Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αγνοούν πως δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι το άθροισμα των κρατικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων έχει επίδραση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, σημειώνει το Ινστιτούτο
Πιο εύθραυστα παρά ποτέ θα είναι τα θεμέλια του ευρώ χωρίς την απαιτούμενη πολιτική συνοχή, εκτιμά το Ινστιτούτο Bruegel σε ανάλυσή του για την ανάγκη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης και τις προσπάθειες και προτάσεις, που κατατίθενται κυρίως από τη Γαλλία.
Η ευημερία των πολιτών θα εξαρτηθεί από το εάν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, μαζί με τις αρχές των κρατών - μελών θα παράσχουν ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά. Ωστόσο, η συζήτηση για τα θέματα αυτά είναι συχνά επιφανειακή. Η παροχή προστασίας των συνόρων, η χρηματοδότηση της μετανάστευσης, ο τρόπος διαχωρισμού των εθνικών και ευρωπαϊκών δεξιοτήτων ή η προώθηση της ενιαίας αγοράς είναι θέματα που συχνά στερούνται μίας αντίληψης εκπορευόμενης μίας ηγετικής μορφής, σημειώνει.
«Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τέτοια δημόσια αγαθά δεν συνδέονται άμεσα με το ευρώ.
Ωστόσο, η πολιτική συνοχή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτά. Και χωρίς πολιτική συνοχή, τα θεμέλια του ευρώ θα είναι πιο εύθραυστα από ποτέ», αναφέρει το Bruegel.
Επιπλέον, τα δημόσια αγαθά συχνά διαδραματίζουν ρόλο στη μακροοικονομική σταθεροποίηση και ο διάλογος θα πρέπει να στραφεί στο σημείο αυτό, συνεχίζει το Ινστιτούτο.
Σε άλλο σημείο εκτιμά, πως ένας από τους βασικούς λόγους για τις μη ικανοποιητικές μακροοικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης είναι η αδυναμία της να εφαρμόσει μια λογική δημοσιονομική πολιτική για τη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της.
Είναι ευρέως αποδεκτό στα τυποποιημένα μακροοικονομικά μοντέλα ότι όταν η νομισματική πολιτική πλήττει το μηδενικό κατώτατο όριο, ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής καθίσταται πιο σημαντικός για την εξασφάλιση της κατάλληλης μακροοικονομικής σταθεροποίησης.
Χωρίς κατάλληλη μακροοικονομική πολιτική, οι υφέσεις θα είναι βαθύτερες από ό, τι είναι αναγκαίες, η ανεργία θα είναι υψηλότερη και οι επιπτώσεις υστέρησης στις αγορές εργασίας μπορεί να μειώσουν το αναπτυξιακό δυναμικό για πολλά επόμενα χρόνια.
Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αγνοούν αυτό το ζήτημα και δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι το άθροισμα των κρατικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων έχει επίδραση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
«Διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ έχουν επανειλημμένα ζητήσει από τις ισχυρότερες χώρες να συμβάλουν περισσότερο στη δημοσιονομική σταθεροποίηση κατά τα έτη ύφεσης», αναφέρει το Bruegel.
Παρατηρεί, εξάλλου πως μία από τις βασικές αδυναμίες της Ευρωζώνης είναι το γεγονός των σημαντικών αποκλίσεων στους μισθούς στα κράτη – μέλη.
Οι αποκλίσεις του παρελθόντος στις μικρότερες χώρες της ζώνης του Ευρώ αντιμετωπίστηκαν καθώς προσαρμόστηκαν με την ένταξή τους. Ωστόσο, οι αποκλίσεις μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας παραμένουν αξιοσημείωτες.
Η προσαρμογή συνεχίζεται, αλλά με χαμηλό ρυθμό πληθωρισμού και αργά.
Ο χαμηλός πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έκανε την σχετική προσαρμογή των τιμών πιο οδυνηρή, αναγκάζοντας ορισμένες χώρες να πλησιάζουν τον αποπληθωρισμό.
Καθώς οι πραγματικοί ρυθμοί αυξάνονται ως αποτέλεσμα, το χρέος αυξάνεται, με περαιτέρω βαρύτητα την οικονομική απόδοση.
Η μείωση του χρέους σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού είναι δύσκολη και επώδυνη.
Η αντιμετώπιση αυτών των σημαντικών αποκλίσεων όσο πιο γρήγορα και με μικρότερο οικονομικό κόστος απαιτεί τολμηρές διαρθρωτικές και μακροοικονομικές πολιτικές σε εθνικό επίπεδο.
Απαιτεί αποδοχή στις συζητήσεις των κρατών - μελών, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, ότι οι εθνικές διαρθρωτικές και μακροοικονομικές πολιτικές έχουν σημασία όχι μόνο για την εγχώρια οικονομία αλλά και για ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Παραμένει βασική προτεραιότητα η Γερμανία να αντιμετωπίσει τις χαμηλές επενδύσεις της, τη Γαλλία, τις υπερβολικά υψηλές και ανεπαρκείς δημόσιες δαπάνες της και την Ιταλία τη χαμηλή της παραγωγικότητα και την αδυναμία των θεσμών της.
Η αποτυχία αντιμετώπισης οποιουδήποτε από αυτά τα ζητήματα θα σημαίνει μια διαρθρωτικά αδύναμη Ευρωζώνη που παραμένει εύθραυστη και ευάλωτη σε περαιτέρω κρίσεις, ανεξάρτητα από το τι επιτυγχάνεται ως συμβιβασμός στον τρόπο αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους.
Σημαντικό τμήμα, επισημαίνει το Bruegel, είναι και εκείνο της τραπεζικής ένωσης για την άμβλυνση της σχέσης μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων χωρίς να προκαλείται χρηματοπιστωτική αστάθεια.
Η εισαγωγή ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων, όταν μειωθεί η έκθεση στο δημόσιο χρέος και αντιμετωπιστούν τα προβλήματα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι επίσης λογική. Ωστόσο, δεν πρέπει να ισχυριστεί κανείς ότι η εισαγωγή μιας τέτοιας ασφαλιστικής δικλείδας αποτελεί σημαντική παραχώρηση από ισχυρότερες προς ασθενέστερες χώρες.
www.bankingnews.gr
Η ευημερία των πολιτών θα εξαρτηθεί από το εάν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, μαζί με τις αρχές των κρατών - μελών θα παράσχουν ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά. Ωστόσο, η συζήτηση για τα θέματα αυτά είναι συχνά επιφανειακή. Η παροχή προστασίας των συνόρων, η χρηματοδότηση της μετανάστευσης, ο τρόπος διαχωρισμού των εθνικών και ευρωπαϊκών δεξιοτήτων ή η προώθηση της ενιαίας αγοράς είναι θέματα που συχνά στερούνται μίας αντίληψης εκπορευόμενης μίας ηγετικής μορφής, σημειώνει.
«Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τέτοια δημόσια αγαθά δεν συνδέονται άμεσα με το ευρώ.
Ωστόσο, η πολιτική συνοχή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτά. Και χωρίς πολιτική συνοχή, τα θεμέλια του ευρώ θα είναι πιο εύθραυστα από ποτέ», αναφέρει το Bruegel.
Επιπλέον, τα δημόσια αγαθά συχνά διαδραματίζουν ρόλο στη μακροοικονομική σταθεροποίηση και ο διάλογος θα πρέπει να στραφεί στο σημείο αυτό, συνεχίζει το Ινστιτούτο.
Σε άλλο σημείο εκτιμά, πως ένας από τους βασικούς λόγους για τις μη ικανοποιητικές μακροοικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης είναι η αδυναμία της να εφαρμόσει μια λογική δημοσιονομική πολιτική για τη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της.
Είναι ευρέως αποδεκτό στα τυποποιημένα μακροοικονομικά μοντέλα ότι όταν η νομισματική πολιτική πλήττει το μηδενικό κατώτατο όριο, ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής καθίσταται πιο σημαντικός για την εξασφάλιση της κατάλληλης μακροοικονομικής σταθεροποίησης.
Χωρίς κατάλληλη μακροοικονομική πολιτική, οι υφέσεις θα είναι βαθύτερες από ό, τι είναι αναγκαίες, η ανεργία θα είναι υψηλότερη και οι επιπτώσεις υστέρησης στις αγορές εργασίας μπορεί να μειώσουν το αναπτυξιακό δυναμικό για πολλά επόμενα χρόνια.
Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αγνοούν αυτό το ζήτημα και δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι το άθροισμα των κρατικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων έχει επίδραση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
«Διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ έχουν επανειλημμένα ζητήσει από τις ισχυρότερες χώρες να συμβάλουν περισσότερο στη δημοσιονομική σταθεροποίηση κατά τα έτη ύφεσης», αναφέρει το Bruegel.
Παρατηρεί, εξάλλου πως μία από τις βασικές αδυναμίες της Ευρωζώνης είναι το γεγονός των σημαντικών αποκλίσεων στους μισθούς στα κράτη – μέλη.
Οι αποκλίσεις του παρελθόντος στις μικρότερες χώρες της ζώνης του Ευρώ αντιμετωπίστηκαν καθώς προσαρμόστηκαν με την ένταξή τους. Ωστόσο, οι αποκλίσεις μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας παραμένουν αξιοσημείωτες.
Η προσαρμογή συνεχίζεται, αλλά με χαμηλό ρυθμό πληθωρισμού και αργά.
Ο χαμηλός πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έκανε την σχετική προσαρμογή των τιμών πιο οδυνηρή, αναγκάζοντας ορισμένες χώρες να πλησιάζουν τον αποπληθωρισμό.
Καθώς οι πραγματικοί ρυθμοί αυξάνονται ως αποτέλεσμα, το χρέος αυξάνεται, με περαιτέρω βαρύτητα την οικονομική απόδοση.
Η μείωση του χρέους σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού είναι δύσκολη και επώδυνη.
Η αντιμετώπιση αυτών των σημαντικών αποκλίσεων όσο πιο γρήγορα και με μικρότερο οικονομικό κόστος απαιτεί τολμηρές διαρθρωτικές και μακροοικονομικές πολιτικές σε εθνικό επίπεδο.
Απαιτεί αποδοχή στις συζητήσεις των κρατών - μελών, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, ότι οι εθνικές διαρθρωτικές και μακροοικονομικές πολιτικές έχουν σημασία όχι μόνο για την εγχώρια οικονομία αλλά και για ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Παραμένει βασική προτεραιότητα η Γερμανία να αντιμετωπίσει τις χαμηλές επενδύσεις της, τη Γαλλία, τις υπερβολικά υψηλές και ανεπαρκείς δημόσιες δαπάνες της και την Ιταλία τη χαμηλή της παραγωγικότητα και την αδυναμία των θεσμών της.
Η αποτυχία αντιμετώπισης οποιουδήποτε από αυτά τα ζητήματα θα σημαίνει μια διαρθρωτικά αδύναμη Ευρωζώνη που παραμένει εύθραυστη και ευάλωτη σε περαιτέρω κρίσεις, ανεξάρτητα από το τι επιτυγχάνεται ως συμβιβασμός στον τρόπο αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους.
Σημαντικό τμήμα, επισημαίνει το Bruegel, είναι και εκείνο της τραπεζικής ένωσης για την άμβλυνση της σχέσης μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων χωρίς να προκαλείται χρηματοπιστωτική αστάθεια.
Η εισαγωγή ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων, όταν μειωθεί η έκθεση στο δημόσιο χρέος και αντιμετωπιστούν τα προβλήματα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι επίσης λογική. Ωστόσο, δεν πρέπει να ισχυριστεί κανείς ότι η εισαγωγή μιας τέτοιας ασφαλιστικής δικλείδας αποτελεί σημαντική παραχώρηση από ισχυρότερες προς ασθενέστερες χώρες.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών