γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
Αισιόδοξη, αλλά με αρκετούς αστερίσκους είναι η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, στο οποίο διαπιστώνει μεν πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά υπογραμμίζει σημεία, από τα οποία «υποβαθμίζεται η μεγάλη προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πράγματι καταβάλλει η χώρα με αξιοσημείωτη μάλιστα επιτυχία, δεδομένου του εξαιρετικά αρνητικού οικονομικού περιβάλλοντος. Αδικούνται οι θυσίες που οι κάτοικοί της υπομένουν με καρτερικότητα για τρίτη συνεχή χρονιά. Υπονομεύεται, τέλος, αυτή η ίδια η βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα με την διαιώνιση της ύφεσης που με αβάσταχτη ελαφρότητα επιβάλλεται σε μία χώρα που, αν και έχει σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες, δεν φαίνεται βραχυπρόθεσμα να μπορεί να αξιοποιήσει εναλλακτικές επιλογές για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας».
Η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην περίοδο 2008-2011, όπως αποδεικνύεται και από τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ (Διάγραμμα 1), ο οποίος σε πρόσφατη μελέτη του όσον αφορά την ανταπόκριση των χωρών του ΟΟΣΑ στη θέσπιση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας στην περίοδο 2008-2011, τοποθετεί την Ελλάδα με διαφορά στην 1η θέση.
Το 2011 ήταν το 2ο συνεχόμενο έτος στο οποίο η Ελλάδα σημείωσε αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή και επίσης σημαντική πρόοδο στους τομείς των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της ενισχύσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της. Στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβερνήσεως, από -4,9% του ΑΕΠ το 2010 και - 10,8% του ΑΕΠ το 2009 μειώθηκε στο -2,4% του ΑΕΠ το 2011 και αναμένεται να διαμορφωθεί σε - 0,5% του ΑΕΠ το 2012. Αυτή η πολύ σημαντική προσαρμογή το 2011 επιτεύχθηκε αποκλειστικά και μόνο λόγω της μεγάλης πτώσης των πρωτογενών δαπανών της γενικής κυβέρνησης στα € 91,2 δις (41,9% του ΑΕΠ) το 2011, από € 101,4 δις (44,6% του ΑΕΠ) το 2010 και παρά την επίσης μεγάλη πτώση των εσόδων της γενικής κυβερνήσεως στα € 86 δις το 2011, από € 89,9 δις το 2010. Η μεγάλη
πτώση των εσόδων της γενικής κυβέρνησης ήταν αποτέλεσμα αφενός των καταλυτικών αστοχιών του φορολογικού νόμου του Απριλίου του 2010 και αφετέρου της εξάρσεως της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής κατά το περασμένο έτος, μέσα σε ένα κλίμα καταποντισμού των προσδοκιών για ανάκαμψη. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του 2011, καθώς και στο πρώτο 2μηνο.΄12, ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα αυξήσεως των εσόδων και μειώσεως των δαπανών της γενικής κυβέρνησης, για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,8% του ΑΕΠ κατά το 2013.
Η ανωτέρω σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή το 2010 και το 2011 συνοδεύτηκε με την λήψη και την εφαρμογή μιας ευρύτατης σειράς δραστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας, αποτέλεσμα των οποίων ήταν σε μεγάλο βαθμό και η προαναφερθείσα τεράστια μείωση των πρωτογενών δαπανών της γενικής κυβέρνησης, από € 111,8 δις το 2009 σε € 91,2 δις το 2011.
Στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν συγκαταλέγονται η εκ βάθρων
μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων και του συστήματος υγείας της χώρας, με ουσιαστική εξυγίανση και εκλογίκευση των παροχών αυτών των συστημάτων, καθώς και η ριζική μεταρρύθμιση του θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου λειτουργίας των αγορών εργασίας και προϊόντων, ιδιαίτερα στις ΔΕΚΟ και τα κλειστά επαγγέλματα. Με αυτές τις μεταρρυθμίσεις έχει ήδη εξασφαλιστεί η εντυπωσιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 15% περίπου στην περίοδο 2010-2012, έναντι της συνεχούς επιδεινώσεως της ανταγωνιστικότητας στην περίοδο 2001-2009.
Όπως ανέφερε και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Λουκάς Παπαδήμος σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής J.-M. Barroso την 1.3.2012, η Ελλάδα μέσα σε δύο χρόνια όχι μόνο κατάφερε να μειώσει το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, αλλά αποκατέστησε κατά το 1/3 την απώλεια ανταγωνιστικότητας που υπέστη η ελληνική οικονομία τα τελευταία δέκα χρόνια.
Η εντυπωσιακή αυτή επίδοση, μαζί με την πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων τα επόμενα χρόνια, μπορεί να συμβάλλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Ελλάδος και των εταίρων της στην Ευρωζώνη.
Μετά την έγκριση από το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2012 του 2ου Πακέτου Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης (ΠΧΕ) της Ελλάδος από τη Ζώνη του Ευρώ και το ΔΝΤ, η Κυβέρνηση προωθεί τις διαδικασίες για την ολοκλήρωση του PSI plus και για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, όπως έχει αποφασιστεί και προβλέπεται στο
Μνημόνιο Οικονομικής Πολιτικής του Φεβρουαρίου 2012 (2ο ΜΟΠ). Θεσμοθετούνται επίσης τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το 2ο ΜΟΠ (αγορά εργασίας, συμπληρωματικός προϋπολογισμός 2012, τομέας υγείας, κλειστά επαγγέλματα, κ.ά.) με στόχο την έγκαιρη ολοκλήρωση του 2ου ΠΧΕ και την οριστική άρση της επώδυνης αβεβαιότητας για το μέλλον που έως σήμερα βαρύνει τη χώρα. Υπάρχουν επίσης κινήσεις τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ανασυγκρότηση τους δημόσιας διοίκησης και, το κυριότερο, για την προώθηση των επενδύσεων του ΕΣΠΑ 2007-2011 που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ, με έγκαιρη απορρόφηση διαθεσίμων κονδυλίων ύψους € 11,5 δις, τα οποία, με κατάλληλη μόχλευση μπορεί να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση επενδύσεων ύψους € 20 δις ή περισσότερο.
Είναι ωστόσο εξαιρετικά αρνητικό για τη χώρα ότι η προαναφερθείσα αξιοσημείωτη μέχρι σήμερα επιτυχία της, στην εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής (παρά το ότι πολλά πρέπει ακόμη να γίνουν, όπως προβλέπεται και από το 2ο ΜΟΠ), είναι εντελώς άγνωστη διεθνώς ακόμη και εντός των συνόρων της χώρας. Φυσιολογικό είναι, επομένως, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει πείσει τους εγχώριους και τους ξένους αναλυτές, και, επομένως, ούτε τις αγορές και τους ίδιους τους πολίτες της ότι υπάρχει διέξοδος από την κρίση και ότι η επάνοδος της χώρας στην ανάπτυξη είναι δυνατή και θα σημειωθεί έγκαιρα, πολύ νωρίτερα από ότι προβλέπουν έως σήμερα οι δανειστές της.
Η προωθούμενη ολοκλήρωση του 2ου ΠΧΣ της Ελλάδος εξασφαλίζει τη δυνατότητά της να στηριχθεί στις δυνάμεις της και στα αναμφισβήτητα συγκριτικά της πλεονεκτήματα για να επανέλθει έγκαιρα στην ανάπτυξη και να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4,5% του ΑΕΠ με την αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης και με την ήδη ουσιαστική βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της.
Είναι επίσης ευκαιρία να διαμηνυθεί στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και στους εγχώριους και ξένους επενδυτές ότι η Ελλάδα, που έως σήμερα ήταν μια από τις ωραιότερες χώρες του κόσμου, σταδιακά θα γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστική και θα επιτυγχάνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, στη βάση των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων και της αυξανόμενης παραγωγικότητας και επιχειρηματικότητας των κατοίκων της.
Ωστόσο, παρά τα ανωτέρω εντυπωσιακά επιτεύγματα, η ελληνική οικονομία παραμένει σε
βαθειά κρίση. Μάλιστα, τα ανωτέρω επιτεύγματα στους τομείς της δημοσιονομικής προσαρμογής και ιδιαιτέρως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων πραγματοποιήθηκαν με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε πολύ βαθύτερη ύφεση από ότι είχε εκτιμηθεί, με το ΑΕΠ της χώρας να μειώνεται κατά - 6,8% το 2011, παρά την εντυπωσιακή βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα κατά το 3ο τρίμηνο του 2011 και παρά την εντυπωσιακή αύξηση το 2011 των εισπράξεων από τον εξωτερικό τουρισμό (κατά 9,5%) και των εξαγωγών αγαθών και λοιπών υπηρεσιών (κατά 18,5% και 17,3% αντίστοιχα).
Η καταγεγραμμένη από την ΕΛΣΤΑΤ σημαντική πτώση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά το 2011 οφείλεται κατά κύριο λόγο στους ακόλουθους παράγοντες: α) Στη διατήρηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους του οικονομικού κλίματος στη χώρα σε υπέρμετρα χαμηλά επίπεδα, και β) στην εκρηκτική επέκταση της παράλληλης οικονομίας.
Ο ουσιαστικός καταποντισμός του οικονομικού κλίματος στη χώρα ήταν κυρίως αποτέλεσμα των πολιτικών και των συνεχών παρεμβάσεων των δανειστών της χώρας για άμεση επιβολή νέων και εξαιρετικά επώδυνων μέτρων και των υπερβολικά αρνητικών εκτιμήσεών τους, για τις προοπτικές εξόδου της χώρας από την κρίση, παρά την σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε το 2010 και το 2011 σε όλους τους τομείς, όπως προαναφέρθηκε. Οι παρεμβάσεις αυτές οδηγούν σε πολύ πιεστικές πρακτικές εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, σε μεγαλύτερη διοικητική αποδιοργάνωση από την ήδη υπάρχουσα και συμβάλλουν στην συνεχή υπονόμευση του οικονομικού κλίματος.
Από την άλλη πλευρά, οι εκτιμήσεις για ουσιαστική αδυναμία εξόδου της χώρας από την κρίση και, ειδικότερα, οι συνεχείς επικλήσεις της απειλής της άτακτης χρεοκοπίας και της εξόδου της χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ, οδήγησαν αναπόφευκτα στη μεγάλη διαρροή των καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, στην αποφυγή της πληρωμής και στην αδυναμία επιβολής της εισπράξεως των βεβαιωθέντων φόρων και εισφορών, στη διόγκωση της παράλληλης οικονομίας και στην αναβολή των αποφάσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για κατανάλωση σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά και για επενδύσεις σε κατοικίες και επιχειρήσεις.
Έτσι, όμως, υποβαθμίζεται η μεγάλη προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πράγματι καταβάλλει η χώρα με αξιοσημείωτη μάλιστα επιτυχία, δεδομένου του εξαιρετικά αρνητικού οικονομικού περιβάλλοντος. Αδικούνται οι θυσίες που οι κάτοικοί της υπομένουν με καρτερικότητα για τρίτη συνεχή χρονιά. Υπονομεύεται, τέλος, αυτή η ίδια η βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα με την διαιώνιση της ύφεσης που με αβάσταχτη ελαφρότητα επιβάλλεται σε μία χώρα που, αν και έχει σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες, δεν φαίνεται βραχυπρόθεσμα να μπορεί να αξιοποιήσει εναλλακτικές επιλογές για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
www.bankingnews.gr
Το 2011 ήταν το 2ο συνεχόμενο έτος στο οποίο η Ελλάδα σημείωσε αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή και επίσης σημαντική πρόοδο στους τομείς των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της ενισχύσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της. Στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβερνήσεως, από -4,9% του ΑΕΠ το 2010 και - 10,8% του ΑΕΠ το 2009 μειώθηκε στο -2,4% του ΑΕΠ το 2011 και αναμένεται να διαμορφωθεί σε - 0,5% του ΑΕΠ το 2012. Αυτή η πολύ σημαντική προσαρμογή το 2011 επιτεύχθηκε αποκλειστικά και μόνο λόγω της μεγάλης πτώσης των πρωτογενών δαπανών της γενικής κυβέρνησης στα € 91,2 δις (41,9% του ΑΕΠ) το 2011, από € 101,4 δις (44,6% του ΑΕΠ) το 2010 και παρά την επίσης μεγάλη πτώση των εσόδων της γενικής κυβερνήσεως στα € 86 δις το 2011, από € 89,9 δις το 2010. Η μεγάλη
πτώση των εσόδων της γενικής κυβέρνησης ήταν αποτέλεσμα αφενός των καταλυτικών αστοχιών του φορολογικού νόμου του Απριλίου του 2010 και αφετέρου της εξάρσεως της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής κατά το περασμένο έτος, μέσα σε ένα κλίμα καταποντισμού των προσδοκιών για ανάκαμψη. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του 2011, καθώς και στο πρώτο 2μηνο.΄12, ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα αυξήσεως των εσόδων και μειώσεως των δαπανών της γενικής κυβέρνησης, για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,8% του ΑΕΠ κατά το 2013.
Η ανωτέρω σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή το 2010 και το 2011 συνοδεύτηκε με την λήψη και την εφαρμογή μιας ευρύτατης σειράς δραστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας, αποτέλεσμα των οποίων ήταν σε μεγάλο βαθμό και η προαναφερθείσα τεράστια μείωση των πρωτογενών δαπανών της γενικής κυβέρνησης, από € 111,8 δις το 2009 σε € 91,2 δις το 2011.
Στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν συγκαταλέγονται η εκ βάθρων
μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων και του συστήματος υγείας της χώρας, με ουσιαστική εξυγίανση και εκλογίκευση των παροχών αυτών των συστημάτων, καθώς και η ριζική μεταρρύθμιση του θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου λειτουργίας των αγορών εργασίας και προϊόντων, ιδιαίτερα στις ΔΕΚΟ και τα κλειστά επαγγέλματα. Με αυτές τις μεταρρυθμίσεις έχει ήδη εξασφαλιστεί η εντυπωσιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 15% περίπου στην περίοδο 2010-2012, έναντι της συνεχούς επιδεινώσεως της ανταγωνιστικότητας στην περίοδο 2001-2009.
Όπως ανέφερε και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Λουκάς Παπαδήμος σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής J.-M. Barroso την 1.3.2012, η Ελλάδα μέσα σε δύο χρόνια όχι μόνο κατάφερε να μειώσει το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, αλλά αποκατέστησε κατά το 1/3 την απώλεια ανταγωνιστικότητας που υπέστη η ελληνική οικονομία τα τελευταία δέκα χρόνια.
Η εντυπωσιακή αυτή επίδοση, μαζί με την πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων τα επόμενα χρόνια, μπορεί να συμβάλλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Ελλάδος και των εταίρων της στην Ευρωζώνη.
Μετά την έγκριση από το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2012 του 2ου Πακέτου Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης (ΠΧΕ) της Ελλάδος από τη Ζώνη του Ευρώ και το ΔΝΤ, η Κυβέρνηση προωθεί τις διαδικασίες για την ολοκλήρωση του PSI plus και για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, όπως έχει αποφασιστεί και προβλέπεται στο
Μνημόνιο Οικονομικής Πολιτικής του Φεβρουαρίου 2012 (2ο ΜΟΠ). Θεσμοθετούνται επίσης τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το 2ο ΜΟΠ (αγορά εργασίας, συμπληρωματικός προϋπολογισμός 2012, τομέας υγείας, κλειστά επαγγέλματα, κ.ά.) με στόχο την έγκαιρη ολοκλήρωση του 2ου ΠΧΕ και την οριστική άρση της επώδυνης αβεβαιότητας για το μέλλον που έως σήμερα βαρύνει τη χώρα. Υπάρχουν επίσης κινήσεις τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ανασυγκρότηση τους δημόσιας διοίκησης και, το κυριότερο, για την προώθηση των επενδύσεων του ΕΣΠΑ 2007-2011 που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ, με έγκαιρη απορρόφηση διαθεσίμων κονδυλίων ύψους € 11,5 δις, τα οποία, με κατάλληλη μόχλευση μπορεί να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση επενδύσεων ύψους € 20 δις ή περισσότερο.
Είναι ωστόσο εξαιρετικά αρνητικό για τη χώρα ότι η προαναφερθείσα αξιοσημείωτη μέχρι σήμερα επιτυχία της, στην εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής (παρά το ότι πολλά πρέπει ακόμη να γίνουν, όπως προβλέπεται και από το 2ο ΜΟΠ), είναι εντελώς άγνωστη διεθνώς ακόμη και εντός των συνόρων της χώρας. Φυσιολογικό είναι, επομένως, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει πείσει τους εγχώριους και τους ξένους αναλυτές, και, επομένως, ούτε τις αγορές και τους ίδιους τους πολίτες της ότι υπάρχει διέξοδος από την κρίση και ότι η επάνοδος της χώρας στην ανάπτυξη είναι δυνατή και θα σημειωθεί έγκαιρα, πολύ νωρίτερα από ότι προβλέπουν έως σήμερα οι δανειστές της.
Η προωθούμενη ολοκλήρωση του 2ου ΠΧΣ της Ελλάδος εξασφαλίζει τη δυνατότητά της να στηριχθεί στις δυνάμεις της και στα αναμφισβήτητα συγκριτικά της πλεονεκτήματα για να επανέλθει έγκαιρα στην ανάπτυξη και να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4,5% του ΑΕΠ με την αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης και με την ήδη ουσιαστική βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της.
Είναι επίσης ευκαιρία να διαμηνυθεί στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και στους εγχώριους και ξένους επενδυτές ότι η Ελλάδα, που έως σήμερα ήταν μια από τις ωραιότερες χώρες του κόσμου, σταδιακά θα γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστική και θα επιτυγχάνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, στη βάση των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων και της αυξανόμενης παραγωγικότητας και επιχειρηματικότητας των κατοίκων της.
Ωστόσο, παρά τα ανωτέρω εντυπωσιακά επιτεύγματα, η ελληνική οικονομία παραμένει σε
βαθειά κρίση. Μάλιστα, τα ανωτέρω επιτεύγματα στους τομείς της δημοσιονομικής προσαρμογής και ιδιαιτέρως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων πραγματοποιήθηκαν με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε πολύ βαθύτερη ύφεση από ότι είχε εκτιμηθεί, με το ΑΕΠ της χώρας να μειώνεται κατά - 6,8% το 2011, παρά την εντυπωσιακή βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα κατά το 3ο τρίμηνο του 2011 και παρά την εντυπωσιακή αύξηση το 2011 των εισπράξεων από τον εξωτερικό τουρισμό (κατά 9,5%) και των εξαγωγών αγαθών και λοιπών υπηρεσιών (κατά 18,5% και 17,3% αντίστοιχα).
Η καταγεγραμμένη από την ΕΛΣΤΑΤ σημαντική πτώση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά το 2011 οφείλεται κατά κύριο λόγο στους ακόλουθους παράγοντες: α) Στη διατήρηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους του οικονομικού κλίματος στη χώρα σε υπέρμετρα χαμηλά επίπεδα, και β) στην εκρηκτική επέκταση της παράλληλης οικονομίας.
Ο ουσιαστικός καταποντισμός του οικονομικού κλίματος στη χώρα ήταν κυρίως αποτέλεσμα των πολιτικών και των συνεχών παρεμβάσεων των δανειστών της χώρας για άμεση επιβολή νέων και εξαιρετικά επώδυνων μέτρων και των υπερβολικά αρνητικών εκτιμήσεών τους, για τις προοπτικές εξόδου της χώρας από την κρίση, παρά την σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε το 2010 και το 2011 σε όλους τους τομείς, όπως προαναφέρθηκε. Οι παρεμβάσεις αυτές οδηγούν σε πολύ πιεστικές πρακτικές εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, σε μεγαλύτερη διοικητική αποδιοργάνωση από την ήδη υπάρχουσα και συμβάλλουν στην συνεχή υπονόμευση του οικονομικού κλίματος.
Από την άλλη πλευρά, οι εκτιμήσεις για ουσιαστική αδυναμία εξόδου της χώρας από την κρίση και, ειδικότερα, οι συνεχείς επικλήσεις της απειλής της άτακτης χρεοκοπίας και της εξόδου της χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ, οδήγησαν αναπόφευκτα στη μεγάλη διαρροή των καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, στην αποφυγή της πληρωμής και στην αδυναμία επιβολής της εισπράξεως των βεβαιωθέντων φόρων και εισφορών, στη διόγκωση της παράλληλης οικονομίας και στην αναβολή των αποφάσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για κατανάλωση σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά και για επενδύσεις σε κατοικίες και επιχειρήσεις.
Έτσι, όμως, υποβαθμίζεται η μεγάλη προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πράγματι καταβάλλει η χώρα με αξιοσημείωτη μάλιστα επιτυχία, δεδομένου του εξαιρετικά αρνητικού οικονομικού περιβάλλοντος. Αδικούνται οι θυσίες που οι κάτοικοί της υπομένουν με καρτερικότητα για τρίτη συνεχή χρονιά. Υπονομεύεται, τέλος, αυτή η ίδια η βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα με την διαιώνιση της ύφεσης που με αβάσταχτη ελαφρότητα επιβάλλεται σε μία χώρα που, αν και έχει σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες, δεν φαίνεται βραχυπρόθεσμα να μπορεί να αξιοποιήσει εναλλακτικές επιλογές για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών