Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα μπορέσει να επιβιώσει σε ασταθή νερά μετά το πρόγραμμα; , σύμφωνα με την Barclays
Μπορεί η Ελλάδα να παραμένει ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά η Barclays είναι μέτρια αισιόδοξη.
Ειδικότερα, στην τελευταία 15σέλιδη ανάλυσή της υπό τον τίτλο "Euro Themes: Contagion - this time is different" (Ευρωπαϊκά θέματα: Μετάδοση - αυτή τη φορά είναι διαφορετικά), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η Barclays επισημαίνει ότι η Ελλάδα ενδέχεται να παραμείνει υπό ενισχυμένη εποπτεία μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έχει εκφράσει καμία πρόθεση για να λάβει προληπτική πιστωτική γραμμή.
Το υψηλό ταμειακό απόθεμα θα πρέπει να είναι αρκετό για την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να καλύψει τις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησής της μέχρι τα τέλη του 2019.
Οποιαδήποτε μελλοντική ελάφρυνση του χρέους θα στοχεύει στην περαιτέρω ελάφρυνση των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης μετά το 2019 και θα μειώσει την καθαρή παρούσα αξία του ανεξόφλητου χρέους και θα παρασχεθεί μόνο υπό τον όρο της ορθής πολιτικής.
Μερικώς αισιόδοξοι για την Ελλάδα
Η Ελλάδα παραμένει ένα από τα αδύναμα σημεία στη ζώνη του ευρώ, αλλά η χώρα έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα έτη της κρίσης.
Το 2017 εμφάνισε θετική ανάπτυξη μετά από χρόνια ύφεσης ή στασιμότητας.
Υπάρχει επίσης ανάκαμψη της εμπιστοσύνης και του οικονομικού κλίματος τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2018 με την προσδοκία της ολοκλήρωσης του ελληνικού προγράμματος και της επιστροφής στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, ενώ και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι χαλαρώνουν σταδιακά.
Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση το α' τρίμηνο του 2018, συντηρώντας την τάση του για πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο.
Επίσης, η δημοσιονομική επίδοση ήταν ισχυρότερη από τους στόχους που προβλέπονται στο πρόγραμμα.
Με την πραγματική ανάπτυξη κοντά στο 2%, ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος φαίνεται ότι είναι εφικτός.
Παράλληλα, η χώρα απέχει λιγότερο από τρεις μήνες για την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης και την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος διάσωσης.
Εάν η Ελλάδα διαχειριστεί σωστά αυτήν την προοπτική, είναι πιθανό οι Ευρωπαίοι εταίροι της και πιστωτές να ξανασυναντηθούν προκειμένου να συζητήσουν περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που θα στοχεύουν στη μείωση της καθαρής παρούσας αξίας (NPV) του δημόσιου χρέους σε βιώσιμα επίπεδα.
Οποιαδήποτε ελάφρυνση του χρέους πιθανότατα να εξαρτάται από την εφαρμογή ορθών πολιτικών και την κάλυψη των υποχρεώσεων στο πλαίσιο επιτήρησης μετά το πρόγραμμα (το δημόσιο χρέος ανερχόταν σε 178,6% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2017).
Αλλά ακόμα και αν είναι σταδιακή και υπό όρους η ελάφρυνση του χρέους, θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη νίκη για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (οι γενικές εκλογές προγραμματίζονται για το Σεπτέμβριο του 2019, αλλά η πιθανότητα πρόωρων εκλογών δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ένα μείγμα επέκτασης των προθεσμιών λήξης, την εξομάλυνση των πληρωμών τόκων και τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ (αντί του 3,5% του ΑΕΠ) μετά το 2020 θα καθόριζε τη δυναμική του χρέους σε μια βιώσιμη πορεία.
Στα αρνητικά όμως, πρώτον, οι τράπεζες θα εξακολουθούν να επηρεάζονται από τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων παρά την ύπαρξη στρατηγικής για τη μείωση των NPLs.
Τα NPEs παραμένουν στο 43% των συνολικών ανοιγμάτων.
Δεύτερον, μετά το πρόγραμμα τον προσεχή Αύγουστο και χωρίς παρακολούθηση άλλου προγράμματος (π.χ. προληπτική πιστωτική γραμμή), το waiver της ΕΚΤ για τους ελληνικούς τίτλους δεν θα επεκταθεί κατά πάσα πιθανότητα, αυξάνοντας έτσι το κούρεμα των τίτλων και μειώνοντας τη ρευστότητα και την κερδοφορία των τραπεζών.
Τρίτον, οι βελτιώσεις στα θεσμικά ζητήματα και τα θέματα διακυβέρνησης έχουν σταματήσει τα τελευταία δύο χρόνια.
Τώρα το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα μπορέσει να επιβιώσει σε ασταθή νερά μετά το πρόγραμμα;
Μέχρι το τέλος του προγράμματος (που αναμένεται για τον Αύγουστο), το ελληνικό ταμείο θα πρέπει να έχει συσσωρεύσει ρευστότητα ύψους 20 δισ. ευρώ, προκειμένου να μην έχει πρόβλημα στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της περιόδου 2018-19.
Εάν δεν το κάνει, η ελληνική κυβέρνηση θα χρειαστεί ένα νέο επίσημο πρόγραμμα χρηματοδότησης μετά τον Αύγουστο του 2018.
Το πιθανότερο σενάριο είναι να παραμείνει υπό στενή παρακολούθηση και ενδεχομένως κάποια πολιτική υπό όρους.
Τέλος, η Barclays δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα ζητήσει προληπτική πίστωση, πιθανότατα διατηρώντας τους ελληνικούς τίτλους εκτός του πεδίου εφαρμογής του PSPP της ΕΚΤ.
www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, στην τελευταία 15σέλιδη ανάλυσή της υπό τον τίτλο "Euro Themes: Contagion - this time is different" (Ευρωπαϊκά θέματα: Μετάδοση - αυτή τη φορά είναι διαφορετικά), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η Barclays επισημαίνει ότι η Ελλάδα ενδέχεται να παραμείνει υπό ενισχυμένη εποπτεία μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έχει εκφράσει καμία πρόθεση για να λάβει προληπτική πιστωτική γραμμή.
Το υψηλό ταμειακό απόθεμα θα πρέπει να είναι αρκετό για την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να καλύψει τις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησής της μέχρι τα τέλη του 2019.
Οποιαδήποτε μελλοντική ελάφρυνση του χρέους θα στοχεύει στην περαιτέρω ελάφρυνση των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης μετά το 2019 και θα μειώσει την καθαρή παρούσα αξία του ανεξόφλητου χρέους και θα παρασχεθεί μόνο υπό τον όρο της ορθής πολιτικής.
Μερικώς αισιόδοξοι για την Ελλάδα
Η Ελλάδα παραμένει ένα από τα αδύναμα σημεία στη ζώνη του ευρώ, αλλά η χώρα έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα έτη της κρίσης.
Το 2017 εμφάνισε θετική ανάπτυξη μετά από χρόνια ύφεσης ή στασιμότητας.
Υπάρχει επίσης ανάκαμψη της εμπιστοσύνης και του οικονομικού κλίματος τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2018 με την προσδοκία της ολοκλήρωσης του ελληνικού προγράμματος και της επιστροφής στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, ενώ και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι χαλαρώνουν σταδιακά.
Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση το α' τρίμηνο του 2018, συντηρώντας την τάση του για πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο.
Επίσης, η δημοσιονομική επίδοση ήταν ισχυρότερη από τους στόχους που προβλέπονται στο πρόγραμμα.
Με την πραγματική ανάπτυξη κοντά στο 2%, ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος φαίνεται ότι είναι εφικτός.
Παράλληλα, η χώρα απέχει λιγότερο από τρεις μήνες για την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης και την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος διάσωσης.
Εάν η Ελλάδα διαχειριστεί σωστά αυτήν την προοπτική, είναι πιθανό οι Ευρωπαίοι εταίροι της και πιστωτές να ξανασυναντηθούν προκειμένου να συζητήσουν περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που θα στοχεύουν στη μείωση της καθαρής παρούσας αξίας (NPV) του δημόσιου χρέους σε βιώσιμα επίπεδα.
Οποιαδήποτε ελάφρυνση του χρέους πιθανότατα να εξαρτάται από την εφαρμογή ορθών πολιτικών και την κάλυψη των υποχρεώσεων στο πλαίσιο επιτήρησης μετά το πρόγραμμα (το δημόσιο χρέος ανερχόταν σε 178,6% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2017).
Αλλά ακόμα και αν είναι σταδιακή και υπό όρους η ελάφρυνση του χρέους, θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη νίκη για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (οι γενικές εκλογές προγραμματίζονται για το Σεπτέμβριο του 2019, αλλά η πιθανότητα πρόωρων εκλογών δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ένα μείγμα επέκτασης των προθεσμιών λήξης, την εξομάλυνση των πληρωμών τόκων και τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ (αντί του 3,5% του ΑΕΠ) μετά το 2020 θα καθόριζε τη δυναμική του χρέους σε μια βιώσιμη πορεία.
Στα αρνητικά όμως, πρώτον, οι τράπεζες θα εξακολουθούν να επηρεάζονται από τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων παρά την ύπαρξη στρατηγικής για τη μείωση των NPLs.
Τα NPEs παραμένουν στο 43% των συνολικών ανοιγμάτων.
Δεύτερον, μετά το πρόγραμμα τον προσεχή Αύγουστο και χωρίς παρακολούθηση άλλου προγράμματος (π.χ. προληπτική πιστωτική γραμμή), το waiver της ΕΚΤ για τους ελληνικούς τίτλους δεν θα επεκταθεί κατά πάσα πιθανότητα, αυξάνοντας έτσι το κούρεμα των τίτλων και μειώνοντας τη ρευστότητα και την κερδοφορία των τραπεζών.
Τρίτον, οι βελτιώσεις στα θεσμικά ζητήματα και τα θέματα διακυβέρνησης έχουν σταματήσει τα τελευταία δύο χρόνια.
Τώρα το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα μπορέσει να επιβιώσει σε ασταθή νερά μετά το πρόγραμμα;
Μέχρι το τέλος του προγράμματος (που αναμένεται για τον Αύγουστο), το ελληνικό ταμείο θα πρέπει να έχει συσσωρεύσει ρευστότητα ύψους 20 δισ. ευρώ, προκειμένου να μην έχει πρόβλημα στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της περιόδου 2018-19.
Εάν δεν το κάνει, η ελληνική κυβέρνηση θα χρειαστεί ένα νέο επίσημο πρόγραμμα χρηματοδότησης μετά τον Αύγουστο του 2018.
Το πιθανότερο σενάριο είναι να παραμείνει υπό στενή παρακολούθηση και ενδεχομένως κάποια πολιτική υπό όρους.
Τέλος, η Barclays δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα ζητήσει προληπτική πίστωση, πιθανότατα διατηρώντας τους ελληνικούς τίτλους εκτός του πεδίου εφαρμογής του PSPP της ΕΚΤ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών