του προβλήματος που θεσμοί και πιστωτές μοιάζουν (ή προσποιούνται) ότι αγνοούν: τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα οδηγούν σε χρεοκοπία την ιδιωτική οικονομία και πλήττουν τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ύψους δύο δις. ευρώ το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2018, ενισχύει περαιτέρω την παραπάνω άποψη.
Οι επενδύσεις είναι εξαιρετικά χαμηλές –μόλις στο 11% του ΑΕΠ- και μάλιστα οι χαμηλότερες στην Ευρωζώνη.
Αποτέλεσμα είναι η παραγωγικότητα να επιδεινώνεται.
Αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι ίσως περισσότερο «οικονομική διαχείριση» για το προφίλ του χρέους.
Πιο σημαντικό είναι κάποιος να εξετάσει τη βάρος χρέους μπορεί η χώρα να αντέξει, με δεδομένη την κατάστασή της, λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα για νέες επενδύσεις.
Επίσης κανείς δεν μιλά για το βάρος που έχουν σηκώσει οι φορολογούμενοι αλλά και για το ποιες είναι οι επενδυτικές προοπτικές της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκ νέου, η Ελλάδα είναι μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης καθώς ταλαιπωρείται από αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι είτε θα απενεργοποιήσουν είτε θα διαγράψουν τα πρόσκαιρα οφέλη από την αναδιάρθρωση του χρέους της.
Για να υπάρξει μία πραγματικά καθαρή έξοδος, τότε θα πρέπει να ληφθούν πραγματικά μέτρα μείωσης της υψηλής φορολογίας και της από-επένδυσης, οι οποίες πλήττουν την πραγματική οικονομία προκειμένου να επιτευχθούν μη ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα στο 4,2% του ΑΕΠ.
Όμως αυτά τα μέτρα δεν έχουν την στήριξη των βασικών πρωταγωνιστών της Ευρωζώνης, όπως απέδειξε και ένα tweet του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Valdis Dobrovskis στις 23 Απριλίου 2018.
Για να καταλήξουμε ένα χρέος καθίσταται βιώσιμο μόνο όταν η ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ είναι ισχυρή.
Αυτό επιτυγχάνεται με υψηλό ρυθμό επενδύσεων και χαμηλή φορολόγηση.
Μόνο εάν ισχύουν τα παραπάνω τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι μία φυσιολογική συνέπεια της ανάπτυξης.
Πρόκειται για απλά οικονομικά.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών